Κατά τους Αγίους
Πατέρας τέσσερεις είναι οι επιθέσεις του διαβόλου εναντίον των δούλων του Θεού
στις επιθανάτιες στιγμές.
Ο πρώτος πειρασμός του διαβόλου γίνεται εναντίον της πίστεώς μας. Βλέποντας ο διάβολος ότι ο άνθρωπος αδυνάτισε, αρχίζει να του σπέρνη στον νου λογισμούς απιστίας και αμφιβολίας για την ορθόδοξο πίστι μας. Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης σ’ αυτή την περίπτωσι μας συμβουλεύει τα εξής: «Όταν ιδούμε ότι μας φέρνει λογισμούς απελπισίας και απιστίας κατά την ώρα του θανάτου μας, ν’ απομακρύνουμε αυτούς από την σκέψι μας λέγοντας: «Πήγαινε οπίσω μου, σατανά, πατέρα του ψεύδους, διότι δεν θέλω ούτε να σε ακούω. Μου είναι αρκετό να πιστεύω σ’ αυτά που πιστεύει η Εκκλησία μου». Δεν πρέπει να δίνουμε καθόλου σημασία στους λογισμούς της απιστίας, όπως μας διδάσκει και η Αγία Γραφή: «εάν πνεύμα του εξουσιάζοντος αναβή επί σε, τόπον σου μη αφής», (Εκκλησ. 10,4). Ενώ, εάν ο πονηρός όφις σε ερωτήση: «Και τί πιστεύει η Εκκλησία»; Μη του δώσης προσοχή και μη του απαντήσης καθόλου. Εάν είσαι δυνατός στην πίστι και θέλεις να τον εντροπιάσης, απάντησέ του νοερά: «Η Αγία μου Εκκλησία πιστεύει στην αλήθεια». Εάν σε ερωτήση πάλι: «ποιά αλήθεια;» να του απαντήσης: «Αυτή την οποία πιστεύει η Εκκλησία». Κράτησε τον νου σου δυνατά και σταθερά στον Σταυρωθέντα Κύριο, λέγοντας Του: «Θεέ μου Πλάστη μου και Δημιουργέ μου, βοήθησέ με γρήγορα για να μη απομακρυνθώ από την αλήθειά Σου και την πίστι Σου. Καθώς με την Χάρι Σου με ανεγέννησες έτσι μέχρι τέλους της παρούσης ζωής μου να με φυλάξης προς δόξα του Ονόματος Σου».
Ο δεύτερος πειρασμός στην ώρα του θανάτου μας είναι της απελπισίας. Προσπαθεί δηλαδή ο διάβολος να μας προκαλέση φόβο ενθυμίζοντας τις αμαρτίες μας για να μας ρίξη έτσι στον βυθό της απελπισίας. Αλλά εσύ, αδελφέ μου, στάσου γενναίος σ’ αυτό τον κίνδυνο και να γνωρίζης εκ των προτέρων δύο πράγματα: Εάν η ενθύμησις των αμαρτιών σου σε ταπεινώνη και σου προκαλή πόνο στην καρδιά σου, διότι ελύπησες τον Θεό με τις αμαρτίες σου, και αυτός ο πόνος σου φέρνει στην ψυχή ειρήνη, αγάπη για τον Θεό και πραότητα, τότε να ξέρης ότι αυτή η ενθύμησις είναι από την Χάρι του Θεού, ενώ όταν σού προκαλεί οργή στην καρδιά, αδημονία και ταραχή, να γνωρίζης ότι είναι έργο του δαίμονος, ο όποιος θέλει να σε ρίξη στον λάκκο της απελπισίας πιστεύοντας ότι δεν υπάρχει για εσένα σωτηρία και ότι θα κολασθής. Τότε να ταπεινώνεσαι περισσότερο και να έχης την ελπίδα σου στον Θεό και όχι στα έργα σου. Μόνο έτσι με γλυτώσης από τους νοητούς εχθρούς, θα σύντριψης τα άρματα τους και θα δοξάσης τον Θεό. Κατόπιν, εάν σου φαίνεται ότι ο ίδιος ο Θεός σου λέγει πώς δεν είσαι από τα πρόβατά Του, να μη χάσης την ελπίδα σου που έχεις προς Αυτόν, αλλά με ταπείνωσι να Του είπης: «Πράγματι έχεις δίκαιο, Θεέ μου, αν με αρνηθής λόγω των αμαρτιών μου, αλλά εγώ έχω μεγάλη ελπίδα στο έλεός Σου ότι θα με συγχωρέσης. Ζητώ την σωτηρία για την παναθλία μου ψυχή, η οποία για την κακία της είναι άξια τιμωρίας, αλλά που γι’ αυτήν έχυσες το πάντιμο Αίμα Σου. Θέλω να σωθώ, Λυτρωτά μου, για την δόξα Σου έχοντας ελπίδα στο άπειρο έλεός Σου, γι’ αυτό και αφήνω τον εαυτό μου στα χέρια Σου. Κάνε για μένα αυτό που θέλει η ευσπλαχνία Σου, διότι για μένα μόνο εσύ είσαι ο Δεσπότης μου, και αν ακόμη αποθάνης, εγώ πάλι σε Εσένα θα έχω την ελπίδα μου».
Ο τρίτος πειρασμός του διαβόλου στην ώρα του θανάτου μας είναι της κενοδοξίας και της εμπιστοσύνης στα έργα μας που εκάναμε. Γι’ αυτό ουδέποτε, μα προπαντός στην τελευταία στιγμή της ζωής μας, να μη αφήσουμε τον νου μας να αισθανθή ικανοποίησι για τα έργα που έκανε, έστω και να επέτυχε όλες τις αρετές των άγιων. Το στήριγμά μας σε εκείνη κυρίως την ώρα να είναι μόνο η ελπίδα μας στον Θεό, στο έλεός Του, στο Τίμιο Αίμα Του που έχυσε από αγάπη για εμάς και την σωτηρία μας. Πάντοτε, μα προπαντός εκείνη την ώρα, να κατηγορούμε τον εαυτό μας, να τον καταδικάζουμε ως άξιο τιμωρίας, χωρίς να χάνουμε την ελπίδα μας στο άπειρο έλεος του Θεού, και εάν μας παρουσιάση ο πειρασμός κάποιο καλό έργο μας, εμείς να λέγωμεν τότε, ότι ο Θεός το έκανε και όχι εμείς. Επί πλέον να μη περιμένουμε τον δίκαιο δήθεν μισθό για τα έργα μας, για τους αγώνες μας και τις νίκες μας κατά του διαβόλου και της αμαρτίας. Να παραμένουμε συνεχώς μέσα σε ένα άγιο φόβο, σκεπτόμενοι ότι όλοι οι κόποι και οι αγώνες μας θα ήταν μάταιοι και ανεκτέλεστοι, εάν ο Θεός δεν μας είχε υπό την σκέπη Του και την βοήθειά Του. Όταν σκεπτώμεθα όλα αυτά, οι δαίμονες δεν θα μπορέσουν τότε να σπάσουν τον δεσμό μας με τον Επουράνιο Πατέρα μας και θα περάσουμε με το έλεός Του χαρούμενοι από αυτή την γη της εξορίας στην άνω Ιερουσαλήμ, την περιπόθητη πατρίδα μας.
Ο τέταρτος δαιμονικός πειρασμός στις τελευταίες μας στιγμές είναι οι φαντασίες και οι διάφορες μορφές και παραστάσεις.
Σ’ ολόκληρη την ζωή μας ο πονηρός εχθρός δεν μας πολεμά με φαντασίες τόσο όσο στο τέλος της ζωής μας, θέλοντας να μας πλανήση με τις ψευδοαπάτες, δήθεν θεωρίες και τους μετασχηματισμούς του σε άγγελο φωτός.
«Σ’ όλα αυτά, αδελφέ μου, να παραμένης σταθερά στην συναίσθησι της μηδαμινότητος και αμαρτωλότητός σου. Όταν έλθη με φαντασίες ο διάβολος να σε προσβάλη, με θάρρος και τολμηρή καρδιά να του ειπής: «Χάσου, άθλιε, στο σκοτάδι σου, διότι δεν μου χρειάζονται οι φαντασίες σου. Δεν έχω ανάγκη από άλλο τίποτε, παρά από την ευσπλαχνία του Ιησού μου και τις πρεσβείες της Αειπαρθένου, Μητρός Του και των άλλων Αγίων. Εάν και μετά από πολλές αποδείξεις και εμφανίσεις καταλάβης ότι είναι αληθινά σημεία από τον Θεό και πάλι διώξε τα και όσο μπορείς να τα απομακρύνης από κοντά σου. Δεν θα λυπηθή ο Θεός γι’ αυτή την στάσι σου, έστω και να προέρχωνται οι θεωρίες απ’ Αυτόν. Γνωρίζει Εκείνος να σε πείση, εάν τα σημεία είναι απ’ Αυτόν, ώστε να τα δεχθής».
Αυτές είναι οι σπουδαιότερες επιθέσεις με τις όποιες συνηθίζουν οι νοητοί εχθροί μας να μας προσβάλλουν στα τελευταία λεπτά της ζωής μας....
Ιερομονάχου Κλεόπα Ηλιέ
Ο πρώτος πειρασμός του διαβόλου γίνεται εναντίον της πίστεώς μας. Βλέποντας ο διάβολος ότι ο άνθρωπος αδυνάτισε, αρχίζει να του σπέρνη στον νου λογισμούς απιστίας και αμφιβολίας για την ορθόδοξο πίστι μας. Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης σ’ αυτή την περίπτωσι μας συμβουλεύει τα εξής: «Όταν ιδούμε ότι μας φέρνει λογισμούς απελπισίας και απιστίας κατά την ώρα του θανάτου μας, ν’ απομακρύνουμε αυτούς από την σκέψι μας λέγοντας: «Πήγαινε οπίσω μου, σατανά, πατέρα του ψεύδους, διότι δεν θέλω ούτε να σε ακούω. Μου είναι αρκετό να πιστεύω σ’ αυτά που πιστεύει η Εκκλησία μου». Δεν πρέπει να δίνουμε καθόλου σημασία στους λογισμούς της απιστίας, όπως μας διδάσκει και η Αγία Γραφή: «εάν πνεύμα του εξουσιάζοντος αναβή επί σε, τόπον σου μη αφής», (Εκκλησ. 10,4). Ενώ, εάν ο πονηρός όφις σε ερωτήση: «Και τί πιστεύει η Εκκλησία»; Μη του δώσης προσοχή και μη του απαντήσης καθόλου. Εάν είσαι δυνατός στην πίστι και θέλεις να τον εντροπιάσης, απάντησέ του νοερά: «Η Αγία μου Εκκλησία πιστεύει στην αλήθεια». Εάν σε ερωτήση πάλι: «ποιά αλήθεια;» να του απαντήσης: «Αυτή την οποία πιστεύει η Εκκλησία». Κράτησε τον νου σου δυνατά και σταθερά στον Σταυρωθέντα Κύριο, λέγοντας Του: «Θεέ μου Πλάστη μου και Δημιουργέ μου, βοήθησέ με γρήγορα για να μη απομακρυνθώ από την αλήθειά Σου και την πίστι Σου. Καθώς με την Χάρι Σου με ανεγέννησες έτσι μέχρι τέλους της παρούσης ζωής μου να με φυλάξης προς δόξα του Ονόματος Σου».
Ο δεύτερος πειρασμός στην ώρα του θανάτου μας είναι της απελπισίας. Προσπαθεί δηλαδή ο διάβολος να μας προκαλέση φόβο ενθυμίζοντας τις αμαρτίες μας για να μας ρίξη έτσι στον βυθό της απελπισίας. Αλλά εσύ, αδελφέ μου, στάσου γενναίος σ’ αυτό τον κίνδυνο και να γνωρίζης εκ των προτέρων δύο πράγματα: Εάν η ενθύμησις των αμαρτιών σου σε ταπεινώνη και σου προκαλή πόνο στην καρδιά σου, διότι ελύπησες τον Θεό με τις αμαρτίες σου, και αυτός ο πόνος σου φέρνει στην ψυχή ειρήνη, αγάπη για τον Θεό και πραότητα, τότε να ξέρης ότι αυτή η ενθύμησις είναι από την Χάρι του Θεού, ενώ όταν σού προκαλεί οργή στην καρδιά, αδημονία και ταραχή, να γνωρίζης ότι είναι έργο του δαίμονος, ο όποιος θέλει να σε ρίξη στον λάκκο της απελπισίας πιστεύοντας ότι δεν υπάρχει για εσένα σωτηρία και ότι θα κολασθής. Τότε να ταπεινώνεσαι περισσότερο και να έχης την ελπίδα σου στον Θεό και όχι στα έργα σου. Μόνο έτσι με γλυτώσης από τους νοητούς εχθρούς, θα σύντριψης τα άρματα τους και θα δοξάσης τον Θεό. Κατόπιν, εάν σου φαίνεται ότι ο ίδιος ο Θεός σου λέγει πώς δεν είσαι από τα πρόβατά Του, να μη χάσης την ελπίδα σου που έχεις προς Αυτόν, αλλά με ταπείνωσι να Του είπης: «Πράγματι έχεις δίκαιο, Θεέ μου, αν με αρνηθής λόγω των αμαρτιών μου, αλλά εγώ έχω μεγάλη ελπίδα στο έλεός Σου ότι θα με συγχωρέσης. Ζητώ την σωτηρία για την παναθλία μου ψυχή, η οποία για την κακία της είναι άξια τιμωρίας, αλλά που γι’ αυτήν έχυσες το πάντιμο Αίμα Σου. Θέλω να σωθώ, Λυτρωτά μου, για την δόξα Σου έχοντας ελπίδα στο άπειρο έλεός Σου, γι’ αυτό και αφήνω τον εαυτό μου στα χέρια Σου. Κάνε για μένα αυτό που θέλει η ευσπλαχνία Σου, διότι για μένα μόνο εσύ είσαι ο Δεσπότης μου, και αν ακόμη αποθάνης, εγώ πάλι σε Εσένα θα έχω την ελπίδα μου».
Ο τρίτος πειρασμός του διαβόλου στην ώρα του θανάτου μας είναι της κενοδοξίας και της εμπιστοσύνης στα έργα μας που εκάναμε. Γι’ αυτό ουδέποτε, μα προπαντός στην τελευταία στιγμή της ζωής μας, να μη αφήσουμε τον νου μας να αισθανθή ικανοποίησι για τα έργα που έκανε, έστω και να επέτυχε όλες τις αρετές των άγιων. Το στήριγμά μας σε εκείνη κυρίως την ώρα να είναι μόνο η ελπίδα μας στον Θεό, στο έλεός Του, στο Τίμιο Αίμα Του που έχυσε από αγάπη για εμάς και την σωτηρία μας. Πάντοτε, μα προπαντός εκείνη την ώρα, να κατηγορούμε τον εαυτό μας, να τον καταδικάζουμε ως άξιο τιμωρίας, χωρίς να χάνουμε την ελπίδα μας στο άπειρο έλεος του Θεού, και εάν μας παρουσιάση ο πειρασμός κάποιο καλό έργο μας, εμείς να λέγωμεν τότε, ότι ο Θεός το έκανε και όχι εμείς. Επί πλέον να μη περιμένουμε τον δίκαιο δήθεν μισθό για τα έργα μας, για τους αγώνες μας και τις νίκες μας κατά του διαβόλου και της αμαρτίας. Να παραμένουμε συνεχώς μέσα σε ένα άγιο φόβο, σκεπτόμενοι ότι όλοι οι κόποι και οι αγώνες μας θα ήταν μάταιοι και ανεκτέλεστοι, εάν ο Θεός δεν μας είχε υπό την σκέπη Του και την βοήθειά Του. Όταν σκεπτώμεθα όλα αυτά, οι δαίμονες δεν θα μπορέσουν τότε να σπάσουν τον δεσμό μας με τον Επουράνιο Πατέρα μας και θα περάσουμε με το έλεός Του χαρούμενοι από αυτή την γη της εξορίας στην άνω Ιερουσαλήμ, την περιπόθητη πατρίδα μας.
Ο τέταρτος δαιμονικός πειρασμός στις τελευταίες μας στιγμές είναι οι φαντασίες και οι διάφορες μορφές και παραστάσεις.
Σ’ ολόκληρη την ζωή μας ο πονηρός εχθρός δεν μας πολεμά με φαντασίες τόσο όσο στο τέλος της ζωής μας, θέλοντας να μας πλανήση με τις ψευδοαπάτες, δήθεν θεωρίες και τους μετασχηματισμούς του σε άγγελο φωτός.
«Σ’ όλα αυτά, αδελφέ μου, να παραμένης σταθερά στην συναίσθησι της μηδαμινότητος και αμαρτωλότητός σου. Όταν έλθη με φαντασίες ο διάβολος να σε προσβάλη, με θάρρος και τολμηρή καρδιά να του ειπής: «Χάσου, άθλιε, στο σκοτάδι σου, διότι δεν μου χρειάζονται οι φαντασίες σου. Δεν έχω ανάγκη από άλλο τίποτε, παρά από την ευσπλαχνία του Ιησού μου και τις πρεσβείες της Αειπαρθένου, Μητρός Του και των άλλων Αγίων. Εάν και μετά από πολλές αποδείξεις και εμφανίσεις καταλάβης ότι είναι αληθινά σημεία από τον Θεό και πάλι διώξε τα και όσο μπορείς να τα απομακρύνης από κοντά σου. Δεν θα λυπηθή ο Θεός γι’ αυτή την στάσι σου, έστω και να προέρχωνται οι θεωρίες απ’ Αυτόν. Γνωρίζει Εκείνος να σε πείση, εάν τα σημεία είναι απ’ Αυτόν, ώστε να τα δεχθής».
Αυτές είναι οι σπουδαιότερες επιθέσεις με τις όποιες συνηθίζουν οι νοητοί εχθροί μας να μας προσβάλλουν στα τελευταία λεπτά της ζωής μας....
Ιερομονάχου Κλεόπα Ηλιέ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου