«Ο θάνατός σου, η ζωή μου»
«Πρέπει να πατάς επί πτωμάτων για να ζήσεις, την σήμερον ημέραν»
Ποιος αρρωστημένος νους να ήταν εκείνος που συνέλαβε τέτοιες κατασκότεινες ιδέες, που με το μαύρο γάλα τους “ανάστησαν” γενεές επί γενεών; Και ποιος να το ’λεγε πόσο αφόρητα πληκτική, ανιαρά επαναλαμβανόμενη, ανυπόφορα ατελείωτη θα ήταν αυτή η πολλά υποσχόμενη «σήμερον ημέρα», που μάλλον με τυραννικά παρατεινόμενη «ασέληνο νύκτα» μοιάζει, αν κρίνει κανείς από το χρώμα που κυριαρχεί στη δήθεν ευ-ημερία της…
Ούτε που θυμάσαι πόσο ήσουν τότε, όταν έκανες τη «Μεγάλη Επανεκκίνησή» σου. Να ήσουν 20; Να ήσουν 30, 50, 70, 80; Χρόόόνια προσπαθείς να θυμηθείς (σε πιέζουν κι οι από δίπλα, βλέπεις, οι “περίεργοι”, αυτοί με την ειρωνεία στο στόμα και τη θανατίλα στην καρδιά), μα κάθε φορά διαπιστώνεις την αδυναμία σου να συνδέσεις αδιάφορες αναμνήσεις με την καινή μνήμη που στερεώθηκε μέσα σου από το κενό μνήμα.
Μα δεν ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπες. Θα την είχες δει “καν και καν” στη ζωή σου. Τόσα Πάσχα είχες περάσει και την είχες προσπεράσει – τόσα Πάσχα είχαν περάσει από δίπλα σου… Μα, και τόσες φορές είχες σιγοψελλίσει αμήχανα (η αλήθεια είναι ότι η μουσική του σου άρεσε πολύ) εκείνο το «Χριστός ανέστη», που το λέγαν και το ξαναλέγαν και το ξαναλέγαν τη νύχτα της Ανάστασης (καλά, δεν βαριόντουσαν; άλλη δουλειά δεν είχαν να κάνουνε νυχτιάτικα;) παπάδες και ψαλτάδες… Σου άρεσε ιδιαίτερα όπως τελείωνε, με το «ζωήν χαρισάμενος», γιατί σου θύμιζε τη «ζωή χαρισάμενη» που έλεγες ότι ζούσες. Μα, τι τα θες; Η νύχτα τής «σήμερον ημέρας» παρέμενε νύχτα, κι ό,τι και να φώτιζαν τα βαρελότα στην Ανάσταση σκοτείνιαζε αμέσως σε βαρέλια από φτηνιάρικο κρασί του πεταματού, που χωρίς αυτό “δεν έβγαινε” η περιβόητη “σήμερον ημέρα”»…
Προσπαθούσες να νιώθεις παντού και πάντα νικητής – το είχες ανάγκη, αλλιώς δεν “τράβαγε” η “χαρισάμενη ζωή” σου. Έτρεχες σε γήπεδα και κάλπες, ούρλιαζες στα πρώτα, ξελαρυγγιαζόσουνα για τις δεύτερες, φανατιζόσουν “όσο δεν έπαιρνε” και στα δύο, με τα “χρώματα κι αρώματά” τους να σου δίνουν κάλπικη, νοθευμένη μέθη… Όταν έχανε η ομάδα σου, δεν ήταν να σε βλέπει άνθρωπος. Όταν, από την άλλη, κέρδιζε (είτε “με το σπαθί της” είτε με το γεμάτο χρήμα βαλιτσάκι της...), γινόσουν “άλλος άνθρωπος” – “άλλος”, γιατί δεν ήσουνα εσύ... Λένε πως αυτά τα ξαφνικά και απότομα “πάνω” και “κάτω” τα έχουν (και) τα ναρκωτικά. Αλλά εσένα δεν ίδρωνε τ’ αυτί σου – εξάλλου είχες σπάσει κάθε καθρέφτη από χρόνια…
Στις εκλογές, μία από τα ίδια. Να μην τα ξαναλέμε τι γινόταν όταν έχανες (το κόμμα γινόταν για σένα κώμα). Μα κι όταν κέρδιζες (τότε που το κόμμα γινόταν παραλήρημα), γρήγορα ένιωθες προδομένος (κι ας μην το ομολογούσες), καθώς ο Μεσσίας σου μέσα σε απειροελάχιστο χρόνο μεταμορφωνόταν σε Ιούδα. Βέβαια, και συ δεν ήσουν και τόσο «αθώος του αίματος», αφού όλο και κάποιο μερτικό ζητούσες από τα τριάκοντα αργύρια των τριάκοντα τυράννων μιάς κατ’ επίφασιν Δημοκρατίας (αλλιώς, πώς «θα πατούσες επί πτωμάτων», όπως απαιτούσε το “μότο” σου; πώς θα ανέβαινες “πέντε-πέντε-δέκα”, “δέκα-δέκα” τα σκαλιά της ιεραρχίας στην “υπηρεσία” που δούλευες [τον κόσμο], εξασφαλίζοντας παχυλούς μισθούς και ακριβά “δωράκια”, αλλά και μια γενναιόδωρη σύνταξη, εφάμιλλη της απ-ληστ(ε)ίας σου;). «Ίνα (καλο)πληρωθή», έτσι, και στο πρόσωπό σου το ρηθέν υπό του αιώνος τούτου του απατεώνος ότι «τον προδότη ουδείς ηγάπησε (υποτίθεται), την προδοσία όμως πολλοί»... Όσα παιδιά δεν πρόλαβε να κάνει ο Ιούδας εν ζωή, τα έκανε με όλη του την άνεση μετά θάνατον… Ούτε ο ίδιος δεν θα περίμενε πόσο διαχρονικά “in” θα ήταν το γλωσσόκομον και τα συμπαρομαρτούντα του στην άτυπη “οικογένειά” του..
Μ’ αυτά και μ’ αυτά (κατρα)κυλούσε η “χαρισάμενη ζωή” σου, κι έλεγες πως δεν θα τέλειωνε ποτέ αυτή η ζωή-πανηγύρι που ήταν για τα πανηγύρια. Ώσπου ήρθε εκείνη η ημέρα, η «μιά των σαββάτων» σου, η καινή «σήμερον ημέρα», μπολιασμένη τώρα πια σε ένα «νυν και αεί» που της άλλαζε όλο το νόημα, η ημέρα που ασυνείδητα, αν και ασυνείδητος, αδημονούσες να έρθει για να μπορείς να άδεις στον άδη (σου) «ανακαινισθήσεται ως αετού η νεότης σου» (κάπου το ’χες ακούσει αυτό και σου άρεσε ως ιδέα, γιατί μίλαγε για νιότη και σου θύμιζε το ξεχασμένο εφηβικό σου «θα πετώ», που στον δρόμο όμως είχε δώσει τη θέση του σ’ ένα γερασμένο «θ’ απαιτώ»…), η ημέρα που «ανεώχθησαν οι οφθαλμοί» σου και όλα κολύμπησαν μεμιάς στο φως, η «πανήγυρις των πανηγύρεων», όπου όλες οι πικρές ψευτοχαρές σου «επικράνθησαν» μπροστά στη γλύκα που ξεχειλίζει από «το ποτήριον» το «μεθύσκον με ωσεί κράτιστον».
«Η εις Άδου Κάθοδος» λεγόταν. Δεν ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπες, ακόμα-ακόμα και την προσκυνούσες, έστω και μηχανικά. Σου θύμιζε μάλιστα τα γυμνασιακά σου χρόνια, τότε που, εντυπωσιασμένος, άκουγες τον καθηγητή σου να μιλάει για την κάθοδο του Οδυσσέα στον Άδη, σε μια ραψωδία που είχε το περίεργο όνομα «Νέκυια». Δεν ξέχασες ποτέ ότι ο καθηγητής έδωσε σε μαθητές να διαβάσουν τους στίχους που ο Οδυσσέας πήγε τρεις φορές να αγκαλιάσει με λαχτάρα τη μάνα του, και τρεις φορές αγκάλιασε μια σκιά που είχε τη μορφή της… Δεν άντεχε να τους διαβάσει ο ίδιος αυτούς τους στίχους-μαρτύριο, καθώς είχε χάσει τη μάνα του στην πρωτεύουσα του Άδη, τη Μικρασιατική Καταστροφή, όντας ο ίδιος μωρό λίγων μηνών, που από θαύμα σώθηκε… Και πάντα σ’ έτρωγε μέσα σου τι να σήμαινε εκείνη η φράση «τη λόγχη που κεντά χρυσή λαβωματιά», σ’ ένα τραγούδι που γράφτηκε στα πενηντάχρονα από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ποια να ήταν αυτή η λόγχη, και ποια η χρυσή λαβωματιά που η λόγχη αυτή παράδοξα κεντούσε; Και τι γυρεύανε λόγχες και χρυσές λαβωματιές σ’ έναν όλεθρο, σε μια σύγχρονη «Νέκυια»; Κάτι σου ’λεγε μέσα σου ότι αυτά τα ερωτηματικά θα κατέληγαν με κάποιον τρόπο, αργά ή γρήγορα, σε ένα θεόρατο θαυμαστικό – αλλά πού ’ν’ το;…
Δεν ήταν η πρώτη φορά λοιπόν, ήταν όμως η μία, η μοναδική… Καθώς ασπαζόσουν τέτοιες μέρες, πασχαλιάτικα, την «Εις Άδου Κάθοδον» (τυπικά και βιαστικά, ως συνήθως), εκεί που ήσουν έτοιμος να φύγεις, ξαφνικά παραλύεις, μένεις στήλη άλατος, χωρίς κανένας Λωτ να μπορεί να σε βοηθήσει… Ξανακοιτάς με προσοχή την εικόνα που βαριεστημένα πέρασες από μπροστά της δίνοντάς της ένα φίλημα σε στυλ Ιούδα και –ναι!, δεν ήταν κώμα, δεν ήταν παραλήρημα– βλέπεις ολοκάθαρα στην εικόνα τον… εαυτό σου να στέκει, με υπομονή και λαχτάρα ταυτόχρονα, στη μακάρια ουρά προσδοκώντας να σε αγγίξει και σένα το απαστράπτον χέρι του Νικητή. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά σε ακούς να κραυγάζεις μέσα στην εικόνα προς «τον τα του Άδου κενώσαντα ταμεία» το μότο σου (ποιος να το ’λεγε;) «Ο θάνατός Σου, η ζωή μου»!
Και “καπάκι” να παρατηρείς για πρώτη φορά ότι Αυτός που τον περίμενες στην εικόνα υπομονετικά για την πιο σημαντική χειραψία της ζωής σου (όχι σαν τις ψεύτικες χειραψίες με τους ψευτομεσσίες πολιτικάντηδες, που στηνόσουν για χάρη τους επί ώρες στην ουρά, κοροϊδεύοντας εσύ αυτούς κι αυτοί εσένα), Αυτός λοιπόν ικανοποιούσε και το άλλο σου μότο, «πατώντας επί πτωμάτων» – ή μάλλον, επί ενός και μόνο πτώματος, του πτώματος του θανάτου, ο οποίος, μετά το χαροπάλεμα και τον επιθανάτιο ρόγχο του, παραδόθηκε στο μαύρο γάλα της αβύσσου του…
Τότε εν ριπή (ανεωγμένου) οφθαλμού συνειδητοποίησες ένα σωρό αλήθειες της Αλήθειας. Συνειδητοποίησες ότι για πρώτη και μοναδική φορά στην Ιστορία υπάρχει ως κοινό “κτήμα ες αεί” μια νίκη όπου όλοι οι άνθρωποι (μπορούν να) είναι νικητές – με τον ηττημένο να είναι ένας και μοναδικός, ο πατημένος με θάνατο θάνατος. Ότι, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, αν υπάρχει τέλεια Δημοκρατία, αυτή δεν μπορεί παρά να είναι εκείνη στην οποία όλοι μα όλοι ανεξαιρέτως, μηδενός εξαιρουμένου, έχουν τη δυνατότητα της δυναμικής μετοχής τους στην κονιορτοποίηση του θανάτου. Ότι στη Δημοκρατία αυτή, όπου «ζωή πολιτεύεται», ο Δήμος των Αναστημένων (που, παρά τα ειωθότα, διαθέτει ευσχήμονα βουλευτή…) είναι αδελφοποιημένος σε κοινό βηματισμό με τον Δήμο των Αγγέλων, έχοντας κοινό μπροστάρη τον Νικητή Πρωτοδημότη, εκείνον που συνέτριψε την τυραννία του πολιτεύματος της θανατοκρατίας, έχοντας κατέβει προηγουμένως ως δούρειος ίππος στην ανυποψίαστη Κάτω Τροία...
Αυτά και άλλα πολλά συνειδητοποίησες αποσβολωμένος, την ώρα που ο κόσμος φώναζε στην ουρά να προσκυνήσει. Έφυγες σαστισμένος μπροστά από την εικόνα, παραμένοντας ταυτόχρονα μέσα της.
Μέσα της παραμένεις μέχρι «την σήμερον ημέραν». Οι άλλοι σε βλέπουν να στήνεσαι κάθε μέρα αξημέρωτα στην ουρά της τράπεζας για να αποζημιώσεις «τετραπλούν» όσους αδίκησες. Οι καταθέσεις σου έχουν μηδενιστεί, αλλά εσένα σε νοιάζουν μόνο οι αναλήψεις για την ανακούφιση των άλλων, μα κι εκείνη η μία και μοναδική Ανάληψη, που ακολουθεί μετά την «Εις Άδου Κάθοδον». Πρέπει να κοιτάξεις να χωρέσεις σε δύο εικόνες πια…
Andreas Moratos/Facebook
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου