Η άσκηση δεν έχει απόλυτη αξία
Την άσκηση δεν την απολυτοποιούμε. Είναι οπωσδήποτε πολύ βοηθητική. Αλλά την χρησιμοποιούμε ως μέσο προς ένα υψηλό σκοπό. Γι’ αυτό και δεν πρέπει να γίνονται υπερβολές. Δεν είμαστε σωματοκτόνοι αλλά παθοκτόνοι.
Ο καθένας ανάλογα με την αντοχή του ασκεί το σώμα. Ο καθένας όμως οπωσδήποτε μπορεί να ασκεί την ψυχή. Αν το σώμα σου είναι ασθενικό, λέει ο ιερός Χρυσόστομος, και δεν μπορείς συνεχώς να νηστεύεις, αλλά δεν είναι ασθενικό και για την προσευχή ούτε αδύναμο στο να περιφρονεί την κοιλιά.
Διότι και αν δεν μπορείς να νηστεύεις, όμως μπορείς να μην τρυφάς, να μη ζεις με απολαύσεις. Και αυτό δεν είναι μικρό, ούτε απέχει πολύ από τη νηστεία, αλλά μπορεί να καταβάλει τη μανία του διαβόλου (Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὁμιλία ΝΖ΄ εἰς τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, ΕΠΕ 11, 302-304).
Η σωματική άσκηση δεν απολυτοποιείται και για τον λόγο ότι μόνη αυτή χωρίς την άσκηση του πνεύματος, χωρίς την ταπείνωση και την προσευχή, όχι μόνο δεν ωφελεί, αλλά μπορεί και πολύ να βλάψει. Στην παραβολή του Τελώνου και Φαρισαίου ο εκπρόσωπος της μερίδας των ευσεβών της εποχής νήστευε «δις του Σαββάτου», δυό φορές την εβδομάδα, αλλά πνίγηκε στις αναθυμιάσεις του εγωισμού του. Στηρίχθηκε στην πράξη της σωματικής νηστείας, αλλά δεν νήστεψε και πνευματικά. Αυτός ο νηστευτής «έφαγε» με την κατάκρισή του τον αξιοσυμπάθητο Τελώνη, «έφαγε» και τους «λοιπούς των ανθρώπων», όλο τον κόσμο.
Την άσκησή του την έκανε είδωλο που το έστησε στον ναό του Θεού και εκεί γκρεμίσθηκε και γκρέμισε και τον ίδιο. Η νηστεία δεν τον ωφέλησε. Ήταν νηστευτής, αλλά ήταν και Φαρισαίος (βλ. Λουκ. ιη 9-14). Και εκείνες οι πέντε γυναίκες της Παραβολής ήταν παρθένες, αλλά ήταν και μωρές. Και έμειναν έξω του νυμφώνος (βλ. Ματθ. κε 1-13).
Ούτε η νηστεία, ούτε η εγκράτεια, ούτε η παρθενία, ούτε οι αγρυπνίες ωφελούν, αν τα λυχνάρια μας δεν έχουν λάδι, αν δεν υπάρχει φρόνημα σωστό, αν δεν καλλιεργούμε ήθος ταπεινό. Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος γράφει ότι δεν λέει ο Ψαλμωδός, νήστεψα, ούτε αγρύπνησα ούτε κοιμήθηκα πάνω στη γη, αλλά «ἐταπεινώθην, καί ἔσωσέ με συντόμως ὁ Κύριος» (πρβλ. Ψαλμ. ριδ´ 6) (Ἰωάννου Σιναΐτου, ὅ.π., Λόγος ΚΕ΄, Περί τῆς ὑψίστου ταπεινοφροσύνης, ιδ΄).
Και σε άλλο σημείο των διδαχών του τονίζει την αξία της ταπεινώσεως. Γράφει: Αυτός που με ασκητικούς αγώνες και κόπους πολεμάει το αντίπαλό του σαρκικό φρόνημα, μοιάζει μ’ εκείνον που δένει τον εχθρό του με ένα βούρλο (δηλαδή με αδύναμα δεσμά).
Αυτός που το πολεμάει με εγκράτεια και αγρυπνία, μοιάζει μ’ εκείνον που περνάει αλυσίδα στον λαιμό του εχθρού του. Όποιος όμως το πολεμάει με ταπεινοφροσύνη, αοργησία και δίψα, μοιάζει μ’ εκείνον που σκοτώνει τον εχθρό και τον θάβει μέσα στην άμμο. Άμμο να θεωρήσεις την ταπείνωση. Διότι όπως στην άμμο δεν παρουσιάζεται καμία βλάστηση, έτσι και στο έδαφος της ταπεινώσεως δεν φυτρώνουν εκείνα που τρέφουν τα πάθη, αλλά η ταπείνωση είναι χώμα και στάχτη (Ἰωάννου Σιναΐτου, ὅ.π., Λόγος ΙΕ΄, Περί ἁγνείας καί σωφροσύνης, ι΄)
Πιο αναγκαία από την άσκηση του σώματος είναι η άσκηση του πνεύματος, η καλλιέργεια του ταπεινού φρονήματος, η νηστεία από τους εφάμαρτους και κενόδοξους λογισμούς, η ταπείνωση. Δεν στηριζόμαστε στις δικές μας προσπάθειες, που όσο κι αν είναι απαραίτητες, είναι τελείως ανεπαρκείς. Στηριζόμαστε στο έλεος του Θεού και έχουμε απόλυτη εξάρτηση από τη Χάρι Του. Εμείς πρέπει να ιδρώσουμε. Ο Θεός όμως ουσιαστικά εργάζεται, με πολλούς τρόπους μας βοηθάει και Αυτός τελικά εξασφαλίζει τη σωτηρία μας.
Άσκηση και χαρά
Μέσα στη ζωή της Εκκλησίας μας οι Ορθόδοξοι πιστοί βλέπουμε πόσα ευεργετικά
αποτελέσματα έχει η άσκηση στη ζωή μας. Βλέπουμε πως μια μικρή στέρηση ευτελών αγαθών, πρόσκαιρων και κατώτερων απολαύσεων, κάποιοι μικροί κόποι που καταβάλλουμε στον καθημερινό μας αγώνα, μπορούν να έχουν θαυμαστά αποτελέσματα στην πνευματική μας ζωή.
Με τις μικρές μας προσπάθειες, προπάντων όμως με τη Χάρι του Χριστού, πέφτουν κόσμοι παλιοί μέσα μας και ανασταίνονται κόσμοι καινούργιοι. Αυτό φέρνει μεγάλη χαρά στην ψυχή. Αισθάνεσαι μεγάλη χαρά όταν νικήσεις και έναν αμαρτωλό λογισμό. Διότι καταλαβαίνεις ότι η αμαρτία, έστω και στο στάδιο του λογισμού, σε καταστρέφει.
Ενώ η απόρριψή της σε βοηθάει να ξαναγίνεσαι άνθρωπος, να είσαι ακέραιος και ολοκληρωμένος, όπως σ’ έπλασε και σε θέλει ο Θεός και όχι όπως σε καταντάει ο διάβολος. Η άσκηση βοηθάει στην υπέρβαση της πεπτωκυίας φύσεως. Η αμαρτία μας έριξε στο παρά φύσιν·δεν είναι φυσικό να μισούμαστε μεταξύ μας. Η άσκηση υπηρετεί την αναγωγή στο υπέρ φύσιν·υπερβαίνει τη φύση μας το ν’ αγαπούμε τους εχθρούς μας. Το να ξεπερνούμε τον εαυτό μας είναι μεγάλη χαρά. Ασκείται ο εαυτός μας, στερείται, κουράζεται, ταλαιπωρείται, σταυρώνεται. Μόνο όμως έτσι ανασταίνεται σε νέα κατάσταση. Και η ανάσταση βέβαια έχει χαρά.
Γι’ αυτό και τα τροπάρια της αρχής της Μ. Τεσσαρακοστής μαζί με το κατανυκτικό τους ύφος έχουν και έναν τόνο χαράς. Στον πρώτο Κατανυκτικό Εσπερινό, το απόγευμα της Κυριακής της Τυρινής, ψάλλουμε: «Τόν τῆς νηστείας καιρόν φαιδρῶς ἀπαρξώμεθα, πρός ἀγώνας πνευματικούς ἑαυτούς ὑποβάλλοντες· ἁγνίσωμεν τήν ψυχήν, τήν σάρκα καθάρωμεν· νηστεύσωμεν, ὥσπερ ἐν τοῖς βρώμασιν, ἐκ παντός πάθους, τάς ἀρετάς τρυφῶντες τοῦ πνεύματος, ἐν αἷς διατελοῦντες πόθῳ, ἀξιωθείημεν πάντες κατιδεῖν τό πάνσεπτον Πάθος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ καί το ἅγιον Πάσχα, πνευματικῶς ἐναγαλλιώμενοι».
Δηλαδή: Τον καιρό της νηστείας να τον αρχίσουμε με χαρά, ετοιμάζοντας τους εαυτούς μας για αγώνες πνευματικούς. Να αγνίσουμε την ψυχή. Να καθαρίσουμε την σάρκα. Να νηστεύσουμε, όπως από τις τροφές, έτσι και από κάθε πάθος, απολαμβάνοντας τις αρετές του πνεύματος. Ζώντας δε με πόθο τις αρετές αυτές, είθε να αξιωθούμε όλοι να δούμε το πάνσεπτο Πάθος του Χριστού του Θεού και το άγιο Πάσχα με πνευματική χαρά και αγαλλίαση.
Και αφού προχωρήσει η ακολουθία, ψάλλουμε πανηγυρικά το ιδιόμελο τροπάριο: «Ἔλαμψεν ἡ χάρις σου, Κύριε· ἔλαμψεν ὁ φωτισμός τοῦ προσώπου σου· ἰδού καιρός εὐπρόσδεκτος, ἰδού καιρός μετανοίας…». Τώρα που άρχισε η Μ. Τεσσαρακοστή, έλαμψε η χάρι Σου, Κύριε, έλαμψε το φως του προσώπου Σου. Να, τώρα είναι καιρός κατάλληλος, τώρα είναι καιρός μετανοίας.
* * *
Η Μ. Τεσσαρακοστή καταλήγει στη Μ. Εβδομάδα και αυτή στο Πάσχα. Όλη η προσμονή μας κατά τη διάρκεια της κατανυκτικής αυτής περιόδου είναι για το Πάσχα, για την Ανάσταση. Για την Ανάσταση του Χριστού και για τη δική μας ανάσταση. Διότι γνωρίζουμε ότι ο Χριστός έγινε ο πρωτότοκος των νεκρών, που ανέστησε μαζί Του «παγγενή τόν Ἀδάμ», όλο το ανθρώπινο γένος.
Για να μετάσχουμε όμως στην Ανάσταση του Χριστού, πρέπει να γίνουμε και κοινωνοί των παθημάτων Του. Να συμπορευθούμε μ’ Εκείνον και να συσταυρωθούμε. Για να συναναστηθούμε και συμβασιλεύσουμε. Η άσκηση είναι μία συσταύρωση. Κάθε Παρασκευή θυμόμαστε τον θάνατο του Χριστού. Γιατί τέτοια μέρα σταυρώθηκε ο Χριστός.
Και νηστεύουμε, για να συμμετέχουμε με κάποιον τρόπο στον πόνο Του. Όλη την Μ. Τεσσαρακοστή νηστεύουμε. Για να Τον ακολουθούμε πιστά, καθώς ανεβαίνει στα Ιεροσόλυμα, καθώς πορεύεται στον Σταυρό και στον θάνατο. Στη ζωή μας πρέπει να ασκούμαστε. Δεν μπορούμε να περνούμε με άνεση. Για να φθάσουμε στην άνω Ιερουσαλήμ, στη βασιλεία του Θεού. «Ἐκεῖ γάρ ἐστιν ὄντως ἡ ἄνεσις» (Τριῴδιον, Ὄρθρος Κυριακῆς Τελώνου καί Φαρισαίου, Οἶκος)
(Αρχιμ. Αστερίου Σ. Χατζηνικολάου, από το βιβλίο «Ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα» εκδ. Σωτήρ)
Την άσκηση δεν την απολυτοποιούμε. Είναι οπωσδήποτε πολύ βοηθητική. Αλλά την χρησιμοποιούμε ως μέσο προς ένα υψηλό σκοπό. Γι’ αυτό και δεν πρέπει να γίνονται υπερβολές. Δεν είμαστε σωματοκτόνοι αλλά παθοκτόνοι.
Ο καθένας ανάλογα με την αντοχή του ασκεί το σώμα. Ο καθένας όμως οπωσδήποτε μπορεί να ασκεί την ψυχή. Αν το σώμα σου είναι ασθενικό, λέει ο ιερός Χρυσόστομος, και δεν μπορείς συνεχώς να νηστεύεις, αλλά δεν είναι ασθενικό και για την προσευχή ούτε αδύναμο στο να περιφρονεί την κοιλιά.
Διότι και αν δεν μπορείς να νηστεύεις, όμως μπορείς να μην τρυφάς, να μη ζεις με απολαύσεις. Και αυτό δεν είναι μικρό, ούτε απέχει πολύ από τη νηστεία, αλλά μπορεί να καταβάλει τη μανία του διαβόλου (Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὁμιλία ΝΖ΄ εἰς τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, ΕΠΕ 11, 302-304).
Η σωματική άσκηση δεν απολυτοποιείται και για τον λόγο ότι μόνη αυτή χωρίς την άσκηση του πνεύματος, χωρίς την ταπείνωση και την προσευχή, όχι μόνο δεν ωφελεί, αλλά μπορεί και πολύ να βλάψει. Στην παραβολή του Τελώνου και Φαρισαίου ο εκπρόσωπος της μερίδας των ευσεβών της εποχής νήστευε «δις του Σαββάτου», δυό φορές την εβδομάδα, αλλά πνίγηκε στις αναθυμιάσεις του εγωισμού του. Στηρίχθηκε στην πράξη της σωματικής νηστείας, αλλά δεν νήστεψε και πνευματικά. Αυτός ο νηστευτής «έφαγε» με την κατάκρισή του τον αξιοσυμπάθητο Τελώνη, «έφαγε» και τους «λοιπούς των ανθρώπων», όλο τον κόσμο.
Την άσκησή του την έκανε είδωλο που το έστησε στον ναό του Θεού και εκεί γκρεμίσθηκε και γκρέμισε και τον ίδιο. Η νηστεία δεν τον ωφέλησε. Ήταν νηστευτής, αλλά ήταν και Φαρισαίος (βλ. Λουκ. ιη 9-14). Και εκείνες οι πέντε γυναίκες της Παραβολής ήταν παρθένες, αλλά ήταν και μωρές. Και έμειναν έξω του νυμφώνος (βλ. Ματθ. κε 1-13).
Ούτε η νηστεία, ούτε η εγκράτεια, ούτε η παρθενία, ούτε οι αγρυπνίες ωφελούν, αν τα λυχνάρια μας δεν έχουν λάδι, αν δεν υπάρχει φρόνημα σωστό, αν δεν καλλιεργούμε ήθος ταπεινό. Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος γράφει ότι δεν λέει ο Ψαλμωδός, νήστεψα, ούτε αγρύπνησα ούτε κοιμήθηκα πάνω στη γη, αλλά «ἐταπεινώθην, καί ἔσωσέ με συντόμως ὁ Κύριος» (πρβλ. Ψαλμ. ριδ´ 6) (Ἰωάννου Σιναΐτου, ὅ.π., Λόγος ΚΕ΄, Περί τῆς ὑψίστου ταπεινοφροσύνης, ιδ΄).
Και σε άλλο σημείο των διδαχών του τονίζει την αξία της ταπεινώσεως. Γράφει: Αυτός που με ασκητικούς αγώνες και κόπους πολεμάει το αντίπαλό του σαρκικό φρόνημα, μοιάζει μ’ εκείνον που δένει τον εχθρό του με ένα βούρλο (δηλαδή με αδύναμα δεσμά).
Αυτός που το πολεμάει με εγκράτεια και αγρυπνία, μοιάζει μ’ εκείνον που περνάει αλυσίδα στον λαιμό του εχθρού του. Όποιος όμως το πολεμάει με ταπεινοφροσύνη, αοργησία και δίψα, μοιάζει μ’ εκείνον που σκοτώνει τον εχθρό και τον θάβει μέσα στην άμμο. Άμμο να θεωρήσεις την ταπείνωση. Διότι όπως στην άμμο δεν παρουσιάζεται καμία βλάστηση, έτσι και στο έδαφος της ταπεινώσεως δεν φυτρώνουν εκείνα που τρέφουν τα πάθη, αλλά η ταπείνωση είναι χώμα και στάχτη (Ἰωάννου Σιναΐτου, ὅ.π., Λόγος ΙΕ΄, Περί ἁγνείας καί σωφροσύνης, ι΄)
Πιο αναγκαία από την άσκηση του σώματος είναι η άσκηση του πνεύματος, η καλλιέργεια του ταπεινού φρονήματος, η νηστεία από τους εφάμαρτους και κενόδοξους λογισμούς, η ταπείνωση. Δεν στηριζόμαστε στις δικές μας προσπάθειες, που όσο κι αν είναι απαραίτητες, είναι τελείως ανεπαρκείς. Στηριζόμαστε στο έλεος του Θεού και έχουμε απόλυτη εξάρτηση από τη Χάρι Του. Εμείς πρέπει να ιδρώσουμε. Ο Θεός όμως ουσιαστικά εργάζεται, με πολλούς τρόπους μας βοηθάει και Αυτός τελικά εξασφαλίζει τη σωτηρία μας.
Άσκηση και χαρά
Μέσα στη ζωή της Εκκλησίας μας οι Ορθόδοξοι πιστοί βλέπουμε πόσα ευεργετικά
αποτελέσματα έχει η άσκηση στη ζωή μας. Βλέπουμε πως μια μικρή στέρηση ευτελών αγαθών, πρόσκαιρων και κατώτερων απολαύσεων, κάποιοι μικροί κόποι που καταβάλλουμε στον καθημερινό μας αγώνα, μπορούν να έχουν θαυμαστά αποτελέσματα στην πνευματική μας ζωή.
Με τις μικρές μας προσπάθειες, προπάντων όμως με τη Χάρι του Χριστού, πέφτουν κόσμοι παλιοί μέσα μας και ανασταίνονται κόσμοι καινούργιοι. Αυτό φέρνει μεγάλη χαρά στην ψυχή. Αισθάνεσαι μεγάλη χαρά όταν νικήσεις και έναν αμαρτωλό λογισμό. Διότι καταλαβαίνεις ότι η αμαρτία, έστω και στο στάδιο του λογισμού, σε καταστρέφει.
Ενώ η απόρριψή της σε βοηθάει να ξαναγίνεσαι άνθρωπος, να είσαι ακέραιος και ολοκληρωμένος, όπως σ’ έπλασε και σε θέλει ο Θεός και όχι όπως σε καταντάει ο διάβολος. Η άσκηση βοηθάει στην υπέρβαση της πεπτωκυίας φύσεως. Η αμαρτία μας έριξε στο παρά φύσιν·δεν είναι φυσικό να μισούμαστε μεταξύ μας. Η άσκηση υπηρετεί την αναγωγή στο υπέρ φύσιν·υπερβαίνει τη φύση μας το ν’ αγαπούμε τους εχθρούς μας. Το να ξεπερνούμε τον εαυτό μας είναι μεγάλη χαρά. Ασκείται ο εαυτός μας, στερείται, κουράζεται, ταλαιπωρείται, σταυρώνεται. Μόνο όμως έτσι ανασταίνεται σε νέα κατάσταση. Και η ανάσταση βέβαια έχει χαρά.
Γι’ αυτό και τα τροπάρια της αρχής της Μ. Τεσσαρακοστής μαζί με το κατανυκτικό τους ύφος έχουν και έναν τόνο χαράς. Στον πρώτο Κατανυκτικό Εσπερινό, το απόγευμα της Κυριακής της Τυρινής, ψάλλουμε: «Τόν τῆς νηστείας καιρόν φαιδρῶς ἀπαρξώμεθα, πρός ἀγώνας πνευματικούς ἑαυτούς ὑποβάλλοντες· ἁγνίσωμεν τήν ψυχήν, τήν σάρκα καθάρωμεν· νηστεύσωμεν, ὥσπερ ἐν τοῖς βρώμασιν, ἐκ παντός πάθους, τάς ἀρετάς τρυφῶντες τοῦ πνεύματος, ἐν αἷς διατελοῦντες πόθῳ, ἀξιωθείημεν πάντες κατιδεῖν τό πάνσεπτον Πάθος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ καί το ἅγιον Πάσχα, πνευματικῶς ἐναγαλλιώμενοι».
Δηλαδή: Τον καιρό της νηστείας να τον αρχίσουμε με χαρά, ετοιμάζοντας τους εαυτούς μας για αγώνες πνευματικούς. Να αγνίσουμε την ψυχή. Να καθαρίσουμε την σάρκα. Να νηστεύσουμε, όπως από τις τροφές, έτσι και από κάθε πάθος, απολαμβάνοντας τις αρετές του πνεύματος. Ζώντας δε με πόθο τις αρετές αυτές, είθε να αξιωθούμε όλοι να δούμε το πάνσεπτο Πάθος του Χριστού του Θεού και το άγιο Πάσχα με πνευματική χαρά και αγαλλίαση.
Και αφού προχωρήσει η ακολουθία, ψάλλουμε πανηγυρικά το ιδιόμελο τροπάριο: «Ἔλαμψεν ἡ χάρις σου, Κύριε· ἔλαμψεν ὁ φωτισμός τοῦ προσώπου σου· ἰδού καιρός εὐπρόσδεκτος, ἰδού καιρός μετανοίας…». Τώρα που άρχισε η Μ. Τεσσαρακοστή, έλαμψε η χάρι Σου, Κύριε, έλαμψε το φως του προσώπου Σου. Να, τώρα είναι καιρός κατάλληλος, τώρα είναι καιρός μετανοίας.
* * *
Η Μ. Τεσσαρακοστή καταλήγει στη Μ. Εβδομάδα και αυτή στο Πάσχα. Όλη η προσμονή μας κατά τη διάρκεια της κατανυκτικής αυτής περιόδου είναι για το Πάσχα, για την Ανάσταση. Για την Ανάσταση του Χριστού και για τη δική μας ανάσταση. Διότι γνωρίζουμε ότι ο Χριστός έγινε ο πρωτότοκος των νεκρών, που ανέστησε μαζί Του «παγγενή τόν Ἀδάμ», όλο το ανθρώπινο γένος.
Για να μετάσχουμε όμως στην Ανάσταση του Χριστού, πρέπει να γίνουμε και κοινωνοί των παθημάτων Του. Να συμπορευθούμε μ’ Εκείνον και να συσταυρωθούμε. Για να συναναστηθούμε και συμβασιλεύσουμε. Η άσκηση είναι μία συσταύρωση. Κάθε Παρασκευή θυμόμαστε τον θάνατο του Χριστού. Γιατί τέτοια μέρα σταυρώθηκε ο Χριστός.
Και νηστεύουμε, για να συμμετέχουμε με κάποιον τρόπο στον πόνο Του. Όλη την Μ. Τεσσαρακοστή νηστεύουμε. Για να Τον ακολουθούμε πιστά, καθώς ανεβαίνει στα Ιεροσόλυμα, καθώς πορεύεται στον Σταυρό και στον θάνατο. Στη ζωή μας πρέπει να ασκούμαστε. Δεν μπορούμε να περνούμε με άνεση. Για να φθάσουμε στην άνω Ιερουσαλήμ, στη βασιλεία του Θεού. «Ἐκεῖ γάρ ἐστιν ὄντως ἡ ἄνεσις» (Τριῴδιον, Ὄρθρος Κυριακῆς Τελώνου καί Φαρισαίου, Οἶκος)
(Αρχιμ. Αστερίου Σ. Χατζηνικολάου, από το βιβλίο «Ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα» εκδ. Σωτήρ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου