Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΜΙΧΑΗΛ
[Γ´]
Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ὁ π. Ἀρσένιος»,
ἔκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου Ὠρωποῦ, 1998, σελ. 112-123.
. Ὁ π. Ἀρσένιος συνειδητοποιοῦσε ὅλο τὸ πνευματικὸ μεγαλεῖο τοῦ Μιχαὴλ καὶ συνάμα συναισθανόταν τὴν δική του ἀναξιότητα. Μὲ θέρμη ζητοῦσε ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐνίσχυση, γιὰ ν’ ἀνακουφίσει τὸν μοναχὸ στὶς τελευταῖες του στιγμές.
. Ὅταν πιὰ ὁ Μιχαὴλ εἶχε παραδώσει στὸν π. Ἀρσένιο, καὶ μέσῳ ἐκείνου στὸν Θεό, ὅλα ὅσα τὸν βάραιναν, κοίταξε ἐρωτηματικὰ τὸν ἱερέα, ποὺ πῆρε τὸ φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν του. Κι ἐκεῖνος, τρέμοντας, ψέλλισε τὴν συγχωρητικὴ εὐχή. Μόλις τελείωσε, μὴ μπορώντας νὰ συγκρατηθεῖ ἄλλο, ξέσπασε σὲ λυγμούς.
. Ὅταν πιὰ ὁ Μιχαὴλ εἶχε παραδώσει στὸν π. Ἀρσένιο, καὶ μέσῳ ἐκείνου στὸν Θεό, ὅλα ὅσα τὸν βάραιναν, κοίταξε ἐρωτηματικὰ τὸν ἱερέα, ποὺ πῆρε τὸ φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν του. Κι ἐκεῖνος, τρέμοντας, ψέλλισε τὴν συγχωρητικὴ εὐχή. Μόλις τελείωσε, μὴ μπορώντας νὰ συγκρατηθεῖ ἄλλο, ξέσπασε σὲ λυγμούς.
–Σᾶς εὐχαριστῶ, εἶπε ὁ Μιχαήλ. Ἠρεμῆστε… Ἦρθε ἡ ὥρα ποὺ θέλησε ὁ Θεός… Νὰ προσεύχεσθε γιὰ μένα, ὅσο θὰ ζεῖτε σ’ αὐτὴ τὴν γῆ. Ἔχετε ἀκόμα πολὺ δρόμο μπροστά σας… Σᾶς παρακαλῶ, πάρτε τὸ κασκέτο μου. Ἐκεῖ μέσα, κάτω ἀπ’ τὸν ἀριθμό, ὑπάρχει ἕνα σημείωμα γιὰ δύο ἀνθρώπους μὲ μεγάλη ψυχὴ καὶ πίστη. Εἶναι γραμμένες καὶ οἱ διευθύνσεις τους. Ὅταν βρεῖτε τὴν ἐλευθερία σας, νὰ τοὺς τὸ πάτε. Σᾶς χρειάζονται καὶ τοὺς χρειάζεστε… Ράψτε πάλι τὸν ἀριθμὸ στὸ κασκέτο. Καὶ παρακαλέστε τὸν Κύριο γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ μοναχοῦ Μιχαήλ…
. Σ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ἐξομολογήσεως, λὲς καὶ ἦταν μόνοι. Σὰν νὰ εἶχαν γίνει πολὺ μακρινὰ ὅλα -ὁ θάλαμος, οἱ κρατούμενοι, οἱ συνθῆκες καὶ ἡ ἀτμόσφαιρα τοῦ στρατοπέδου. Ἦταν καὶ οἱ δύο βυθισμένοι στὴν αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, στὴν καρδιακὴ προσευχὴ καὶ στὴν ἡσυχία τῆς ἐσωτερικῆς μονώσεως, ποὺ τοὺς ἔφερνε νοερὰ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. Ὅ,τι τοὺς βασάνιζε, ὅ,τι τοὺς ἀνησυχοῦσε, ὅ,τι τοὺς κρατοῦσε δεμένους στὴν γῆ, εἶχε χαθεῖ. Ὑπῆρχε μόνο ὁ Θεός. Καὶ τώρα ὁ ἕνας πήγαινε νὰ Τὸν συναντήσει, ἐνῶ ὁ ἄλλος γινόταν μάρτυρας τοῦ μεγάλου μυστηρίου τοῦ θανάτου.
. Ὁ Μιχαὴλ κρατώντας σφιχτὰ τὸ χέρι τοῦ π. Ἀρσενίου, προσευχόταν. Καὶ προσευχόταν μὲ τόση αὐτοσυγκέντρωση, ὥστε εἶχε ἀποξενωθεῖ ἐντελῶς ἀπὸ τὸ περιβάλλον. Ὁ π. Ἀρσένιος πάλι, ἀποδιώχνοντας κάθε ἄλλο λογισμό, τὸν ἀκολουθοῦσε μὲ ὑπομονὴ καὶ εὐλάβεια στὴν προσευχή του.
. Καὶ νά! Ἦρθε ἡ στιγμὴ τῆς «ἐξόδου». Τὰ μάτια τοῦ ἑτοιμαθάνατου φωτίστηκαν ἀπὸ μία ἤρεμη ἔκσταση. Μὲ φωνὴ ποὺ μόλις ἀκούγονταν, ψιθύρισε: «Μὴ ἀπορρίψῃς με Κύριε»…
. Ἀνασηκώθηκε στὸ κρεβάτι, ἅπλωσε μπροστὰ τὰ χέρια καὶ εἶπε δυνατά: «Κύριε! Κύριε»!
. Ἔκανε νὰ ἀνασηκωθεῖ περισσότερο, ἀλλ’ ἀμέσως ἔπεσε ἀνάσκελα κι ἔμεινε ἀκίνητος. Στὴν ὄψη του ζωγραφίστηκε μιὰ εἰρηνικὴ ἔκφραση, ἐνῶ τὰ μάτια του, λαμπερὰ κι ἐκστατικὰ ἀκόμα, κοίταζαν ψηλά. Ἡ ψυχή του εἶχε ἐγκαταλείψει τὸ σῶμα.
. Συγκλονισμένος ὁ π. Ἀρσένιος, ἔπεσε στὰ γόνατα καὶ ἄρχισε νὰ προσεύχεται, νὰ προσεύχεται ὄχι ἱκετευτικά, γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς τοῦ μοναχοῦ Μιχαήλ, ἀλλὰ δοξολογικὰ καὶ εὐχαριστιακά, γιὰ τὸ μεγάλο δῶρο ποὺ τοῦ ἔκανε τὸ ἄπειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ: Νὰ παρευρεθεῖ στὸ πιὸ φοβερὸ καὶ πιὸ ἀκατάληπτο μυστήριο- τὸν θάνατο ἑνὸς δικαίου!
. Σηκώθηκε κι ἔσκυψε πάνω ἀπὸ τὸν νεκρό. Εἶδε τὸ φῶς τῶν ἀνοιχτῶν ματιῶν του νὰ σβήνει σιγὰ-σιγὰ καὶ νὰ δίνει τὴν θέση του σὲ μιὰν ἀμυδρὴ καταχνιά. Τὰ βλέφαρα ἔκλεισαν ἀργά. Τὸ πρόσωπο καλύφθηκε ἀπὸ μιὰ σκιά, ποὺ τὸ ἔκανε ἐπιβλητικό, ἱλαρὸ καὶ γαλήνιο.
. Σκυμμένος πάνω ἀπὸ τὸ λείψανο ὁ π. Ἀρσένιος προσευχόταν. Μολονότι εἶχε γίνει μάρτυρας τοῦ θανάτου αὐτοῦ τοῦ μοναχοῦ, δὲν ἔνιωθε λύπη. Ἀπεναντίας, τὸν πλημμύριζαν ἡ εἰρήνη καὶ ἡ χαρά. Εἶχε γνωρίσει ἕναν δίκαιο. Εἶχε γνωρίσει τὸ ἔλεος καὶ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου