Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (Ἐπίσκοπος Ἀχρίδος)
Στενοχωρεῖσαι. Βαρέθηκες τὴν δουλειά σου. Ὅλες οἱ ἄλλες ἐργασίες σοῦ φαίνονται καλύτερες. Εἶσαι πικραμένος καὶ ἀνήσυχος, γιατί δὲν μπορεῖς νὰ βρῆς ἄλλο ἐπάγγελμα!
Πολὺ σκέφθηκα πρὶν πάρω τὸ μολύβι μου νὰ σοῦ ἀπαντήσω. Προσπάθησα μὲ τὴν φαντασία μου νὰ ἔρθω στὴν θέση σου. Προσπάθησα νὰ μπῶ στὴν μαυρίλα καὶ στὸν θόρυβο τῆς μηχανῆς. Φαντάσθηκα τὸν ἑαυτό μου κατάμαυρο καὶ ἱδρωμένο νὰ κοιτάζω μὲ προσοχή, μὲ προσοχὴ πάντα μπροστά, ἐνῷ πίσω μου ἔρχεται ἕνας μικρὸς λαός: γέροι, γονεῖς, παιδιά, ἡγεμόνες, διπλωμάτες, ὑπάλληλοι, χωρικοί, ἐργάτες, μέ-ροκαματιάρηδες. Ὅλοι γνωστοί μου, καὶ ὅλοι αὐτὴ τὴν στιγμὴ ἐξαρτῶνται ἀπὸ μένα! Εἴτε τὸ κουβεντιάζουν μεταξύ τους, εἴτε ἁπλῶς τὸ σκέπτονται μέσα τους. Ὅλοι τρέχουν μὲ λαχτάρα γιὰ τὸν προορισμό τους. Καὶ ἐγὼ ἐξαρτῶμαι ἀπὸ τὸν Θεό.
Οἱ ἐπιβάτες δὲν τὸ καταλαβαίνουν πόσο ἐξαρτῶνται ἀπὸ μένα! Χωρὶς νὰ μὲ γνωρίζουν. Χωρὶς νὰ μὲ ξέρουν! Καὶ ὅμως μὲ ἐμπιστεύονται. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς μοῦ δίνει χαρά! Ὅταν ἀνέβηκαν στὸ ὄχημα καὶ ξεκινήσαμε, κανεὶς δὲν ἦρθε νὰ μὲ ἰδῆ καὶ νὰ μὲ γνωρίση! Κανεὶς δὲν ἀναρωτήθηκε: Μήπως εἶναι τρελλὸς ἤ τυφλὸς ἤ μεθυσμένος; Ὅλοι μοῦ ἐμπιστεύθηκαν τὴν ζωή τους! Χωρὶς νὰ εἶναι σίγουροι ὅτι εἶμαι ὁ πιὸ ἱκανὸς ἄνθρωπος σ' αὐτὴν τὴν θορυβώδη κίνηση τῆς πόλης, ποὺ οἱ ἐπιβάτες μένουν στὸ ὄχημά μου γιὰ λίγο καὶ συνεχῶς ἀλλάζουν! Κανενὸς δὲν πέρασε τέτοια σκέψη. Καὶ αὐτὸ μὲ χαροποιεῖ ἀκόμη περισσότερο. Χαίρω, γιατί τόσος λαὸς ἐμπιστεύεται τὴν ζωή του στὰ χέρια μου.
Καὶ τότε παρ' ὅλο τὸν κόπο μου αἰσθάνθηκα μιά βαθειὰ εὐχαρίστηση καὶ ἄρχισα νὰ δοξολογῶ τὸν Θεὸ μὲ τὰ λόγια:
- Ὢ Θεέ μου, μεγάλε καὶ θαυμαστέ! Δόξα σὲ Σένα καὶ εὐχαριστία. Γιατί μοῦ ἔδωσες μιά τέτοια σπουδαία ἐργασία ποὺ μοιάζει μὲ τὴν δική Σου! Γιατί, Κύριε, καὶ Σὺ εἶσαι κρυμμένος, ἄγνωστος καὶ ἀόρατος μέσα στὴν μηχανή, ποὺ ὀνομάζεται πλάση. Τὸ δικό Σου ὄχημα εἶναι τεράστιο. Καὶ οἱ ἐπιβάτες του ἀναρίθμητοι. Ἐσὺ εἶσαι ὁ ὁδηγὸς τοῦ σύμπαντος! Καὶ ὅμως πολλοί, πάρα πολλοί, δὲν Σὲ σκέπτονται καθόλου. Οὔτε Σὲ ἀναζητοῦν. Καὶ ὅμως Σὺ τοὺς ὁδηγεῖς καλά. Σὺ τοὺς ξέρεις. Σὺ τοὺς δίνεις τροφὴ καὶ ἀνάπαυση καὶ χαρά. Καὶ τοὺς θυμίζεις πότε πρέπει νὰ φάγουν, καὶ ποὺ νὰ κατεβοῦν!
Ὅλοι μας ἐλάχιστα πράγματα ξέρουμε γιὰ τὸ ὄχημα αὐτό. Γιὰ τὸ ξεκίνημά του. Καὶ γιὰ τὸ τέρμα του. Καὶ ὅμως μὲ ἐμπιστοσύνη ἀνεβαίνουμε καὶ κατεβαίνουμε σὲ αὐτό. Καὶ ἂς εἶσαι Σύ, Κύριε, κρυμμένος, ἄγνωστος καὶ ἀόρατος! Χίλιες χιλιάδες φορὲς Σὲ δοξολογῶ. Καὶ Σὲ εὐχαριστῶ. Καὶ σὲ παρακαλῶ, τὸν Τεχνίτη καὶ Δημιουργό τοῦ Παντός, τὸν Παντεπόπτη καὶ Παντοδύναμο. Σὲ Σένα ἐμπιστεύομαι σὲ ὅλα. Καὶ γιὰ ὅλα, ὅσα θὰ μοῦ συμβοῦν. Ἐσὺ εἶσαι ὁ μοναδικός μου βοηθός. Σὺ θὰ μὲ πᾷς στὸ τέρμα.
Νεαρέ μου φίλε! Τί καλύτερη δουλειὰ θὰ μποροῦσες νὰ κάμῃς; Νομίζεις ἦταν καλύτερη ἡ ἐργασία τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, πού ἦταν ψαράς, ἤ τοῦ ἀποστόλου Παύλου πού ἦταν σκηνοποιός; Τὸ δικό σου ἐπάγγελμα εἶναι πολὺ πιὸ καλό! Πρέπει νὰ εὐχαριστῇς τὴν Θεία Πρόνοια πού σοῦ ἐμπιστεύθηκε μιά τέτοια ἐργασία.
Στενοχωρεῖσαι. Βαρέθηκες τὴν δουλειά σου. Ὅλες οἱ ἄλλες ἐργασίες σοῦ φαίνονται καλύτερες. Εἶσαι πικραμένος καὶ ἀνήσυχος, γιατί δὲν μπορεῖς νὰ βρῆς ἄλλο ἐπάγγελμα!
Πολὺ σκέφθηκα πρὶν πάρω τὸ μολύβι μου νὰ σοῦ ἀπαντήσω. Προσπάθησα μὲ τὴν φαντασία μου νὰ ἔρθω στὴν θέση σου. Προσπάθησα νὰ μπῶ στὴν μαυρίλα καὶ στὸν θόρυβο τῆς μηχανῆς. Φαντάσθηκα τὸν ἑαυτό μου κατάμαυρο καὶ ἱδρωμένο νὰ κοιτάζω μὲ προσοχή, μὲ προσοχὴ πάντα μπροστά, ἐνῷ πίσω μου ἔρχεται ἕνας μικρὸς λαός: γέροι, γονεῖς, παιδιά, ἡγεμόνες, διπλωμάτες, ὑπάλληλοι, χωρικοί, ἐργάτες, μέ-ροκαματιάρηδες. Ὅλοι γνωστοί μου, καὶ ὅλοι αὐτὴ τὴν στιγμὴ ἐξαρτῶνται ἀπὸ μένα! Εἴτε τὸ κουβεντιάζουν μεταξύ τους, εἴτε ἁπλῶς τὸ σκέπτονται μέσα τους. Ὅλοι τρέχουν μὲ λαχτάρα γιὰ τὸν προορισμό τους. Καὶ ἐγὼ ἐξαρτῶμαι ἀπὸ τὸν Θεό.
Οἱ ἐπιβάτες δὲν τὸ καταλαβαίνουν πόσο ἐξαρτῶνται ἀπὸ μένα! Χωρὶς νὰ μὲ γνωρίζουν. Χωρὶς νὰ μὲ ξέρουν! Καὶ ὅμως μὲ ἐμπιστεύονται. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς μοῦ δίνει χαρά! Ὅταν ἀνέβηκαν στὸ ὄχημα καὶ ξεκινήσαμε, κανεὶς δὲν ἦρθε νὰ μὲ ἰδῆ καὶ νὰ μὲ γνωρίση! Κανεὶς δὲν ἀναρωτήθηκε: Μήπως εἶναι τρελλὸς ἤ τυφλὸς ἤ μεθυσμένος; Ὅλοι μοῦ ἐμπιστεύθηκαν τὴν ζωή τους! Χωρὶς νὰ εἶναι σίγουροι ὅτι εἶμαι ὁ πιὸ ἱκανὸς ἄνθρωπος σ' αὐτὴν τὴν θορυβώδη κίνηση τῆς πόλης, ποὺ οἱ ἐπιβάτες μένουν στὸ ὄχημά μου γιὰ λίγο καὶ συνεχῶς ἀλλάζουν! Κανενὸς δὲν πέρασε τέτοια σκέψη. Καὶ αὐτὸ μὲ χαροποιεῖ ἀκόμη περισσότερο. Χαίρω, γιατί τόσος λαὸς ἐμπιστεύεται τὴν ζωή του στὰ χέρια μου.
Καὶ τότε παρ' ὅλο τὸν κόπο μου αἰσθάνθηκα μιά βαθειὰ εὐχαρίστηση καὶ ἄρχισα νὰ δοξολογῶ τὸν Θεὸ μὲ τὰ λόγια:
- Ὢ Θεέ μου, μεγάλε καὶ θαυμαστέ! Δόξα σὲ Σένα καὶ εὐχαριστία. Γιατί μοῦ ἔδωσες μιά τέτοια σπουδαία ἐργασία ποὺ μοιάζει μὲ τὴν δική Σου! Γιατί, Κύριε, καὶ Σὺ εἶσαι κρυμμένος, ἄγνωστος καὶ ἀόρατος μέσα στὴν μηχανή, ποὺ ὀνομάζεται πλάση. Τὸ δικό Σου ὄχημα εἶναι τεράστιο. Καὶ οἱ ἐπιβάτες του ἀναρίθμητοι. Ἐσὺ εἶσαι ὁ ὁδηγὸς τοῦ σύμπαντος! Καὶ ὅμως πολλοί, πάρα πολλοί, δὲν Σὲ σκέπτονται καθόλου. Οὔτε Σὲ ἀναζητοῦν. Καὶ ὅμως Σὺ τοὺς ὁδηγεῖς καλά. Σὺ τοὺς ξέρεις. Σὺ τοὺς δίνεις τροφὴ καὶ ἀνάπαυση καὶ χαρά. Καὶ τοὺς θυμίζεις πότε πρέπει νὰ φάγουν, καὶ ποὺ νὰ κατεβοῦν!
Ὅλοι μας ἐλάχιστα πράγματα ξέρουμε γιὰ τὸ ὄχημα αὐτό. Γιὰ τὸ ξεκίνημά του. Καὶ γιὰ τὸ τέρμα του. Καὶ ὅμως μὲ ἐμπιστοσύνη ἀνεβαίνουμε καὶ κατεβαίνουμε σὲ αὐτό. Καὶ ἂς εἶσαι Σύ, Κύριε, κρυμμένος, ἄγνωστος καὶ ἀόρατος! Χίλιες χιλιάδες φορὲς Σὲ δοξολογῶ. Καὶ Σὲ εὐχαριστῶ. Καὶ σὲ παρακαλῶ, τὸν Τεχνίτη καὶ Δημιουργό τοῦ Παντός, τὸν Παντεπόπτη καὶ Παντοδύναμο. Σὲ Σένα ἐμπιστεύομαι σὲ ὅλα. Καὶ γιὰ ὅλα, ὅσα θὰ μοῦ συμβοῦν. Ἐσὺ εἶσαι ὁ μοναδικός μου βοηθός. Σὺ θὰ μὲ πᾷς στὸ τέρμα.
Νεαρέ μου φίλε! Τί καλύτερη δουλειὰ θὰ μποροῦσες νὰ κάμῃς; Νομίζεις ἦταν καλύτερη ἡ ἐργασία τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, πού ἦταν ψαράς, ἤ τοῦ ἀποστόλου Παύλου πού ἦταν σκηνοποιός; Τὸ δικό σου ἐπάγγελμα εἶναι πολὺ πιὸ καλό! Πρέπει νὰ εὐχαριστῇς τὴν Θεία Πρόνοια πού σοῦ ἐμπιστεύθηκε μιά τέτοια ἐργασία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου