Ὁ ἅγιος Ἰωάννης
τῆς Κλίμακος στὸν λόγο του περὶ ταπεινοφροσύνης γράφει: «Ὁ παρὼν λόγος
παρουσιάζει ἐνώπιόν μας πρὸς ἐξέτασι ἕνα θησαυρό, ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται
ἀσφαλισμένος μέσα σὲ ὀστράκινα σκεύη ἤ καλύτερα σὲ ἀνθρώπινα σώματα. Ἕνα θησαυρὸ
ποὺ ἡ ποιότης του δὲν μπορεῖ καθόλου νὰ κατανοηθῆ μὲ λόγια.
Ὅποιος ἐπέτυχε τὴν πλήρη γνῶσι τοῦ ἑαυτοῦ του, αὐτὸς ἔσπειρε σὲ
γῆ ἀγαθή. Ὅποιος δὲν ἔσπειρε κατὰ αὐτὸν τὸν τρόπο, δὲν πρόκειται νὰ ἴδη νὰ
ἀνθίζη μέσα του ἡ ταπεινοφροσύνη. Ὅποιος ἐπέτυχε τὴν γνῶσι τοῦ ἑαυτοῦ του, αὐτὸς
αἰσθάνθηκε τὸν φόβο τοῦ Κυρίου.
Εἶναι ἀκατόρθωτο νὰ προσέλθη ἀπὸ τὸ
χιόνι φλόγα. Περισσότερο ὅμως ἀκατόρθωτο εἶναι νὰ εὑρεθῆ ταπείνωσις στοὺς
ἑτεροδόξους, διότι τὸ κατόρθωμα αὐτὸ ἀνήκει μόνο στοὺς πιστοὺς καὶ ὀρθο- δόξους
καὶ μάλιστα σὲ ὅσους ἐξ αὐτῶν ἔχουν καθαρθῆ ἀπὸ τὰ πάθη». Ὁ ἅγιος Ἡσύχιος σὲ
γράμμα του πρὸς τὸν Θεόδουλο γράφει: «Ἡ ταπείνωση, ἐπειδὴ ἐκ φύσεως ἀνυψώνει τὸν
ἄνθρωπο καὶ ἔχει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ἀφανίζει σχεδὸν ὅλα τὰ κακὰ ποὺ ὑπάρχουν
μέσα μας, τὰ ὁποῖα μισεῖ ὁ Θεός, εἶναι δυσκολοκατόρθωτη.
Καὶ μπορεῖ νὰ βρεῖς σὲ ἕνα ἄνθρωπο μερικὴ ἐργασία πολλῶν
ἀρετῶν, ἂν ὅμως ζητήσεις καὶ μυρωδιὰ μόνον ταπεινώσεως, μόλις καὶ θὰ τὴν βρεῖς.
Γιὰ αὐτὸ εἶναι ἀνάγκη νὰ ἔχομε μεγάλη ἐπιμέλεια, ὥστε νὰ ἀποκτήσομε τὴν ἁγία
ταπείνωση. Ἡ Γραφὴ τὸν διάβολο τὸν ὀνομάζει ἀκάθαρτο, ἐπειδὴ ἐξ ἀρχῆς ἀπώθησε τὸ
ἀγαθό τῆς ταπεινοφροσύνης καὶ ἀγάπησε τὴν ὑπερηφάνεια».
Ὁ ἀββὰς Δωρόθεος ἀναφέρει σχετικά: «Ὅπως ἀκριβῶς τὰ δένδρα,
ὅταν εἶναι φορτωμένα μὲ πολὺ καρπό, ὁ ἴδιος ὁ καρπὸς λυγίζει τὰ κλαδιὰ καὶ τὰ
γέρνει πρὸς τὰ κάτω, τὸ δὲ κλαδὶ ποὺ δὲν ἔχει καρπὸ ὑψώνεται πρὸς τὰ πάνω καὶ
ἀνεβαίνει στητὸ – ὑπάρχουν βέβαια καὶ μερικὰ δένδρα ποὺ ὅσο κρατάει τὸ βλάστημά
τους, δὲν κρατοῦν καρπό, ἂν ὅμως πάρει πέτρα καὶ τὴν κρεμάσει στὸ κλαδὶ καὶ τὸ
τραβήξει πρὸς τὰ κάτω, τότε κάνει καρπὸ –ἔτσι εἶναι καὶ ἡ ψυχή. Ὅταν
ταπεινώνεται, τότε καρποφορεῖ καὶ ὅσο καρποφορεῖ τόσο ταπεινώνεται».
Ὁ δὲ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης ἑρμηνεύοντας τὸ «πτωχὸς τῷ
πνεύματι» στοὺς μακαρισμοὺς μᾶς λέει: «Μιλᾶμε γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ παραδέχεται
ὅτι εἶναι πνευματικὰ πτωχός, ποὺ ὁμολογεῖ πὼς δὲν ἔχει τίποτε δικό του.
Περιμένει τὰ πάντα μόνο ἀπὸ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι σίγουρος πὼς ὁ ἴδιος δὲν μπορεῖ οὔτε νὰ σκεφτεῖ μὰ οὔτε
καὶ νὰ ἐπιθυμήσει κάτι καλό, ἂν δὲν τοῦ δώσει ὁ Θεὸς ἕνα καλὸ λογισμὸ ἤ μία καλὴ
ἔμπνευση. Εἶναι πεισμένος πὼς χωρὶς τὴν χάρη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ δὲν μπορεῖ οὔτε
μία καλὴ πράξη νὰ κάνει. Τὸν ἑαυτὸ του τὸν λογαριάζει σὰν τὸν χειρότερο καὶ τὸν
πιὸ ἁμαρτωλὸ ἀπὸ ὅλους. Δὲν παύει νὰ ἱκετεύει τὸν Κύριο νὰ καθαρίσει τὸν χιτῶνα
τῆς ψυχῆς του καὶ νὰ τὸν ντύσει μὲ τὸν ἄφθαρτο χιτῶνα τῆς δικαιοσύνης. Πουθενὰ
δὲν μπορεῖ νὰ βρεῖ ἀσφάλεια, παρὰ μόνο στὸν Κύριο».
Ὁ γέροντας Πορφύριος λέει γιὰ τὴν ἁγία ταπείνωση: «Ἡ τέλεια
ἐμπιστοσύνη στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ αὐτὴ εἶναι ἡ ἁγία ταπείνωση. Ὁ ταπεινὸς ἔχει
συνείδηση τῆς ἐσωτερικῆς του καταστάσεως καί, ὅσο κι ἂν εἶναι ἄσχημη, δὲν χάνει
τὴν προσωπικότητά του. Γνωρίζει ὅτι εἶναι ἁμαρτωλὸς καὶ θλίβεται γι᾽ αὐτό, ἀλλὰ
δὲν ἀπελπίζεται, δὲν ἐξουθενώνει τὸν ἑαυτό του. Ὁ ἔχων τὴν ἁγία ταπείνωση δὲν
μιλάει καθόλου, δηλαδὴ δὲν ἀντιδρᾶ. Δέχεται νὰ τὸν παρατηροῦν, νὰ τὸν ἐλέγχουν
οἱ ἄλλοι, χωρὶς νὰ ἐξοργίζεται καὶ νὰ δικαιολογεῖται. Δὲν χάνει τὴν ἰσορροπία
του. Τὸ ἀντίθετο συμβαίνει μὲ τὸν ἐγωιστή, τὸν ἔχοντα αἰσθήματα κατωτερότητας.
Στὴν ἀρχὴ μοιάζει μὲ τὸν ταπεινό. Λίγο ὅμως ἂν τὸν πειράξει κανεὶς ἀμέσως χάνει
τὴν εἰρήνη του, ἐκνευρίζεται, ταράζεται».
Ὁ Ρῶσος γέροντας
Ἀνατόλιος μᾶς λέει γιὰ τὴν ταπείνωση: «Μὴ ἀπελπίζεσαι ὅταν ἡ ζωή σου δὲν εἶναι
ὅπως θὰ τὴν ἤθελες, μόνο ταπεινώσου. Ὁ Κύριος θὰ εὐαρεστηθεῖ μὲ τὴν ταπείνωσή
σου περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες, ποὺ ἀξίζουν πολύ, μὰ δὲν ὁδηγοῦν
ἀπαραίτητα στὴν ταπείνωση».
1. Ἰωάννου τοῦ
Σιναΐτου, Κλῖμαξ, σελ. 264. 2 Φιλοκαλία τόμ. Α΄ σελ.191
3. Ἀββᾶ Δωροθέου, Ἀσκητικὰ, σελ. 121
4. Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κρονστάνδης, Οἱ Μακαρισμοὶ, Δέκα Ἑρμηνευτικὲς Ὁμιλίες, σελ. 27
5. Γέροντος Πορφυρίου, Βίος καὶ Λόγοι, σελ. 313
6. Πέτρου Μπότση,Μικρὴ Ρωσικὴ Κλίμακα, σελ. 173
3. Ἀββᾶ Δωροθέου, Ἀσκητικὰ, σελ. 121
4. Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κρονστάνδης, Οἱ Μακαρισμοὶ, Δέκα Ἑρμηνευτικὲς Ὁμιλίες, σελ. 27
5. Γέροντος Πορφυρίου, Βίος καὶ Λόγοι, σελ. 313
6. Πέτρου Μπότση,Μικρὴ Ρωσικὴ Κλίμακα, σελ. 173
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου