Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2015

28 Οκτωβρίου 1940: Αέρας!


1940: Τότε που οι Έλληνες σκότωσαν και σκοτώθηκαν για να σταματήσει ο πόλεμος...η τρέλα.
"Αέρας". Μία λέξη που σήμαινε πολλά. Την λέγανε τα παλικάρια και ξεχύνονταν προς τον εχθρό χωρίς να κοιτούνε πίσω.
Οι Έλληνες.
Οι Ήρωες.
Πολεμούσαν για την πατρίδα. Για το άδικο του κόσμου τούτου.
Και η μάνα Παναγιά, αντάρτισσα στα βουνά μαζί τους. Στο κρύο. Στην νύχτα.
Ξεψυχούσαν χωρίς παράπονο.
Και ντύναμε με το αίμα τους -με χρώμα πορφυρό, το χρώμα της καρδιάς- εκείνον τον χειμώνα...


"Κάποτε περνούμε ανάμεσα από χωριά βυθισμένα στον ύπνο που ξυπνούν απότομα απ' τα βήματα μας, απ' τον κρότο που κάνουν τα καρφιά απ' τα παπούτσια μας. Ανοίγουμε τα μάτια κ' είναι σα να μην καταλαβαίνουμε τίποτα, σα να νειρευόμαστε κοιμισμένοι. Γυναίκες βγαίνουν στα παράθυρα και μπορεί να κλαίνε σιωπηλά μέσα στή νύχτα χωρίς να τις βλέπουμε, να παρακαλούν το θεό χωρίς να τις άκουμε, οι άντρες κατεβαίνουν στο δρόμο, μας μιλάν, τι ήρεμη η φωνή τους, μας επαναλαμβάνουν «στο καλό», δεν τρέμει καθόλου η φωνή τους, πόσο θα ήθελαν να γίνουν ένα μαζί μας, ναρθουν μαζί μας, είναι ο λαός που κάνει αυτόν τον πόλεμο κι αυτός ο πόλεμος είναι δίκαιος....
Ο πόλεμος είναι ένα έγκλημα που γίνεται με ένδυμα επίσημο και μ’ όλα τα παράσημα στο στήθος. Το χρυσάφι και ο πόλεμος, ο πόλεμος και το χρυσάφι αυτή είναι η ιστορία ως τώρα του κόσμου. Όμως αυτός ο πόλεμος είναι δίκαιος. Πολεμάμε για να μην υποφέρει ο άνθρωπος απ’ τον άνθρωπο, να μη σκοτώνει ο άνθρωπος τον άνθρωπο, πολεμάμε για να μην υπάρχει ο πόλεμος, να μην υπάρχει στον κόσμο κανένας φασισμός, να μην υπάρχουν δικτάτορες, να απαλλαγεί απ’ τη δικτατορία η χώρα μας. Κάνουμε το χρέος μας απέναντι στον άνθρωπο, όχι απέναντι στο Θεό....
Οι σκιές κάτου απ' τα δέντρα πραγματοποιούν τερατώδη σχήματα, καταστρέφουν την πραγματικότητα. Γιατί αυτός ο άνθρωπος άναψε ένα φως; Για να κοιτάξει τον εαυτό του ή να βρει έναν άλλο; Υπάρχουν άνθρωποι που ψάχνουν να βρουν τον εαυτό τους και συναντούν το κενό, που ψάχνουν να βρουν τον άλλο και συναντούν πάλι το κενό. Το φως πέφτει απ' τα χέρια, πολλά πόδια το πατούν κι όλοι χάνουνται μέσα στο σκοτάδι. Κι αυτός που κρατούσε το φως ανακατώθηκε πάλι με τους άλλους σα να μην υπήρξε ποτέ. Το δάσος γεμίζει ξανά από μια ανατριχίλα θανάτου. Η νύχτα προχωρεί αργά σα να σέρνεται μέσα στην ψυχή μας. Πολλοί αποκοιμούνται κάτου απ' τα δέντρα. Το ένα πρόσωπο ακουμπάει στη νύχτα του άλλου προσώπου....
Σε ποιον να μιλήσω, αφού καταλαβαίνω ότι η ομιλία μου δε βγαίνει από στόμα. Είμαστε οι νεκροί που καβαλάμε το νεκρό εαυτό μας. Πάνου σ' αυτή τη γη μάς κρατάει σαν καρφωμένους ο θάνατος. Αυτές οι λασπωμένες εκτάσεις έγιναν το φέρετρό μας. Δεν μπορώ να κοιτάξω τον ουρανό. Βλέπω με αηδία τον ευατό μου κι όμως βυθίζουμαι πιο πολύ στη λάσπη. Γύρω μου κάποτε είναι σα να μην υπάρχει τίποτα άλλο απ' τη σκιά μου...".

(αποσπάσματα από το βιβλίο "Οι άνθρωποι του μύθου", Στέλιου Ξεφλούδα)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...