(Α´ Κορ. γ´ 9-17)
Οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν; Εἴ τις τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός· ὁ γὰρ ναὸς τοῦ Θεοῦ ἅγιός ἐστιν, οἵτινές ἐστε ὑμεῖς.
Απόδοση:
Αδελφοί, ἐμεῖς εἴμαστε συνεργάτες στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ κι ἐσεῖς τὸ χωράφι τοῦ Θεοῦ, τὸ οἰκοδόμημα τοῦ Θεοῦ. Σύμφωνα μὲ τὸ εἰδικὸ χάρισμα ποὺ μοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ὡς ἔμπειρος ἀρχιμάστορας, ἔβαλα ἐγὼ τὸ θεμέλιο. ῎Αλλος τώρα χτίζει πάνω σ’ αὐτό. ῾Ο καθένας ὅμως ἂς προσέχει πῶς χτίζει. Γιατὶ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ βάλει ἄλλο θεμέλιο ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ὑπάρχει καὶ ποὺ εἶναι ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός. Τώρα, ἂν κάποιοι χτίζουν πάνω σ’ αὐτὸ τὸ θεμέλιο μὲ χρυσάφι ἢ ἀσήμι ἢ πολύτιμα πετράδια, μὲ ξυλεία, χορτάρι ἢ ἄχυρο, ἡ δουλειὰ τοῦ καθενὸς θὰ φανεῖ· θὰ τὴ φέρει στὸ φῶς ἡ ἡμέρα τῆς κρίσεως. Γιατὶ ἡ ἡμέρα αὐτὴ θὰ φανερωθεῖ μὲ τρόπο πύρινο, καὶ ἡ ποιότητα τοῦ ἔργου καθενὸς θὰ δοκιμαστεῖ ἀπὸ τὴ φωτιά. ῍Αν τὸ ἔργο ποὺ ἔχτισε κάποιος ἀντέξει, αὐτὸς θὰ λάβει μισθό· ἂν ὅμως τὸ ἔργο του καταστραφεῖ ἀπὸ τὴ φωτιά, αὐτὸς θὰ χάσει τὴν ἀμοιβή του· ὁ ἴδιος ὅμως θὰ σωθεῖ, ὅπως ἕνας ποὺ περνάει μέσα ἀπὸ τὶς φλόγες. Δὲν ξέρετε πὼς εἶστε ναὸς τοῦ Θεοῦ κι ὅτι τὸ Πνεῦμα του κατοικεῖ ἀνάμεσά σας; ῍Αν κάποιος, λοιπόν, μὲ τὶς διαιρέσεις καταστρέφει τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ, αὐτὸν θὰ τὸν ἀφανίσει ὁ Θεός. Γιατὶ ὁ ναὸς τοῦ Θεοῦ εἶναι ἅγιος, κι ὁ ναὸς αὐτὸς εἶστε ἐσεῖς.
Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα
(Μτθ. ιδ´ 22-34)
Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα
(Μτθ. ιδ´ 22-34)
Τῶ καιρῷ ἐκείνῳ, ἠνάγκασεν ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους. Καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος κατ᾿ ἰδίαν προσεύξασθαι. ᾿Οψίας δὲ γενομένης μόνος ἦν ἐκεῖ. Τὸ δὲ πλοῖον ἤδη μέσον τῆς θαλάσσης ἦν, βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων· ἦν γὰρ ἐναντίος ὁ ἄνεμος. Τετάρτῃ δὲ φυλακῇ τῆς νυκτὸς ἀπῆλθε πρὸς αὐτοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης. Καὶ ἰδόντες αὐτὸν οἱ μαθηταὶ ἐπὶ τὴν θάλασσαν περιπατοῦντα ἐταράχθησαν λέγοντες ὅτι φάντασμά ἐστι, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν. Εὐθέως δὲ ἐλάλησεν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς λέγων· Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε. ᾿Αποκριθεὶς δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπε· Κύριε, εἰ σὺ εἶ, κέλευσόν με πρός σε ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα. ῾Ο δὲ εἶπεν, ᾿Ελθέ. Καὶ καταβὰς ἀπὸ τοῦ πλοίου ὁ Πέτρος περιεπάτησεν ἐπὶ τὰ ὕδατα ἐλθεῖν πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν. Βλέπων δὲ τὸν ἄνεμον ἰσχυρὸν ἐφοβήθη, καὶ ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσόν με. Εὐθέως δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ· ᾿Ολιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας; Καὶ ἐμβάντων αὐτῶν εἰς τὸ πλοῖον ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος· οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ ἐλθόντες προσεκύνησαν αὐτῷ λέγοντες· ᾿Αληθῶς Θεοῦ Υἱὸς εἶ. Καὶ διαπεράσαντες ἦλθον εἰς τὴν γῆν Γεννησαρέτ.
Απόδοση:
Εκεῖνο τὸν καιρό, ὁ ᾿Ιησοῦς ὑποχρέωσε τοὺς μαθητές του νὰ μποῦν στὸ καΐκι καὶ νὰ πᾶνε νὰ τὸν περιμένουν στὴν ἀπέναντι ὄχθη, ὡσότου αὐτὸς διαλύσει τὰ πλήθη. ᾿Αφοῦ τοὺς διέλυσε, ἀνέβηκε μόνος του στὸ βουνὸ νὰ προσευχηθεῖ. ῞Οταν βράδιασε ἦταν μόνος του ἐκεῖ. Στὸ μεταξὺ τὸ καΐκι βρισκόταν κιόλας στὴ μέση τῆς λίμνης καὶ τὸ παίδευαν τὰ κύματα, γιατὶ ἦταν ἀντίθετος ὁ ἄνεμος. Κατὰ τὰ ξημερώματα, ἦρθε ὁ ᾿Ιησοῦς κοντά τους περπατώντας πάνω στὴ λίμνη. Οἱ μαθητές, ὅταν τὸν εἶδαν νὰ περπατάει πάνω στὴ λίμνη, τρόμαξαν· ἔλεγαν πὼς εἶναι φάντασμα κι ἔβαλαν τὶς φωνὲς ἀπὸ τὸν φόβο τους. ᾿Αμέσως ὅμως ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς μίλησε καὶ τοὺς εἶπε· «Θάρρος! ᾿Εγὼ εἶμαι· μὴ φοβάστε». ῾Ο Πέτρος τοῦ ἀποκρίθηκε· «Κύριε, ἂν εἶσαι ἐσύ, δῶσε μου ἐντολὴ νὰ ἔρθω κοντά σου περπατώντας στὰ νερά». Κι ἐκεῖνος τοῦ εἶπε· «῎Ελα». Κατέβηκε τότε ἀπὸ τὸ πλοῖο ὁ Πέτρος κι ἄρχισε νὰ περπατάει πάνω στὰ νερὰ γιὰ νὰ πάει στὸν ᾿Ιησοῦ. Βλέποντας ὅμως τὸν ἰσχυρὸ ἄνεμο φοβήθηκε, κι ἄρχισε νὰ καταποντίζεται· ἔβαλε τότε τὶς φωνές· «Κύριε, σῶσε με!» ᾿Αμέσως ὁ ᾿Ιησοῦς ἅπλωσε τὸ χέρι, τὸν ἔπιασε καὶ τοῦ λέει· «᾿Ολιγόπιστε, γιατί σὲ κυρίεψε ἡ ἀμφιβολία;» Καὶ μόλις ἀνέβηκαν στὸ καΐκι κόπασε ὁ ἄνεμος. Τότε ὅσοι ἦταν στὸ καΐκι ἦρθαν καὶ τὸν προσκύνησαν λέγοντας· «᾿Αληθινά, εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ!» ᾿Αφοῦ διασχίσανε τὴ λίμνη, ἦρθαν στὴν περιοχὴ τῆς Γεννησαρέτ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου