Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))
Ὅταν ἕνα παιδὶ ἔρχεται γιὰ ἐξομολόγηση μοῦ μεταφέρει, ἀπὸ μνήμης ἢ σὲ γραπτό, μιὰ σύντομη ἢ μακριὰ λίστα “ἁμαρτιών”. Ὅπως ἀνακαλύπτω στὴ συνέχεια, ἔχει συνήθως συνταχθεῖ χωρὶς τὴ συμμετοχὴ τοῦ ἴδιου τοῦ παιδιοῦ καὶ ἀντανακλᾶ μόνο τὰ παράπονα καὶ τὴν κριτικὴ τῶν γονέων του.
Παρόμοια ἐμπειρία ἔχει κανεὶς μὲ ἐνήλικες ἀνθρώπους ποὺ ἐμφανίζονται μὲ λίστες ποὺ ἀνακάλυψαν σὲ σχετικὰ βιβλία ἢ συνέταξαν μὲ τὴ συνδρομὴ τῶν πνευματικῶν τους γερόντων.
Ἔτσι, τὸ ἑπόμενο βῆμα εἶναι νὰ θέσω τὸν ἄνθρωπο μπροστὰ στὸν προβληματισμὸ νὰ διερευνήσει τὴ δική του, προσωπικὴ σχέση μὲ τὸν Χριστό. Οἱ περισσότεροι δὲν ἔχουν παρὰ μιὰ ἐπιφανειακή, ἐξ ἀκοῆς γνωριμία μαζί Του γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς ἐνθαρρύνω νὰ Τὸν γνωρίσουν καλύτερα μέσα ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου.
Ἀπὸ μιὰ τέτοια προσέγγιση ἀρχίζει κανεὶς νὰ καταλαβαίνει ἂν τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ τὸν ἐλκύει. Ἐὰν ἐπιθυμεῖ νὰ γίνει ὅμοιος μὲ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ κτίσει μὲ Ἐκεῖνον μία σχέση φιλίας.
Ἂς ἀναρωτηθοῦμε λοιπὸν ἂν τὸ στοιχεῖο τῆς φιλίας ὑπάρχει στὴ δική μας σχέση μὲ τὸν Χριστό. Ἂς ρωτήσουμε τὸν ἑαυτό μας ἐὰν προσπαθήσαμε μὲ κάποιο τρόπο νὰ Τοῦ δώσουμε χαρὰ καὶ νὰ συμπαρασταθοῦμε στὸ ἔργο Του. Ἂν τὸ συμπέρασμα εἶναι ὅτι ἡ σχέση αὐτὴ μᾶς ἀφήνει ἀδιάφορους θὰ χρειαστεῖ νὰ ἐπανεξετάσουμε τί σημαίνει τελικὰ νὰ εἴμαστε Χριστιανοί. Ἐὰν ὅμως νιώθουμε εἰλικρινὰ τὸν Χριστὸ ὡς φίλο, ἂς ἀρχίσουμε νὰ ρωτοῦμε τὸν ἑαυτὸ μας καθημερινά: Τί ἔκανα, τί εἶπα, τί σκέφτηκα καὶ αἰσθάνθηκα, ποὺ μπορεῖ νὰ Τοῦ δώσει χαρὰ ἢ θλίψη;
Κι αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ βίωμα ἂς μεταφέρουμε στὴν Ἐξομολόγηση: “Ἀνάμεσα στὴν τελευταία καὶ τὴ σημερινὴ ἐξομολόγηση ὑπῆρξα ἕνας ἄπιστος, ἕνας ἀδιάφορος, ἕνας δειλὸς σύντροφος ἢ ἀντιθέτως, παραστάθηκα ὡς φίλος...”
Ὅταν προσερχόμαστε στὴν ἐξομολόγηση σπεύδουμε πρόσωπο μὲ πρόσωπο πρὸς ἕναν φίλο. Δὲν πρόκειται νὰ μᾶς κρίνει καὶ νὰ μᾶς καταδικάσει κανείς. Ἂς πολεμήσουμε τὸν φόβο ποὺ μᾶς διακατέχει γι’ αὐτὸ ποὺ πρόκειται νὰ συμβεῖ. Ἐρχόμαστε στὸν Ἕνα τῆς Τριάδος ποὺ ὄντας Θεὸς ἐπέλεξε ἀπὸ ἀγάπη γιὰ μᾶς νὰ γίνει Ἄνθρωπος, ν’ ἀναλάβει πάνω Του τὴν ἀνθρώπινη φθορὰ καὶ νὰ δώσει τὴ ζωή Του γιά μᾶς. Ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατός Του εἶναι ἡ ἀπόδειξη ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι τόσο μεγάλη ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ τὸν πλησιάσουμε χωρὶς δισταγμό, μὲ τὴν προσδοκία ὅτι σὲ κάθε περίπτωση θὰ ἀγκαλιάσει τὴν ἀδυναμία μας, πέρα ἀπὸ ἠθικὲς ἀξιολογήσεις. Ἂς εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ἐὰν κάποιος πρόκειται νὰ θρηνήσει γιὰ τὴν ἀναξιότητα καὶ τὴν ἁμαρτία μας μὲ συμπόνια, ἔλεος, ἀγάπη δὲν εἶναι παρὰ Ἐκεῖνος –ποὺ θὰ ἦταν πρόθυμος νὰ σαρκωθεῖ καὶ νὰ πεθάνει ἔστω καὶ γιὰ ἕναν μόνο ἁμαρτωλό, γιατί δὲν μπορεῖ νὰ ὑπομείνει τὴν ἀπώλεια κανενός. Αὐτὸς λοιπὸν εἶναι ὁ Χριστὸς στὸν ὁποῖο προσερχόμαστε κατὰ τὴν ἐξομολόγηση. Προσδοκᾶ τὴν ἴαση, τὴν παραμυθία, τὴν στήριξή μας – ὄχι τὴν κρίση καὶ καταδίκη μας.
Καὶ τότε ποιὸς εἶναι ὁ ρόλος τοῦ ἱερέως; Στὴν εὐχὴ ποὺ διαβάζει ὁ κληρικὸς πρὶν τὸ μυστήριο ὀνομάζεται “μάρτυρας”. Καλεῖται ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ παραβρίσκεται ἐνώπιον τοῦ ἁμαρτωλοῦ γιὰ νὰ μαρτυρήσει τὸ γεγονὸς τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ γιὰ κεῖνον, νὰ βεβαιώσει ὅτι ὁ Κύριος εἶναι παρὼν καὶ ἡ μόνη ἐπιθυμία καὶ πρόθεσή Του εἶναι ἡ σωτηρία καὶ ἡ αἰώνια εὐφροσύνη τοῦ μετανοοῦντος. Ἐπίσης, ὁ ἱερέας παρευρίσκεται στὸ ὄνομα τοῦ ἁμαρτωλοῦ, γιὰ νὰ ἱκετεύσει καὶ νὰ μεσιτεύσει στὸν Κύριο γιὰ τὴν συμφιλίωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν Ἐκκλησία.
Ἂς ἀλλάξουμε, λοιπόν, τὸν τρόπο τῆς ἐξομολόγησης: ἂς διώξουμε τὸν φόβο τῆς τιμωρίας ἢ τῆς ἀπόρριψης κι ἂς βροῦμε τὸ θάρρος νὰ ἐλαφρώσουμε τὴν καρδιά μας ἀπὸ κάθε ἀμφιβολία. Ὁ Χριστὸς δὲν πρόκειται νὰ μᾶς ἀρνηθεῖ. Ἴσως ἡ ἐξομολόγησή μας νὰ εἶναι γιὰ Ἐκεῖνον ἕνας νέος σταυρός, ἀλλὰ θὰ τὸν δεχθεῖ, ἀφοῦ μᾶς ἀγαπᾶ πέρα ἀπὸ κάθε κρίση, μέχρι θανάτου: Ὁ θάνατός του ἔγινε ἡ δική μας ζωὴ – ζωὴ μέσα στὸ χρόνο καὶ ζωὴ στὴν αἰωνιότητα.
Ἡ ἐξομολόγηση πρὶν ἀπὸ ὅλα εἶναι συνάντηση καὶ συμφιλίωση. Εἶναι συνάντηση μὲ τὸν Χριστὸ ποὺ ποτὲ δὲν μᾶς στρέφει τὰ νῶτα, ἂν κι ἐμεῖς φεύγουμε μακριά. Μερικὲς φορὲς μία τέτοια συνάντηση μπορεῖ νὰ γίνει ἔμπνευση γιὰ ὁλόκληρη τὴ ζωὴ καὶ νὰ μᾶς δώσει δύναμη καὶ κουράγιο νὰ διάγουμε τὸ ὑπόλοιπο τοῦ βίου.
Συχνὰ ἁμαρτάνουμε σοβαρὰ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχουν κάποιες στιγμὲς τῆς ζωῆς ποὺ μᾶς χωρίζουν ἀπὸ Ἐκεῖνον μὲ ἕναν ἰδιαίτερα βίαιο τρόπο, στιγμὲς μεγάλης ἀπιστίας. Θυμηθεῖτε τὸ περιστατικὸ μὲ τὴν προδοσία τοῦ Πέτρου. Ὅταν ἀργότερα μετὰ τὴν Ἀνάσταση ἡ Μαρία Μαγδαληνὴ συναντᾶ τὸν Ἄγγελο Κυρίου στὸν τόπο τοῦ μνημείου αὐτὸς τῆς παραγγέλει: “Ὑπάγετε, εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ...”, γιατί ὁ Πέτρος ὄντας προδότης δὲν λογαρίαζε πλέον τὸν ἑαυτό του ὡς ἕνα τῶν μαθητῶν. Εἶχε ἀπαρνηθεῖ τὸν Χριστὸ κι αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ὁ Κύριος τὸν ὀνοματίζει ἰδιαιτέρως θέλοντας νὰ τὸν βεβαιώσει ὅτι ἡ φιλία τους διατηρεῖται ἀλώβητη κι ὅτι παραμένει τὸ ἴδιο ἀγαπητὸς ὅσο καὶ τότε ποὺ ἦταν ἔμπιστος.
Καὶ τέλος ὑπάρχουν φορὲς ποὺ προσερχόμαστε στὴν ἐξομολόγηση γιατί θέλουμε νὰ ἀνανεώσουμε τὴν ἐγγύτητα τῆς σχέσης ποὺ ἔχει τραυματιστεῖ. Ἂς ἔχουμε κατὰ νοῦ ὅτι γιὰ νὰ ἐπανασυνδέσουμε τὴ φιλία μας χρειάζεται ν’ ἀνοίξουμε μὲ εἰλικρίνεια τὴν καρδιά μας καὶ νὰ φανερώσουμε τὶς ἀστοχίες καὶ τὰ λάθη ποὺ ἔχουν πληγώσει αὐτὴ τὴ σχέση. Δὲν χρειάζεται νὰ καταφεύγουμε σὲ λίστες ἁμαρτιῶν, οὔτε νὰ ἐρευνοῦμε τὰ βιβλία γιὰ ν’ ἀνακαλύψουμε τὴν ἁμαρτία μας. Ἀλλὰ μόνο νὰ σκύψουμε μέσα μας καὶ νὰ ἐξετάσουμε τὴ συνείδησή μας.
Ἂς χρησιμοποιήσουμε ἁπλοὺς τρόπους γι’ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν αὐτογνωσία. Τί ἦταν αὐτὸ ποὺ προτιμήσαμε στὴ θέση τοῦ Χριστοῦ; Τί εἶναι αὐτὸ ποῦ μᾶς κράτησε σὲ ἀδράνεια, ὥστε νὰ παραμείνουμε χωρὶς καρπό; Ἂς προσπαθήσουμε μέσα ἀπὸ τὶς γραμμὲς τοῦ Εὐαγγελίου νὰ ἐπισημάνουμε ὄχι ἐκεῖνα ποὺ μᾶς κρίνουν, ἀλλὰ τὰ λόγια ποὺ μιλοῦν στὴν καρδιά μας, ὅπως ἔγινε μὲ τοὺς μαθητές: “οὐχὶ ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν ἡμῖν, ὡς ἐλάλει ἡμῖν ἐν τῇ ὁδῷ καὶ ὡς διήνοιγεν ἡμῖν τὰς γραφάς;”
Ἂς ἀνακαλύψουμε κι ἐμεῖς τὸν λόγο ποὺ μᾶς θερμαίνει τὴν καρδιά, ποὺ ἀγγίζει τὰ βάθη τῆς ὕπαρξης καὶ μᾶς φέρνει σὲ κοινωνία μὲ τὸν Κύριο. Αὐτὸ εἶναι τὸ κριτήριο. Στὴν πραγματικότητα δὲν ἔχει τόση σημασία ἂν ἀθετήσαμε κάποιους κανόνες. Αὐτὸ ποὺ μᾶς ζημιώνει εἶναι ὅτι ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὴν εὐλογημένη κοινωνία τῆς χάριτός Του.
Ἂς ἐρευνήσουμε λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἀρχή, ὄχι μὲ τὴ στείρα λογική τῆς ἐνοχῆς, ἀλλὰ μὲ ἀπώτερο σκοπὸ νὰ σταθμίσουμε πὼς χάσαμε τὴν ἐμπιστοσύνη καὶ τὴν ἀγάπη ποὺ πρὸς στιγμὴν γευθήκαμε. Ἂς θυμηθοῦμε ἐκεῖνα τὰ λόγια ποὺ πύρωσαν τὴν καρδιά μας κι ἔδωσαν καθαρότητα στὸ λογισμό μας, ποὺ κίνησαν τὴ θέλησή μας στὸ ἀγαθὸ καὶ ἔφεραν γαλήνη στὰ μέλη μας καὶ τὰ μεταμόρφωσαν ἀπὸ σάρκινα σὲ σῶμα ἱερό: ἱερὸ γιατί μέσα ἀπὸ τὸ βάπτισμα ἑνωθήκαμε μὲ τὸν σαρκωμένο Χριστό, μέσα ἀπὸ τὸ Χρίσμα γίναμε δοχεῖο τοῦ Πνεύματος καὶ μὲ τὰ ἄχραντα μυστήρια γινόμαστε Σῶμα Χριστοῦ. Αὐτὴ τὴν ἐμπειρία ἂς μεταφέρουμε στὴν ἐξομολόγηση, μετανοώντας ὄχι γιὰ κάτι ἀφηρημένο ποὺ βρίσκεται σὲ κάποια λίστα ἁμαρτιῶν, ἀλλὰ γιὰ κεῖνες τὶς ἐπιλογὲς ποὺ διέρρηξαν τὴ φιλία καὶ κοινωνία μας μὲ τὸν Σωτήρα Χριστό.
Ζοῦμε συχνὰ μέσα στὸ ψέμα. Κατασκευάζουμε γύρω μας ἕναν κόσμο ὅπου μόνο ὁ θάνατος μπορεῖ νὰ θριαμβεύσει. Ἀρνούμαστε τὸν πλησίον μας καὶ κλείνουμε μόνοι μας τὸ δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Κύριο συγχώρεση ἁμαρτιῶν, ἀλλὰ δὲν ἔχει νόημα νὰ ἀναζητοῦμε μία τυπικὴ ἄφεση. Πρέπει νὰ διψοῦμε γιὰ ἀληθινὴ συμφιλίωση, στὸ πλαίσιο τῆς ὁποίας θὰ ἀναθέσουμε στὸν Θεὸ τὴν ἀναξιότητα καὶ τὴν ἀπιστία μας – ὄχι μόνο πρὸς Ἐκεῖνον ἀλλὰ καὶ πρὸς τὸν πλησίον, τὸν φίλο, τὸν γνωστὸ καὶ συγγενῆ μας.
Ἂς ἔχουμε ἐμπιστοσύνη ὅτι μόνο ἡ δική Του ἀκλόνητη φιλία μπορεῖ νὰ μᾶς παρακινήσει σὲ ἀλλαγή. “Ἐγώ καὶ φίλος καὶ μέλος καὶ κεφαλὴ καὶ ἀδελφὸς καὶ ἀδελφὴ καὶ μήτηρ. Πάντα ἐγώ. Μόνον οἰκείως ἔχε πρὸς ἐμέ. Ἐγὼ πένης διὰ σὲ καὶ ἀλήτης διὰ σέ, ἐπὶ σταυροῦ διὰ σέ, ἐπὶ τάφου διὰ σέ. Πάντα μοι σὺ καὶ ἀδελφὸς καὶ συγκληρονόμος καὶ φίλος καὶ μέλος. Τί πλέον θέλεις;” “Μπορεῖς ν’ ἀνταποκριθεῖς μὲ λίγη ἐμπιστοσύνη; Δὲν ζητῶ ὁλοκληρωτική, ἄμεση ἀλλαγή. Ἀλλὰ πορεία βῆμα πρὸς βῆμα. Θὰ σὲ στηρίξω, θὰ σὲ προστατεύσω, θὰ ὁδηγήσω τὰ βήματά σου – μόνον ἄλλαξε στάση. Κι ὅταν λάβεις συγχώρεση στὸ ὄνομά μου μὴν σκεφτεῖς ὅτι τὸ παρελθὸν ἔχει πάψει νὰ ὑπάρχει. Ἀλλὰ τότε μόνο θὰ ἔχεις ἀπαλλαχτεῖ ἀπὸ τὶς πληγὲς ὅταν γίνεις τόσο ξένος πρὸς αὐτὲς ὥστε νὰ μὴν τὶς λογαριάζεις πιὰ γιὰ δικὲς σου”.
Ὅταν τὰ παλιά μας πάθη ζωντανεύουν ἐνώπιόν μας καταλαβαίνουμε ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν μέσα σὲ μία στιγμὴ νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὸ παρελθόν. Χρειάζεται χρόνο γιὰ νὰ βαδίσουμε στὸ δρόμο τῆς ἐλευθερίας. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ὁ Χριστὸς μᾶς ἀρνεῖται τὴ συγχώρεση. Ἡ συγχώρεση τοῦ Θεοῦ ἐκδηλώνεται μέσα ἀπὸ τὴ συμπάσχουσα ἀγάπη του, τὴν ἀποδοχὴ καὶ τὴν διαρκῆ πρόνοιά Του ποὺ δὲν θὰ ἐπιτρέψει νὰ ὁδηγηθοῦμε ἀνυπεράσπιστοι στὸν ἴδιο πειρασμό. Ἔτσι, ἡ συγχώρεση τοῦ Κυρίου μπορεῖ νὰ λύνει τὴν ἀποξένωση, ἀλλὰ χρειάζεται ἐπίπονος ἀγώνας καὶ μετάνοια γιὰ νὰ γίνουμε καινοὶ μὲ τὴ χάρη Του. Ἡ ἄφεση δὲν σβήνει τὸ παρελθόν. Τὸ θεραπεύει μέσα ἀπὸ τὴ συνέργεια τὴ δική μας μὲ τὸν Θεό.
Ἂς ἐμπιστευόμαστε, λοιπόν, καθημερινὰ τὸν λογισμό μας στὸν Θεὸ μὲ εἰλικρίνεια. Κι ὅταν προσερχόμαστε στὴν Ἐξομολόγηση ἡ εὐχὴ τῆς συγχωρήσεως θὰ ἔχει ἀληθινό, πραγματικὸ νόημα: τὴν ἐπανασυγκρότηση μιᾶς φιλίας ποὺ ὅσον ἀφορᾶ τὸν Θεὸ παραμένει ἀναλλοίωτη ἀλλὰ ὡς πρὸς τὸ δικό μας μέρος χρειάζεται νὰ τὴν ἐπιδιώξουμε. Κι αὐτή μας ἡ πρόθεση πρέπει νὰ στηρίζεται ἀπὸ ἀποφασιστικότητα. Κι ἡ ἀποφασιστικότητα ἀπὸ πράξη καὶ καινότητα ζωῆς.
Ὅταν ἕνα παιδὶ ἔρχεται γιὰ ἐξομολόγηση μοῦ μεταφέρει, ἀπὸ μνήμης ἢ σὲ γραπτό, μιὰ σύντομη ἢ μακριὰ λίστα “ἁμαρτιών”. Ὅπως ἀνακαλύπτω στὴ συνέχεια, ἔχει συνήθως συνταχθεῖ χωρὶς τὴ συμμετοχὴ τοῦ ἴδιου τοῦ παιδιοῦ καὶ ἀντανακλᾶ μόνο τὰ παράπονα καὶ τὴν κριτικὴ τῶν γονέων του.
Παρόμοια ἐμπειρία ἔχει κανεὶς μὲ ἐνήλικες ἀνθρώπους ποὺ ἐμφανίζονται μὲ λίστες ποὺ ἀνακάλυψαν σὲ σχετικὰ βιβλία ἢ συνέταξαν μὲ τὴ συνδρομὴ τῶν πνευματικῶν τους γερόντων.
Ἔτσι, τὸ ἑπόμενο βῆμα εἶναι νὰ θέσω τὸν ἄνθρωπο μπροστὰ στὸν προβληματισμὸ νὰ διερευνήσει τὴ δική του, προσωπικὴ σχέση μὲ τὸν Χριστό. Οἱ περισσότεροι δὲν ἔχουν παρὰ μιὰ ἐπιφανειακή, ἐξ ἀκοῆς γνωριμία μαζί Του γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς ἐνθαρρύνω νὰ Τὸν γνωρίσουν καλύτερα μέσα ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου.
Ἀπὸ μιὰ τέτοια προσέγγιση ἀρχίζει κανεὶς νὰ καταλαβαίνει ἂν τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ τὸν ἐλκύει. Ἐὰν ἐπιθυμεῖ νὰ γίνει ὅμοιος μὲ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ κτίσει μὲ Ἐκεῖνον μία σχέση φιλίας.
Ἂς ἀναρωτηθοῦμε λοιπὸν ἂν τὸ στοιχεῖο τῆς φιλίας ὑπάρχει στὴ δική μας σχέση μὲ τὸν Χριστό. Ἂς ρωτήσουμε τὸν ἑαυτό μας ἐὰν προσπαθήσαμε μὲ κάποιο τρόπο νὰ Τοῦ δώσουμε χαρὰ καὶ νὰ συμπαρασταθοῦμε στὸ ἔργο Του. Ἂν τὸ συμπέρασμα εἶναι ὅτι ἡ σχέση αὐτὴ μᾶς ἀφήνει ἀδιάφορους θὰ χρειαστεῖ νὰ ἐπανεξετάσουμε τί σημαίνει τελικὰ νὰ εἴμαστε Χριστιανοί. Ἐὰν ὅμως νιώθουμε εἰλικρινὰ τὸν Χριστὸ ὡς φίλο, ἂς ἀρχίσουμε νὰ ρωτοῦμε τὸν ἑαυτὸ μας καθημερινά: Τί ἔκανα, τί εἶπα, τί σκέφτηκα καὶ αἰσθάνθηκα, ποὺ μπορεῖ νὰ Τοῦ δώσει χαρὰ ἢ θλίψη;
Κι αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ βίωμα ἂς μεταφέρουμε στὴν Ἐξομολόγηση: “Ἀνάμεσα στὴν τελευταία καὶ τὴ σημερινὴ ἐξομολόγηση ὑπῆρξα ἕνας ἄπιστος, ἕνας ἀδιάφορος, ἕνας δειλὸς σύντροφος ἢ ἀντιθέτως, παραστάθηκα ὡς φίλος...”
Ὅταν προσερχόμαστε στὴν ἐξομολόγηση σπεύδουμε πρόσωπο μὲ πρόσωπο πρὸς ἕναν φίλο. Δὲν πρόκειται νὰ μᾶς κρίνει καὶ νὰ μᾶς καταδικάσει κανείς. Ἂς πολεμήσουμε τὸν φόβο ποὺ μᾶς διακατέχει γι’ αὐτὸ ποὺ πρόκειται νὰ συμβεῖ. Ἐρχόμαστε στὸν Ἕνα τῆς Τριάδος ποὺ ὄντας Θεὸς ἐπέλεξε ἀπὸ ἀγάπη γιὰ μᾶς νὰ γίνει Ἄνθρωπος, ν’ ἀναλάβει πάνω Του τὴν ἀνθρώπινη φθορὰ καὶ νὰ δώσει τὴ ζωή Του γιά μᾶς. Ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατός Του εἶναι ἡ ἀπόδειξη ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι τόσο μεγάλη ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ τὸν πλησιάσουμε χωρὶς δισταγμό, μὲ τὴν προσδοκία ὅτι σὲ κάθε περίπτωση θὰ ἀγκαλιάσει τὴν ἀδυναμία μας, πέρα ἀπὸ ἠθικὲς ἀξιολογήσεις. Ἂς εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ἐὰν κάποιος πρόκειται νὰ θρηνήσει γιὰ τὴν ἀναξιότητα καὶ τὴν ἁμαρτία μας μὲ συμπόνια, ἔλεος, ἀγάπη δὲν εἶναι παρὰ Ἐκεῖνος –ποὺ θὰ ἦταν πρόθυμος νὰ σαρκωθεῖ καὶ νὰ πεθάνει ἔστω καὶ γιὰ ἕναν μόνο ἁμαρτωλό, γιατί δὲν μπορεῖ νὰ ὑπομείνει τὴν ἀπώλεια κανενός. Αὐτὸς λοιπὸν εἶναι ὁ Χριστὸς στὸν ὁποῖο προσερχόμαστε κατὰ τὴν ἐξομολόγηση. Προσδοκᾶ τὴν ἴαση, τὴν παραμυθία, τὴν στήριξή μας – ὄχι τὴν κρίση καὶ καταδίκη μας.
Καὶ τότε ποιὸς εἶναι ὁ ρόλος τοῦ ἱερέως; Στὴν εὐχὴ ποὺ διαβάζει ὁ κληρικὸς πρὶν τὸ μυστήριο ὀνομάζεται “μάρτυρας”. Καλεῖται ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ παραβρίσκεται ἐνώπιον τοῦ ἁμαρτωλοῦ γιὰ νὰ μαρτυρήσει τὸ γεγονὸς τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ γιὰ κεῖνον, νὰ βεβαιώσει ὅτι ὁ Κύριος εἶναι παρὼν καὶ ἡ μόνη ἐπιθυμία καὶ πρόθεσή Του εἶναι ἡ σωτηρία καὶ ἡ αἰώνια εὐφροσύνη τοῦ μετανοοῦντος. Ἐπίσης, ὁ ἱερέας παρευρίσκεται στὸ ὄνομα τοῦ ἁμαρτωλοῦ, γιὰ νὰ ἱκετεύσει καὶ νὰ μεσιτεύσει στὸν Κύριο γιὰ τὴν συμφιλίωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν Ἐκκλησία.
Ἂς ἀλλάξουμε, λοιπόν, τὸν τρόπο τῆς ἐξομολόγησης: ἂς διώξουμε τὸν φόβο τῆς τιμωρίας ἢ τῆς ἀπόρριψης κι ἂς βροῦμε τὸ θάρρος νὰ ἐλαφρώσουμε τὴν καρδιά μας ἀπὸ κάθε ἀμφιβολία. Ὁ Χριστὸς δὲν πρόκειται νὰ μᾶς ἀρνηθεῖ. Ἴσως ἡ ἐξομολόγησή μας νὰ εἶναι γιὰ Ἐκεῖνον ἕνας νέος σταυρός, ἀλλὰ θὰ τὸν δεχθεῖ, ἀφοῦ μᾶς ἀγαπᾶ πέρα ἀπὸ κάθε κρίση, μέχρι θανάτου: Ὁ θάνατός του ἔγινε ἡ δική μας ζωὴ – ζωὴ μέσα στὸ χρόνο καὶ ζωὴ στὴν αἰωνιότητα.
Ἡ ἐξομολόγηση πρὶν ἀπὸ ὅλα εἶναι συνάντηση καὶ συμφιλίωση. Εἶναι συνάντηση μὲ τὸν Χριστὸ ποὺ ποτὲ δὲν μᾶς στρέφει τὰ νῶτα, ἂν κι ἐμεῖς φεύγουμε μακριά. Μερικὲς φορὲς μία τέτοια συνάντηση μπορεῖ νὰ γίνει ἔμπνευση γιὰ ὁλόκληρη τὴ ζωὴ καὶ νὰ μᾶς δώσει δύναμη καὶ κουράγιο νὰ διάγουμε τὸ ὑπόλοιπο τοῦ βίου.
Συχνὰ ἁμαρτάνουμε σοβαρὰ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχουν κάποιες στιγμὲς τῆς ζωῆς ποὺ μᾶς χωρίζουν ἀπὸ Ἐκεῖνον μὲ ἕναν ἰδιαίτερα βίαιο τρόπο, στιγμὲς μεγάλης ἀπιστίας. Θυμηθεῖτε τὸ περιστατικὸ μὲ τὴν προδοσία τοῦ Πέτρου. Ὅταν ἀργότερα μετὰ τὴν Ἀνάσταση ἡ Μαρία Μαγδαληνὴ συναντᾶ τὸν Ἄγγελο Κυρίου στὸν τόπο τοῦ μνημείου αὐτὸς τῆς παραγγέλει: “Ὑπάγετε, εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ...”, γιατί ὁ Πέτρος ὄντας προδότης δὲν λογαρίαζε πλέον τὸν ἑαυτό του ὡς ἕνα τῶν μαθητῶν. Εἶχε ἀπαρνηθεῖ τὸν Χριστὸ κι αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ὁ Κύριος τὸν ὀνοματίζει ἰδιαιτέρως θέλοντας νὰ τὸν βεβαιώσει ὅτι ἡ φιλία τους διατηρεῖται ἀλώβητη κι ὅτι παραμένει τὸ ἴδιο ἀγαπητὸς ὅσο καὶ τότε ποὺ ἦταν ἔμπιστος.
Καὶ τέλος ὑπάρχουν φορὲς ποὺ προσερχόμαστε στὴν ἐξομολόγηση γιατί θέλουμε νὰ ἀνανεώσουμε τὴν ἐγγύτητα τῆς σχέσης ποὺ ἔχει τραυματιστεῖ. Ἂς ἔχουμε κατὰ νοῦ ὅτι γιὰ νὰ ἐπανασυνδέσουμε τὴ φιλία μας χρειάζεται ν’ ἀνοίξουμε μὲ εἰλικρίνεια τὴν καρδιά μας καὶ νὰ φανερώσουμε τὶς ἀστοχίες καὶ τὰ λάθη ποὺ ἔχουν πληγώσει αὐτὴ τὴ σχέση. Δὲν χρειάζεται νὰ καταφεύγουμε σὲ λίστες ἁμαρτιῶν, οὔτε νὰ ἐρευνοῦμε τὰ βιβλία γιὰ ν’ ἀνακαλύψουμε τὴν ἁμαρτία μας. Ἀλλὰ μόνο νὰ σκύψουμε μέσα μας καὶ νὰ ἐξετάσουμε τὴ συνείδησή μας.
Ἂς χρησιμοποιήσουμε ἁπλοὺς τρόπους γι’ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν αὐτογνωσία. Τί ἦταν αὐτὸ ποὺ προτιμήσαμε στὴ θέση τοῦ Χριστοῦ; Τί εἶναι αὐτὸ ποῦ μᾶς κράτησε σὲ ἀδράνεια, ὥστε νὰ παραμείνουμε χωρὶς καρπό; Ἂς προσπαθήσουμε μέσα ἀπὸ τὶς γραμμὲς τοῦ Εὐαγγελίου νὰ ἐπισημάνουμε ὄχι ἐκεῖνα ποὺ μᾶς κρίνουν, ἀλλὰ τὰ λόγια ποὺ μιλοῦν στὴν καρδιά μας, ὅπως ἔγινε μὲ τοὺς μαθητές: “οὐχὶ ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν ἡμῖν, ὡς ἐλάλει ἡμῖν ἐν τῇ ὁδῷ καὶ ὡς διήνοιγεν ἡμῖν τὰς γραφάς;”
Ἂς ἀνακαλύψουμε κι ἐμεῖς τὸν λόγο ποὺ μᾶς θερμαίνει τὴν καρδιά, ποὺ ἀγγίζει τὰ βάθη τῆς ὕπαρξης καὶ μᾶς φέρνει σὲ κοινωνία μὲ τὸν Κύριο. Αὐτὸ εἶναι τὸ κριτήριο. Στὴν πραγματικότητα δὲν ἔχει τόση σημασία ἂν ἀθετήσαμε κάποιους κανόνες. Αὐτὸ ποὺ μᾶς ζημιώνει εἶναι ὅτι ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὴν εὐλογημένη κοινωνία τῆς χάριτός Του.
Ἂς ἐρευνήσουμε λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἀρχή, ὄχι μὲ τὴ στείρα λογική τῆς ἐνοχῆς, ἀλλὰ μὲ ἀπώτερο σκοπὸ νὰ σταθμίσουμε πὼς χάσαμε τὴν ἐμπιστοσύνη καὶ τὴν ἀγάπη ποὺ πρὸς στιγμὴν γευθήκαμε. Ἂς θυμηθοῦμε ἐκεῖνα τὰ λόγια ποὺ πύρωσαν τὴν καρδιά μας κι ἔδωσαν καθαρότητα στὸ λογισμό μας, ποὺ κίνησαν τὴ θέλησή μας στὸ ἀγαθὸ καὶ ἔφεραν γαλήνη στὰ μέλη μας καὶ τὰ μεταμόρφωσαν ἀπὸ σάρκινα σὲ σῶμα ἱερό: ἱερὸ γιατί μέσα ἀπὸ τὸ βάπτισμα ἑνωθήκαμε μὲ τὸν σαρκωμένο Χριστό, μέσα ἀπὸ τὸ Χρίσμα γίναμε δοχεῖο τοῦ Πνεύματος καὶ μὲ τὰ ἄχραντα μυστήρια γινόμαστε Σῶμα Χριστοῦ. Αὐτὴ τὴν ἐμπειρία ἂς μεταφέρουμε στὴν ἐξομολόγηση, μετανοώντας ὄχι γιὰ κάτι ἀφηρημένο ποὺ βρίσκεται σὲ κάποια λίστα ἁμαρτιῶν, ἀλλὰ γιὰ κεῖνες τὶς ἐπιλογὲς ποὺ διέρρηξαν τὴ φιλία καὶ κοινωνία μας μὲ τὸν Σωτήρα Χριστό.
Ζοῦμε συχνὰ μέσα στὸ ψέμα. Κατασκευάζουμε γύρω μας ἕναν κόσμο ὅπου μόνο ὁ θάνατος μπορεῖ νὰ θριαμβεύσει. Ἀρνούμαστε τὸν πλησίον μας καὶ κλείνουμε μόνοι μας τὸ δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Κύριο συγχώρεση ἁμαρτιῶν, ἀλλὰ δὲν ἔχει νόημα νὰ ἀναζητοῦμε μία τυπικὴ ἄφεση. Πρέπει νὰ διψοῦμε γιὰ ἀληθινὴ συμφιλίωση, στὸ πλαίσιο τῆς ὁποίας θὰ ἀναθέσουμε στὸν Θεὸ τὴν ἀναξιότητα καὶ τὴν ἀπιστία μας – ὄχι μόνο πρὸς Ἐκεῖνον ἀλλὰ καὶ πρὸς τὸν πλησίον, τὸν φίλο, τὸν γνωστὸ καὶ συγγενῆ μας.
Ἂς ἔχουμε ἐμπιστοσύνη ὅτι μόνο ἡ δική Του ἀκλόνητη φιλία μπορεῖ νὰ μᾶς παρακινήσει σὲ ἀλλαγή. “Ἐγώ καὶ φίλος καὶ μέλος καὶ κεφαλὴ καὶ ἀδελφὸς καὶ ἀδελφὴ καὶ μήτηρ. Πάντα ἐγώ. Μόνον οἰκείως ἔχε πρὸς ἐμέ. Ἐγὼ πένης διὰ σὲ καὶ ἀλήτης διὰ σέ, ἐπὶ σταυροῦ διὰ σέ, ἐπὶ τάφου διὰ σέ. Πάντα μοι σὺ καὶ ἀδελφὸς καὶ συγκληρονόμος καὶ φίλος καὶ μέλος. Τί πλέον θέλεις;” “Μπορεῖς ν’ ἀνταποκριθεῖς μὲ λίγη ἐμπιστοσύνη; Δὲν ζητῶ ὁλοκληρωτική, ἄμεση ἀλλαγή. Ἀλλὰ πορεία βῆμα πρὸς βῆμα. Θὰ σὲ στηρίξω, θὰ σὲ προστατεύσω, θὰ ὁδηγήσω τὰ βήματά σου – μόνον ἄλλαξε στάση. Κι ὅταν λάβεις συγχώρεση στὸ ὄνομά μου μὴν σκεφτεῖς ὅτι τὸ παρελθὸν ἔχει πάψει νὰ ὑπάρχει. Ἀλλὰ τότε μόνο θὰ ἔχεις ἀπαλλαχτεῖ ἀπὸ τὶς πληγὲς ὅταν γίνεις τόσο ξένος πρὸς αὐτὲς ὥστε νὰ μὴν τὶς λογαριάζεις πιὰ γιὰ δικὲς σου”.
Ὅταν τὰ παλιά μας πάθη ζωντανεύουν ἐνώπιόν μας καταλαβαίνουμε ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν μέσα σὲ μία στιγμὴ νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὸ παρελθόν. Χρειάζεται χρόνο γιὰ νὰ βαδίσουμε στὸ δρόμο τῆς ἐλευθερίας. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ὁ Χριστὸς μᾶς ἀρνεῖται τὴ συγχώρεση. Ἡ συγχώρεση τοῦ Θεοῦ ἐκδηλώνεται μέσα ἀπὸ τὴ συμπάσχουσα ἀγάπη του, τὴν ἀποδοχὴ καὶ τὴν διαρκῆ πρόνοιά Του ποὺ δὲν θὰ ἐπιτρέψει νὰ ὁδηγηθοῦμε ἀνυπεράσπιστοι στὸν ἴδιο πειρασμό. Ἔτσι, ἡ συγχώρεση τοῦ Κυρίου μπορεῖ νὰ λύνει τὴν ἀποξένωση, ἀλλὰ χρειάζεται ἐπίπονος ἀγώνας καὶ μετάνοια γιὰ νὰ γίνουμε καινοὶ μὲ τὴ χάρη Του. Ἡ ἄφεση δὲν σβήνει τὸ παρελθόν. Τὸ θεραπεύει μέσα ἀπὸ τὴ συνέργεια τὴ δική μας μὲ τὸν Θεό.
Ἂς ἐμπιστευόμαστε, λοιπόν, καθημερινὰ τὸν λογισμό μας στὸν Θεὸ μὲ εἰλικρίνεια. Κι ὅταν προσερχόμαστε στὴν Ἐξομολόγηση ἡ εὐχὴ τῆς συγχωρήσεως θὰ ἔχει ἀληθινό, πραγματικὸ νόημα: τὴν ἐπανασυγκρότηση μιᾶς φιλίας ποὺ ὅσον ἀφορᾶ τὸν Θεὸ παραμένει ἀναλλοίωτη ἀλλὰ ὡς πρὸς τὸ δικό μας μέρος χρειάζεται νὰ τὴν ἐπιδιώξουμε. Κι αὐτή μας ἡ πρόθεση πρέπει νὰ στηρίζεται ἀπὸ ἀποφασιστικότητα. Κι ἡ ἀποφασιστικότητα ἀπὸ πράξη καὶ καινότητα ζωῆς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου