Η ψυχολογική, βουλητική και ψυχική ωριμότητα δεν είναι γνώσεις. Ένας μεγάλος επιστήμονας μπορεί να έχει πολλές γνώσεις, μπορεί να είναι τέρας μορφώσεως, αλλά να μην έχει κοινό νου, να μην μπορεί να συζητήσει και να συνεννοηθεί με τους ανθρώπους, να μην μπορεί να προσαρμοσθεί, να μην μπορεί να βοηθηθεί ή να βοηθήσει. Οι γνώσεις έχουν βέβαια σχέση με την εν γένει ωριμότητα του ανθρώπου, αλλά μπορεί να είναι ανεξάρτητες από αυτήν.
Ας δούμε την ωριμότητα πιο συγκεκριμένα στο θέμα του γάμου. Ένας νέος, μια νέα, εάν δεν φθάσουν σε μια ψυχική, διανοητική, βουλητική, συναισθηματική ωριμότητα, καλό είναι να μη σπεύσουν να εισέλθουν στον γάμο. Βέβαια, αυτά όλα δεν είναι απόλυτα. Ενόσω ο άνθρωπος ζει, συνεχώς θα ωριμάζει· ενόσω ο άνθρωπος θα υπάρχει σ’ αυτόν τον κόσμο, συνεχώς θα αναπτύσσεται, συνεχώς θα εξελίσσεται ψυχικά.
Από τα δεκαοκτώ του χρόνια είναι κάποιος βιολογικά σε θέση να δημιουργήσει οικογένεια. Όταν είναι ακόμη δέκα ή δεκαπέντε χρονών, δεν μπορεί. Ή, μπορεί κανείς να αναλάβει από την ηλικία αυτή μια υπεύθυνη εργασία, την οποία δεν μπορούσε να αναλάβει, όταν ήταν δεκαπέντε χρονών. Στα δεκαοκτώ ή στα είκοσι χρόνια, φθάνει κανείς σε μια σχετική, θα λέγαμε, ωριμότητα σωματική, βιολογική, η οποία από κει και πέρα μπορεί όλο και να αυξάνει, όλο και να τελειοποιείται.
Ο νέος που δεν έχει σχετικώς ωριμάσει από ψυχολογικής απόψεως στα είκοσί του χρόνια ή τότε που, τέλος πάντων, σκέπτεται να εισέλθει στον γάμο, δεν θα πρέπει να εισέλθει στον γάμο. Σε μια τέτοια ηλικία ο άνθρωπος θα πρέπει να έχει φθάσει ψυχολογικά σε μια κατάσταση, που να αντιδρά σωστά. Μπορεί να μην αντιδρά τέλεια, αλλά τουλάχιστον να αντιδρά σωστά. Εάν ο νέος ακόμη δεν ξέρει γιατί θα εισέλθει στον γάμο, εάν η νέα ακόμη δεν ξέρει γιατί προτιμά αυτόν τον νέο, εάν ακόμη δεν ξέρει κανείς αν επηρεάζεται από τον animus ή την anima, καθώς προβαίνει σ’ αυτήν ή σ’ εκείνη την εκλογή, τότε γίνεται θύμα ενός συμπλέγματός του, θύμα απωθημένων ασυνείδητων βιωμάτων, θύμα της ανάγκης που έχει να είναι μαζί με τη μητέρα του, αν θέλετε να πω πιο συγκεκριμένα.
Εννοώ το εξής: Ο άνθρωπος, καθώς μεγαλώνει, θέλει δεν θέλει, πρέπει να αποσπασθεί από τη μητέρα του. Κάποιος ίσως δεν μπορεί να αποδεσμευθεί. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει εδώ ένα σύμπλεγμα, ένα μπέρδεμα, που το ζει, το αισθάνεται ο άνθρωπος, αλλά ντρέπεται να το ζει στα φανερά. Επομένως, ντρέπεται να εξαρτάται από τη μητέρα του, ντρέπεται μπροστά στους άλλους ανθρώπους να μη θέλει να απομακρυνθεί και να αποσπασθεί από τη μητέρα του, οπότε πρέπει να βρεθεί κάποια που θα υποκαταστήσει τη μητέρα. Στην περίπτωση αυτή ο νέος θα παντρευτεί, κυρίως διότι θέλει η γυναίκα που θα παντρευτεί να παίξει τον ρόλο της μητέρας του. Κάτι ανάλογο μπορεί να πάθει μια νέα. Καθώς δεν έχει αποσπασθεί κυρίως από τον πατέρα της, περιμένει ο νέος τον οποίο θα διαλέξει για μέλλοντα σύντροφό της, να παίξει τον ρόλο του πατέρα. Επιτρέψτε μου εδώ να πω ότι πιο πολύ αυτό το παθαίνουν οι άνδρες. Μια νέα είναι περισσότερο αποσπασμένη από τον πατέρα της, παρά ένας νέος από τη μητέρα του.
Λίγο πολύ όλοι μας έχουμε ένα δέσιμο με τη μητέρα, διότι εκείνη είναι που μας κυοφορεί, μας μεγαλώνει, και με την οποία δενόμαστε από την πρώτη στιγμή. Γι’ αυτό, δύσκολα κανείς αποσπάται από τη μητέρα του. Και πρέπει να πούμε εδώ ότι αυτό ακριβώς δυσκολεύει πιο πολύ το αγόρι.
Εάν ένας νέος είκοσι πέντε ή τριάντα ετών, που θα αποφασίσει να εισέλθει στον γάμο, επηρεάζεται για την εκλογή της συντρόφου του, αλλά και γι’ αυτό τούτο το γεγονός του γάμου από την ανάγκη ότι θέλει μια γυναίκα που θα υποκαταστήσει τη μητέρα του, τότε είναι τελείως ανώριμος για γάμο. Βέβαια, αυτός ο νέος και βουλητικά και συναισθηματικά, ίσως και διανοητικά δεν θα είναι ώριμος, εφόσον επηρεάζεται από μια τέτοια ανάγκη. Θα πρέπει επομένως αυτός πρωτίστως να ελευθερωθεί από το δέσιμο που έχει με τη μητέρα του, θα πρέπει πρωτίστως να τακτοποιηθεί αυτό το θέμα. Θα πρέπει να ωριμάσει ως προς αυτό το θέμα –αν υποθέσουμε ότι κατά τα άλλα είναι ώριμος· αν και όλα αυτά πάνε μαζί– και έπειτα να εισέλθει στον γάμο.
Αλλιώς, και γι’ αυτόν θα είναι μια τυραννία ο γάμος, και για τη νέα που έχει εκλέξει, αν μάλιστα και εκείνη προχώρησε προς τον γάμο έχοντας παρόμοιο κίνητρο. Όσο κι αν αυτά φαίνονται τυχαία, δεν είναι καθόλου τυχαία. Κανείς ποτέ δεν εκλέγει τυχαία. Για να αποφασίσει η νέα να εκλέξει αυτόν τον νέο που έχει την τάση να ικανοποιήσει μια τέτοια ανάγκη, κάτι παραπλήσιο θα έχει και αυτή. Καταλαβαίνει κανείς, από δω και πέρα, πώς θα πάει αυτό το ζευγάρι, πώς θα πάει αυτή η καινούργια οικογένεια.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “Εφηβεία, γάμος, αγαμία”, τόμος Β’, Πανόραμα Θεσσαλονίκης 2004, σελ. 47 (αποσπάσματα).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου