Ἐξαιτίας τῆς προπατορικῆς πτώσεως οἰκειοποιηθήκαμε τόσο πολύ τήν ἁμαρτία, ὥστε ὅλα τά χαρακτηριστικά καί ὅλα τά κινήματα τῆς ψυχῆς εἶναι διαποτισμένα πιά ἀπ᾿ αὐτήν. Ἔτσι, ἡ ἀπόρριψη τῆς ἁμαρτίας, πού ἔχει γίνει στοιχεῖο τῆς ψυχῆς, σημαίνει ἀπόρριψη τῆς ἴδιας τῆς ψυχῆς. Αὐτή ἡ ἀπόρριψη τῆς ψυχῆς εἶναι ἀπαραίτητη γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς. Ἡ ἀπόρριψη τῆς φύσεως πού μολύνθηκε ἀπό τήν ἁμαρτία, εἶναι ἀπαραίτητη γιά τήν οἰκείωση τῆς φύσεως πού ἀνακαινίστηκε ἀπό τόν Χριστό.
Ὅταν δηλητηριαστεῖ ἡ τροφή, πού περιέχεται σ᾿ ἕνα σκεῦος, τήν πετᾶμε. Ὕστερα πλένουμε τό σκεύος μέ ἐπιμέλεια καί τό χρησιμοποιοῦμε γιά καλή τροφή. Ἡ τροφή πού δηλητηριάστηκε, δίκαια θεωρεῖται κι αὐτή δηλητήριο.
Γιά ν᾿ ἀκολουθήσουμε τόν Χριστό, πρέπει πρῶτα ν᾿ ἀπαρνηθοῦμε τόν λογισμό μας καί τό θέλημά μας. Ὁ λογισμός καί τό θέλημα τῆς πεσμένης φύσεως ἔχουν ὁλοκληρωτικά δηλητηριαστεῖ καί ἀλλοιωθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία, γι᾿ αὐτό ποτέ δέν μποροῦν νά ταυτιστοῦν μέ τή σκέψη καί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἱκανός νά οἰκειωθεῖ τή σκέψη τοῦ Θεοῦ γίνεται ὅποιος ἀπαρνιέται τή δική του σκέψη. Ἱκανός νά ἐφαρμόσει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ γίνεται ὅποιος ἀπαρνιέται τό δικό του θέλημα.
Γιά ν᾿ ἀκολουθήσουμε τόν Χριστό, πρέπει νά σηκώσουμε τόν σταυρό μας. Σηκώνοντας τόν σταυρό μας, δηλώνουμε τήν ἑκούσια καί καί εὐλάβική ὑποταγή μας στήν κρίση τοῦ Θεοῦ, μ᾿ ὅλες τίς θλίψεις πού θά μᾶς βροῦν μέ παραχώρηση τῆς πρόνοιάς Του. Ἡ βαρυγγώμια καί ἡ ἀγανάκτηση γιά τίς θλίψεις καί τίς συμφορές εἶναι ἀπόρριψη τοῦ σταυροῦ. Μόνο ἐκεῖνος πού σηκώνει τόν σταυρό του μπορεῖ ν᾿ ἀκολουθεῖ τόν Χριστό. Ὅποιος ὑποτάσσεται στή βούληση Ἐκείνου, ταπεινά παραδέχεται πώς τοῦ ἀξίζει νά καταδικαστεῖ καί νά τιμωρηθεῖ.
Ὁ Κύριος, πού μᾶς ἔδωσε τήν ἐντολή τῆς αὐταπαρνήσεως, τῆς ἀποταγῆς τοῦ κόσμου καί τῆς ἄρσεως τοῦ σταυροῦ, θά μᾶς δώσει καί τή δύναμη γιά τήν ἐφαρμογή αὐτῆς τῆς ἐντολῆς Του. Ὅποιος ἀποφάσισε καί ἀγωνίζεται νά τήν ἐφαρμόσει, δέν ἀργεῖ νά διαπιστώσει πόσο ἀπαραίτητη εἶναι. Ἡ διδασκαλία πού, μέ τήν ἐπιφανειακή καί λαθεμένη θεώρηση τῆς ἀνθρώπινης σοφίας, φαίνεται σκληρή, ἀποδεικνύεται ἡ πιό συνετή καί ἡ πιό ἀγαθή. Τούς κολασμένους τούς καλεῖ στή σωτηρία, τούς νεκρωμένους τούς καλεῖ στή ζωή, τούς δεμένους στόν ἅδη τούς καλεῖ στόν οὐρανό.
Ὅσοι δέν ἀποφασίζουν ν᾿ ἀπαρνηθοῦν ἑκούσια τόν ἑαυτό τους καί τόν κόσμο, ἀναγκάζονται τελικά νά τό κάνουν ἀκούσια καί βίαια: Ὅταν ἔρθει ὁ ἀδυσώπητος καί ἀναπότρεπτος θάνατος, χωρίζονται ἀπ᾿ ὅλα ἐκεῖνα μέ τά ὁποῖα ἔχουν δεθεῖ. Τότε φτάνουν στό σημεῖο ν᾿ ἀποχωρίζονται, δίχως νά τό θέλουν, ἀκόμα καί τό ἴδιο τους τό σῶμα, ἀφήνοντάς το στή γῆ ἕρμαιο τῆς φθορᾶς καί τροφή τῶν σκουληκιῶν.
Ἡ φιλαυτία καί ἡ φιλοκοσμία εἶναι καρποί τῆς αὐταπάτης καί τῆς ψυχικῆς τυφλώσεως. Φιλαυτία εἶναι ἡ στρεβλή ἀγάπη πρός τόν ἑαυτό μας. Παράλογη καί καταστροφική εἶναι αὐτή ἡ ἀγάπη. Ὁ φίλαυτος κυνηγᾶ μέ πάθος καθετί μάταιο, καθετί φευγαλέο, κάθε ἁμαρτωλή ἀπόλαυση. Εἶναι ἐχθρός τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ του. Εἶναι αὐτόχειρας. Ἀγαπώντας τόν ἑαυτό του καί ἐπιδιώκοντας τήν ἱκανοποίησή του, στήν πραγματικότητα μισεῖ καί καταστρέφει τόν ἑαυτό του, τόν ὁδηγεῖ στόν αἰώνιο θάνατο.
Ἄς συμμαζέψουμε τόν νοῦ μας ὅσοι τόν ἔχουμε σκορπίσει, σκοτισμένοι καί ἀπατημένοι ἀπό τή ματαιότητα! Ἄς συνέλθουμε ὅσοι ἔχουμε μεθύσει ἀπό τή ματαιότητα καί χάσει τή νηφάλια αὐτογνωσία! Ἄς διχασθοῦμε ἀπ᾿ ὅσα συντελοῦνται καθημερινά μπροστά στά μάτια μας! Ὅσα βλέπουμε νά συμβαίνουν στούς ἄλλους, ὁπωσδήποτε θά συμβοῦν καί σ᾿ ἐμᾶς.
Ὄποιος σπαταλᾶ τή ζωή του ἐπιζητώντας τιμές, τίς παίρνει ἄραγε μαζί του στήν αἰωνιότητα; Δέν ἀφήνει ἐδῶ τούς τίτλους, τά παράσημα, τίς διακρίσεις, ὅλη τήν αἴγλη μέ τήν ὁποία εἶχε περιβάλει τόν ἐαυτό του; Δέν πηγαίνει στήν αἰωνιότητα μόνο μέ τά ἔργα πού ἔπραξε στή διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς του;
Ὅποιος σπαταλᾶ τή ζωή του ἐπιζητώντας πλούτη, συγκεντρώνοντας πολλά χρήματα, ἀποκτώντας ἀπέραντα κτήματα, ὀργανώνοντας κερδοφόρες ἐπιχειρήσεις, κατοικώντας σέ μαρμαροχρυσοστόλιστα παλάτια καί ταξιδεύοντας μέ ὑπέροχα ἁμάξια, παίρνει τίποτα μαζί του στήν αἰωνιότητα; Ὄχι! Ὄλα τά ἀφήνει στή γῆ. Περιορίζεται σ᾿ ἕνα μικρό κομμάτι γῆς ὅπου θάβεται τό σῶμα του, ὅπως τά σώματα ὅλων τῶν νεκρῶν.
Ὅποιος σπαταλᾶ τή ζωή του σέ σαρκικές ἀπολαύσεις, σέ φιλικά ξεφαντώματα καί σέ πλούσια γεύματα, μέ τό ἀναπόφευκτο τέλος τά ἀποχωρίζεται ὅλα αὐτά. Πρῶτα ἔρχονται τά γηρατειά μέ τή φυσική ἀδυναμία τους, κι ὕστερα χωρίζεται ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα. Τότε ἀντιλαμβάνεται ὁ καθένας, ἀργά ὅμως πιά, ὅτι τό νά ὑπηρετεῖ κανείς τά πάθη του εἶναι μιά πλάνη, ὅτι ἡ ζωή τῆς σάρκας καί τῆς ἁμαρτίας δέν ἔχει νόημα.
Τί ἀλλόκοτος, τί παράδοξος πού εἶναι ὁ ἀγώνας γιά ἐπίγεια ἐπιτυχία! Ζητᾶμε πάντα μέ μανία νά πετύχουμε κάτι. Καί μόλις τό βροῦμε, παύουμε πιά νά τό θέλουμε μέ τόσο πόθο, ὅσο πρίν τό ἀποκτήσουμε. Ἔτσι μέ νέα φλόγα ἀρχίζουμε ν᾿ ἀναζητᾶμε κάτι ἄλλο. Μέ τίποτα δέν εἴμαστε ἱκανοποιημένοι. Ζοῦμε μόνο μέ τήν προσδοκία τῆς μελλοντικῆς ἐπιτυχίας. Διψᾶμε μόνο γι᾿ αὐτό πού δέν ἔχουμε. Τά ἀντικείμενα τῆς ἐπιθυμίας μας ἑλκύουν τήν καρδιά μας μέ τή φαντασία καί τήν ἐλπίδα τῆς ἀπολαύσεως. Διαρκῶς ἀπατημένοι, τρέχουμε πίσω ἀπό τά ποθητά αὐτά ἀντικείμενα σ᾿ ὅλη τή διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας, ὥσπου νά μᾶς ἁρπάξει ὁ ἀπροσδόκητος θάνατος. Πῶς νά ἐξηγήσουμε αὐτή τή συνεχῆ ἀναζήτηση ὄλων μας; Στίς ψυχές μας φυτεύθηκε ἡ ἀναζήτηση τῶν αἰώνιων ἀγαθῶν. Μετά τήν πτώση μας, ὅμως, ἡ τυφλωμένη ἀπό τήν ἁμαρτία καρδιά μας ψάχνει ἀδιάκοπα στή γῆ αὐτά πού ὑπάρχουν στήν αἰωνιότητα, στόν οὐρανό.
Ὁ κλῆρος πού ἔλαχε στούς προγόνους μου καί στ᾿ ἀδέλφια μου, θά λάχει καί σ᾿ ἐμένα: Πέθαναν ἐκεῖνοι, θά πεθάνω κι ἐγώ. Θ᾿ ἀφήσω τό κελλί μου, θ᾿ ἀφήσω τά βιβλία μου, θ ᾿ ἀφήσω τά ροῦχα μου, θ᾿ ἀφήσω τό γραφεῖο μου, ὅπου περνοῦσα πολλές ὧρες. Ὅλα ὅσα εἶχα ἀνάγκη ἤ νόμιζα ὅτι εἶχα ἀνάγκη στήν ἐπίγεια ζωή μου, θά τ᾿ ἀφήσω. Θά βγάλουν τό σῶμα μου ἀπ᾿ αὐτό τό κελλί, ἀπ᾿ αὐτόν τόν προθάλαμο τῆς ἄλλης ζωῆς καί χώρας. Θά βγάλουν τό σῶμα μου καί θά τό παραδώσουν στή γῆ, τή γῆ ἀπό τήν ὁποία πλάστηκε τό σῶμα τοῦ πρώτου ἀνθρώπου. Τό ἴδιο θά συμβεῖ καί σ᾿ ἐσᾶς, ἀδελφοί, πού διαβάζετε τοῦτες τίς γραμμές. Θά πεθάνετε κι ἐσεῖς. Θ᾿ ἀφήσετε ἐδῶ ὅλα τά γήινα. Θ᾿ ἀφήσετε τά σώματά σας καί μέ τίς ψυχές σας θά μπεῖτε στήν αἰωνιότητα.
Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἀποκτᾶ ἰδιότητες ἀντίστοιχες τῆς δραστηριότητάς της. Ὅπως σ᾿ ἕναν καθρέφτη εἰκονίζονται τά ἀντικείμενα ἐκεῖνα ἀπέναντι στά ὁποῖα αὐτός τοποθετεῖται, ἔτσι καί σέ μιά ψυχή δημιουργοῦνται ἐντυπώσεις ἀντίστοιχες τῶν ἐνασχολήσεων καί τῶν ἔργων της. Οἱ εἰκόνες ἐξαφανίζονται ἀπό τόν ἀναίσθητο καθρέφτη, ὅταν τά ἀντικείμενα ἀπομακρυνθοῦν ἀπό μπροστά του. Οἱ ἐντυπώσεις, ὅμως, παραμένουν στή λογική ψυχή. Μποροῦν, βέβαια, νά ἐξαλειφθοῦν ἤ νά ἀντικατασταθοῦν ἀπό ἄλλες, ἀλλά γι᾿ αὐτό ἀπαιτοῦνται κόπος καί χρόνο πολύς. Οἱ ἐντυπώσεις, πού ἀποτελοῦν «περιουσία» τῆς ψυχῆς τήν ὥρα τῆς ἐξόδου της ἀπό τό σῶμα, εἶναι αἰώνιο ἀπόκτημά της καί ἐχέγγυο τῆς αἰώνιας μακαριότητάς της ἤ αἴτιο τοῦ αἰώνιου ὀλέθρου της.
«Δέν μπορεῖτε νά εἶστε δοῦλοι καί στόν Θεό καί στόν μαμωνᾶ»16, εἶπε ὁ Σωτήρας στούς πεσμένους ἀνθρώπους, ἀποκαλύπτοντάς τους τήν κατάσταση στήν ὁποία βρέθηκαν ἐξαιτίας τῆς προπατορικῆς πτώσεως. Ἔτσι πληροφορεῖ καί ὁ γιατρός τόν ἄρρωστο γιά τήν κατάστασή του, τήν ὁποία ὁ ἴδιος δέν μπορεῖ νά ἀντιληφθεῖ. Ἐξαιτίας τῆς ψυχικῆς μας συγχύσεως, λοιπόν, δέν ἀντιλαμβανόμαστε τήν ἀσθένειά μας, τήν ὁποία μᾶς φανερώνει ὁ Κύριος μαζί μέ τόν τρόπο τῆς θεραπείας: Γιά νά σωθοῦμε, πρέπει ἔγκαιρα νά ἀρνηθοῦμε τόν ἑαυτό μας καί τόν κόσμο. «Κανείς δέν μπορεῖ νά εἶναι δοῦλος σέ δύο κυρίους· γιατί ἤ θά μισήσει τόν ἕνα καί θ᾿ ἀγαπήσει τόν ἄλλο, ἤ θά στηριχθεῖ στόν ἕνα καί θά περιφρονήσει τόν ἄλλο»17.
Ἡ πείρα διαρκῶς δικαιώνει τά παραπάνω λόγια τοῦ παναγίου Γιατροῦ. Τήν ἱκανοποίηση τῶν μάταιων καί ἁμαρτωλῶν ἐπιθυμιῶν ἀκολουθεῖ πάντοτε ἡ ἕλξη ἀπ᾿ αὐτές. Τήν ἕλξη ἀκολουθεῖ ἡ αἰχμαλωσία, πού εἶναι θάνατος γιά κάθετί τό πνευματικό. Ὅσοι ἀφέθηκαν ν᾿ ἀκολουθήσουν τίς ἐπιθυμίες τους καί τήν ἀνθρώπινη σοφία, τήν ὁποία ὁ ἀπόστολος ὀνομάζει «σαρκική»18, αἰχμαλωτίστηκαν τελικά ἀπ᾿ αὐτές, ξέχασαν τόν Θεό καί τήν αἰωνιότητα, δαπάνησαν μάταια τήν ἐπίγεια ζωή τους, ὁδηγήθηκαν στήν αἰώνια καταστροφή.
Δέν εἶναι δυνατό νά ἐκπληρώνει κανείς καί τό θέλημά του καί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἀπό τήν ἐκπλήρωση τοῦ πρώτου βεβηλώνεται καί ἀχρηστεύεται τό δεύτερο. Τό εὐωδιαστό καί πολύτιμο μύρο χάνει τήν ἀξία του, ὅταν ἀναμειχθεῖ μ᾿ ἕνα δύσοσμο ὑγρό. «Θά ἀπολαύσετε τά ἀγαθά τῆς γῆς», μᾶς γνωστοποιεῖ ὁ Θεός μέσω τοῦ μεγάλου προφήτη Ἡσαΐα, τότε μόνο, ὅταν «θελήσετε νά ὑπακούσετε σ᾿ ἐμένα· ἄν, ὅμως, δέν θελήσετε καί δέν μέ ὑπακούσετε, μάχαιρα θά σᾶς καταφάει. Τό στόμα τοῦ Κυρίου τά εἶπε αὐτά»19.
Δέν μπορεῖ κανεῖς ν᾿ ἀποκτήσει τόν «νοῦ τοῦ Χριστοῦ»20, ὅταν παραμένει στή «σαρκική» σοφία. «Γιατί τό σαρκικό φρόνημα ὁδηγεῖ στόν θάνατο», λέει ὁ ἀπόστολος, καί «ἐχθρεύεται τόν Θεό, ἀφοῦ δέν ὑποτάσσεται στόν θεϊκό νόμο, ἀλλά κι οὔτε μπορεῖ νά ὑποταχθεῖ»21. Τί εἶναι τό «σαρκικό φρόνημα»; Οἱ σκέψεις καί οἱ ἐπιθυμίες πού γεννιοῦνται μέσα στόν ἄνθρωπο μετά τό προπατορικό ἁμάρτημα. Τό σαρκικό φρόνημα μᾶς κάνει νά κινούμαστε καί νά ἐνεργοῦμε πάνω στή γῆ, μεγαλοποιώντας τήν ἀξία τῶν φθαρτῶν καί προσκαίρων, ἀπομακρύνοντάς μας ἀπό τόν Θεό καί ὅσα συντελοῦν στήν εὐαρέστησή Του, στερώντας μας τή σωτηρία.
Ἄς ἀρνηθοῦμε τίς ψυχές μας, σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου, γιά νά τίς κερδίσουμε! Ἄς ἀρνηθοῦμε, δηλαδή, τήν ἐφάμαρτη κατάσταση, στήν ὁποία κατάντησαν οἱ ψυχές μας μέ τήν ἑκούσια ἄρνηση τοῦ Θεοῦ, γιά νά λάβουμε ἀπ᾿ Αὐτόν τήν ἁγία κατάσταση τῆς ἀνακαινισμένης ἀνθρωπίνης φύσεως καί νά γίνουμε ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ! Τή θέλησή μας, ἤ μᾶλλον τή θέληση τῶν δαιμόνων, στήν ὁποία ὑποτάχθηκε καί μέ τήν ὁποία ταυτίστηκε ἡ δική μας θέλήση, ἄς τήν ἀντικάταστήσουμε μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πού μᾶς φανερώθηκε στό Εὐαγγέλιο. Τό σαρκικό φρόνημα, φρόνημα κοινό τῶν πεσμένων πνευμάτων καί ἀνθρώπων, ἄς τό ἀντικαταστήσουμε μέ τό φρόνημα τοῦ Θεοῦ, πού ἀκτινοβολεῖ ἀπό τό Εὐαγγέλιο.
Ἄς ἀπαρνηθοῦμε τήν ὑλική περιουσία μας, γιατί ἔτσι θά γίνουμε ἱκανοί ν᾿ ἀκολουθήσουμε τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό! Ἡ ἀπάρνηση τῆς περιουσίας εἶναι ἀπόρροια τῆς ὀρθῆς στάσεως ἀπέναντι στά ὑλικά ἀγαθά, στάσεως πού διαμορφώνεται ἀπό τό Εὐαγγέλιο22. Καί ὅταν διαμορφωθεῖ μέσα στόν ἄνθρωπο, τότε ὁ νοῦς του κατανοεῖ ἀβίαστα τήν ἀλήθεια: Ἡ ἐπίγεια περιουσία δέν ἀπότελεῖ κτῆμα μας, ὅπως λαθεμένα νομίζουν ὅσοι ποτέ δέν προβληματίστηκαν γι᾿ αὐτό τό θέμα.