«Η φιλαργυρία είναι η ρίζα όλων των κακών και τρέφει σαν κλαδιά της πονηρά τα υπόλοιπα πάθη, και δεν αφήνει να ξεραθούν εκείνα που βλάστησαν από αυτήν. Αυτός που θέλει να κόψει τα πάθη, να κόψει την ρίζα τους. Γιατί, όσο παραμένει η φιλαργυρία, κόβοντας τα κλαδιά δεν ωφελεί καθόλου· γιατί, και αν κοπούν, θα ξαναβλαστήσουν πάλι. Μοναχός που έχει πολλά κτήματα, είναι σαν το πολυφορτωμένο πλοίο, το οποίο σε τρικυμία βυθίζεται εύκολα. Γιατί, όπως το καταπονημένο πλοίο βασανίζεται από κάθε κύμα, έτσι και ο μεγαλοκτηματίας βυθίζεται από τις φροντίδες.
Ο ακτήμονας μοναχός είναι οδοιπόρος άνετος και σε κάθε τόπο βρίσκει κατάλυμα. Ο ακτήμονας μοναχός είναι αετός που πετάει ψηλά, κατεβαίνει δε χαμηλά μόνο για να βρει τροφή, όταν η ανάγκη τον πιέσει. Ο μοναχός αυτός βρίσκεται πάνω από κάθε πειρασμό, περιγελά τα παρόντα, και ανεβαίνει στα ύψη, φεύγει από τα γήινα και περιπλανιέται μαζί με τους αγγέλους, γιατί έχει ελαφρά φτερά, που δεν βαρύνονται με φροντίδες. Έρχεται θλίψη, και αυτός χωρίς λύπη εγκαταλείπει τον τόπο. Έρχεται θάνατος, και φεύγει χαρούμενος, γιατί δεν έδεσε την ψυχή του με κανένα γήινο δεσμό.
Αντίθετα ο πολυκτηματίας είναι δεμένος με φροντίδες και σαν σκυλί είναι δεμένος με αλυσίδα, και αν αναγκαστεί να μετακινηθεί, κουβαλάει μαζί του τις αναμνήσεις των κτημάτων του φορτίο βαρύ και βάρος ανώφελο. Πληγώνεται από τη λύπη, και από την έγνοια πονάει δυνατά. Εγκατέλειψε τα κτήματά του και μαστιγώνεται από τη λύπη. Και όταν έρθει ο θάνατος, αφήνει τα παρόντα με τρόπο αξιολύπητο. Παραδίδει την ψυχή του και το μάτι του δεν αποσπάται από τα πράγματα. Σύρεται χωρίς να το θέλει σαν ζώο που δραπετεύει. Χωρίζεται από το σώμα, και δεν αποχωρίζεται από τα πράγματα, επειδή το πάθος τον κρατάει περισσότερο από εκείνους που τον τραβούν.
Η θάλασσα δεν γεμίζει, αν και δέχεται πολλά ποτάμια, και η επιθυμία του φιλάργυρου δεν ικανοποιείται από τα χρήματα. Διπλασιάζει τα χρήματα, και αυτά επιθυμεί να τα κάνει διπλά, αλλά και με τον διπλασιασμό τους ποτέ δεν σταματά, μέχρι που ο θάνατος να σταματήσει αυτήν την ατελείωτη επιδίωξή του. Ο συνετός μοναχός φροντίζει για την ανάγκη του σώματος και το χορτασμό της κοιλιάς του με ψωμί και νερό. Δεν κολακεύει πλούσιους για την ευχαρίστηση της κοιλιάς, ούτε υποδουλώνει τον νου του σε πολλούς δεσπότες. Γιατί είναι ικανά τα χέρια του να ικανοποιήσουν τις φυσικές ανάγκες του για πάντα. Ο ακτήμονας μοναχός είναι αθλητής χωρίς τη μεσολάβηση τρίτου, και δρομέας ελαφρός, που φτάνει γρήγορα στο βραβείο της ουράνιας κλήσης του.
Ο πολυκτηματίας μοναχός χαίρεται για πολλά εισοδήματα, ενώ ο ακτήμονας για τα στεφάνια των αρετών του. Ο φιλάργυρος μοναχός εργάζεται σκληρά, ενώ ο ακτήμονας ασχολείται με την προσευχή και τα αναγνώσματα. Ο φιλάργυρος μοναχός γεμίζει τα ταμεία του με χρυσάφι, ενώ ο ακτήμονας αποταμιεύει στον ουρανό. «Είναι καταραμένος αυτός που κάνει είδωλο και το τοποθετεί σε μέρος απόκρυφο». Το ίδιο και αυτός που έχει το πάθος της φιλαργυρίας. Γιατί ο ένας προσκυνεί ένα ψεύτικο και ανώφελο άγαλμα, και ο άλλος κάνει άγαλμα το φάντασμα του πλούτου».
(Απόσπασμα από το «Περί των οκτώ πνευμάτων της πονηρίας», αγίου Νείλου, Φιλοκαλία 11Β).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου