Λίγο μετά το Μυστικό Δείπνο και πρίν τη σύλληψή του, ο Χριστός μίλησε στους μαθητές του για πολλά ζητήματα. Ανάμεσα σε άλλα τους είπε και το εξής: «Δεν σας ονομάζω πια δούλους, γιατί ο δούλος δεν ξέρει τι κάνει ο κύριος του. Εσάς όμως σας ονόμασα φίλους, γιατί σας έκανα γνωστά όλα όσα άκουσα από τον Πατέρα μου» (Ιω. 15, 15). Από αυτήν την αντιδιαστολή "δούλου" και "φίλου", φαίνεται πως η σχέση Θεού και ανθρώπου δεν είναι μονοδιάστατη ούτε στατική, αλλά περνάει από ορισμένες βαθμίδες ωρίμανσης από τρία επίπεδα που αντιστοιχούν στα στάδια της πνευματικής τελειώσεως των πιστών και συνοψίζονται στα εξής: α) των δούλων, β) των μισθωτών και γ) των ελευθέρων ή τέκνων του Θεού...
Στο πρώτο επίπεδο, αυτό των δούλων, ο πιστός ενεργεί δουλικά και κίνητρο της ηθικής συμπεριφοράς του είναι ο φόβος της τιμωρίας της κολάσεως, είτε της οργής του Θεού. Στο δεύτερο επίπεδο, των μισθωτών, ο πιστός ενεργεί ωφελιμιστικά και η ελπίδα της αμοιβής είναι το κίνητρό του. Στο τρίτο και τελευταίο επίπεδο ο πιστός κινείται και δρά με ελευθερία και ανιδιοτέλεια. Στα δύο πρώτα επίπεδα η ηθική ζωή είναι ατελής, κινείται μέσα στα πλαίσια της ετερονομίας ενώ στο τρίτο επίπεδο είναι πλήρης, καθώς η χριστιανική ηθική αποκαλύπτεται ως ηθική της πραγματικής ελευθερίας και αυτονομίας. (Βλ. Γ. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική, τομ. Ι, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 127 – 128).
Αναφέρει σχετικά ο Αββάς Δωρόθεος: «Κάνουμε το καλό ή γιατί φοβόμαστε την κόλαση και τότε βρισκόμαστε στην κατάσταση του δούλου ή για να πάρουμε μισθό και έχουμε την κατάσταση του μισθωτού ή για το ίδιο το καλό και τότε βρισκόμαστε στην κατάσταση του υιού. Γιατί ο υιός δεν κάνει το θέλημα του πατέρα του από φόβο, ούτε γιατί θέλει να πάρει απ’ αυτόν μισθό, αλλά επειδή θέλει να τον διακονήσει, να τον τιμήσει και να τον αναπαύσει. Και εμείς έτσι πρέπει να κάνουμε την ελεημοσύνη, για την ίδια την αρετή, συμμετέχοντας στις δυσκολίες των άλλων, σαν να ήταν μέλη του σώματός μας. Να διακονούμε κάποιον σαν να απολαμβάνουμε εμείς οι ίδιοι τον καρπό της διακονίας μας. Να δίνουμε έτσι σαν να είμαστε εμείς οι ίδιοι που παίρνουμε. Αυτή είναι η ελεημοσύνη που γίνεται με επίγνωση. Έτσι, όπως είπαμε, βρισκόμαστε στην ψυχική κατάσταση του υιού».
Η ορθόδοξη χριστιανική ηθική αρχίζει με την ετερονομία δηλαδή με την εξωτερική τήρηση του θελήματος του Θεού στα δύο πρώτα επίπεδα και οδηγείται στο τρίτο, στο στάδιο της αυτόνομης ηθικής δηλαδή στην εσωτερίκευση και οικείωσή του. Τι σημαίνουν όμως οι όροι ετερονομία και αυτονομία στην ηθική; Ετερονομία σημαίνει όταν οι πράξεις και συμπεριφορές μας προσδιορίζονται από έναν εξωτερικό νόμο. Με αυτόν τον τρόπο άλλωστε λειτουργούν και ο νόμοι μέσα στα πλαίσια μιας πολιτείας. Οι νόμοι επιβάλλονται από την διοίκηση του κράτους και καλούνται οι πολίτες να τους εφαρμόσουν, ειδάλλως επέρχεται η ποινή και τιμωρία. Αυτόνομη ηθική υπάρχει όταν οι πράξεις μας δεν επιβάλλονται από μια εξωτερική αυθεντία, αλλά προσδιορίζονται από έναν νόμο εντός του ανθρώπου τον οποίο έχουμε ενστερνισθεί και είμαστε απόλυτα πεπεισμένοι ότι μας εκφράζει (Βλ. Νικολάου Κόϊου, Επ' ελευθερία εκλήθητε, Εκδ. Αθ. Σταμούλη, Αθήνα 2004, σελ. 34). Αυτός ο νόμος αποτελεί την ίδια μας τη θέληση και γι’ αυτό κύριο χαρακτηριστικό της αυτόνομης ηθικής είναι η ελευθερία, διότι πράττουμε το καλό όχι διότι φοβόμαστε την τιμωρία, ή προσδοκούμε ανταμοιβή, αλλά διότι η διάπραξη του καλού αποτελεί την βαθύτατη θέλησή μας.
Το κλειδί για να χαρακτηρίσουμε εάν η ηθική λειτουργεί με ετερονομία ή με αυτονομία είναι τα κίνητρα που προσδιορίζουν τις πράξεις μας. Κίνητρο ονομάζουμε οποιαδήποτε αιτία υποκινεί τη συμπεριφορά μας. Τα κίνητρα διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην αξιολόγηση μιας πράξης. Αναφέρει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αξιολόγησης των πράξεων μέσω των κινήτρων: «Διαφορετική είναι η ενοχή ενός που ψεύδεται από το φόβο της τιμωρίας, και διαφορετική όταν δεν υπάρχει κίνδυνος. Άλλος πάλι είπε ψέματα λόγω της τρυφής, άλλος χάριν της φιληδονίας, κάποιος για να κάνει τους άλλους να γελάσουν και άλλος για να επιβουλευθεί και κακοποιήσει τον αδελφό του» (Βλ. Κλίμαξ, Περί ψεύδους).
Κίνητρο κατά το πρώτο στάδιο της πνευματικής τελείωσης είναι ο φόβος της τιμωρίας. Αυτό ο φόβος όμως για μία επικείμενη τιμωρία ως κίνητρο για την κατεύθυνση των ηθικών πράξεων των ανθρώπων, αποτελεί έντονο στοιχείο ετερονομίας. Αυτοί οι οποίοι πράττουν το καλό διότι φοβούνται μια επικείμενη τιμωρία ονομάζονται δούλοι. Όπως ο δούλος, κατά την αρχαία εποχή έπραττε το θέλημα του κυρίου του διότι φοβόταν την τιμωρία, έτσι και ο πιστός πράττει το θείο θέλημα φοβούμενος τις συνέπειες (π.χ. φοβάται μήπως του συμβούν αρνητικές καταστάσεις στη ζωή του ή φοβάται την κόλαση, κ.α.).
Στο δεύτερο στάδιο, οι πιστοί ονομάζονται μισθωτοί, διότι η ηθική συμπεριφορά τους καθορίζεται από την προσδοκία κάποιας ανταμοιβής. Όπως ένας εργαζόμενος πράττει ό,τι του λέει ο εργοδότης του για να λάβει μισθό, κατά τον ίδιο τρόπο ο πιστός πράττει το θείο θέλημα προσδοκώντας κάποια ανταμοιβή από τον Θεό (π.χ. να έχει δηλαδή, μια ζωή χωρίς θλίψεις, να κερδίσει τον παράδεισο, κ.α.). Σ' αυτό το στάδιο, όπως και σ' αυτό των δούλων, η ηθική είναι ετερόνομη διότι ο άνθρωπος δεν κινείται από ανιδιοτέλεια και ελευθερία, που χαρακτηρίζει την αυτόνομη ηθική, αλλά κινείται από συμφέρον ή φόβο. Τέλος, στο τρίτο στάδιο των ελευθέρων ή των υιών, ο άνθρωπος κινείται από ανιδιοτέλεια. Όπως ο υιός πράττει το θέλημα του πατέρα του κινούμενος από υϊική αγάπη, κατά τον ίδιο τρόπο και ο πιστός πράττει το θείο θέλημα κινούμενος από αγάπη προς το Θεό και τον συνάνθρωπο.
Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος που παρουσιάζει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος τον τρόπο που λειτουργεί η ηθική στις τρείς βαθμίδες ηθικής τελειώσεως. Αναφέρει χαρακτηριστικά στο λόγο του περί αοργησίας: «Είδα τρεις μονάχους που εξυβρίστηκαν συγχρόνως. Ο πρώτος από αυτούς δαγκώθηκε και ταράχθηκε αλλά δεν μίλησε. Ο δεύτερος χάρηκε για τον εαυτό του, αλλά λυπήθηκε για τον υβριστή. Και ο τρίτος αφού αναλογίσθηκε την ψυχική βλάβη του υβριστού έχυσε θερμά δάκρυα. Έτσι έχεις μπροστά σου τον εργάτη του φόβου, τον μισθωτό και τον εργάτη της αγάπης». Ο άγιος Ιωάννης περιγράφει παραπάνω τον τρόπο με τον οποίο απέκρουσαν οι τρεις μοναχοί τον πειρασμό στο να ανταποδώσουν την ύβρη που υπέστησαν. Στην πρώτη περίπτωση ο μοναχός απέκρουσε τον πειρασμό φοβούμενος ότι θα αμαρτήσει εάν ανταποδώσει την ύβρη, ο δεύτερος χάρηκε για τον μισθό που έλαβε από το Θεό για το γεγονός ότι δεν υπέκυψε στην αμαρτία της ανταπόδοσης της ύβρεως, ενώ ο τρίτος μοναχός κινούμενος από υπέρτατη αγάπη προς το συνάνθρωπό του που έπεσε στην αμαρτία της ύβρεως λυπήθηκε σφόδρα. Και οι τρείς παραπάνω μοναχοί έπραξαν ορθά, δηλαδή δεν ανταπέδωσαν την ύβρη, κινούμενοι όμως από διαφορετικά κίνητρα.
Ο άγιος Παΐσιος ο αγιορείτης χρησιμοποιούσε την λέξη φιλότιμο για να εκφράσει αυτή την εσωτερική ελεύθερη διάθεση του ανθρώπου να πράξει το καλό επειδή το θέλει και όχι διότι του επιβάλλεται ή επειδή επιζητεί κάποιο αντάλλαγμα. Αναφέρει ο άγιος Παΐσιος: «Οι φιλότιμοι και οι ευαίσθητοι αδικούνται εκουσίως από τις παραχωρήσεις που κάνουν από αγάπη στους άλλους ή από την πονηριά των άλλων, αλλά ποτέ δεν περιμένουν ούτε επιδιώκουν να δικαιωθούν σ’ αυτή την μάταιη ζωή. Σε τούτη την ζωή οι φιλότιμοι τα πληρώνουν όλα, αλλά λαμβάνουν και την βοήθεια του Θεού και στην άλλη ζωή θα έχουν μεγάλο μισθό». Aπό το βιβλίο: «Το φιλότιμο», Οσίου Παϊσίου Αγιορείτου, έκδοση Ι. Μ. Αγ. Κοσμά του Αιτωλού, Αρναία). «Ό,τι προσφέρουμε ή κάνουμε», έλεγε ο άγιος Παΐσιος «πρέπει να γίνεται φιλότιμα και όχι αναγκαστικά και συμφεροντολογικά. Να μην ακολουθούμε από φόβο αλλά να έχουμε θέληση και καλή προαίρεση, όπως και ο Χριστός όταν ήρθε σε αυτόν τον κόσμο» (από το βιβλίο: Άγιος Παΐσιος ο αγιορείτης. Βίος-διδασκαλία, Παρακλητικός κανόνας. Ιερά Μητρόπολις Λεμεσού). Ο φιλότιμος άνθρωπος δεν κινείται από φόβο ή συμφέρον, δηλαδή από εξωτερικά κίνητρα αλλά από αγάπη για την ίδια την ηθική πράξη. Με αυτόν τον τρόπο ο άνθρωπος κατακτά την ελευθερία γιατί κανένας δεν του επιβάλλει να πράξει το καλό αλλά ελεύθερα το επιλέγει. Σ' αυτό το στάδιο ανήκουν οι άγιοι, οι οποίοι πράττουν το θείο θέλημα, εξαιτίας της πολλής αγάπης τους για τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Το θείο θέλημα βιώνεται ως δικό τους θέλημα.
Η παραπάνω έννοια της αυτονομίας που προβάλλει η χριστιανική ηθική δεν ταυτίζεται με την κοσμική ηθική που θέλει να επιβάλλει τούτο. Ότι νόμος πρέπει να είναι η οποιαδήποτε θέληση του ανθρώπου. Η κοσμική ηθική πίστεψε και πιστεύει στην αυτόνομη ηθική που δεν προέρχεται από το Θεό αλλά αντλείται μέσα από το ίδιο το άτομο. Αυτή η ηθική έχει καθαρά εγωκεντρικό χαρακτήρα καθώς αναγνωρίζει ως υπέρτατη αξία την αγάπη του ατόμου προς τον εαυτό του και ως μέτρο όλων των πραγμάτων τον άνθρωπο. Η ηθική αυτή δεν συγκροτείται από κάποιες γενικά αποδεκτές αρχές και η κρίση του ανθρώπου δεν υπακούει σε κάποιους αντικειμενικούς κανόνες αλλά είναι αυθαίρετη. Αυτή η αυτόνομη ηθική και η υποκειμενική κρίση καλλιεργούν το έδαφος για την επικράτηση ενός άκρατου εγωκεντρισμού και μίας απόλυτης σύγχυσης. Την επικράτηση αυτής της αυτόνομης ηθικής την βιώνουμε καθημερινά με τον πιο τραγικό τρόπο σε μεγάλα ζητήματα ηθικής τάξεως που απασχολούν τον σύγχρονο άνθρωπο όπως είναι τα ζητήματα της βιοηθικής, των αμβλώσεων, της ευθανασίας, (Βλ. Νικολάου Κόϊου, Επ' ελευθερία εκλήθητε. Αυτονομία και ετερονομία στην Ηθική, Αθήνα 2004, σελ.163-171), αλλά και το πρόσφατο αναφυέν ζήτημα των έμφυλων ταυτοτήτων. (Βλ. Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή, Οι έμφυλες ταυτότητες και η ενοφυλία των Γνωστικών, Θεσσαλονίκη 2018, σελ.6, εξ.). Οι θιασώτες αυτής της ηθικής προτείνουν ως υπέρτατο νόμο την ατομική επιθυμία του καθενός. Αυτή όμως η κατάσταση αντί να οδηγεί στην ελευθερία οδηγεί στη δουλεία του εγώ.
Ο καθηγητής θεολογίας κ. Μαντζαρίδης Γεώργιος επισημαίνει ότι απέναντι στα αντικρουόμενα σχήματα της πολυώνυμης ετερόνομης και της ποικιλόμορφης αυτόνομης ηθικής ο Χριστιανισμός προβάλλει ένα τρίτο είδος ηθικής, που υπερβάλλει και γεφυρώνει την αντιθετική διάκριση αυτονομίας και ετερονομίας (Βλ.Γ. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική, τομ. Ι, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 127). Προβάλλει την ηθική της ετερόνομης ή χαρισματικής αυτονομίας. Η ηθική αυτή αρχίζει με την ετερονομία και καταλήγει στην αυτονομία. Έχοντας ὁ άνθρωπος «δεδανεισμένον» το εἶναι του, δεν μπορεί να μην έχει «δεδανεισμένην» και την αυτονομία του. Και επειδή η αυτονομία, όπως και το εἶναι του ανθρώπου, προσφέρεται ως δωρεά, τον καθιστά όντως αυτόνομο· τον ελευθερώνει από την αυτονομία της φιλαυτίας και τον εισάγει στην αυτονομία της υιοθεσίας του από τον Θεό ή της θεώσεως. Όσο περισσότερο προσεγγίζει ο άνθρωπος τον Χριστό, τόσο περισσότερο κατανοεί τον βαθύτερο εαυτό του και ζει την αληθινή αυτονομία. Αυτή κορυφώνεται με την ελευθερία από τον φόβο του θανάτου. Γιατί κανεὶς δεν είναι πιο ελεύθερος και κανεὶς δεν μπορεί να είναι πιο αυτόνομος από αυτόν που νικά τον φόβο του θανάτου» (Βλ.Γ. Μαντζαρίδη, Αὐτονομία καὶ ἑτερονομία στὴν ἠθική, περιοδικό Σύναξη, Ὀκτώβριος - Δεκέμβριος 2014, τ. 132).
Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα Θεού με σκοπό να τελειοποιηθεί και να ομοιάσει το Θεό. Εφόσον ο Θεός είναι αγάπη (Α΄Ιω.4,7), ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από το Θεό για να γίνει τέλειος όπως ο Θεός, δηλαδή να αγαπά το Θεό και τον πλησίον του ανιδιοτελώς όπως αγαπά ο Θεός τον κόσμο (Α΄Ιω.4,7-11). Ο άνθρωπος εμποδίζεται σε αυτό διότι είναι υποταγμένος στο κράτος του θανάτου. Δια μέσου του φόβου που έχουν οι άνθρωποι για το θάνατο ο σατανάς κυριαρχεί στον κόσμο (Εβρ.2,15) καθώς δια του φόβου του θανάτου παρασέρνει τον κόσμο στην αμαρτία (Ρωμ.5,21). Πηγή της αμαρτίας είναι η δύναμη του θανάτου που βρίσκεται στα χέρια του διαβόλου και η υποταγή του ανθρώπου σε αυτήν διότι, όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, «ο τον θάνατον δεδοικώς, δούλος εστι, και πάντα υφίσταται υπέρ του μη αποθανείν» (Βλ. Ομιλία εις την πρός Εβραίους, PG 63, 41), δηλαδή αυτός που φοβάται τον θάνατο μη έχοντας πραγματική πίστη προς το Θεό ανησυχεί για τα πάντα και κυριαρχείται από σωματική και ψυχολογική ιδιοτέλεια. Αδυνατεί να αγαπά ανιδιοτελώς και ελεύθερα. Με αυτόν τον τρόπο υστερεί του αρχικού του προορισμού και αστοχεί πνευματικώς.
Αυτή η αστοχία ονομάζεται αμαρτία. Η αμαρτία πάλι που κυριαρχεί στον άνθρωπο μέσω της δυνάμεως του διαβόλου και του θανάτου εγείρει τον φόβο, την αγωνία, και το ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως. Όπως επισημαίνει ο Νικόλαος Κόϊος, ο άνθρωπος συνειδητοποιώντας μετά την πτώση ότι είναι φθαρτός και ότι κάποια στιγμή θα πεθάνει υποτάσσεται στο φόβο του θανάτου που οδηγεί στην ιδιοτέλεια. Επειδή γνωρίζει δηλαδή ότι κάποτε θα πεθάνει, προσπαθεί να απολαύσει όσα περισσότερα μπορεί.(Βλ. Επ’ ελευθερία εκλήθητε. Αυτονομία και ετερονομία στην Ηθική, Αθήνα 2004,σελ 100).
Με αυτόν τον τρόπο, όπως λέγει ο Απ. Παύλος, η αμαρτία βασιλεύει «εν τω θνητώ σώματι» (Ρωμ.6,12) διότι «το κέντρον του θανάτου η αμαρτία εστί» (Α΄Κορ.15,56). Σε αυτή την πορεία και μη έχοντας ορθή πίστη στο Θεό, εκπίπτει στην ειδωλολατρεία, θεοποιεί τα υλικά αγαθά αλλά και τον ίδιο τον εαυτό του. Αγαπά τους αγαπώντες αυτόν και μισεί τους μισούντας αυτόν. Ο άνθρωπος ζει μέσα στην φιλαυτία, τη λατρεία του εγώ, την εμπαθή προσκόλληση στα υλικά αγαθά, στην υπερηφάνεια, στην ανθρωπαρέσκεια, στην θρησκευτική και ηθική αυτοδικαίωση. Ο άνθρωπος καθίσταται ατομιστής. Σύμφωνα με τον Γέροντα Σωφρόνιο, εάν ο άνθρωπος είναι στραμμένος αποκλειστικά προς το εγώ του, αργά ή γρήγορα θα προσκρούσει σε αυτό το καταθλιπτικό κενό, στο μηδέν, από το οποίο μας κάλεσε ο Δημιουργός στην ύπαρξη. Όταν δε προσπαθήσει να αναζητήσει κάποιο αντιστάθμισμα έναντι του μηδενός που ανακαλύπτει μέσα του, αναζητεί την ευχαρίστηση στα πλούτη, τη δόξα και τις σωματικές απολαύσεις. Ο άνθρωπος με αυτόν τον τρόπο στερείται της πραγματικής ελευθερίας.
Ο Θεός έγινε άνθρωπος για να καταλύσει τα έργα του διαβόλου και να καταπατήσει τον θάνατο (Εβρ.2,14-15). Σκοπός της πνευματικής ζωής όλων που πιστεύουμε στον νικητή του θανάτου είναι η καταπολέμηση του σατανά και της εν τω θανάτω βασιλευούσης αμαρτίας προς επίτευξη της εσωτερικής ελευθερίας από κάθε ανάγκη, κάθε ιδιοτέλεια και βέβαια το φόβο του θανάτου. Είναι ο συνεχής αγώνας κατά της τυραννίας του διαβόλου, του θανάτου και της αμαρτίας δια της εν Χριστώ ανιδιοτελούς αγάπης. Αυτό είναι δυνατόν να κατορθωθεί μόνο δια της πνευματικής ασκήσεως της βουλήσεως, διότι η ηθική τελείωση πραγματοποιείται εν πλήρη ελευθερία καθώς ο άνθρωπος δημιουργήθηκε για να κατακτήσει την τελείωση χωρίς να εξαναγκάζεται από κανέναν. Άλλωστε ο Θεός καθοδηγεί τους ανθρώπους όχι αναγκαστικώς αλλά δια των συμβουλών διότι αν και ο Θεός θέλει όλοι οι άνθρωποι να σωθούν όμως αυτό δεν σημαίνει ότι πάντες σώζονται, διότι ο Θεός σώζει μόνο δια της αγάπης σεβόμενος την ανθρώπινη ελευθερία. (Βλ. Ιωάννου Ρωμανίδη Πρωτοπρεσβυτέρου, Το προπατορικόν αμάρτημα, Αθήνα 1989, σελ. 20,123). Αναφέρει σχετικά ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος: «Ο Θεός είναι για όσους θέλουν, η ζωή και η σωτηρία τους, δηλαδή όλων, και των ευσεβών και των ασεβών. Είναι κάτι παρόμοιο με την ακτινοβολία του φωτός, με την θέα του ηλίου και με την εναλλαγή των εποχών (τα οποία προσφέρονται εξίσου σε όλους τους ανθρώπους).
Πραγματική ελευθερία είναι η αγάπη που χαρακτηρίζει το Θεό διότι είναι απαλλαγμένη από κάθε ανάγκη και ιδιοτέλεια. Σωτηρία κατά τη βιβλική και πατερική παράδοση είναι η οικείωση αυτής της αγάπης που οδηγεί στην ελευθερία. Εφόσον η αγάπη του συμφέροντος είναι ξένη προς τη φύση του Θεού γνώρισμα λοιπόν της κατά Χριστόν αγάπης είναι η ελευθερία από κάθε ανάγκη και ιδιοτέλεια (Βλ. Ιωάννου Ρωμανίδη Πρωτοπρεσβυτέρου, Το προπατορικόν αμάρτημα, Αθήνα 1989, σελ. 110,111). Ο άνθρωπος με αυτόν τον τρόπο ομοιάζει το Θεό και αντιλαμβάνεται τον αρχικό του προορισμό δηλαδή την δια της αγάπης τελείωση, επειδή ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από τον Θεό για να αγαπά το Θεό και τον συνάνθρωπο με την αυτή αγάπη που έχει ο Θεός για τον κόσμο. Ο προορισμός λοιπόν του ανθρώπου είναι η ανιδιοτελής αγάπη μέσω της αυταπάρνησης (Ιω.15,12-13) και αυτή καλλιεργείται μόνο με την υπέρβαση του θανάτου διότι ο άνθρωπος που δεν φοβάται το θάνατο μόνο τότε μπορεί «την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού» (Ιω.15,13).
Η πορεία προς την επίτευξη της ανιδιοτέλειας και πραγματικής ελευθερίας δεν είναι μια στατική κατάσταση, αλλά εξελικτική. Μέχρι την τελείωση της, την σχετική πάντοτε, περνά από πολλά στάδια τα οποία ονομάζονται από τους Πατέρες «πνευματικές μεθηλικιώσεις» (Βλ. A. Kεσελόπουλου, Πάθη και αρετές στη διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Αθήνα 1990,σελ.128). Αυτά τα στάδια, παρότι είναι αφετηριακά, δεν αποκλείονται και δεν απορρίπτονται. Αποτελούν προπαρασκευαστικά στάδια και μάλιστα επειδή εκφράζουν μια ανθρώπινη και ψυχολογική αναγκαιότητα, θεωρούνται δικαιολογημένα διότι αποτελούν βαθμίδες ηθικής και πνευματικής ωριμότητας (Βλ. Μ. Βασιλείου, Όροι κατά πλάτος, PG 31,896B, Γρηγορίου Θεολόγου, Εις το άγιον Βάπτισμα, PG 36,373 CD, Μαξίμου Ομολογητού, Μυσταγωγία, PG 91,709 D). Σύμφωνα με την ασκητική εμπειρία, οι έννοιες του φόβου και της ιδιοτέλειας είναι ευεργετικές για τα δυο πρώτα στάδια (Βλ. Νικολάου Κόϊου, Επ' ελευθερία εκλήθητε. Αυτονομία και ετερονομία στην Ηθική, Αθήνα 2004,σελ.101) , διότι ο άνθρωπος συγκρατείται από την αμαρτία, είτε εξαιτίας του φόβου είτε εξαιτίας της αναμενόμενης ανταμοιβής.(Βλ.Γ. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική, τομ. Ι, Θεσσαλονίκη 2002, σελ.215εξ.).
Οι Πατέρες μας, αναγνωρίζουν ότι ο άνθρωπος ακόμη και όταν αρχίζει να μετανοεί δεν σκέπτεται ανιδιοτελώς για τη σωτηρία του έχοντας ως κίνητρό του ιδιοτελείς επιθυμίες όπως η αποφυγή της κολάσεως ή την επίτευξη κάποιου είδους ανταμοιβής. Κατά τα πρώτα πνευματικά βήματα ίσως είναι θεμιτό ο άνθρωπος να έχει φόβο για ορισμένα πράγματα για καθαρά παιδαγωγικούς λόγους. Αναφέρει ο αββάς Δωρόθεος ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να φτάσει στην τέλεια αγάπη αν δεν αποκτήσει πρώτα τον αρχικό φόβο: «Ο αρχικός λοιπόν φόβος ταιριάζει στο δικό μας πνευματικό επίπεδο. Αυτός προφυλάσσει την ψυχή από κάθε κακία, όπως το γάνωμα προφυλάσσει το χάλκωμα. Γιατί λέει: Με το φόβο του Κυρίου ξεφεύγει καθένας από κάθε κακό (Παροιμ. 15, 27)». Αυτό δεν σημαίνει ότι πνευματικός μας προορισμός είναι η επί του φόβου στηριζόμενη ιδιοτέλεια , αλλά φανερώνει ότι ο άνθρωπος που βρίσκεται κάτω από την κυριαρχία του θανάτου έχει ροπή προς την αμαρτία όντας ασθενής κατά τη φύση του. Επομένως θα βαδίσει από την πνευματική ατέλεια στην τελείωση, θα προχωρήσει από την αγάπη που έχει φόβο προς την αγάπη η οποία «έξω βάλλει τον φόβον, ότι ο φόβος κόλασιν έχει, ο δε φοβούμενος ου τετελείωται εν τη αγάπη» (Α΄ Ιω. 4,18).
Δεν μπορεί ο άνθρωπος απότομα, όπως πιστεύουν οι προτεσταντικές αιρέσεις, να γίνει τέλειος σεσωσμένος χριστιανός μέσω κάποιας συναισθηματικής αποφάσεως περί πίστεως και συμμορφώσεως προς κάποια γενική ιδέα περί αγάπης. Δεν μπορεί ο άνθρωπος ξαφνικά να οδηγηθεί στην τέλεια και ανιδιοτελή αγάπη. Χρειάζεται άσκηση και δοκιμασία με την ελεύθερη συγκατάθεση του, διότι όπως λέγει ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης «ο Θεός ουδεμίαν ασκεί βίαν επί του ανθρώπου». Είναι πόλεμος εναντίον των παγίδων του πονηρού όπως μας διδάσκουν οι ασκητές Πατέρες μας. Άνευ αγώνος για την κατάκτηση αυτής της αγάπης η σωτηρία είναι αδύνατος. Όταν ο άνθρωπος ασκηθεί κατάλληλα είναι δυνατόν ο αγώνας εναντίον του σατανά και η προσπάθεια για την τελείωση να γίνει ευκολότερη αφού η προσωπικότητα του ανθρώπου πλέον στρέφεται πιο εύκολα προς την ανιδιοτέλεια.
Ταυτόχρονα, οι πνευματικοί μας Πατέρες επισημαίνουν ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να μείνει καθηλωμένος στα δύο πρώτα στάδια αλλά πρέπει να συνεχίσει να εργάζεται για την απόκτηση της ανιδιοτελούς αγάπης. Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος αναγνωρίζει την τελειότητα του τρίτου και τελικού σταδίου της πνευματικής τελειώσεως, καθώς επισημαίνει ότι ο άνθρωπος κινδυνεύει να υποπέσει σε πνευματικό τέλμα εάν μείνει καθηλωμένος στα δύο πρώτα στάδια. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Αυτός που απαρνήθηκε τον κόσμο από τον φόβο (της κολάσεως) είναι όμοιος με το θυμίαμα που ενώ καίγεται, στις αρχές αναδίδει ευωδία, στο τέλος όμως καπνίζει. Εκείνος που τον απαρνήθηκε με την ελπίδα μελλοντικού μισθού, καταντά μία μυλόπετρα, που γυρίζει συνεχώς στο ίδιο μέρος. Όποιος όμως αναχώρησε από τον κόσμο για την αγάπη του Θεού, ευθύς εξαρχής έχει μέσα του φλόγα, η οποία αν τυχόν πέσει σε ξύλα ή σε δάσος, αυξάνει υπερβολικά και συνεχώς επεκτείνεται προς τα εμπρός».
Ποιος είναι όμως ο λόγος που δεν είναι επιτρεπτό να καθηλωθεί ο άνθρωπος στα δύο πρώτα στάδια εφόσον και πάλι θα πράττει το καλό και θα ζει ηθική ζωή σύμφωνα με το Θείο θέλημα; Γιατί είναι τόσο σημαντικό ο άνθρωπος να ενηλικιωθεί πνευματικά ώστε να φτάσει στο τρίτο στάδιο, αυτό της υιότητας και της ελευθερίας, της ανιδιοτελούς αγάπης; Εδώ βρίσκεται ακριβώς και μια μεγάλη διαφορά μεταξύ της Ορθόδοξης θεολογίας με την δυτική θεολογία, ρωμαιοκαθολική και προτεσταντική.
Ενώ οι ρωμαιοκαθολικοί και οι προτεστάντες ερμηνεύουν τη σχέση μεταξύ Θεού – ανθρώπου νομικά – δικαιΐκά, επισημαίνοντας δηλαδή ότι η αμαρτία είναι ενοχή λόγω προσβολής της θείας δικαιοσύνης, ότι μεταδίδεται η ενοχή του προπατορικού αμαρτήματος του Αδάμ σε όλους εμάς που είμαστε απόγονοί του∙ οι ορθόδοξοι Πατέρες μας, επισημαίνουν ότι η αμαρτία αποτελεί ασθένεια που εισέβαλλε μέσα στην φύση μας η οποία κληρονομείται σε όλο το ανθρώπινο γένος (Βλ. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Ερμηνεία εις την προς Ρωμαίους Επιστολήν, PG 74, 789Β. Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή, Αμαρτία: Ενοχή ή πένθος; Θεσσαλονίκη 2011, σελ. 42 εξ ). Ενώ για τη δυτική θεολογία ο θάνατος και η υποδούλωση του ανθρώπου στα χέρια του διαβόλου μετά το προπατορικό αμάρτημα είναι τιμωρία του Θεού ο οποίος οργίστηκε εξαιτίας της παράβασης του θείου θελήματος, η Ορθόδοξη θεολογία επισημαίνει ότι η σωτηρία είναι εκ του θανάτου και όχι εκ της Θείας οργής (Βλ. Ιωάννου Ρωμανίδη Πρωτοπρεσβυτέρου, Το προπατορικόν αμάρτημα, Αθήνα 1989, σελ. 22,8,17).
Για την ορθόδοξη Θεολογία, σκοπός του ανθρώπου είναι η θεραπεία της ανθρώπινης φύσεως από τα πάθη, η ομοίωση με το Θεό μέσω της ανιδιοτελούς αγάπης και όχι η ικανοποίηση της προσβληθείσας θείας δικαιοσύνης και εξευμενισμός του Θεού μέσω καλών έργων. Ταυτόχρονα είναι πόλεμος εναντίον των μεθοδειών και της πανουργίας του διαβόλου (Βλ. Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή, Αμαρτία: Ενοχή ή πένθος; Θεσσαλονίκη 2011, σελ. 172 εξ ). Εάν πραγματικά ίσχυε η θέση της δυτικής θεολογίας θα ήταν αρκετό να μεταβεί ο άνθρωπος στις δύο πρώτες βαθμίδες για να κερδίσει τη σωτηρία. Σε αυτή την κατάσταση οι ηθικές πράξεις θα μπορούσαν ικανοποιητικά να εξευμενίσουν το Θεό ο οποίος είναι οργισμένος εξαιτίας της παράβασης του θελήματός του. Γι’ αυτό το λόγο οι ρωμαιοκαθολικοί και οι προτεστάντες αντικατέστησαν την άσκηση για την τελείωση στην αγάπη και την ανιδιοτέλεια, με τον ηθικισμό δηλαδή με την τυπική τήρηση των εντολών του Θεού διότι αυτό είναι αρκετό για τον άνθρωπο.
Σύμφωνα όμως με τους Πατέρες μας οι σχέσεις μεταξύ Θεού και ανθρώπου δεν έχουν την έννοια της συναλλαγής. Δεν μπορεί ο άνθρωπος να σώσει τον εαυτό του προσφέροντας στον Θεό πίστη και έργα, ως εάν ο Θεός εδέχετο δωροδοκίες (Βλ. Ιωάννου Ρωμανίδη Πρωτοπρεσβυτέρου, Το προπατορικόν αμάρτημα, Αθήνα 1989, σελ. 118). Όντας ελεύθερος ο Θεός από κάθε ιδιοτέλεια και συμφέρον δεν έχει ανάγκη από τίποτε. Ο Θεός δεν σώζει τον άνθρωπο για να κερδίσει κάτι για τον εαυτό του, αλλά σώζει διότι αγαπά τον άνθρωπο. Ο Θεός δίνει τις εντολές στον άνθρωπο όχι διότι ο ίδιος έχει ανάγκη αυτών, αλλά διότι τις έχει ανάγκη ο άνθρωπος (Βλ. Ιωάννου Ρωμανίδη Πρωτοπρεσβυτέρου, Το προπατορικόν αμάρτημα, Αθήνα 1989, σελ. 117). Ο Θεός λοιπόν δεν χρειάζεται να εξευμενισθεί με ηθικές πράξεις όπως νομίζουν οι ρωμαιοκαθολικοί και οι προτεστάντες.
Η δια της προσευχής, της νηστείας και των καλών έργων πνευματική άσκηση δεν γίνεται για τις ανάγκες του Θεού αλλά για την ηθική στερέωση, τελείωση και θέωση των πιστών. Η σωτηρία του ανθρώπου εξαρτάται από το πόσο μπορεί ο ίδιος να ασκηθεί προς καλλιέργεια μιας πραγματικής, ανιδιοτελούς και ελευθέρας αγάπης προς το Θεό και τον συνάνθρωπο. Τα καλά έργα και οι ηθικές πράξεις δεν έχουν εξαγοραστική αξία, αλλά είναι τα απαραίτητα μέσα με τα οποία ο άνθρωπος ασκείται στην αγάπη.
Η ορθόδοξη πνευματική ζωή είναι οδός θεραπείας της ασθενείας της ιδιοτέλειας προς απόκτηση της υγείας της ανιδιοτέλειας. Ο φόβος και η ελπίδα της ανταμοιβής, των δύο πρώτων βαθμίδων πνευματικής ωριμότητας, αν και δεν μπορούν να αποφευχθούν, ανήκουν όμως στη σφαίρα της ιδιοτέλειας. Αντίθετα το τρίτο στάδιο χαρακτηρίζεται από την κατάκτηση της ανιδιοτελούς αγάπης που ταυτίζεται με την επίτευξη της όντως ελευθερίας. Σε αυτό το τρίτο στάδιο ο άνθρωπος αποκτά την ελευθερία ενός υιού. Αναφέρει ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας: «των τέκνων δε η τελεία αγάπη, ής άπας απελλήλαται φόβος. Ούτε γαρ μισθών αποτυχίαν, ούτε πληγάς έστι δεδιέναι των εκείνως ερώντα· το μεν γαρ δούλων, εκείνο δε μισθωτών· το δ' ούτω καθαρώς φιλείν μόνων γίνεται των υιών» (Περί τής εν Χριστώ ζωής 7, PG 150, 720D). Αναφέρει και πάλι ο αββάς Δωρόθεος: «Εάν λοιπόν ο άνθρωπος απομακρυνθεί από το κακό, με το φόβο της τιμωρίας, σαν το δούλο που φοβάται το αφεντικό του, φτάνει σιγά-σιγά να κάνει το καλό, και κάνοντας το καλό αρχίζει λίγο-λίγο να ελπίζει και σε κάποια αμοιβή της εργασίας, όπως ακριβώς και ο μισθωτός. Όταν λοιπόν επιμείνει στην αποφυγή του κακού, όπως είπαμε, από φόβο σαν το δούλο, και πάλι, όταν συνεχίσει να κάνει το καλό με την ελπίδα της αμοιβής, όπως ακριβώς ο μισθωτός, παραμένοντας με τη Χάρη Θεού στην προσπάθεια του καλού για αρκετό χρονικό διάστημα και προσεγγίζοντας το Θεό, ανάλογα με την πρόοδο του, γεύεται τελικά τη Θεϊκή παρουσία και δεν θέλει πια ν' απομακρυνθεί από το Θεό. Γιατί ποιος μπορεί πια να τον χωρίσει, όπως είπε ο Απόστολος, από την αγάπη του Χριστού; (Ρωμ. 8, 35). Τότε φτάνει στην κατάσταση του υιού και αγαπάει το καλό για το ίδιο το καλό και φοβάται επειδή αγαπάει. Αυτός ακριβώς είναι ο μεγάλος και τέλειος φόβος».
Η ηθική τελείωση δεν συνίσταται στην επίτευξη κάποιων ηθικών πράξεων που οδηγούν σε μια ηθική ευδαιμονία, η οποία είναι δυνατόν να εγκλωβίσει τον άνθρωπο μέσα στα δίχτυα της εωσφορικής αυτοθεώσεως, αλλά στην επίτευξη ανιδιοτελούς αγάπης. Η τελεία αγάπη είναι υπεράνω παντός εν τω κόσμω συμφέροντος ακόμη και πάνω από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, ώστε «την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού» (Ιω.15,13), όπως έπραξαν οι χριστιανοί της Αλεξάνδρειας που φρόντιζαν ασθενείς από την επιδημία της πανώλης που ενέσκηψε στην πόλη το 250, ρισκάροντας τη ζωή τους από αυτή τη μεταδοτική ασθένεια, όπως αναφέρει ο άγιος Διονύσιος Αλεξανδρείας. Για αυτό το λόγο οφείλουμε οι χριστιανοί να αγαπούμε ακόμη και τους εχθρούς (Ματθ.5,44). Ούτε η πίστη μόνον, όπως πιστεύουν οι προτεστάντες, ούτε τα αξιόμισθα έργα, όπως πιστεύουν οι ρωμαιοκαθολικοί, σώζουν μόνον, αλλά η αγάπη, όπως λέει ο Απ. Παύλος (Α΄ Κορ,13) (Βλ. Ιωάννου Ρωμανίδη Πρωτοπρεσβυτέρου, Το προπατορικόν αμάρτημα, Αθήνα 1989, σελ. 116).
Η κατά του φόβου του θανάτου και του σατανά μάχη προς επίτευξη της εν Χριστώ ελευθερίας από κάθε ιδιοτέλεια και ανάγκη κατέχει ουσιαστική θέση στη βιβλική και πατερική σκέψη. Οι βίοι των αγίων είναι ποτισμένοι από αυτό το αγωνιστικό και ηρωικό φρόνημα. Οι άγιοι ως κοινωνοί του αγίου Πνεύματος δεν φοβούνται τίποτα, ούτε το θάνατο, ούτε την στέρηση, ούτε την πτώχεια ούτε τον διάβολο. Οι άγιοι είναι εκείνα τα πρότυπα των ανθρώπων που μετέβησαν από την ιδιοτέλεια στην ανιδιοτέλεια, από την ετερονομία στην αυτονομία. Η αυτονομία αυτή των αγίων δεν έχει σχέση με την εκείνη την αυτονομία που βερμπαλίζει η σύγχρονη κοσμική «ηθική» όπου ταυτίζει την ελευθερία και την αυτονομία με την εξουσία που πιστεύουν ότι μπορούν να έχουν τα άτομα στο σώμα τους και στην ψυχή τους και όπου νόμος είναι οι εγωιστικές επιθυμίες του ατόμου (χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό των αμβλώσεων όπου οι υποστηρικτές τους θεωρούν ότι η γυναίκα έχει απόλυτη εξουσία στο σώμα της, όπως και αυτό των έμφυλων ταυτοτήτων όπου υποστηρίζεται ότι ο άνθρωπος έχει δικαίωμα να ορίζει ο ίδιος την ταυτότητα του φύλου του ανεξάρτητα από το φύλο με το οποίο γεννήθηκε. Βλ. Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή, Οι έμφυλες ταυτότητες και η ενοφυλία των Γνωστικών, Θεσσαλονίκη 2018, σελ. 6 εξ.).
Για την κοσμική ηθική ως αυτονομία εκλαμβάνεται η «νομιμοποίηση» όλων των επιθυμιών και ενεργειών του ανθρώπου στο βαθμό που διαφυλάττεται η στοιχειώδης κοινωνική συμβίωση (Βλ. Νικολάου Κόϊου, Επ' ελευθερία εκλήθητε. Αυτονομία και ετερονομία στην Ηθική, Αθήνα 2004,σελ. 166). Αντίθετα για την ορθόδοξη πνευματική ζωή πραγματική ελευθερία αποτελεί η υπέρβαση του εγωισμού και της ιδιοτέλειας δια της ανιδιοτελούς αγάπης. Είναι ελευθερία από το φόβο του θανάτου και από κάθε είδους φόβο, μέριμνα και ανησυχία. Είναι ελευθερία ακόμη και από τα αδιάβλητα πάθη (πείνα, δίψα, πόνος κ.α.) όπως ο Δανιήλ ο στυλίτης που ζούσε εν μέσω του χειμώνα σκεπαζόμενος με χιόνι.
Πραγματικά ελεύθεροι είναι οι άγιοι οι οποίοι κατέκτησαν την πραγματική ελευθερία από το φόβο του θανάτου, από τις βιοτικές μέριμνες και την πονηρία του διαβόλου με την ταυτόχρονη νέκρωση του εγώ δια της ανιδιοτελούς αγάπης προς τον πλησίον. Οι μάρτυρές μας ελεύθεροι από το φόβο του θανάτου τον υπερέβησαν, οι ασκητές μας ελεύθεροι από τις μέριμνες του βίου έζησαν με πτωχεία και ακτημοσύνη, οι άγιοι όντας ελεύθεροι από την πανουργία και τις μεθοδείες του διαβόλου τον νίκησαν, όπως η αγία Μαρίνα η οποία εντός της φυλακής τον κατατρόπωσε. Ο άγιος είναι ελεύθερος από κάθε είδους ανθρωπαρέσκειας όπως ο άγιος Ευδόκιμος ο Βατοπαιδινός ο οποίος για να αποκρύψει τυχόν ενδείξεις της αγιότητάς του, ακόμη και μετά θάνατον προτίμησε να αναχωρήσει από την παρούσα ζωή χωρίς να γίνει αντιληπτός από τους συμμοναστές του (Βλ. Γέροντα Εφραίμ Βατοπεδινού, Καθηγουμένου Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Όσιος Ευδόκιμος ο Βατοπαιδινός ο Νεοφανής, www.pemptousia.gr).
Οι άγιοι είναι ελεύθεροι από την προσκόλληση στα υλικά αγαθά όπως ο άγιος Αντώνιος ο οποίος πούλησε τα υπάρχοντά του και αναχώρησε για την έρημο, ελεύθεροι από τις μέριμνες του βίου, όπως ο άγιος Παΐσιος ο αγιορείτης ο οποίος, σύμφωνα με μαρτυρίες προσκυνητών, οτιδήποτε υλικό αγαθό τού προσφερόταν δεν το κρατούσε για τον εαυτό του αλλά το προσέφερε φιλανθρωπία, ελεύθεροι από τα πάθη του θυμού και της μνησικακίας, όπως ο άγιος Νεκτάριος που συγχώρεσε τους συκοφάντες του, ελεύθεροι από το πάθος της αντεκδίκησης όπως ο άγιος Διονύσιος ο εν Ζακύνθω ο οποίος συγχώρεσε το δολοφόνο του αδελφού του, ελεύθεροι από την προσκόλληση σε κοσμικά αξιώματα, όπως ο άγιος Σάββας της Σερβίας που εγκατέλειψε τα κοσμικά αξιώματα και έγινε μοναχός, ελεύθεροι ακόμη και από το ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως, όπως η Οσία Σοφία της Κλεισούρας η οποία, εν μέσω τρικυμίας στη θάλασσα, προσευχόταν στην Παναγία να αποθάνει αυτή στη θέση των άλλων, ελεύθεροι από τη συσσώρευση πλούτου όπως ο αββάς Μεγέθιος, ο οποίος, σύμφωνα με το Γεροντικό, το μόνο υλικό αγαθό που κατείχε ήταν μία βελόνα που τη χρειαζόταν για το εργόχειρό του, ελεύθεροι από κάθε είδους εγωισμό και πάθη που καταδυναστεύουν τη ζωή μας και την κοινωνία ολόκληρη και γίνονται γνωστά καθημερινά από τα μέσα μαζικής ενημερώσεως.
Οι άγιοι λουσμένοι με τη χάρη του αγίου Πνεύματος μάς δείχνουν με το παράδειγμά τους τον πραγματικά ελεύθερο άνθρωπο τον απαλλαγμένο από κάθε ιδιοτέλεια, είτε υλική είτε πνευματική, και ενστερνισμένο την ανιδιοτελή αγάπη προς το Θεό και προς το συνάνθρωπο, το κλειδί το οποίο μπορεί να λύσει όλα τα προβλήματα, προσωπικά και κοινωνικά, που ταλανίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου