Είναι πολύ νωρίς για να γίνει η εδώ συζήτηση, εξ ου και είναι άκαιρη: είναι αδύνατον να γίνουν σοβαρές συζητήσεις πάνω στην ακμή του παροξυσμού. Κάτι όμως πρέπει να λεχθεί για το γεγονός πως εδώ και δυο-τρεις εβδομάδες, εν μέσω πανδημίας κορωνοϊού, η δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα αφιερώνεται κατά το ήμισυ στην εκκλησία και στον κόσμο της, στο τι κάνει και τι δεν κάνει (σήμερα, Τετάρτη 18 Μαρτίου, ξεφύλλισα σειρά εφημερίδων και δεν υπήρχε ούτε μία που να μην αφιερώνει τουλάχιστον δύο-τρεις αναφορές/άρθρα στο θέμα — χώρια τα social media, φυσικά). Σε ανησυχητικό πλήθος συμπολιτών μας, και με τον καθαγιασμό και την άφεση του ότι το ζήτημα αφορά με επείγοντα τρόπο στη δημόσια υγεία, στη ζωή και στο θάνατο, αυτή η συζήτηση παίρνει τη μορφή της καταδίκης του εξιλαστήριου θύματος: με αναφορά και στους πιστούς, όχι απλώς σε μια εκκλησιαστική ιεραρχία, ακούμε και διαβάζουμε: «δολοφόνοι», «ζώα», «φονιάδες», «αυτούς θα έπρεπε να κλείσουμε στις Μόριες». «Επικίνδυνοι για εμάς», μιάσματα που θα φέρουν τη μόλυνση στην κοινότητα ημών των υπολοίπων. Ας αρχίσουμε με μια επισκόπηση των γεγονότων πριν επιχειρηθεί ένα βλέμμα στο παραπάνω.
για να δηλώσει με πιο τρανό και σαφή τρόπο, την άρρηκτη σχέση του ελληνικού έθνους μας, με την ορθόδοξη πίστη μας! Μία ιδιαίτερη ταυτότητα και ιστορική παρακαταθήκη και κληρονομιά, των Ορθοδόξων Νεοελλήνων, που κάποιοι εχθρεύονται, βάλουν εμφανώς και προσπαθούν με κάθε μέσο να αλλάξουν και αλλοιώσουν, συστηματικά επί σειρά ετών.