Ἀποτελεῖ ἀδήριτη ἀνάγκη νὰ ἀνακαλύψουμε ξανά τὸν μονάδικά πασχάλιο χαρακτήρα τῆς Κυριακῆς καὶ νὰ ἀποκαταστήσουμε τὰ ἀρχαῖα προνόμια της. Ἡ Κυριακὴ ἀποτελεῖ τὴν πρώτη ἀλλὰ καὶ τὴν ὀγδόη ἡμέρα, τὴν ἐναργέστατη εἰκόνα τῆς ἀνεσπέρου ἡμέρας τῆς Βασιλείας τοῦ Κυρίου. Ἀποτελεῖ τὸ ἑβδομαδιαῖο Πάσχα καὶ ἔχει τὸν χαρακτήρα δεσποτικῆς ἑορτῆς.
Ἀπὸ αὐτὴν εἰσέρχεται ἄπλετο τὸ φῶς τῆς Βασιλείας στὴν Ἱστορία καὶ ἀπὸ αὐτὴν λαμβάνει φῶς καὶ χρῶμα τὸ γκρίζο τῆς καθημερινότητας μας. Ἡ μὴ μετοχὴ στὴν εὐχαριστιακὴ τράπεζα κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ εἶναι ἀπολύτως ἀδιανόητη καὶ ἀποτελεῖ προσβολὴ στὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου ποὺ ἀν καὶ ἀναξίους ἀναγκάζει ἡμᾶς εἰσελθεῖν στὸ μεγάλο δεῖπνο. Τὴν Κυριακὴ δὲν πενθοῦμε καὶ δεν γονατίζουμε ἀλλὰ προσευχόμαστε ὄρθιοι διακηρύττοντας ὅτι καὶ ἐμεῖς εἴμαστε υἱοί τῆς Ἀναστάσεως. Κατὰ τὴν Κυριακὴ δὲν δουλεύουμε ἀλλὰ δίνουμε χρόνο καὶ χῶρο γιὰ να συναντήσουμε τὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀλλους ἀνθρώπους. Ἡ Κυριακὴ εἶναι τέλος καὶ ἀρχή τῆς ἑβδομάδας καὶ τῆς ζωῆς μας. Εἶναι ἀφετηρία καὶ προορισμός. Ἀπὸ καὶ πρὸς τὴ θεία κοινωνία. Σὲ αὐτὴν συντελεῖται τὸ «ἤδη καὶ ὄχι ἀκόμη», τὸ «ἔρχεται ὥρα καὶ νῦν ἐστί». Ἡ πρόγευση καὶ ἡ προσδοκία.
Δεν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶμαστε πολίτες τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν καὶ νὰ μην εἴμαστε μέλη μιας συγκεκριμένης εὐχαριστιακῆς κοινότητας μέσα στὴν ὁποία ζοῦμε τὸ γεγονὸς τῆς Ἐκκλησίας, συγκροτοῦμε τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, λειτουργοῦμε «ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾶ καρδίᾳ» ἀποτελοῦμε ἀλλήλων μέλη, θεραπευόμαστε, ἀνεχόμαστε, μαθαίνουμε νὰ ἀγαποῦμε, ἐνεργοποιοῦμε τὰ χαρίσματα μας εἰς διακονίαν τοῦ σώματος καὶ χαιρόμαστε τὰ χαρίσματα τῶν ἀδελφῶν μας, ἔχουμε θέση καὶ ἀποστολή, ἡ παρουσία μας εἶναι πολύτιμη καὶ ἡ ἀπουσία μας αἰσθητή.
Στὸ λειτουργικὸ φῶς ἡ καθημερινότητα ἀποκαλύπτει τὶς ἐσχατολογικές της διαστάσεις. Ὁ ἄλλος ἄνθρωπος, ὁ συγκεκριμένος αὐτὴν τὴ στιγμή πλησίον, ὁ ἐλάχιστος ἀναγνωρίζεται ὡς ὁ ἴδιος ὁ Χριστός στὸ φοβερὸ βῆμα τοῦ ὁποίου θὰ δώσουμε λόγο γιὰ τὰ ἁπλὰ καὶ καθημερινά που κινδυνεύουμε νὰ παραθεωρήσουμε. Ἡ συναίσθηση τῶν ἐσχατολογικῶν διαστάσεων τῆς καθημερινότητας ἀπαιτεῖ διαρκὴ ἐγρήγορση καὶ ἀδιάλειπτη προσευχή.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ καρδιά που γεύεται τὴν συγχώρεση, τὸ χάρισμα τοῦ χρέους τῶν μυρίων ταλάντων κατὰ τὸ ἄπειρο ἔλεος τοῦ Κυρίου, δὲν εἶναι δυνατόν «νὰ πνίγει τὸν ἀδελφὸ διὰ τὰ δηνάρια», ἀλλὰ πλατύνεται καὶ συγχωρεῖ. Οἱ θλίψεις ἄλλωστε καὶ οἱ περιστάσεις τοῦ βίου μπροστὰ στὸ φῶς τῆς βασιλείας σμικρύνονται καὶ χάνουν τὴ φοβερή τους ὄψη. Ἀκόμη καὶ ὁ θάνατος καὶ οἱ σκιές του ὑποχωροῦν ἐμπρὸς στὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως ποὺ ἔχει ἀρχίσει ἤδη νὰ ἀνατέλλει στὴν καρδιά τοῦ πιστοῦ.
π. Ἠλία Κουτραφούρη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου