Το μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως, όπως και όλα τα μυστήρια της Εκκλησίας μας είναι ένας δρόμος, για τη θέωση του ανθρώπου, για τον αγιασμό του. Η εξομολόγηση είναι ένας δρόμος, που μέσα από τη μετάνοια, μας οδηγεί και πάλι σε κοινωνία με τη ζωή της Εκκλησίας. Πρόκειται δηλαδή ουσιαστικά για μια επανέναρξη της παρουσίας του Θεού στη ζωή μας που διακόπηκε από τις επιλογές μας, γι’ αυτό και ονομάζεται από τους πατέρες της Εκκλησίας λουτρό δακρύων ή δεύτερο Βάπτισμα. Και αν η μετάνοια-μεταβολή του νου-είναι το πρώτο μέρος του μυστηρίου, το δεύτερο είναι η εξομολόγηση. Δηλαδή, η ενώπιον του πνευματικού ειλικρινή ομολογία των αμαρτιών μας, των λαθών μας.
Στην καθημερινότητά μας ο θάνατος μοιάζει να νικά τη ζωή. Οι παντός είδους ανθρώπινες εξουσίες (οικονομικές, ιδεολογικές, πολιτικές κ.ο.κ.) μοιάζουν ανεξέλεγκτες και παντοδύναμες. Τολμούν να συκοφαντούν και να καταδικάζουν σε θάνατο όχι μόνο ανθρώπους, αλλά και τον Θεό. Γίνεται ασταμάτητα μια προσπάθεια να εκριζωθεί ο Θεός από τις καρδιές των ανθρώπων. Έτσι τα διάφορα προσωπεία του θανάτου, ο πόνος, η ένδεια, η αδικία, η αλαζονική κακομεταχείριση του πλησίον, οι τυραννίες, η επιβολή της ανηθικότητας, ο ρατσισμός, ασκούν ένα καθημερινό bullying στις ψυχές των ανθρώπων με τρόπο που φαντάζουν πανίσχυρα και ικανά να επιβάλλουν τη δηλητηριώδη επικράτειά τους. Όλα αυτά γίνονται αβάσταχτα, όταν λείπει η ελπίδα, η αγάπη και εν τέλει η βεβαιότητα της Ανάστασης. Και εκεί βρίσκεται η διαφορετικότητα του μηνύματος της Εκκλησίας.
Ο άνθρωπος πριν από την έλευση τού Χριστού πορευόταν «ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου» (Ησ. 9,1), μακριά από τον Θεό, υποχείριος τής αμαρτίας, τού διαβόλου και τού θανάτου. Η κατάσταση αυτή ήταν μοιραία για τον άνθρωπο, ο οποίος ήταν αδύνατο να σωθεί με τις δικές του μόνο δυνάμεις. Ο «Προμηθεὺς Δεσμώτης» του Αισχύλου εικονίζει ακριβώς αυτήν τραγική και αδιέξοδη για τον άνθρωπο κατάσταση.
Είναι γεγονός αναμφισβήτητο, ότι όλοι οι άνθρωποι αμαρτάνουμε, «ὅτι οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος, ὃς ζήσεται, καὶ οὐχ ἁμαρτήσει». Εκείνο όμως το οποίο διακρίνει τον Χριστιανό από τον μη Χριστιανό δεν είναι η αναμαρτησία, αλλά η μετάνοια. Χριστιανός είναι αυτός που αισθάνεται πως δεν μπορεί ούτε μια φορά να σηκωθεί αν δεν τον στηρίξει η Αγάπη του Θεού.
Με το παρόν ενοριακό μας φυλλάδιο απλά επιχειρούμε να καταθέσουμε τον ποιμαντικό μας προβληματισμό, να οδηγήσουμε σε μια κατανόηση του ρόλου του μυστηρίου μέσα στη ζωή της Εκκλησίας, στην συνειδητοποίηση, ότι η εξομολόγηση είναι ένα μυστήριο αγάπης και ελευθερίας. Αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο, ο οποίος μέσα από το έργο της θείας οικονομίας έρχεται να μας συναντήσει και να μας σώσει. Να μας κάνει μετόχους της δικής Του ζωής.
Τι είναι η Εξομολόγηση;
Αναφέραμε ήδη ότι η Εξομολόγηση είναι ένας δρόμος, όπως όλα τα Μυστήρια της Εκκλησίας, για τη θέωση του ανθρώπου, για τον αγιασμό του. Μας δίνει τη δυνατότητα να «συμφιλιωθούμε» με τον Θεό, να εξετάσουμε την πίστη και τη ζωή μας.
Η Εξομολόγηση μας απαλλάσσει από το βάρος της αμαρτίας. Επιπλέον μάς δίνει την ευκαιρία να συζητήσουμε τους βαθύτερους προβληματισμούς μας, να δεχτούμε συμβουλές, να ενισχυθούμε πνευματικά, να κατηχηθούμε σε θέματα που δεν τα γνωρίζουμε καθόλου ή τα γνωρίζουμε πλημμελώς. Ο Κύριος μας είπε πολύ καθαρά: «οὐ γὰρ ἦλθον ἵνα κρίνω τὸν κόσμον, ἀλλ' ἵνα σώσω τὸν κόσμον» (Ιωάν. ιβ΄ 47) δεν ήρθα να κρίνω τον κόσμο, αλλά να τον σώσω. Έτσι και στην πνευματική ζωή. Δεν πηγαίνω στην Εκκλησία επειδή ζω ηθικά, αλλά πηγαίνω στην Εκκλησία ακριβώς επειδή είμαι ανήθικος και αμαρτωλός και χρειάζομαι θεραπεία. Μακάρι να ζω μια καθαρή ζωή όπως έζησε ο Κύριος, όμως εάν δεν ζω δεν σημαίνει ότι δεν έχω «δικαίωμα» να είμαι στην Εκκλησία Του. Όπως είπε και ο ίδιος ο Χριστός: “οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν”. Και εκεί βρίσκεται το κέντρο βάρους: στην ΜΕΤΑΝΟΙΑ μας.
Πώς καθιερώθηκε; Μήπως πρόκειται για επινόηση της Εκκλησίας και των κληρικών;
Το απολυτρωτικό του έργο ο Κύριος θέλησε να συνεχισθεί «έως της συντελείας του αιώνος», γι’ αυτό μετά την Ανάσταση Του εμφανίσθηκε στους μαθητές λέγοντας τους «ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς· ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται» (Ιωάν. 20,21) επιβεβαιώνοντας με τα λόγια του, την υπόσχεση που είχε δώσει στον απόστολο Πέτρο και δι’ αυτού σε όλους τους Αποστόλους και σε όλη την Εκκλησία.
Οι Απόστολοι μετέδωσαν το χάρισμα αυτό στους επισκόπους και τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας. Έτσι, μέσω της κανονικής χειροτονίας των κληρικών διαιωνίζεται και διασφαλίζεται το έργο της σωτηρίας.
Μ’ αυτόν τον τρόπο ο Χριστός χάρισε στον άνθρωπο το ιατρείο, για να θεραπεύεται από την ασθένεια της αμαρτίας με την χάρη την απορρέουσα από την θυσία του Χριστού, εφ᾿ όσον, βεβαίως, αυτός συναισθάνεται την κατάστασή του, συντρίβεται, μετανοεί και καταφεύγει ελεύθερα στο μυστήριο της αγάπης και της φιλανθρωπίας του Θεού, το «δεύτερο βάπτισμα».
Είναι απαραίτητη η Εξομολόγηση για όλους;
Μόνο ένας αναμάρτητος δε χρειάζεται Εξομολόγηση. Ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος γράφει ότι, όποιος θεωρεί τον εαυτό του αναμάρτητο βρίσκεται σε πλάνη και μακριά από την αλήθεια (Α΄ Ιω. 1, 8). Αλλά και ο μόνος αναμάρτητος, ο Χριστός, δέχτηκε το βάπτισμα της μετανοίας από τον Πρόδρομο και έδειξε με αυτήν του την πράξη την αναγκαιότητα του Μυστηρίου. Γι’ αυτό η Εξομολόγηση αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της ορθόδοξης χριστιανικής ζωής, «Ἐπὶ πλεῖον πλῦνόν με ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου καὶ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν με.» (50ος Ψαλμός).
Ποιος μπορεί να εξομολογεί;
Η Εξομολόγηση γίνεται σε ένα πνευματικό, δηλαδή σε ιερέα, ο οποίος έχει επιλεγεί-οριστεί από τον Επίσκοπο του ειδικά γι’ αυτό το έργο.
Ο πνευματικός δεν είναι σύμβουλος που δίνει οδηγίες, δεν είναι ο δάσκαλος που διδάσκει, ούτε ο εισαγγελέας που ελέγχει. Ο πνευματικός είναι ο πατέρας που αγκαλιάζει, φίλος που ελευθερώνει, αδελφός που συγχωρεί. Είναι ο μυσταγωγός που ιερουργεί, το μυστήριο της ψυχής. Δεν είναι αυτός που ξέρει τα πάντα, είναι αυτός που αγαπά. Παράλληλα όμως γνωρίζει τίς αλήθειες της πίστεως και να τίς καταθέτει σέ κάθε περίσταση, οφείλοντας ταυτόχρονα να βρίσκεται σε επαφή με την εποχή του και την σύγχρονη πραγματικότητα. Σαφής άλλωστε είναι η εντολή του ίδιου του Κυρίου μας, «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν· καί ἰδού ἐγώ μεθ’ ὑμῶν εἰμί πάσας τάς ἡμέρας, μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Μτθ. 28,19-20).
Και ο πνευματικός έχει αμαρτίες!
Ποιος το αμφισβητεί αυτό; Ουδείς αναμάρτητος. Ο πνευματικός δε συγχωρεί τις αμαρτίες μας με τη δική του αγιότητα ή δύναμη, αλλά με τη χάρη που του δόθηκε από τον Θεό˙ αυτός μεσολαβεί μόνο. Τις δικές του αμαρτίες φροντίζει να τις εξομολογείται και αυτός σε κάποιον άλλον πνευματικό. «Δεν ήρθα να καλέσω δικαίους, αλλά αμαρτωλούς σε μετάνοια» (Μάρκ. 2:17). Ας γνωρίζουμε ότι οι τυχόν αμαρτίες του Ιερέως δεν εμποδίζουν τη Θεία Χάρη του μυστηρίου.
Οι Άγιοι μας δεν είναι όντα που ήρθαν ουρανοκατέβατα αλλά άνθρωποι από στάχτη και αίμα που άγγιξαν τα κράσπεδα του ουρανού λόγο της ταπείνωσης που είχαν. Μείνανε μέσα στην Εκκλησία ακόμα και τότε που αμάρτησαν βαριά. Δεν εγκατέλειψαν την μετάνοια ακόμα και σε στιγμές που η λογική τους έδειχνε τον δρόμο προς την απώλεια. Δεν σταύρωσαν τον Χριστό ακόμα και τότε που Τον πρόδιδαν καθημερινά.
Πώς γίνεται; Κάθε πότε γίνεται;
Η εξομολόγηση δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως ένα ακόμη «θρησκευτικό χρέος» που πρέπει απλά να εκπληρώσουμε επειδή ίσως πλησιάζει κάποια γιορτή αλλά ως ένα μυστήριο-πρόσκληση για μετάνοια, επιμελημένης εσωτερικής διεργασίας, λύπης και συντριβής για την απομάκρυνση από τον Θεό από τις αμαρτίες μας.
Ας αφήσουμε την ψυχή και την καρδιά μας να μιλήσουν. Δεν χρειάζεται μεσολάβηση για να κλειστεί ραντεβού, ούτε βέβαια χρειάζεται να το διαφημίζουμε όπως ακούμε από πολλούς: «εγώ θα πάω να εξομολογηθώ» – αν το έχεις ανάγκη βεβαίως και θα πας. Δεν γίνεται απολογία, αλλά κατάθεση ψυχής με πρώτιστα όμως διάθεση μετάνοιας. Η εξομολόγηση δεν είναι ανάκριση. Ο Εξομολόγος είναι μόνο μάρτυρας όχι κατήγορος.
Ας δούμε το μυστήριο και ως μια ευκαιρία να συμβουλευτούμε τον πνευματικό για κάποιο θέμα που μας απασχολεί. Όταν δε ολοκληρώσουμε την εξομολόγηση, γονατίζουμε και ο πνευματικός βάζοντας το πετραχήλι (σύμβολο της ιερατικής λειτουργίας του) πάνω στο κεφάλι μας ζητά από τον Θεό την άφεση των αμαρτιών μας. Φεύγοντας ασπαζόμαστε το πετραχήλι και το χέρι του πνευματικού.
Ας προσπαθήσουμε όλοι μας λοιπόν να εμφυσήσουμε στους ανθρώπους, ότι η εξομολόγηση δεν είναι κάτι το οποίο πρέπει να φοβούνται, κάτι που εξαντλείται στο συμβολικό, το παροδικό των ανθρωπίνων παραδόσεων ή δοξασιών, των φολκλορικών εθίμων και παραδόσεων, αλλά είναι μια ευκαιρία συνάντησης-επανεκκίνησης της σχέσης μας πρωτίστως με τον Θεό αλλά και τους συνανθρώπους μας.
Τι πρέπει να πω στην Εξομολόγηση; Δε σκότωσα, ούτε έκλεψα... τί να εξομολογηθώ;
Όταν έχουμε μια τέτοια απορία, αποκαλύπτουμε, ότι δε γνωρίζουμε τη διδασκαλία του Χριστού. Η ερώτηση δείχνει έλλειψη αυτογνωσίας και αυτοκριτικής. Δεν θεωρεί η εκκλησία μεγάλο κατόρθωμα το να μη σκοτώσεις, το να μην κλέψεις. Το θέμα είναι τι γίνεται στην καρδιά. Και δυστυχώς εδώ καλλιεργούνται από πολλούς απίστευτες φαρισαϊκές ψευδαισθήσεις. Η παραπάνω απορία μάλλον οφείλεται στο ότι δεν γνωρίζουμε τις αλήθειες της πίστεως μας αλλά και ότι εξομολογούμαστε σπάνια. Δυστυχώς πολλοί εξομολογούνται, λίγοι μετανοούν (Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης). Η Εκκλησία δεν κρίνει, συγχωρεί. Την κρίση την αφήνει στο ΘΕΟ.
Είναι απαραίτητο λοιπόν, πριν προσέλθουμε στον πνευματικό, να καθίσουμε σ’ ένα ήσυχο μέρος, να προσευχηθούμε θερμά στον Θεό να μας δώσει αληθινή μετάνοια. Να φωτίσει τα κρυπτά της καρδιάς μας και να κάνουμε μια όσο το δυνατόν τίμια βυθοσκόπηση και αυτοέλεγχο.
Δεν πάω στο Ιερέα της ενορίας μου γιατί φοβάμαι ότι θα πει αυτά που θα εξομολογηθώ.
Μια ακόμη εύκολη δικαιολογία για να μην προσέλθουμε στο μυστήριο. Κάθε πνευματικός έχει ιερό καθήκον να τηρεί το απόρρητο της εξομολογήσεως, το οποίο μάλιστα αναγνωρίζεται και κατοχυρώνεται από τον νόμο. Σε περίπτωση παραβάσεως ελέγχεται από τον επίσκοπο του και την εκκλησιαστική δικαιοσύνη. Το να φέρνουμε παραδείγματα κάποιων ανώνυμων γνωστών του γνωστού μας αγνώστου ή ακραίων κατακριτέων περιπτώσεων μάλλον υποκρύπτουν τελικά την δική μας μη θέληση για να προσέλθουμε στο μυστήριο.
Επίσης θα μπορούσαμε να πούμε ότι σ’ αυτήν την κατηγορία των ανθρώπων δεν κρύβεται μια θλίψη για το λάθος τους, αλλά ο φόβος ότι με την κοινολόγηση πραγμάτων μάλλον θα νοιώθουν ότι θίγεται η αξιοπρέπεια τους και το εκκλησιαστικό-κοινωνικό τους prestige.
Κάποιος γνωστός μου έδωσε ένα «κατάλογο αμαρτιών». Πραγματικά τρόμαξα. Αποφάσισα να μην πάω ποτέ για εξομολόγηση.
Ένας ακόμη επηρεασμός δυτικής προέλευσης είναι οι διάφοροι κατάλογοι «απαριθμήσεως αμαρτιών». Μια άλλη τραγικότητα που βιώνει η Εκκλησία μας και καλλιεργείται σε κύκλους-οπαδικούς-συνδέσμους super Ορθοδόξων. Πρόκειται για μια αντίληψη που καλλιεργήθηκε στα χριστιανικά περιβάλλοντα της Δύσης, και που πέρασε ως άποψη σε πολλούς χριστιανούς μας, ταυτίζοντας την έννοια της αμαρτίας με την νομική παράβαση. Η σωτηρία μας με την ατομική δικαίωση και εξιλέωση. Συνέδεσε δε τις ανθρώπινες συνειδήσεις, τη χριστιανική ηθική με ένα πλήθος αδιεξόδων και ψυχολογικών συμπλεγμάτων.
Ως προσπάθειες μπορεί να ξεκίνησαν με καλοπροαίρετες διαθέσεις αλλά δυστυχώς κατέληξαν να αποπροσανατολίζουν και να προκαλούν σύγχυση στις ψυχές των ανθρώπων. Διακινούνται από ανθρώπους που ναι μεν διαθέτουν ζήλο, αλλά παράλληλα πολλή αφέλεια, δικανισμό και ας μου επιτραπεί και πολύ ή λίγη ψυχοπαθολογία. Δίνουν ως κείμενα μια απίστευτη βαρύτητα σε αμαρτήματα που σχετίζονται με το ανθρώπινο σώμα δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο ενοχές στους ανθρώπους ακόμη και για την ποιο απλή εκδήλωση χαράς.
Το μεγαλύτερο δράμα για τον σύγχρονο άνθρωπο -αλλά και η μεγαλύτερη αμαρτία για κάποιους που δηλώνουν σωτήρες της Εκκλησίας- είναι αυτό το ίχνος ελπίδας που απεγνωσμένα ψάχνει, κάποιοι να του το καταστρέφουν και να το διαψεύδουν.
Θέλεις να προσμετρήσεις και να ψηλαφίσεις την πίστη σου ή την απιστία σου; Δεν έχεις παρά να αφουγκραστείς την ποιότητα της αγάπης σου. Τίποτε παραπάνω. Λοιπόν που καταλήγεις;
Αν ξεχάσω κάποια αμαρτία; Αν κρύψω κάποια από ντροπή;
Ο διάβολος εύκολα μας ρίχνει στην παγίδα του αλλά τότε δεν αισθανόμαστε ντροπή. Η ντροπή έρχεται μετά όταν πρέπει να εξομολογηθούμε. Γιατί; Και έτσι φυσικά η παγίδα του συνεχίζεται.
Αν ξεχάσαμε κάτι και εφόσον δεν είναι σοβαρό, μπορούμε να το αναφέρουμε στην επόμενη εξομολόγηση. Αν όμως παραλείψαμε κάποια αμαρτία εσκεμμένα, τότε δεν πρέπει να θεωρούμε, ότι μας δόθηκε άφεση και δεν πρέπει να κοινωνήσουμε, ακόμη και αν πήραμε την άδεια του πνευματικού.
Εγώ εξομολογούμαι στις εικόνες ή κατευθείαν στον Θεό όταν ο Ναός είναι άδειος;
Σας είπε καμιά εικόνα ποτέ «λελυμένος και συγκεχωρημένος» είσαι; δεν συγχωρούν οι εικόνες, μόνο το πετραχήλι του Πνευματικού, που είναι διάδοχος των Αποστόλων.
Μάλλον όμως αυτοί που υποστηρίζουν κάτι τέτοιο διακατέχονται από τον φόβο, την άγνοια και την προσωπική τους ευκολία. Ναι μεν αλλά, λοιπόν. Και οι δικαιολογίες που μπορεί να βρεθούν αναρίθμητες. Ίσως κάποιοι πιστεύουν πως δεν υπάρχει ελπίδα σωτηρίας ή πως οι αμαρτίες τους είναι τόσο μεγάλες και φοβερές, που θα καταπλήξουν τον πνευματικό. Ο πνευματικός δεν περιμένει κανέναν ούτε να τον ανακρίνει ούτε να τον καταπλήξει με τις αμαρτίες του. Στόχος του πνευματικού είναι η επανασύνδεση του ανθρώπου με τον Θεό, με την Θεία Κοινωνία και όχι η κρίση και η κατάκριση ανθρώπων και πράξεων τους. Αντίθετα στόχος του διαβόλου είναι να καταφέρει να τους κρατήσει μακριά από την επαφή με τον Θεό.
Δυστυχώς, η ποιμαντική μας εμπειρία επιβεβαιώνει το ότι οι σύγχρονοι νεοέλληνες Ορθόδοξοί επιζητούν και ζουν μια θεολογία χωρίς Εκκλησία. Αυτό δεν γίνεται. Γιατί έτσι καταντάει η Ορθοδοξία ιδεολογία. Η Εκκλησία αφηρημένη έννοια και ο Θεός απλά μια αόριστη-υπερφυσική δύναμη.
Ο δικός μου πνευματικός δεν είναι τυχαίος; Δεν πηγαίνω στον οποιοδήποτε πνευματικό.
Τις τελευταίες δεκαετίες πολλοί χριστιανοί μας σκοντάφτουν στο ιδεολόγημα του καλού πνευματικού ή χαρισματικού γέροντα. Τον αναζητούν θα έλεγε κανείς με τον ίδιο τρόπο που θα έψαχναν έναν καλό γιατρό, δικηγόρο, μηχανικό, για να προσπορίσουν κάποια άκτιστη δύναμη. Απαιτούν να είναι μεγάλος της ψυχής ανατόμος, διορατικός, προφητικός, να δίνει γρήγορες και έξυπνες λύσεις σε προβλήματα, να θεραπεύει αν δυνατόν ασθένειες, να διώχνει δαιμόνια. Δεν καταλαβαίνουν ότι με αυτόν τον τρόπο διαιωνίζουν το "εγώ" του αλλά και το "εγώ" τους, διατηρώντας πάση θυσία ή πολλαπλασιάζοντας τα κοσμικά του προνόμια.
Πολλοί συνηθίζουν να θεωρούν τους δικούς τους πνευματικούς ανώτερους από όλους τους άλλους εξομολόγους. Είναι τραγικό όταν γίνεται, γιατί με αυτό τον τρόπο θέτουν σε κίνδυνο, όχι μόνο τους ίδιους τους εαυτούς τους, αλλά κάνουν τον διάβολο να λυσσάει και να μάχεται ακόμη περισσότερο τον πνευματικό τους.
Κάποιοι δε πιστοί αυτοπροβάλλονται, διαφημιζόμενοι ότι είναι πνευματικά παιδιά μεγάλων πνευματικών πατέρων, επιδιώκοντας έτσι να τους σέβονται και να τους υπολήπτονται οι συν-χριστιανοί τους. Πρόκειται περί ενός ατάκτου και πλανεμένου φαινομένου, που δυστυχώς αντί να αγιάζει αυτούς που καυχώνται, τους γκρεμίζει, όχι μόνον πνευματικά, αλλά σωτηριολογικά.
Τι κι αν ο πνευματικός τους είναι αγιασμένος, «μέγας» και «στάρετς», όταν οι ίδιοι ποτέ τους δεν βάζουν αρχή μετανοίας και δεν αγωνίζονται; Μήπως θα τους σώσει μόνο η γνωριμία με τους αγίους πνευματικούς πατέρες; Όχι μόνον λοιπόν να σχετιζόμαστε με πνευματικούς γέροντες και γερόντισσες, αλλά να προσπαθούμε να μιμούμαστε τη ζωή του Κυρίου μας, που εμπνέει όλους αυτούς. Διώξαμε τον Χριστό και στην θέση του βάλαμε ανθρώπους. Ας μην επιζητούμε η πνευματική πατρότητα να γίνεται «πνευματικό πατρονάρισμα».
Απαιτείται προσοχή, στην περί του πνευματικού-εξομολόγου μας κρίση σε άλλα πρόσωπα. Όσο καλός κι αν είναι ο πνευματικός μας, ή όσο αυστηρός, ή όσο επιεικής, ή όσο σκληρός, ή ο,τιδήποτε άλλο ως χάρισμα, ή ως μειονέκτημά του έχει, ας παραμένει μέσα μας. Δεν χρειάζεται διαφήμιση. Δεν κάνουν όλα τα φάρμακα για όλους.
Είναι απαραίτητη η Θεία Κοινωνία μετά την Εξομολόγηση;
Η μετάνοια δεν περιορίζεται στο Μυστήριο της Εξομολογήσεως. Η «συμφιλίωση» και η ένωσή μας με τον Θεό δεν ολοκληρώνεται χωρίς τη Θεία Κοινωνία. Αυτή είναι η μυστηριακή ένωση με τον Θεάνθρωπο Χριστό. Το αποκορύφωμα των Μυστηρίων. Η Εξομολόγηση μας προετοιμάζει για τη Θεία Κοινωνία για την μεγάλη συνάντηση. Η κατ’ εξοχήν συγχώρεση δεν είναι η χορήγηση της άφεσης ή η ευχή που διαβάζεται, αλλά η Θεία Κοινωνία. Εκεί ο Θεός και ο άνθρωπος συγχωρούνται και αλληλοπεριχωρούνται στο σώμα του Χριστού.
Μπορώ να κοινωνήσω λοιπόν, αφού εξομολογήθηκα;
Μετά την εξομολόγηση θα πρέπει να ζητήσουμε-συζητήσουμε με τον πνευματικό την άδεια να μεταλάβουμε. Αυτός ως γνώστης και με ποιμαντική ευθύνη θα ορίσει τον χρόνο, τη συχνότητα και τον τρόπο της προετοιμασίας μας (νηστεία, προσευχή, κανόνα, επιτίμιο, συγχώρεση-συμφιλίωση με τους άλλους κ.λ.π.).
Τι νόημα έχει να εξομολογούμαι τακτικά, όταν γνωρίζω, ότι θα επαναλάβω τις ίδιες αμαρτίες;
Η μετάνοια δεν είναι ένα παροδικό γεγονός αλλά μόνιμο, ένας δρόμος ατελείωτος. Αυτός είναι ο πνευματικός αγώνας του ανθρώπου̇ η διά βίου μετάνοια. Το Μυστήριο της Εξομολόγησης εξασφαλίζει, ότι καμιά αμαρτία δε μπορεί να μας απομακρύνει από το έλεος του Θεού. Μόνο η έλλειψη μετανοίας μπορεί να μας καταδικάσει στην αιώνια στέρηση Του.
Η κατ’ εξοχήν συγχώρεση δεν είναι η χορήγηση της άφεσης ή της ευχής που μας διαβάζει ο πνευματικός, αλλά η Θεία Κοινωνία. Εκεί ο Θεός και ο άνθρωπος συγχωρούνται και αλληλοπεριχωρούνται στο σώμα του Χριστού. Όταν, εξομολογούμαστε, δεν κάνουμε . . . χάρη στον Θεό. Ο Θεός χαρίζεται, αυτοαποκαλύπτεται στον άνθρωπο μόνο και αν ο ίδιος επιδιώξει να έχει σχέση μαζί Του. Ο Θεός δεν επιβάλλεται αλλά γνωρίζεται, βιώνεται. Ας θυμηθούμε τα λόγια του αγίου Τύχωνα του Ζάντονσκ: «Μη στεναχωριέσαι με το εαυτό σου, σήκω και προχώρα, είτε σε πνίγουν τα δάκρυα είτε σε παραλύει ένα αίσθημα τρόμου, όμως προχωράς, χωρίς να σταματήσεις».
Ευτυχώς ο Θεός είναι ο μόνος που δεν έχει τελειομανία (γιατί οι άνθρωποι μπαίνουμε σ’ αυτόν τον πειρασμό) και έτσι δεν κρίνει τα πράγματα εκ του αποτελέσματος, δηλαδή πόσο τα κατάφερες. Βλέπει τον αγώνα, βλέπει την πρόθεση και ενισχύει με την χάρη Του την συνεχή μας προσπάθεια.
Δεν έχω κάνει τίποτε. Πάτερ μια ευχούλα θέλω!!!!!
Δυστυχώς φαινόμενο πολύ διαδεδομένο στην εποχή μας. Δεν ζητούν ούτε καν να εξομολογηθούν, αλλά ζητούν μόνο να τους διαβάσει κάποιος πνευματικός την συγχωρητική ευχή. Μάλλον δεν έχουν το σθένος να ομολογήσουν ότι είναι αμαρτωλοί. Η ευχή όμως της εξομολογήσεως έχει σχέση με κάποιον, που συναισθάνεται ότι είναι αμαρτωλός. Άρα, εάν ζητούμε εκ των προτέρων να μας διαβάσει ο πνευματικός την ευχή, απέχουμε τελείως από τη συντριβή και τη μετάνοια.
Εάν δεν έχουμε αμαρτίες και άρα δεν είμαστε αμαρτωλοί, γιατί να μας διαβάσει ο εξομολόγος ευχή για να κοινωνήσουμε; Για την κατηγορία αυτή των πιστών πρέπει να σημειώσουμε, ότι πρόκειται περί μιας δαιμονικής εκ προοιμίου πλάνης, που οδηγεί τους ανθρώπους αυτούς σε βέβαιη πνευματική απώλεια.
Για κανέναν από τους ανθρώπους που ζουν πάνω στον πλανήτη γη δεν υφίσταται το αναμάρτητο. Όλοι είμαστε αμαρτωλοί, οπότε όλοι μας έχουμε ανάγκη από συντριβή, μετάνοια και εξομολόγηση.
Πόσο συχνά πρέπει να εξομολογούμαστε;
Το ιατρείο είναι πάντα ανοικτό και επισκέψιμο. Ο άνθρωπος έχει την δυνατότητα, όσες φορές αγωνιζόμενος «τραυματίζεται», να προσέρχεται εν μετανοίᾳ σ’ αυτό και να θεραπεύεται, λαμβάνοντας την χάρη της αφέσεως των αμαρτιών, που πηγάζει αδιάκοπα από την θυσία του Χριστού.
Πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι η συχνότητα δεν πρέπει να προσδιορίζεται από την περιδεή συνείδηση του ανθρώπου και μια ανάγκη πνευματικής εξαρτήσεως του από τον πνευματικό, κάτι που τον οδηγεί χωρίς πραγματικό λόγο κάθε τρείς και λίγο στο εξομολογητήριο, όπως τον κατά φαντασία ασθενή στον γιατρό. Τα αισθήματα ενοχής, το έντονο αίσθημα αυτοκατάκρισης, η διαρκής πάλη με την αμαρτία και την ενοχή, τον διάβολο υψώνουν θεόρατα εμπόδια στην πνευματική του πορεία. Η περιδεής συνείδηση είναι αρρωστημένη και αποτελεί πηγή λανθασμένης θρησκευτικότητας και είναι λυπηρό που πολλές φορές την βλέπουμε να υπάρχει γύρω μας.
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι πρέπει να περάσουμε και στο άλλο άκρο όπου τα πάντα καθορίζονται βάσει της χαλαρής-ελαστικής συνειδήσεως του ανθρώπου που οδηγεί σε μια τυπική, κατ’ έθος (συνήθως λόγω κάποιας μεγάλης εορτής) ή στην μαγική προσέγγιση του Μυστηρίου, διότι και αυτό πόρρω απέχει από την συνειδητή προσέλευση στο μυστήριο με συντετριμμένη καρδία. Ούτε πάλι πρέπει να συνδέεται αποκλειστικά και μόνο με την συμμετοχή στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, γιατί έτσι μπορεί να εκφυλισθεί σε μια τυπική διαδικασία λήψεως της αδείας του πνευματικού απλά και μόνο για να κοινωνήσει ο άνθρωπος.
Η συχνότητα λοιπόν συμμετοχής στο Μυστήριο σίγουρα δεν είναι καθορισμένη, αλλά εξαρτάται από την πνευματική κατάσταση τού ανθρώπου, τις ανάγκες και τις πτώσεις του στην διεξαγωγή του πολέμου κατά των ορατών και αοράτων εχθρών της σωτηρίας του. Καταληκτικά ο Χριστιανός προσέρχεται στο Μυστήριο, όποτε συντρέχει λόγος μετανοίας-συγχώρησης.
Ποια η ηλικία συμμετοχής στο Μυστήριο;
Σχετικά με την ηλικία που μάλλον πρέπει αρχίζει κανείς να εξομολογείται, πιστεύουμε οτι αυτό πρέπει να συμβαίνει από την στιγμή που το παιδί αρχίζει να διακρίνει το καλό από το κακό και να καταλαβαίνει ότι με τα λόγια ή τα έργα του ενεργεί αντίθετα προς το θέλημα του Θεού.
Σίγουρα δεν υπάρχει ο ίδιος βαθμός συνειδητότητας ή καταλογισμού της αμαρτίας όπως με ένα ενήλικα, πλην όμως έτσι το παιδί συνηθίζει να αναλαμβάνει τις ευθύνες της αμαρτίας-αστοχίας του. Αυτό θα αποτελέσει την άριστη προπαρασκευή για την αναμέτρηση με την αμαρτία, μέσα από την συνειδητή συμμετοχή στο Μυστήριο, όταν μεγαλώσει. Βέβαια δεν πρέπει να μας ξεφύγει να σημειώσουμε πόσο σημαντικό γεγονός αποτελεί το παράδειγμα των γονέων και του οικείου περιβάλλοντος.
Τα επιτίμια τι είναι; Γιατί η Εκκλησία τιμωρεί με αυτόν τον τρόπο τους ανθρώπους;
Και εδώ υπάρχει πολλή σύγχυση. Ακούγονται και γράφονται τα πλέον αντιφατικά πράγματα και δυστυχώς πολλοί χωρίς να το γνωρίζουν λειτουργούν υπό την επίδραση ετεροδόξων διδασκαλιών.
Κατά την διδασκαλία της Εκκλησίας, τα επιτίμια δεν είναι ποινές, που πρέπει να εκτίσει ο αμαρτωλός για να εξιλεώσει την θεία δικαιοσύνη, όπως υποστηρίζουν οι Ρωμαιοκαθολικοί. Τα επιτίμια είναι φάρμακα πνευματικά, τα οποία χορηγούνται με πολλή προσοχή και διάκριση από τον πνευματικό, όταν κρίνει ότι χρειάζεται να ενισχυθεί ο πιστός στον αγώνα για την καταστολή των παθών και την παγίωση της μετάνοιάς του. Γι’ αυτό και η επιβολή των επιτιμίων δεν είναι αναγκαίος όρος για την χορήγηση της αφέσεως. Και βέβαια σε καμιά των περιπτώσεων (που δυστυχώς συμβαίνει) δεν πρέπει να θεωρούμε έναν πνευματικό καλό ή κακό (sic) αν βάζει ή δεν βάζει επιτίμια διότι τότε φθάνουμε στο σημείο κληρικοί (αλλά και λαϊκοί) να λειτουργούμε σε ένα περιβάλλον Αστικού Κώδικα και να διολισθαίνουμε σε περιπτωσιολογίες νομικού χαρακτήρα. Το ζήτημα δεν είναι αν οι πνευματικοί ως άνθρωποι διαφέρουν μεταξύ τους. Το ζήτημα είναι να τα βάλουμε με τον εαυτό μας και τα λάθη και τις αμαρτίες μας πραγματικά.
Τα επιτίμια χορηγούνται από τον πνευματικό απαθώς, με αγάπη και πρέπει να είναι ανάλογα με την σοβαρότητα του γεγονότος της αμαρτίας, του πάθους, που καλούνται να θεραπεύσουν, καθώς και με την ετοιμότητα και διάθεση του πιστού για μετάνοια. Μέτρο των επιτιμίων ο αμαρτωλός και όχι η αμαρτία.
Ενδεικτικά ως επιτίμια θα μπορούσαμε να αναφέρουμε την αποχή για κάποιο χρονικό διάστημα από το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, την επιπλέον νηστεία, μια μεγαλύτερη προσευχητική προσπάθεια, την ελεημοσύνη, τις γονυκλισίες κ.α.
Το έργο του πνευματικού είναι το έργο του Χριστού. Ας θυμόμαστε πάντοτε καθώς και τον τρόπο με τον οποίο ο Θεός στάθηκε απέναντι στους ανθρώπους. Η διακονία μας ως Ιερείς είναι μια προσπάθεια χειραγωγίας του ανθρώπου στην αληθινή μετάνοια και όχι σε μια ψυχολογική τακτοποίηση και ικανοποίηση. Η αληθινή μετάνοια πηγάζει από την αγάπη στον Θεό και αυτό είναι που πρέπει πραγματικά να ερευνήσουμε.
Πολλές φορές η Εκκλησία είναι γεμάτη, και το χαιρόμαστε. Εάν, όμως, ρωτήσουμε: «Πιστεύετε στον Χριστό πραγματικά και ολοκληρωτικά;». Θα μας πούνε «μα τότε γιατί είμαστε εδώ;». Δεν ξέρω όμως αν θα είναι εύκολο και αν θα είναι πρόθυμοι να μας απαντήσουν ειλικρινά αν τους ρωτήσουμε: «Αγαπάτε τον Χριστό; Τότε συγχωρέστε». Πίστη έχουν και οι δαίμονες! Η αγάπη τους λείπει.
Εξομολόγηση ή ψυχανάλυση;
Η διάζευξη αυτή μας παγιδεύει σε μια θεολογική ή επιστημονική απολυτότητα. Οι θεραπευτικές μέθοδοι που έχει εφεύρει ο άνθρωπος, πάντα κατά παραχώρηση του φιλάνθρωπου Θεού, είναι πολύτιμες, όμως δεν παρέχουν υπαρξιακής τάξεως σωτηρία στον άνθρωπο, αλλά ανακούφιση ή ίαση κάποιων από τις νοσηρές εκδηλώσεις της πεπτωκυίας φύσεως. Δεν προσφέρουν την υπέρβαση της φυσικής φθοράς και αναγκαιότητας, των οποίων έσχατη φανέρωση είναι ο θάνατος.
Καμία ψυχολογική θεραπευτική μέθοδος δεν μπορεί να θεωρηθεί υποκατάστατο της Εξομολογήσεως ούτε η Εξομολόγηση επιτρέπεται να ευτελίζεται, θεωρούμενη ως εναλλακτική θρησκευτικού τύπου ψυχολογική θεραπεία. Επίσης όταν κάποιος χρειάζεται και τις δύο, δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση μεταξύ τους.
Επομένως ας γίνει αντιληπτό, ότι εξομολόγηση και ψυχοθεραπεία είναι διαφορετικά μεγέθη, μη συγκρίσιμα, το μεν θεανθρώπινο, το δε ανθρώπινο και τα δύο όμως όταν λειτουργούν σωστά στόχο έχουν τον πεπτωκότα άνθρωπο.
Πρακτικές συμβουλές.
Βασική προϋπόθεση για να βοηθηθούμε στην προσετοιμασία μας για το μυστήριο είναι να επικρατήσει μέσα στην σκέψη μας η ταπείνωση και η διάθεση μετάνοιας. Η μελέτη της Καινής Διαθήκης, Πατερικών Συγγραμμάτων, Βίων Αγίων βοηθούν την προσπάθεια μας. Απαραίτητη είναι η προσευχή. Το πρωί η ορθρινή προσευχή, το βράδυ το Απόδειπνο αποτελούν δύο σημαντικά σημεία στην καθημερινή μας προσπάθεια αλλά και όλη η ύπαρξη μας πρέπει να μας οδηγεί όχι να κάνουμε απλά προσευχή αλλά να γινόμαστε προσευχή. Ο τακτικός προσευχητικός εκκλησιασμός. Η τήρηση των νηστειών κάτω από το πρίσμα μιας γενικότερης πνευματικής ασκήσεως είναι δύο ακόμη πολύ σημαντικοί σταθμοί και παράμετροι της πορείας μας.
Η πραγματική συγχώρηση οικείων, γνωστών, φίλων είναι η πηγή μιας καλής προετοιμασίας. Τέλος πρέπει να γνωρίζουμε ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν υπάρχει κατάλογος αμαρτημάτων, το οποίο συμβουλευόμαστε. Η ενσυνείδητη ενδοσκόπηση στο βάθος της ψυχής και η μελέτη για τον εντοπισμό των αμαρτημάτων μας είναι ο καλύτερος κατάλογος όταν συνυπάρξει με την αυτογνωσία της μετάνοιας μας. Πολύ ίσως θα μας βοηθήσει στην διατύπωση των σκέψεων μας και μια απλή σημείωση αυτών που θα θέλαμε να εκφράσουμε.
Θα προτρέπαμε επίσης όταν θα έχουμε ανάγκη να μιλήσουμε με τον πνευματικό μας να έχει υπάρξει μια επικοινωνία μαζί του προκειμένου πρωτίστως εμείς να έχουμε προετοιμαστεί για την συνάντηση μας αλλά και ο ίδιος να έχει τον απαραίτητο χρόνο να μας αφιερώσει.
Συμπερασματικά:
Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι πλέον χρειάζεται ένας επανευαγγελισμός του ποιμνίου μας. Η συντριπτική πλειονοψηφία του λαού μας μπορεί να ανήκει στην Ορθόδοξη Εκκλησία, η εποχή μας όμως αιτείται ολοένα και πιο επιτακτικά τον επανευαγγελισμό, την επανεύρεση του νοήματος της χριστιανικής ζωής και της βιώσεώς του στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων, την γνώση του περιεχομένου της χριστιανική πίστεως και την κατάθεση της μαρτυρίας του ορθοδόξου ήθους σέ έναν κόσμο πού στερείται και των τριών. Ζούμε σε μια κοινωνία στην οποία η διαστρέβλωση κυριαρχεί, η πνευματική και ιδεολογική σύγχυση, οι διαφόρων τύπων νεοφανείς μυστικισμοί και αιρέσεις και η αίσθηση μοναξιάς και αδιεξόδου κατακλύζουν την καθημερινότητα του ανθρώπινου βίου.
Περισσότερο παρά ποτέ ο ποιμένας πρέπει σήμερα να κοπιάσει, να συναντήσει τον «τσαλακωμένο» άνθρωπο στην λύπη και τη χαρά του, στο πρόβλημα και την δυσκολία του, στην ασθένεια και στο πένθος του, την πτώση και την απόγνωσή του εξαιτίας της αμαρτίας και να του μεταφέρει το μήνυμα της χαράς του Ευαγγελίου. Πρέπει να δώσουμε, να διδάξουμε ΧΑΡΑ και ΑΝΑΣΤΑΣΗ. Ας απαλλάξουμε τον άνθρωπο της εποχής μας που έρχεται εκλιπαρώντας μπροστά μας από την μιζέρια, την ενοχή, τον δήθεν καθωσπρεπισμό του φαίνεσθαι που του ζητάει η κοινωνία μας. Ο Χριστός με το έργο του απελευθέρωσε όσους «φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας» (Εβρ. 2,15).
Είναι, άλλωστε, σαφής η εντολή του ίδιου του Κυρίου μας, «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν . καί ἰδού ἐγώ μεθ’ ὑμῶν εἰμί πάσας τάς ἡμέρας, μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. 28, 19-20).
Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να εμφυσήσουμε στους ανθρώπους μια εξομολογητική συνείδηση. Ας τους οδηγήσουμε στην αποενοχοποίηση ότι η εξομολόγηση είναι κάτι το οποίο πρέπει να φοβούνται, κάτι που εξαντλείται στο συμβολικό, το παροδικό των ανθρωπίνων παραδόσεων ή δοξασιών, των φολκορικών εθίμων και παραδόσεων Και ας τους καταστήσουμε κοινωνούς του γεγονότος ότι είναι μια ευκαιρία συνάντησης-επανεκκίνησης της σχέσης μας πρωτίστως με τον Θεό αλλά και τους συνανθρώπους μας. Και πάνω απ’ όλα όλοι μας ας μάθουμε να αγαπάμε πραγματικά.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Οσίου Θεοφάνους του Εγκλείστου, Ο δρόμος της Ζωής, Έκδοση τέταρτη Ιερά Μονή Παρακλήτου Ωρωπός Αττικής 2000
Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης κ.κ. Παύλος, Εξομολογητική, Το Μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως στην Εποχή μας, Αθήνα 2013, εκδ. Ιδρύματος Ποιμαντικής Επιμορφώσεως της Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών, σελ. 101-111
Μητροπολίτης Αργολίδος κ.κ. Νεκτάριος, Εξομολογητική, Τυπολογία εξομολογουμένων και δημιουργία εξομολογητικής συνείδησης, Αθήνα 2013, εκδ. Ιδρύματος Ποιμαντικής Επιμορφώσεως της Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών, σελ. 165-189
Μητροπολίτης Σουρόζ Αντώνιος†, Η συνάντηση με τον ζωντανό Θεό Εκδόσεις Εν πλώ Έκδοση Α΄ Νοέμβριος 2009
Αρχ. Βασίλειος Γοντικάκης, Εξομολογητική, Η διακονία του μυστηρίου της Ιεράς Εξομολογήσεως, Αθήνα 2013, εκδ. Ιδρύματος Ποιμαντικής Επιμορφώσεως της Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών, σελ. 113-124
Αρχ. Νικόλαος Ιωαννίδης, Εξομολογητική, Το Μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως στην πατερική παράδοση της Εκκλησίας, Αθήνα 2013, εκδ. Ιδρύματος Ποιμαντικής Επιμορφώσεως της Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών, σελ. 27-66
Αρχ. Γρηγόριος Παπαθωμάς, Εξομολογητική, Τρόποι εφαρμογής των Ιερών Κανόνων στο μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως, Αθήνα 2013, εκδ. Ιδρύματος Ποιμαντικής Επιμορφώσεως της Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών, σελ. 67-98
Αρχ. Βαρθολομαίου Καθηγουμένου Ι. Μ. Εσφιγμένου, Εξομολόγηση-επανεκκίνηση, Ιστοσελίδα www.esphigmenou.gr
πρωτ. Μιχαήλ Καρδαμάκης† Κεφάλαια Κατανυκτικά Τόμος Β΄Εκδόσεις Ακρίτας
πρωτ. Γεωργίου Χρ. Εὐθυμίου, Τὸ μυστήριο τῆς Μετανοίας - Ἐξομολογήσεως
πρωτ. Θεμιστοκλής Χριστοδούλου, Εξομολόγηση - Για μια καλή προετοιμασία Εκδόσεις Ορθοδόξου Ιεραποστολικού Σωματείου «Παναγία η Κοσμοσώτειρα»
πρωτ. Αδαμαντίου Αυγουστίδη, Εξομολογητική, Ακρίβεια και Οικονομία ως Γενικές Ποιμαντικές αρχές, Αθήνα 2013, εκδ. Ιδρύματος Ποιμαντικής Επιμορφώσεως της Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών, σελ. 191-204
πρωτ. Βασίλειος Θερμός, Που να βρώ την ψυχή μου, Εκδόσεις Αρμός Αθήνα 2008
πρωτ. Βασίλειος Καλιακμάνης, Εξομολογητική, Ιερά Εξομολογήση και ψυχικές διαταραχές, Αθήνα 2013, εκδ. Ιδρύματος Ποιμαντικής Επιμορφώσεως της Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών, σελ. 146-161
πρωτ. Κωνσταντίνος Στρατηγόπουλος, Ο σκοπός του Ιερέα-Πνευματικού στην Ορθοδοξία, www.sophia-ntrekou.gr Επιμέλεια κ. Σοφία Ντρέκου
πρωτ. Αντώνιος Πινακούλας Εξομολογητική, Το Μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως στην Εποχή μας, Αθήνα 2013, εκδ. Ιδρύματος Ποιμαντικής Επιμορφώσεως της Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών, σελ. 128-143
Ανδρέας Θεοδώρου†, Απαντήσεις σε ερωτήματα δογματικά εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας 1997 σελ. 163-165
Στυλιανός Παπαδόπουλος, Η Εκκλησία και τα Ιερά μυστήρια κατά τον Ιεό Χρυσόστομο, Εκδόσεις Αποστολική Διακονία, Έκδοση Α΄, σελ. 11-123
Χρήστος Γιανναράς, Η ελευθερία του ήθους, τρίτη έκδοση, Εκδόσεις Γρηγόρη Αθήνα 1989
Δημήτριος Λυκούδης, Βίος αβίωτος, Δοκίμια ορθόδοξου προβληματισμού, Αθήνα 2014
Αναστάσιος Θεοφιλογιαννάκος, Οι διαπιστώσεις ενός εξομολογούμενου σε τρία κεφάλαια, Πειραϊκή Εκκλησία τχ. 275, Νοέμβριος 2015,σελ.49.
Νικήτας Καυκιός Ζήσε την αλήθεια, κράτα ζωντανή την καρδιά σου στην αγάπη, Εκδόσεις Αρμός 2017
Στην καθημερινότητά μας ο θάνατος μοιάζει να νικά τη ζωή. Οι παντός είδους ανθρώπινες εξουσίες (οικονομικές, ιδεολογικές, πολιτικές κ.ο.κ.) μοιάζουν ανεξέλεγκτες και παντοδύναμες. Τολμούν να συκοφαντούν και να καταδικάζουν σε θάνατο όχι μόνο ανθρώπους, αλλά και τον Θεό. Γίνεται ασταμάτητα μια προσπάθεια να εκριζωθεί ο Θεός από τις καρδιές των ανθρώπων. Έτσι τα διάφορα προσωπεία του θανάτου, ο πόνος, η ένδεια, η αδικία, η αλαζονική κακομεταχείριση του πλησίον, οι τυραννίες, η επιβολή της ανηθικότητας, ο ρατσισμός, ασκούν ένα καθημερινό bullying στις ψυχές των ανθρώπων με τρόπο που φαντάζουν πανίσχυρα και ικανά να επιβάλλουν τη δηλητηριώδη επικράτειά τους. Όλα αυτά γίνονται αβάσταχτα, όταν λείπει η ελπίδα, η αγάπη και εν τέλει η βεβαιότητα της Ανάστασης. Και εκεί βρίσκεται η διαφορετικότητα του μηνύματος της Εκκλησίας.
Ο άνθρωπος πριν από την έλευση τού Χριστού πορευόταν «ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου» (Ησ. 9,1), μακριά από τον Θεό, υποχείριος τής αμαρτίας, τού διαβόλου και τού θανάτου. Η κατάσταση αυτή ήταν μοιραία για τον άνθρωπο, ο οποίος ήταν αδύνατο να σωθεί με τις δικές του μόνο δυνάμεις. Ο «Προμηθεὺς Δεσμώτης» του Αισχύλου εικονίζει ακριβώς αυτήν τραγική και αδιέξοδη για τον άνθρωπο κατάσταση.
Είναι γεγονός αναμφισβήτητο, ότι όλοι οι άνθρωποι αμαρτάνουμε, «ὅτι οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος, ὃς ζήσεται, καὶ οὐχ ἁμαρτήσει». Εκείνο όμως το οποίο διακρίνει τον Χριστιανό από τον μη Χριστιανό δεν είναι η αναμαρτησία, αλλά η μετάνοια. Χριστιανός είναι αυτός που αισθάνεται πως δεν μπορεί ούτε μια φορά να σηκωθεί αν δεν τον στηρίξει η Αγάπη του Θεού.
Με το παρόν ενοριακό μας φυλλάδιο απλά επιχειρούμε να καταθέσουμε τον ποιμαντικό μας προβληματισμό, να οδηγήσουμε σε μια κατανόηση του ρόλου του μυστηρίου μέσα στη ζωή της Εκκλησίας, στην συνειδητοποίηση, ότι η εξομολόγηση είναι ένα μυστήριο αγάπης και ελευθερίας. Αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο, ο οποίος μέσα από το έργο της θείας οικονομίας έρχεται να μας συναντήσει και να μας σώσει. Να μας κάνει μετόχους της δικής Του ζωής.
Τι είναι η Εξομολόγηση;
Αναφέραμε ήδη ότι η Εξομολόγηση είναι ένας δρόμος, όπως όλα τα Μυστήρια της Εκκλησίας, για τη θέωση του ανθρώπου, για τον αγιασμό του. Μας δίνει τη δυνατότητα να «συμφιλιωθούμε» με τον Θεό, να εξετάσουμε την πίστη και τη ζωή μας.
Η Εξομολόγηση μας απαλλάσσει από το βάρος της αμαρτίας. Επιπλέον μάς δίνει την ευκαιρία να συζητήσουμε τους βαθύτερους προβληματισμούς μας, να δεχτούμε συμβουλές, να ενισχυθούμε πνευματικά, να κατηχηθούμε σε θέματα που δεν τα γνωρίζουμε καθόλου ή τα γνωρίζουμε πλημμελώς. Ο Κύριος μας είπε πολύ καθαρά: «οὐ γὰρ ἦλθον ἵνα κρίνω τὸν κόσμον, ἀλλ' ἵνα σώσω τὸν κόσμον» (Ιωάν. ιβ΄ 47) δεν ήρθα να κρίνω τον κόσμο, αλλά να τον σώσω. Έτσι και στην πνευματική ζωή. Δεν πηγαίνω στην Εκκλησία επειδή ζω ηθικά, αλλά πηγαίνω στην Εκκλησία ακριβώς επειδή είμαι ανήθικος και αμαρτωλός και χρειάζομαι θεραπεία. Μακάρι να ζω μια καθαρή ζωή όπως έζησε ο Κύριος, όμως εάν δεν ζω δεν σημαίνει ότι δεν έχω «δικαίωμα» να είμαι στην Εκκλησία Του. Όπως είπε και ο ίδιος ο Χριστός: “οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν”. Και εκεί βρίσκεται το κέντρο βάρους: στην ΜΕΤΑΝΟΙΑ μας.
Πώς καθιερώθηκε; Μήπως πρόκειται για επινόηση της Εκκλησίας και των κληρικών;
Το απολυτρωτικό του έργο ο Κύριος θέλησε να συνεχισθεί «έως της συντελείας του αιώνος», γι’ αυτό μετά την Ανάσταση Του εμφανίσθηκε στους μαθητές λέγοντας τους «ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς· ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται» (Ιωάν. 20,21) επιβεβαιώνοντας με τα λόγια του, την υπόσχεση που είχε δώσει στον απόστολο Πέτρο και δι’ αυτού σε όλους τους Αποστόλους και σε όλη την Εκκλησία.
Οι Απόστολοι μετέδωσαν το χάρισμα αυτό στους επισκόπους και τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας. Έτσι, μέσω της κανονικής χειροτονίας των κληρικών διαιωνίζεται και διασφαλίζεται το έργο της σωτηρίας.
Μ’ αυτόν τον τρόπο ο Χριστός χάρισε στον άνθρωπο το ιατρείο, για να θεραπεύεται από την ασθένεια της αμαρτίας με την χάρη την απορρέουσα από την θυσία του Χριστού, εφ᾿ όσον, βεβαίως, αυτός συναισθάνεται την κατάστασή του, συντρίβεται, μετανοεί και καταφεύγει ελεύθερα στο μυστήριο της αγάπης και της φιλανθρωπίας του Θεού, το «δεύτερο βάπτισμα».
Είναι απαραίτητη η Εξομολόγηση για όλους;
Μόνο ένας αναμάρτητος δε χρειάζεται Εξομολόγηση. Ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος γράφει ότι, όποιος θεωρεί τον εαυτό του αναμάρτητο βρίσκεται σε πλάνη και μακριά από την αλήθεια (Α΄ Ιω. 1, 8). Αλλά και ο μόνος αναμάρτητος, ο Χριστός, δέχτηκε το βάπτισμα της μετανοίας από τον Πρόδρομο και έδειξε με αυτήν του την πράξη την αναγκαιότητα του Μυστηρίου. Γι’ αυτό η Εξομολόγηση αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της ορθόδοξης χριστιανικής ζωής, «Ἐπὶ πλεῖον πλῦνόν με ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου καὶ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν με.» (50ος Ψαλμός).
Ποιος μπορεί να εξομολογεί;
Η Εξομολόγηση γίνεται σε ένα πνευματικό, δηλαδή σε ιερέα, ο οποίος έχει επιλεγεί-οριστεί από τον Επίσκοπο του ειδικά γι’ αυτό το έργο.
Ο πνευματικός δεν είναι σύμβουλος που δίνει οδηγίες, δεν είναι ο δάσκαλος που διδάσκει, ούτε ο εισαγγελέας που ελέγχει. Ο πνευματικός είναι ο πατέρας που αγκαλιάζει, φίλος που ελευθερώνει, αδελφός που συγχωρεί. Είναι ο μυσταγωγός που ιερουργεί, το μυστήριο της ψυχής. Δεν είναι αυτός που ξέρει τα πάντα, είναι αυτός που αγαπά. Παράλληλα όμως γνωρίζει τίς αλήθειες της πίστεως και να τίς καταθέτει σέ κάθε περίσταση, οφείλοντας ταυτόχρονα να βρίσκεται σε επαφή με την εποχή του και την σύγχρονη πραγματικότητα. Σαφής άλλωστε είναι η εντολή του ίδιου του Κυρίου μας, «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν· καί ἰδού ἐγώ μεθ’ ὑμῶν εἰμί πάσας τάς ἡμέρας, μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Μτθ. 28,19-20).
Και ο πνευματικός έχει αμαρτίες!
Ποιος το αμφισβητεί αυτό; Ουδείς αναμάρτητος. Ο πνευματικός δε συγχωρεί τις αμαρτίες μας με τη δική του αγιότητα ή δύναμη, αλλά με τη χάρη που του δόθηκε από τον Θεό˙ αυτός μεσολαβεί μόνο. Τις δικές του αμαρτίες φροντίζει να τις εξομολογείται και αυτός σε κάποιον άλλον πνευματικό. «Δεν ήρθα να καλέσω δικαίους, αλλά αμαρτωλούς σε μετάνοια» (Μάρκ. 2:17). Ας γνωρίζουμε ότι οι τυχόν αμαρτίες του Ιερέως δεν εμποδίζουν τη Θεία Χάρη του μυστηρίου.
Οι Άγιοι μας δεν είναι όντα που ήρθαν ουρανοκατέβατα αλλά άνθρωποι από στάχτη και αίμα που άγγιξαν τα κράσπεδα του ουρανού λόγο της ταπείνωσης που είχαν. Μείνανε μέσα στην Εκκλησία ακόμα και τότε που αμάρτησαν βαριά. Δεν εγκατέλειψαν την μετάνοια ακόμα και σε στιγμές που η λογική τους έδειχνε τον δρόμο προς την απώλεια. Δεν σταύρωσαν τον Χριστό ακόμα και τότε που Τον πρόδιδαν καθημερινά.
Πώς γίνεται; Κάθε πότε γίνεται;
Η εξομολόγηση δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως ένα ακόμη «θρησκευτικό χρέος» που πρέπει απλά να εκπληρώσουμε επειδή ίσως πλησιάζει κάποια γιορτή αλλά ως ένα μυστήριο-πρόσκληση για μετάνοια, επιμελημένης εσωτερικής διεργασίας, λύπης και συντριβής για την απομάκρυνση από τον Θεό από τις αμαρτίες μας.
Ας αφήσουμε την ψυχή και την καρδιά μας να μιλήσουν. Δεν χρειάζεται μεσολάβηση για να κλειστεί ραντεβού, ούτε βέβαια χρειάζεται να το διαφημίζουμε όπως ακούμε από πολλούς: «εγώ θα πάω να εξομολογηθώ» – αν το έχεις ανάγκη βεβαίως και θα πας. Δεν γίνεται απολογία, αλλά κατάθεση ψυχής με πρώτιστα όμως διάθεση μετάνοιας. Η εξομολόγηση δεν είναι ανάκριση. Ο Εξομολόγος είναι μόνο μάρτυρας όχι κατήγορος.
Ας δούμε το μυστήριο και ως μια ευκαιρία να συμβουλευτούμε τον πνευματικό για κάποιο θέμα που μας απασχολεί. Όταν δε ολοκληρώσουμε την εξομολόγηση, γονατίζουμε και ο πνευματικός βάζοντας το πετραχήλι (σύμβολο της ιερατικής λειτουργίας του) πάνω στο κεφάλι μας ζητά από τον Θεό την άφεση των αμαρτιών μας. Φεύγοντας ασπαζόμαστε το πετραχήλι και το χέρι του πνευματικού.
Ας προσπαθήσουμε όλοι μας λοιπόν να εμφυσήσουμε στους ανθρώπους, ότι η εξομολόγηση δεν είναι κάτι το οποίο πρέπει να φοβούνται, κάτι που εξαντλείται στο συμβολικό, το παροδικό των ανθρωπίνων παραδόσεων ή δοξασιών, των φολκλορικών εθίμων και παραδόσεων, αλλά είναι μια ευκαιρία συνάντησης-επανεκκίνησης της σχέσης μας πρωτίστως με τον Θεό αλλά και τους συνανθρώπους μας.
Τι πρέπει να πω στην Εξομολόγηση; Δε σκότωσα, ούτε έκλεψα... τί να εξομολογηθώ;
Όταν έχουμε μια τέτοια απορία, αποκαλύπτουμε, ότι δε γνωρίζουμε τη διδασκαλία του Χριστού. Η ερώτηση δείχνει έλλειψη αυτογνωσίας και αυτοκριτικής. Δεν θεωρεί η εκκλησία μεγάλο κατόρθωμα το να μη σκοτώσεις, το να μην κλέψεις. Το θέμα είναι τι γίνεται στην καρδιά. Και δυστυχώς εδώ καλλιεργούνται από πολλούς απίστευτες φαρισαϊκές ψευδαισθήσεις. Η παραπάνω απορία μάλλον οφείλεται στο ότι δεν γνωρίζουμε τις αλήθειες της πίστεως μας αλλά και ότι εξομολογούμαστε σπάνια. Δυστυχώς πολλοί εξομολογούνται, λίγοι μετανοούν (Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης). Η Εκκλησία δεν κρίνει, συγχωρεί. Την κρίση την αφήνει στο ΘΕΟ.
Είναι απαραίτητο λοιπόν, πριν προσέλθουμε στον πνευματικό, να καθίσουμε σ’ ένα ήσυχο μέρος, να προσευχηθούμε θερμά στον Θεό να μας δώσει αληθινή μετάνοια. Να φωτίσει τα κρυπτά της καρδιάς μας και να κάνουμε μια όσο το δυνατόν τίμια βυθοσκόπηση και αυτοέλεγχο.
Δεν πάω στο Ιερέα της ενορίας μου γιατί φοβάμαι ότι θα πει αυτά που θα εξομολογηθώ.
Μια ακόμη εύκολη δικαιολογία για να μην προσέλθουμε στο μυστήριο. Κάθε πνευματικός έχει ιερό καθήκον να τηρεί το απόρρητο της εξομολογήσεως, το οποίο μάλιστα αναγνωρίζεται και κατοχυρώνεται από τον νόμο. Σε περίπτωση παραβάσεως ελέγχεται από τον επίσκοπο του και την εκκλησιαστική δικαιοσύνη. Το να φέρνουμε παραδείγματα κάποιων ανώνυμων γνωστών του γνωστού μας αγνώστου ή ακραίων κατακριτέων περιπτώσεων μάλλον υποκρύπτουν τελικά την δική μας μη θέληση για να προσέλθουμε στο μυστήριο.
Επίσης θα μπορούσαμε να πούμε ότι σ’ αυτήν την κατηγορία των ανθρώπων δεν κρύβεται μια θλίψη για το λάθος τους, αλλά ο φόβος ότι με την κοινολόγηση πραγμάτων μάλλον θα νοιώθουν ότι θίγεται η αξιοπρέπεια τους και το εκκλησιαστικό-κοινωνικό τους prestige.
Κάποιος γνωστός μου έδωσε ένα «κατάλογο αμαρτιών». Πραγματικά τρόμαξα. Αποφάσισα να μην πάω ποτέ για εξομολόγηση.
Ένας ακόμη επηρεασμός δυτικής προέλευσης είναι οι διάφοροι κατάλογοι «απαριθμήσεως αμαρτιών». Μια άλλη τραγικότητα που βιώνει η Εκκλησία μας και καλλιεργείται σε κύκλους-οπαδικούς-συνδέσμους super Ορθοδόξων. Πρόκειται για μια αντίληψη που καλλιεργήθηκε στα χριστιανικά περιβάλλοντα της Δύσης, και που πέρασε ως άποψη σε πολλούς χριστιανούς μας, ταυτίζοντας την έννοια της αμαρτίας με την νομική παράβαση. Η σωτηρία μας με την ατομική δικαίωση και εξιλέωση. Συνέδεσε δε τις ανθρώπινες συνειδήσεις, τη χριστιανική ηθική με ένα πλήθος αδιεξόδων και ψυχολογικών συμπλεγμάτων.
Ως προσπάθειες μπορεί να ξεκίνησαν με καλοπροαίρετες διαθέσεις αλλά δυστυχώς κατέληξαν να αποπροσανατολίζουν και να προκαλούν σύγχυση στις ψυχές των ανθρώπων. Διακινούνται από ανθρώπους που ναι μεν διαθέτουν ζήλο, αλλά παράλληλα πολλή αφέλεια, δικανισμό και ας μου επιτραπεί και πολύ ή λίγη ψυχοπαθολογία. Δίνουν ως κείμενα μια απίστευτη βαρύτητα σε αμαρτήματα που σχετίζονται με το ανθρώπινο σώμα δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο ενοχές στους ανθρώπους ακόμη και για την ποιο απλή εκδήλωση χαράς.
Το μεγαλύτερο δράμα για τον σύγχρονο άνθρωπο -αλλά και η μεγαλύτερη αμαρτία για κάποιους που δηλώνουν σωτήρες της Εκκλησίας- είναι αυτό το ίχνος ελπίδας που απεγνωσμένα ψάχνει, κάποιοι να του το καταστρέφουν και να το διαψεύδουν.
Θέλεις να προσμετρήσεις και να ψηλαφίσεις την πίστη σου ή την απιστία σου; Δεν έχεις παρά να αφουγκραστείς την ποιότητα της αγάπης σου. Τίποτε παραπάνω. Λοιπόν που καταλήγεις;
Αν ξεχάσω κάποια αμαρτία; Αν κρύψω κάποια από ντροπή;
Ο διάβολος εύκολα μας ρίχνει στην παγίδα του αλλά τότε δεν αισθανόμαστε ντροπή. Η ντροπή έρχεται μετά όταν πρέπει να εξομολογηθούμε. Γιατί; Και έτσι φυσικά η παγίδα του συνεχίζεται.
Αν ξεχάσαμε κάτι και εφόσον δεν είναι σοβαρό, μπορούμε να το αναφέρουμε στην επόμενη εξομολόγηση. Αν όμως παραλείψαμε κάποια αμαρτία εσκεμμένα, τότε δεν πρέπει να θεωρούμε, ότι μας δόθηκε άφεση και δεν πρέπει να κοινωνήσουμε, ακόμη και αν πήραμε την άδεια του πνευματικού.
Εγώ εξομολογούμαι στις εικόνες ή κατευθείαν στον Θεό όταν ο Ναός είναι άδειος;
Σας είπε καμιά εικόνα ποτέ «λελυμένος και συγκεχωρημένος» είσαι; δεν συγχωρούν οι εικόνες, μόνο το πετραχήλι του Πνευματικού, που είναι διάδοχος των Αποστόλων.
Μάλλον όμως αυτοί που υποστηρίζουν κάτι τέτοιο διακατέχονται από τον φόβο, την άγνοια και την προσωπική τους ευκολία. Ναι μεν αλλά, λοιπόν. Και οι δικαιολογίες που μπορεί να βρεθούν αναρίθμητες. Ίσως κάποιοι πιστεύουν πως δεν υπάρχει ελπίδα σωτηρίας ή πως οι αμαρτίες τους είναι τόσο μεγάλες και φοβερές, που θα καταπλήξουν τον πνευματικό. Ο πνευματικός δεν περιμένει κανέναν ούτε να τον ανακρίνει ούτε να τον καταπλήξει με τις αμαρτίες του. Στόχος του πνευματικού είναι η επανασύνδεση του ανθρώπου με τον Θεό, με την Θεία Κοινωνία και όχι η κρίση και η κατάκριση ανθρώπων και πράξεων τους. Αντίθετα στόχος του διαβόλου είναι να καταφέρει να τους κρατήσει μακριά από την επαφή με τον Θεό.
Δυστυχώς, η ποιμαντική μας εμπειρία επιβεβαιώνει το ότι οι σύγχρονοι νεοέλληνες Ορθόδοξοί επιζητούν και ζουν μια θεολογία χωρίς Εκκλησία. Αυτό δεν γίνεται. Γιατί έτσι καταντάει η Ορθοδοξία ιδεολογία. Η Εκκλησία αφηρημένη έννοια και ο Θεός απλά μια αόριστη-υπερφυσική δύναμη.
Ο δικός μου πνευματικός δεν είναι τυχαίος; Δεν πηγαίνω στον οποιοδήποτε πνευματικό.
Τις τελευταίες δεκαετίες πολλοί χριστιανοί μας σκοντάφτουν στο ιδεολόγημα του καλού πνευματικού ή χαρισματικού γέροντα. Τον αναζητούν θα έλεγε κανείς με τον ίδιο τρόπο που θα έψαχναν έναν καλό γιατρό, δικηγόρο, μηχανικό, για να προσπορίσουν κάποια άκτιστη δύναμη. Απαιτούν να είναι μεγάλος της ψυχής ανατόμος, διορατικός, προφητικός, να δίνει γρήγορες και έξυπνες λύσεις σε προβλήματα, να θεραπεύει αν δυνατόν ασθένειες, να διώχνει δαιμόνια. Δεν καταλαβαίνουν ότι με αυτόν τον τρόπο διαιωνίζουν το "εγώ" του αλλά και το "εγώ" τους, διατηρώντας πάση θυσία ή πολλαπλασιάζοντας τα κοσμικά του προνόμια.
Πολλοί συνηθίζουν να θεωρούν τους δικούς τους πνευματικούς ανώτερους από όλους τους άλλους εξομολόγους. Είναι τραγικό όταν γίνεται, γιατί με αυτό τον τρόπο θέτουν σε κίνδυνο, όχι μόνο τους ίδιους τους εαυτούς τους, αλλά κάνουν τον διάβολο να λυσσάει και να μάχεται ακόμη περισσότερο τον πνευματικό τους.
Κάποιοι δε πιστοί αυτοπροβάλλονται, διαφημιζόμενοι ότι είναι πνευματικά παιδιά μεγάλων πνευματικών πατέρων, επιδιώκοντας έτσι να τους σέβονται και να τους υπολήπτονται οι συν-χριστιανοί τους. Πρόκειται περί ενός ατάκτου και πλανεμένου φαινομένου, που δυστυχώς αντί να αγιάζει αυτούς που καυχώνται, τους γκρεμίζει, όχι μόνον πνευματικά, αλλά σωτηριολογικά.
Τι κι αν ο πνευματικός τους είναι αγιασμένος, «μέγας» και «στάρετς», όταν οι ίδιοι ποτέ τους δεν βάζουν αρχή μετανοίας και δεν αγωνίζονται; Μήπως θα τους σώσει μόνο η γνωριμία με τους αγίους πνευματικούς πατέρες; Όχι μόνον λοιπόν να σχετιζόμαστε με πνευματικούς γέροντες και γερόντισσες, αλλά να προσπαθούμε να μιμούμαστε τη ζωή του Κυρίου μας, που εμπνέει όλους αυτούς. Διώξαμε τον Χριστό και στην θέση του βάλαμε ανθρώπους. Ας μην επιζητούμε η πνευματική πατρότητα να γίνεται «πνευματικό πατρονάρισμα».
Απαιτείται προσοχή, στην περί του πνευματικού-εξομολόγου μας κρίση σε άλλα πρόσωπα. Όσο καλός κι αν είναι ο πνευματικός μας, ή όσο αυστηρός, ή όσο επιεικής, ή όσο σκληρός, ή ο,τιδήποτε άλλο ως χάρισμα, ή ως μειονέκτημά του έχει, ας παραμένει μέσα μας. Δεν χρειάζεται διαφήμιση. Δεν κάνουν όλα τα φάρμακα για όλους.
Είναι απαραίτητη η Θεία Κοινωνία μετά την Εξομολόγηση;
Η μετάνοια δεν περιορίζεται στο Μυστήριο της Εξομολογήσεως. Η «συμφιλίωση» και η ένωσή μας με τον Θεό δεν ολοκληρώνεται χωρίς τη Θεία Κοινωνία. Αυτή είναι η μυστηριακή ένωση με τον Θεάνθρωπο Χριστό. Το αποκορύφωμα των Μυστηρίων. Η Εξομολόγηση μας προετοιμάζει για τη Θεία Κοινωνία για την μεγάλη συνάντηση. Η κατ’ εξοχήν συγχώρεση δεν είναι η χορήγηση της άφεσης ή η ευχή που διαβάζεται, αλλά η Θεία Κοινωνία. Εκεί ο Θεός και ο άνθρωπος συγχωρούνται και αλληλοπεριχωρούνται στο σώμα του Χριστού.
Μπορώ να κοινωνήσω λοιπόν, αφού εξομολογήθηκα;
Μετά την εξομολόγηση θα πρέπει να ζητήσουμε-συζητήσουμε με τον πνευματικό την άδεια να μεταλάβουμε. Αυτός ως γνώστης και με ποιμαντική ευθύνη θα ορίσει τον χρόνο, τη συχνότητα και τον τρόπο της προετοιμασίας μας (νηστεία, προσευχή, κανόνα, επιτίμιο, συγχώρεση-συμφιλίωση με τους άλλους κ.λ.π.).
Τι νόημα έχει να εξομολογούμαι τακτικά, όταν γνωρίζω, ότι θα επαναλάβω τις ίδιες αμαρτίες;
Η μετάνοια δεν είναι ένα παροδικό γεγονός αλλά μόνιμο, ένας δρόμος ατελείωτος. Αυτός είναι ο πνευματικός αγώνας του ανθρώπου̇ η διά βίου μετάνοια. Το Μυστήριο της Εξομολόγησης εξασφαλίζει, ότι καμιά αμαρτία δε μπορεί να μας απομακρύνει από το έλεος του Θεού. Μόνο η έλλειψη μετανοίας μπορεί να μας καταδικάσει στην αιώνια στέρηση Του.
Η κατ’ εξοχήν συγχώρεση δεν είναι η χορήγηση της άφεσης ή της ευχής που μας διαβάζει ο πνευματικός, αλλά η Θεία Κοινωνία. Εκεί ο Θεός και ο άνθρωπος συγχωρούνται και αλληλοπεριχωρούνται στο σώμα του Χριστού. Όταν, εξομολογούμαστε, δεν κάνουμε . . . χάρη στον Θεό. Ο Θεός χαρίζεται, αυτοαποκαλύπτεται στον άνθρωπο μόνο και αν ο ίδιος επιδιώξει να έχει σχέση μαζί Του. Ο Θεός δεν επιβάλλεται αλλά γνωρίζεται, βιώνεται. Ας θυμηθούμε τα λόγια του αγίου Τύχωνα του Ζάντονσκ: «Μη στεναχωριέσαι με το εαυτό σου, σήκω και προχώρα, είτε σε πνίγουν τα δάκρυα είτε σε παραλύει ένα αίσθημα τρόμου, όμως προχωράς, χωρίς να σταματήσεις».
Ευτυχώς ο Θεός είναι ο μόνος που δεν έχει τελειομανία (γιατί οι άνθρωποι μπαίνουμε σ’ αυτόν τον πειρασμό) και έτσι δεν κρίνει τα πράγματα εκ του αποτελέσματος, δηλαδή πόσο τα κατάφερες. Βλέπει τον αγώνα, βλέπει την πρόθεση και ενισχύει με την χάρη Του την συνεχή μας προσπάθεια.
Δεν έχω κάνει τίποτε. Πάτερ μια ευχούλα θέλω!!!!!
Δυστυχώς φαινόμενο πολύ διαδεδομένο στην εποχή μας. Δεν ζητούν ούτε καν να εξομολογηθούν, αλλά ζητούν μόνο να τους διαβάσει κάποιος πνευματικός την συγχωρητική ευχή. Μάλλον δεν έχουν το σθένος να ομολογήσουν ότι είναι αμαρτωλοί. Η ευχή όμως της εξομολογήσεως έχει σχέση με κάποιον, που συναισθάνεται ότι είναι αμαρτωλός. Άρα, εάν ζητούμε εκ των προτέρων να μας διαβάσει ο πνευματικός την ευχή, απέχουμε τελείως από τη συντριβή και τη μετάνοια.
Εάν δεν έχουμε αμαρτίες και άρα δεν είμαστε αμαρτωλοί, γιατί να μας διαβάσει ο εξομολόγος ευχή για να κοινωνήσουμε; Για την κατηγορία αυτή των πιστών πρέπει να σημειώσουμε, ότι πρόκειται περί μιας δαιμονικής εκ προοιμίου πλάνης, που οδηγεί τους ανθρώπους αυτούς σε βέβαιη πνευματική απώλεια.
Για κανέναν από τους ανθρώπους που ζουν πάνω στον πλανήτη γη δεν υφίσταται το αναμάρτητο. Όλοι είμαστε αμαρτωλοί, οπότε όλοι μας έχουμε ανάγκη από συντριβή, μετάνοια και εξομολόγηση.
Πόσο συχνά πρέπει να εξομολογούμαστε;
Το ιατρείο είναι πάντα ανοικτό και επισκέψιμο. Ο άνθρωπος έχει την δυνατότητα, όσες φορές αγωνιζόμενος «τραυματίζεται», να προσέρχεται εν μετανοίᾳ σ’ αυτό και να θεραπεύεται, λαμβάνοντας την χάρη της αφέσεως των αμαρτιών, που πηγάζει αδιάκοπα από την θυσία του Χριστού.
Πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι η συχνότητα δεν πρέπει να προσδιορίζεται από την περιδεή συνείδηση του ανθρώπου και μια ανάγκη πνευματικής εξαρτήσεως του από τον πνευματικό, κάτι που τον οδηγεί χωρίς πραγματικό λόγο κάθε τρείς και λίγο στο εξομολογητήριο, όπως τον κατά φαντασία ασθενή στον γιατρό. Τα αισθήματα ενοχής, το έντονο αίσθημα αυτοκατάκρισης, η διαρκής πάλη με την αμαρτία και την ενοχή, τον διάβολο υψώνουν θεόρατα εμπόδια στην πνευματική του πορεία. Η περιδεής συνείδηση είναι αρρωστημένη και αποτελεί πηγή λανθασμένης θρησκευτικότητας και είναι λυπηρό που πολλές φορές την βλέπουμε να υπάρχει γύρω μας.
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι πρέπει να περάσουμε και στο άλλο άκρο όπου τα πάντα καθορίζονται βάσει της χαλαρής-ελαστικής συνειδήσεως του ανθρώπου που οδηγεί σε μια τυπική, κατ’ έθος (συνήθως λόγω κάποιας μεγάλης εορτής) ή στην μαγική προσέγγιση του Μυστηρίου, διότι και αυτό πόρρω απέχει από την συνειδητή προσέλευση στο μυστήριο με συντετριμμένη καρδία. Ούτε πάλι πρέπει να συνδέεται αποκλειστικά και μόνο με την συμμετοχή στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, γιατί έτσι μπορεί να εκφυλισθεί σε μια τυπική διαδικασία λήψεως της αδείας του πνευματικού απλά και μόνο για να κοινωνήσει ο άνθρωπος.
Η συχνότητα λοιπόν συμμετοχής στο Μυστήριο σίγουρα δεν είναι καθορισμένη, αλλά εξαρτάται από την πνευματική κατάσταση τού ανθρώπου, τις ανάγκες και τις πτώσεις του στην διεξαγωγή του πολέμου κατά των ορατών και αοράτων εχθρών της σωτηρίας του. Καταληκτικά ο Χριστιανός προσέρχεται στο Μυστήριο, όποτε συντρέχει λόγος μετανοίας-συγχώρησης.
Ποια η ηλικία συμμετοχής στο Μυστήριο;
Σχετικά με την ηλικία που μάλλον πρέπει αρχίζει κανείς να εξομολογείται, πιστεύουμε οτι αυτό πρέπει να συμβαίνει από την στιγμή που το παιδί αρχίζει να διακρίνει το καλό από το κακό και να καταλαβαίνει ότι με τα λόγια ή τα έργα του ενεργεί αντίθετα προς το θέλημα του Θεού.
Σίγουρα δεν υπάρχει ο ίδιος βαθμός συνειδητότητας ή καταλογισμού της αμαρτίας όπως με ένα ενήλικα, πλην όμως έτσι το παιδί συνηθίζει να αναλαμβάνει τις ευθύνες της αμαρτίας-αστοχίας του. Αυτό θα αποτελέσει την άριστη προπαρασκευή για την αναμέτρηση με την αμαρτία, μέσα από την συνειδητή συμμετοχή στο Μυστήριο, όταν μεγαλώσει. Βέβαια δεν πρέπει να μας ξεφύγει να σημειώσουμε πόσο σημαντικό γεγονός αποτελεί το παράδειγμα των γονέων και του οικείου περιβάλλοντος.
Τα επιτίμια τι είναι; Γιατί η Εκκλησία τιμωρεί με αυτόν τον τρόπο τους ανθρώπους;
Και εδώ υπάρχει πολλή σύγχυση. Ακούγονται και γράφονται τα πλέον αντιφατικά πράγματα και δυστυχώς πολλοί χωρίς να το γνωρίζουν λειτουργούν υπό την επίδραση ετεροδόξων διδασκαλιών.
Κατά την διδασκαλία της Εκκλησίας, τα επιτίμια δεν είναι ποινές, που πρέπει να εκτίσει ο αμαρτωλός για να εξιλεώσει την θεία δικαιοσύνη, όπως υποστηρίζουν οι Ρωμαιοκαθολικοί. Τα επιτίμια είναι φάρμακα πνευματικά, τα οποία χορηγούνται με πολλή προσοχή και διάκριση από τον πνευματικό, όταν κρίνει ότι χρειάζεται να ενισχυθεί ο πιστός στον αγώνα για την καταστολή των παθών και την παγίωση της μετάνοιάς του. Γι’ αυτό και η επιβολή των επιτιμίων δεν είναι αναγκαίος όρος για την χορήγηση της αφέσεως. Και βέβαια σε καμιά των περιπτώσεων (που δυστυχώς συμβαίνει) δεν πρέπει να θεωρούμε έναν πνευματικό καλό ή κακό (sic) αν βάζει ή δεν βάζει επιτίμια διότι τότε φθάνουμε στο σημείο κληρικοί (αλλά και λαϊκοί) να λειτουργούμε σε ένα περιβάλλον Αστικού Κώδικα και να διολισθαίνουμε σε περιπτωσιολογίες νομικού χαρακτήρα. Το ζήτημα δεν είναι αν οι πνευματικοί ως άνθρωποι διαφέρουν μεταξύ τους. Το ζήτημα είναι να τα βάλουμε με τον εαυτό μας και τα λάθη και τις αμαρτίες μας πραγματικά.
Τα επιτίμια χορηγούνται από τον πνευματικό απαθώς, με αγάπη και πρέπει να είναι ανάλογα με την σοβαρότητα του γεγονότος της αμαρτίας, του πάθους, που καλούνται να θεραπεύσουν, καθώς και με την ετοιμότητα και διάθεση του πιστού για μετάνοια. Μέτρο των επιτιμίων ο αμαρτωλός και όχι η αμαρτία.
Ενδεικτικά ως επιτίμια θα μπορούσαμε να αναφέρουμε την αποχή για κάποιο χρονικό διάστημα από το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, την επιπλέον νηστεία, μια μεγαλύτερη προσευχητική προσπάθεια, την ελεημοσύνη, τις γονυκλισίες κ.α.
Το έργο του πνευματικού είναι το έργο του Χριστού. Ας θυμόμαστε πάντοτε καθώς και τον τρόπο με τον οποίο ο Θεός στάθηκε απέναντι στους ανθρώπους. Η διακονία μας ως Ιερείς είναι μια προσπάθεια χειραγωγίας του ανθρώπου στην αληθινή μετάνοια και όχι σε μια ψυχολογική τακτοποίηση και ικανοποίηση. Η αληθινή μετάνοια πηγάζει από την αγάπη στον Θεό και αυτό είναι που πρέπει πραγματικά να ερευνήσουμε.
Πολλές φορές η Εκκλησία είναι γεμάτη, και το χαιρόμαστε. Εάν, όμως, ρωτήσουμε: «Πιστεύετε στον Χριστό πραγματικά και ολοκληρωτικά;». Θα μας πούνε «μα τότε γιατί είμαστε εδώ;». Δεν ξέρω όμως αν θα είναι εύκολο και αν θα είναι πρόθυμοι να μας απαντήσουν ειλικρινά αν τους ρωτήσουμε: «Αγαπάτε τον Χριστό; Τότε συγχωρέστε». Πίστη έχουν και οι δαίμονες! Η αγάπη τους λείπει.
Εξομολόγηση ή ψυχανάλυση;
Η διάζευξη αυτή μας παγιδεύει σε μια θεολογική ή επιστημονική απολυτότητα. Οι θεραπευτικές μέθοδοι που έχει εφεύρει ο άνθρωπος, πάντα κατά παραχώρηση του φιλάνθρωπου Θεού, είναι πολύτιμες, όμως δεν παρέχουν υπαρξιακής τάξεως σωτηρία στον άνθρωπο, αλλά ανακούφιση ή ίαση κάποιων από τις νοσηρές εκδηλώσεις της πεπτωκυίας φύσεως. Δεν προσφέρουν την υπέρβαση της φυσικής φθοράς και αναγκαιότητας, των οποίων έσχατη φανέρωση είναι ο θάνατος.
Καμία ψυχολογική θεραπευτική μέθοδος δεν μπορεί να θεωρηθεί υποκατάστατο της Εξομολογήσεως ούτε η Εξομολόγηση επιτρέπεται να ευτελίζεται, θεωρούμενη ως εναλλακτική θρησκευτικού τύπου ψυχολογική θεραπεία. Επίσης όταν κάποιος χρειάζεται και τις δύο, δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση μεταξύ τους.
Επομένως ας γίνει αντιληπτό, ότι εξομολόγηση και ψυχοθεραπεία είναι διαφορετικά μεγέθη, μη συγκρίσιμα, το μεν θεανθρώπινο, το δε ανθρώπινο και τα δύο όμως όταν λειτουργούν σωστά στόχο έχουν τον πεπτωκότα άνθρωπο.
Πρακτικές συμβουλές.
Βασική προϋπόθεση για να βοηθηθούμε στην προσετοιμασία μας για το μυστήριο είναι να επικρατήσει μέσα στην σκέψη μας η ταπείνωση και η διάθεση μετάνοιας. Η μελέτη της Καινής Διαθήκης, Πατερικών Συγγραμμάτων, Βίων Αγίων βοηθούν την προσπάθεια μας. Απαραίτητη είναι η προσευχή. Το πρωί η ορθρινή προσευχή, το βράδυ το Απόδειπνο αποτελούν δύο σημαντικά σημεία στην καθημερινή μας προσπάθεια αλλά και όλη η ύπαρξη μας πρέπει να μας οδηγεί όχι να κάνουμε απλά προσευχή αλλά να γινόμαστε προσευχή. Ο τακτικός προσευχητικός εκκλησιασμός. Η τήρηση των νηστειών κάτω από το πρίσμα μιας γενικότερης πνευματικής ασκήσεως είναι δύο ακόμη πολύ σημαντικοί σταθμοί και παράμετροι της πορείας μας.
Η πραγματική συγχώρηση οικείων, γνωστών, φίλων είναι η πηγή μιας καλής προετοιμασίας. Τέλος πρέπει να γνωρίζουμε ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν υπάρχει κατάλογος αμαρτημάτων, το οποίο συμβουλευόμαστε. Η ενσυνείδητη ενδοσκόπηση στο βάθος της ψυχής και η μελέτη για τον εντοπισμό των αμαρτημάτων μας είναι ο καλύτερος κατάλογος όταν συνυπάρξει με την αυτογνωσία της μετάνοιας μας. Πολύ ίσως θα μας βοηθήσει στην διατύπωση των σκέψεων μας και μια απλή σημείωση αυτών που θα θέλαμε να εκφράσουμε.
Θα προτρέπαμε επίσης όταν θα έχουμε ανάγκη να μιλήσουμε με τον πνευματικό μας να έχει υπάρξει μια επικοινωνία μαζί του προκειμένου πρωτίστως εμείς να έχουμε προετοιμαστεί για την συνάντηση μας αλλά και ο ίδιος να έχει τον απαραίτητο χρόνο να μας αφιερώσει.
Συμπερασματικά:
Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι πλέον χρειάζεται ένας επανευαγγελισμός του ποιμνίου μας. Η συντριπτική πλειονοψηφία του λαού μας μπορεί να ανήκει στην Ορθόδοξη Εκκλησία, η εποχή μας όμως αιτείται ολοένα και πιο επιτακτικά τον επανευαγγελισμό, την επανεύρεση του νοήματος της χριστιανικής ζωής και της βιώσεώς του στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων, την γνώση του περιεχομένου της χριστιανική πίστεως και την κατάθεση της μαρτυρίας του ορθοδόξου ήθους σέ έναν κόσμο πού στερείται και των τριών. Ζούμε σε μια κοινωνία στην οποία η διαστρέβλωση κυριαρχεί, η πνευματική και ιδεολογική σύγχυση, οι διαφόρων τύπων νεοφανείς μυστικισμοί και αιρέσεις και η αίσθηση μοναξιάς και αδιεξόδου κατακλύζουν την καθημερινότητα του ανθρώπινου βίου.
Περισσότερο παρά ποτέ ο ποιμένας πρέπει σήμερα να κοπιάσει, να συναντήσει τον «τσαλακωμένο» άνθρωπο στην λύπη και τη χαρά του, στο πρόβλημα και την δυσκολία του, στην ασθένεια και στο πένθος του, την πτώση και την απόγνωσή του εξαιτίας της αμαρτίας και να του μεταφέρει το μήνυμα της χαράς του Ευαγγελίου. Πρέπει να δώσουμε, να διδάξουμε ΧΑΡΑ και ΑΝΑΣΤΑΣΗ. Ας απαλλάξουμε τον άνθρωπο της εποχής μας που έρχεται εκλιπαρώντας μπροστά μας από την μιζέρια, την ενοχή, τον δήθεν καθωσπρεπισμό του φαίνεσθαι που του ζητάει η κοινωνία μας. Ο Χριστός με το έργο του απελευθέρωσε όσους «φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας» (Εβρ. 2,15).
Είναι, άλλωστε, σαφής η εντολή του ίδιου του Κυρίου μας, «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν . καί ἰδού ἐγώ μεθ’ ὑμῶν εἰμί πάσας τάς ἡμέρας, μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. 28, 19-20).
Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να εμφυσήσουμε στους ανθρώπους μια εξομολογητική συνείδηση. Ας τους οδηγήσουμε στην αποενοχοποίηση ότι η εξομολόγηση είναι κάτι το οποίο πρέπει να φοβούνται, κάτι που εξαντλείται στο συμβολικό, το παροδικό των ανθρωπίνων παραδόσεων ή δοξασιών, των φολκορικών εθίμων και παραδόσεων Και ας τους καταστήσουμε κοινωνούς του γεγονότος ότι είναι μια ευκαιρία συνάντησης-επανεκκίνησης της σχέσης μας πρωτίστως με τον Θεό αλλά και τους συνανθρώπους μας. Και πάνω απ’ όλα όλοι μας ας μάθουμε να αγαπάμε πραγματικά.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Οσίου Θεοφάνους του Εγκλείστου, Ο δρόμος της Ζωής, Έκδοση τέταρτη Ιερά Μονή Παρακλήτου Ωρωπός Αττικής 2000
Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης κ.κ. Παύλος, Εξομολογητική, Το Μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως στην Εποχή μας, Αθήνα 2013, εκδ. Ιδρύματος Ποιμαντικής Επιμορφώσεως της Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών, σελ. 101-111
Μητροπολίτης Αργολίδος κ.κ. Νεκτάριος, Εξομολογητική, Τυπολογία εξομολογουμένων και δημιουργία εξομολογητικής συνείδησης, Αθήνα 2013, εκδ. Ιδρύματος Ποιμαντικής Επιμορφώσεως της Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών, σελ. 165-189
Μητροπολίτης Σουρόζ Αντώνιος†, Η συνάντηση με τον ζωντανό Θεό Εκδόσεις Εν πλώ Έκδοση Α΄ Νοέμβριος 2009
Αρχ. Βασίλειος Γοντικάκης, Εξομολογητική, Η διακονία του μυστηρίου της Ιεράς Εξομολογήσεως, Αθήνα 2013, εκδ. Ιδρύματος Ποιμαντικής Επιμορφώσεως της Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών, σελ. 113-124
Αρχ. Νικόλαος Ιωαννίδης, Εξομολογητική, Το Μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως στην πατερική παράδοση της Εκκλησίας, Αθήνα 2013, εκδ. Ιδρύματος Ποιμαντικής Επιμορφώσεως της Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών, σελ. 27-66
Αρχ. Γρηγόριος Παπαθωμάς, Εξομολογητική, Τρόποι εφαρμογής των Ιερών Κανόνων στο μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως, Αθήνα 2013, εκδ. Ιδρύματος Ποιμαντικής Επιμορφώσεως της Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών, σελ. 67-98
Αρχ. Βαρθολομαίου Καθηγουμένου Ι. Μ. Εσφιγμένου, Εξομολόγηση-επανεκκίνηση, Ιστοσελίδα www.esphigmenou.gr
πρωτ. Μιχαήλ Καρδαμάκης† Κεφάλαια Κατανυκτικά Τόμος Β΄Εκδόσεις Ακρίτας
πρωτ. Γεωργίου Χρ. Εὐθυμίου, Τὸ μυστήριο τῆς Μετανοίας - Ἐξομολογήσεως
πρωτ. Θεμιστοκλής Χριστοδούλου, Εξομολόγηση - Για μια καλή προετοιμασία Εκδόσεις Ορθοδόξου Ιεραποστολικού Σωματείου «Παναγία η Κοσμοσώτειρα»
πρωτ. Αδαμαντίου Αυγουστίδη, Εξομολογητική, Ακρίβεια και Οικονομία ως Γενικές Ποιμαντικές αρχές, Αθήνα 2013, εκδ. Ιδρύματος Ποιμαντικής Επιμορφώσεως της Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών, σελ. 191-204
πρωτ. Βασίλειος Θερμός, Που να βρώ την ψυχή μου, Εκδόσεις Αρμός Αθήνα 2008
πρωτ. Βασίλειος Καλιακμάνης, Εξομολογητική, Ιερά Εξομολογήση και ψυχικές διαταραχές, Αθήνα 2013, εκδ. Ιδρύματος Ποιμαντικής Επιμορφώσεως της Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών, σελ. 146-161
πρωτ. Κωνσταντίνος Στρατηγόπουλος, Ο σκοπός του Ιερέα-Πνευματικού στην Ορθοδοξία, www.sophia-ntrekou.gr Επιμέλεια κ. Σοφία Ντρέκου
πρωτ. Αντώνιος Πινακούλας Εξομολογητική, Το Μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως στην Εποχή μας, Αθήνα 2013, εκδ. Ιδρύματος Ποιμαντικής Επιμορφώσεως της Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών, σελ. 128-143
Ανδρέας Θεοδώρου†, Απαντήσεις σε ερωτήματα δογματικά εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας 1997 σελ. 163-165
Στυλιανός Παπαδόπουλος, Η Εκκλησία και τα Ιερά μυστήρια κατά τον Ιεό Χρυσόστομο, Εκδόσεις Αποστολική Διακονία, Έκδοση Α΄, σελ. 11-123
Χρήστος Γιανναράς, Η ελευθερία του ήθους, τρίτη έκδοση, Εκδόσεις Γρηγόρη Αθήνα 1989
Δημήτριος Λυκούδης, Βίος αβίωτος, Δοκίμια ορθόδοξου προβληματισμού, Αθήνα 2014
Αναστάσιος Θεοφιλογιαννάκος, Οι διαπιστώσεις ενός εξομολογούμενου σε τρία κεφάλαια, Πειραϊκή Εκκλησία τχ. 275, Νοέμβριος 2015,σελ.49.
Νικήτας Καυκιός Ζήσε την αλήθεια, κράτα ζωντανή την καρδιά σου στην αγάπη, Εκδόσεις Αρμός 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου