Άνθρωποι άγνωστοι μεταξύ τους ακολουθούν μια
κοινή ζωή, μια κοινή πορεία. Άνθρωποι που νυμφεύτηκαν την προσευχή, την υπακοή,
την νηστεία, την παρθενία, την εγκράτεια, την σιωπή.
Άνθρωποι που η καρδιά τους παλεύει με τα
φανερά και τα κρυφά, τα ορατά και αόρατα, τα λογικά και τα υπέρλογα, τα φυσικά
και υπερφυσικά.Άνθρωποι, με φως και σκοτάδι, με πληγές και τρόπαια. Μοναχοί. Δεν είναι όντα υπερκόσμια, εξωγήινα. Άνθρωποι του κόσμου αυτού είναι αλλά όχι
του κόσμου τούτου.
Μέσα στο κοινόβιο φανερώνονται τα πάντα. Όλα
εκείνα που στην κοσμική ζωή κρύβονται, μεταμφιέζονται και εξαπατούν τον εαυτό
μας, στο μοναστήρι έρχονται στο φως. Έρχονται στο φως γιατί όλα παίρνουν το
πραγματικό τους νόημα και σημασία. Τα προσωπεία πέφτουν, και πλέον η ζωή φανερώνεται στην γνησιότητά της δια των σχέσεων με τους άλλους και τον Θεό. Όλοι κινούνται ως ένα, προσεύχονται, θρηνούν και χαίρονται, εργάζονται
και αναπαύονται, χωρίς όμως να καταργείται το πρόσωπο.