Εἰλικρινά, δυσκολεύομαι ἀρκετά, παρότι ἴσως σᾶς φανεῖ παράξενο, νὰ πείσω τὸν ἑαυτό μου γιὰ τὴν ἀξία μιᾶς ἀκόμη ὁμιλίας. Φοβᾶμαι πὼς δὲν θὰ πρωτοτυπήσω καθόλου, ἂν καὶ γνωρίζω πὼς ἡ ἀξία τοῦ λόγου δὲν ἔγκειται στὴν πρωτοτυπία. Ἐλπίζω στὴν ὑπομονή σας. Θὰ ἐπιθυμοῦσα μέσα ἀπὸ μία σύντομη παρουσίαση τῆς καταστάσεως ποὺ σεῖς καθημερινὰ ζεῖτε, νὰ σᾶς ὑπενθυμίσω μερικὰ λόγια ποὺ πηγάζουν ἀπὸ παραθεωρημένα κείμενα θείας σοφίας καὶ ἀγάπης. Θὰ χαιρόμουν νὰ τὰ κατάφερνα νὰ σᾶς ἐμπνεύσω καὶ νὰ σᾶς ὁδηγήσω σὲ μία διέξοδο, δίχως νὰ προσπαθήσω νὰ σᾶς πείσω, σεβόμενος ἀπολύτως τὴ θεοσδοτη ἐλεύθερη βούλησή σας. Θ’ ἀνοίξουμε λοιπὸν μαζὶ ἕνα παράθυρο γιὰ νὰ ξαναδοῦμε τὸν κόσμο...
Ἕνα κόσμο πολύβουο, πολυπρόσωπο κι ἀπρόσωπο, ποὺ τὸ διάλογο ἔχει ὑποκαταστήσει ἡ μυριόστομη ἀντιφώνηση συνθημάτων καὶ ἡ μέθη του τὸν ἔχει κάνει μέσα στὴ μαζοποίηση νὰ ἔχει χάσει τὴν προσωπικότητά του καὶ νὰ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὸ συναίσθημα τῆς ἀγέλης.
Στὴν πολυκατοικία δὲν εἶναι γνωστοὶ ὅλοι οἱ ἔνοικοι. Στὴν πολυκατοικία χάθηκε ἡ γειτονιά, ποὺ μοιραζόσουν τὸ ψωμὶ κι οἱ πόρτες ἦταν ἀνοιχτές. Οἱ σχέσεις ἐξαντλοῦνται σὲ μία καλημέρα μέσα στὸ ἀσανσὲρ κι ἕνα βιαστικὸ χαμόγελο δίνοντας τὸ λογαριασμὸ τῶν κοινοχρήστων. Στὶς ἐπαρχιακὲς πόλεις γίνεται φιλότιμη προσπάθεια νὰ διατηρηθοῦν ἐθιμοτυπικὲς ἐπισκέψεις καὶ τὸ κουτσομπολιό.
Στὸ δρόμο σκουντουφλᾶ ὁ ἕνας πάνω στὸν ἄλλο, στὸ λεωφορεῖο στριμώχνονται, στὰ κέντρα διασκεδάσεως δὲν βρίσκεις θέση. Στὸ σχολεῖο, στὸ σπίτι, στὸ κατάστημα, παντοῦ, κουβαλᾶ ὁ ἄνθρωπος τὴν πλήξη καὶ τὴν ἀνία του, πολλὲς φορὲς καὶ δίχως νὰ τὸ συνειδητοποιεῖ πλήρως κι ἡ κατάσταση αὐτὴ νὰ ἔχει γίνει ἁπλὴ συνήθεια δίχως καὶ νὰ ἀπασχολεῖ πιά. Οἱ καθημερινὲς ἀσχολίες δὲν τοὺς ἀφήνουν ποτὲ μόνους τους ἀνθρώπους γιὰ νὰ τὰ ποῦνε μὲ τὸν ἑαυτό τους.
Ἡ μοναξιὰ δὲν ἐξοβελίζεται μ’ εὐφυεῖς συνταγὲς ψυχολόγων, κοινωνιολόγων, συγγραφέων καὶ κηρύκων. Θέλει προσωπικὸ ἀγώνα, ἐσωτερικὴ τακτοποίηση, μετωπικὴ σύγκρουση μὲ τὴν ὑπαρξιακὴ ἄγνωστη ταυτότητά μας, ἀνδρεία ἐνδοσκαφὴ πρὸς ἀνεύρεση τοῦ πρωτόκτιστου κάλλους, ταπεινὴ προσκύνηση τοῦ Θεοῦ, πρὸς μαθητεία καὶ βοήθεια, εἰλικρινῆ καὶ τίμια ἔξοδο πρὸς συνάντηση τῶν ἄλλων, μὲ πνεῦμα θυσίας, μὲ διάθεση κατανοήσεως καὶ παραδοχῆς, ἀλληλοσυμπληρώσεως καὶ ἀλληλοβοήθειας.
Ἔτσι ἡ στείρα καὶ πικρὴ μοναξιὰ μπορεῖ νὰ μεταβληθεῖ σὲ γόνιμη πηγή, μὲ ὕδατα ἀνυπέρβλητης γοητευτικότητας καὶ δυναμικότητας, ἐμβαθύνοντας στὴν ὁλότητά του κι ἀνακαλύπτοντας τὶς δυνάμεις του, τὴν αὐθεντικότητα τοῦ θεόμορφου προσώπου του.
Μόνο ὁ ἐσωτερικὰ ἰσορροπημένος ἄνθρωπος καὶ τακτοποιημένος μπορεῖ νὰ ἔχει ἀγαθὲς σχέσεις μὲ τοὺς ἄλλους, σχέσεις ποὺ ἄρχισαν μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, καὶ τοῦ ἔδωσαν τὴ δύναμη γι’ αὐτὴ τὴν κουβέντα μὲ τὸν ἑαυτό του. Ἔτσι οἱ ἄλλοι γίνονται συλλειτουργοὶ στὸ μυστήριο τῆς λειτουργίας τῆς ζωῆς, ὅπου μεταλαμβάνουμε ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου, μὲ τὴν προσευχή, τὴ φιλία, τὸ γάμο καὶ παρηγοριόμαστε στὸ πολυκύμαντο αὐτὸ ταξείδι τῆς ἐφήμερης ζωῆς μας.
Φοβᾶσαι; Μὴ φοβᾶσαι νὰ σκέφτεσαι τὸ Θεό. Πήγαινε στὴν ἐκκλησία καὶ κάτσε σὲ μία γωνιὰ ἥσυχος. Μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ σὲ λυτρώσει ἀπὸ τοὺς φόβους. Μὲ συγχωρεῖτε ποὺ δυσκολεύομαι νὰ εἶμαι ἀναλυτικός. Δὲν νομίζω ἄλλωστε πὼς χρειάζεται. Πρέπει νὰ νοιώσεις πὼς οἱ σχέσεις σου μὲ τὸ Θεὸ εἶναι ἕνα θέμα δικό σου. Παρότι εἶναι δύσκολο ἐντούτοις πρέπει νὰ κοιτάξει νὰ βρεῖ κανεὶς ἕνα καλὸ πνευματικὸ ὁδηγό. Δὲ συμφέρει ν’ ἀνοίγει κανεὶς εὔκολα τὴν ψυχή του στὸν καθένα. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀπύθμενο μυστήριο. Θὰ εἶναι πολὺ τυχερὸς κανεὶς ἂν μπορέσει νὰ βρεῖ στὴ ζωὴ του ἕνα πρόσωπο ποὺ θὰ τὸ σέβεται, θὰ τὸ ἀγαπᾶ καὶ θὰ τὸ ἐμπιστεύεται καὶ μὲ χαρὰ θὰ τὸ ἀκολουθεῖ. Κι ὅσο νωρίτερα γίνει αὐτὸ τόσο καλύτερα.
Τὴν πρώτη αὐτὴ θέση τῆς καρδιᾶς μας καλεῖται νὰ ἔχει ὁ Θεός. Οἱ ἄλλοι ἂς εἶναι οἱ μεσάζοντες τῆς προσαγωγῆς μας σὲ Αὐτόν, ὡς παρρησία, ἐμπειρία, γνώση καὶ διάκριση ἔχοντες τῶν μονοπατιῶν ποὺ ὁδηγοῦν σὲ Αὐτὸν καὶ τοῦ φωτὸς ποὺ χύνει στοὺς ἐπικαλουμένους του.
Μὰ ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ Θεός, πάτερ μου, θὰ μοῦ πεῖτε. Δὲν τὸν εἴδαμε, δὲν τὸν ἀκούσαμε, δὲν αἰσθανόμαστε τὴν ἀνάγκη του, εἶναι ἴσως τόσο μακρυά. Ἀσχολεῖται μ’ ἐμᾶς; Τί ἀνάγκη μᾶς ἔχει; Τί μᾶς θέλει; Καὶ δίχως Αὐτὸν δὲν μπορεῖ νὰ πάει καλὰ ἡ ζωή μας, ὅπως ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων ποὺ Τὸν ἀγνοοῦν; Εὐλόγα θάλεγα ἐρωτήματα, φυσικά, ἀνθρώπινα, νεανικά, συνήθη. Στὴ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ μπορεῖ ν’ ἀποδειχτεῖ μὲ τὴ φυσικὴ λογική. Μόνο γι’ αὐτὸ τὸ δόγμα δὲν θὰ μποροῦσα νἄμαι ποτὲ καθολικός. Ἂν εἶχα τὸ Θεὸ σὰν ἕνα ἄλλο σὰν κι ἔμενα, ἔξω ἀπὸ μένα, μόνο ποὺ νὰ εἶναι πολὺ δυνατότερός μου, τότε θὰ ἤμουν ὑποχρεωμένος νὰ τὸν ξεχάσω. Ἀλλὰ κι ὁ Θεὸς δεσμοφύλακας, ἐφοριακός, ἐκδικητὴς καὶ γέρος πλούσιος, ποὺ μᾶς παρουσιάστηκε ἀπὸ συγγενεῖς, δασκάλους καὶ κληρικοὺς θὰ θεωροῦσα καθῆκον μου νὰ τὸν ἀψηφήσω τελείως. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι αὐτό. Εἶναι ἀνάγκη νὰ ποῦμε πὼς ὁ ἄνθρωπος οὔτε μὲ τὸ Θεὸ θέλει νὰ εἶναι, ἀλλ’ οὔτε μπορεῖ νὰ ζήσει χωρὶς Αὐτόν;
Ἦλθαν δυὸ συνομίληκοί σας στὸ Ἅγιον Ὅρος, μ’ ἔξαλλη κόμωση κι ἀμφίεση. Δυσκολεμένοι ἀνάμεσα σ’ ἕνα μικρὸ ἀκροατήριο ποὺ «ξεναγεῖτο» κάθησαν διακριτικὰ στὸ τέλος καὶ μᾶς πλησίασαν. Σᾶς μεταφέρω τὶς πρῶτες κουβέντες τοῦ διαλόγου μας αὐτολεξεί:
— Θὰ μπορούσαμε νὰ σᾶς ρωτήσουμε κάτι;
— Εὐχαρίστως!
— Ἂν σᾶς ἔλεγε κάποιος πὼς δὲν ὑπάρχει Θεὸς τί θὰ τοῦ κάνατε;
— Τί θὰ τοῦ ἔκανα;
— Μάλιστα.
— Μήπως εἶναι δική σας ἡ ἐρώτηση;
— Ἂν σᾶς ποῦμε ναί;..
— Ἂν σᾶς πῶ κι ἐγὼ πὼς εἶναι καὶ δική μου;
— Δική σας; Ἐσεῖς, ἕνας μοναχός;
— Δὲν πιστεύω στὸ Θεὸ ποὺ μᾶς παρουσιάστηκε. Ἕνα Θεὸ ἄγαλμα, ξένο, μακρυνό, ἀπρόσιτο...
Μείναμε νὰ κουβεντιάζουμε ὧρες. Φεύγοντας τὴν ἄλλη μέρα μοῦ εἶπαν.
— Καὶ μεῖς νομίζαμε ἄλλα...
Ναί, πολλοὶ νομίζουν ἄλλα. Εἶναι ἀνέντιμο νὰ μιλᾶς γιὰ κάτι ποὺ δὲν γνωρίζεις, νὰ κατηγορεῖς τὸ φῶς, τὴ ζωή, τὴν ἀλήθεια, σὺ ποὺ ζεῖς στὸ σκοτάδι καὶ στὴν ἀπάτη. Εἶναι στενομυαλιά. Μὰ ἡ στενομυαλιὰ θὰ θεραπευτεῖ τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ τὴν παραδεχθεῖς. Ὅσο θὰ τὴ θεωρεῖς εὐφυία, ἐλευθερία καὶ δόξα θὰ ταλαιπωρεῖσαι πικρά.
Εἶναι ἀλήθεια πὼς οἱ ἄλλοι μᾶς ἀπομάκρυναν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ μάλιστα αὐτοὶ ποὺ καλοῦνταν νὰ μᾶς συνάξουν κοντά του. Αὐτοὶ οἱ ἀξιοδάκρυτοι ποὺ δὲν πίστευαν αὐτὰ ποὺ ἔλεγαν καὶ δὲν τὰ ζοῦσαν, ἀνέντιμοι, ὑποκριτές. Μὰ τὰ ποσοστὰ εὐθύνης κυμαίνονται καὶ αἰωροῦνται ἐπὶ πολλῶν κεφαλῶν καὶ δὲν ἀπομακρύνονται καθόλου τῶν δικῶν μας. Ὁ καθένας θὰ δώσει λόγο γιὰ τὶς προσωπικές του πράξεις.
Ὅ,τι κι ἂν ἔγινε μέχρι χθὲς μπορεῖ νὰ διορθωθεῖ σήμερα, τώρα. Ὅλοι ζητοῦν τὸ ἀποτίναγμα τοῦ νέφους ποὺ στεφανώνει τὶς πόλεις μας καὶ κανεὶς δὲν κάνει μία κίνηση. Ἀγνοεῖ; Δειλιάζει; Φοβᾶται; Τί συμβαίνει;
Ἡ Ὀρθόδοξη πνευματικότητα ἔχει μιὰ κληρονομιὰ ἁγιότητος, ἐπιδεικνύει τρόπο ἐπικίνδυνης ζωῆς κι ὄχι φλύαρες κι ἀτέρμονες συζητήσεις τῶν σχολαστικιστῶν, μὲ τοὺς ὁρισμοὺς τῶν ὀρθολογιστῶν καὶ τὶς πομπώδεις διδασκαλίες τῶν ἠθικιστῶν. Κελαρύζει δροσερὸ νεράκι στὰ χωράφια τῶν καρδιῶν καὶ ξεδιψᾶ πραγματικὲς ἀνάγκες ἀπαιτητικῶν ἀνθρώπων. Ὁ ἀσκητισμός της, ἡ ταπείνωσή της μᾶς ὁδηγοῦν σὲ πεδίο βολῆς καὶ ἐκτόξευσης. Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι ἡ πιστὴ τήρηση μερικῶν ὑποχρεωτικῶν κανόνων κι ἑνὸς τυπικοῦ ποὺ θὰ πρέπει ν’ ἀπομνημονευθεῖ. Μᾶλλον πρέπει νὰ σιωπήσουμε καὶ ν’ ἀκινητοποιηθοῦμε, νὰ μὴ μιλᾶμε πολὺ οὔτε περὶ Θεοῦ, ἀλλὰ ν’ ἀποκτήσουμε τρόπο ζωῆς διαφορετικό. Ἡ ζωή μας νὰ μιλᾶ. Κι ὄχι νὰ μιλᾶ γιὰ νὰ μιλᾶ. Ἡ παραδοχὴ καὶ ἡ κατανόηση τῶν ἄλλων εἶναι μιὰ ἀπὸ τὶς ὁδοὺς τῆς θεώσεως καὶ τῆς καταργήσεως τῆς μοναξιᾶς. Γνωρίζω καλὰ πὼς ὅλοι αὐτὸ ποθεῖτε κι ἂς μὴ τὸ ἐκφράζετε, αὐτὸ φανερώνει κι ἡ τυχὸν ἀντίδρασή σας στὴ φτώχειά μου.
Πρέπει ν’ ἀφήσουμε τὰ πολλά, ὅσα δὲν εἶναι ἀναγκαῖα, τὶς γενικότητες καὶ τὶς ἀσάφειες. Ὁ Παπαδιαμάντης λέει: κάθε γενικότητα γελοιότητα. Κι ἕνας ἄλλος σύγχρονος σοφός: «Ἂν προσπαθήσεις νὰ δεῖς τὰ πάντα, δὲν θὰ δεῖς τίποτε». Νὰ γίνουμε πιὸ συγκεκριμένοι, πιὸ συγκεντρωμένοι, πιὸ προσεκτικοί, πιὸ λιτοί. Νὰ γνωρίσουμε τὴ σπουδαιότητα τῆς ἁπλότητας. Νὰ εἴμαστε εὐχαριστημένοι μ’ ἕνα πειθαρχημένο ἑαυτό. Πρέπει, κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, νὰ πεθαίνουμε κάθε μέρα. Αὐτὸ σημαίνει νὰ κάνω ὅ,τι θέλω τὸν ἑαυτό μου κι ὄχι ὅ,τι θέλει αὐτὸς ἐμένα. Αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικὴ ἐλευθερία. Ἡ λύση τοῦ ἀδιεξόδου. Εἶναι μεγάλη ὑπόθεση αὐτή. Γιὰ σκεφθεῖτε την. Ἀκόμη αὐτὸς ὁ θάνατος ὁ καθημερινὸς σημαίνει πῶς ν’ ἀρέσω στὸν Θεὸ κι ὄχι πῶς νὰ θαυμάζομαι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
Δὲν χρειάζεται νὰ τὰ καταλάβουμε ἀμέσως ὅλα. Ὁ σεβασμός μας στὶς Ἅγιες Γραφὲς καὶ στὸν τίμιο ἀγώνα ἁγίων ἀνθρώπων, ὅταν κάτι δὲν καταλαβαίνουμε ἂς ἱκανοποιεῖται νὰ τ’ ἀφήνει ἀκατανόητο καὶ δὲν θ’ ἀργήσει ἡ ὥρα ποὺ θὰ φωτιστοῦμε καὶ θὰ τὸ κατανοήσουμε. Τὸ νὰ διαστρέφουμε ὅμως τὶς ἔννοιες γιὰ νὰ τὴν ταιριάσουμε στὶς ἰδέες μας εἶναι ἐγωισμὸς κι ἀρχὴ πλάνης κι αἱρέσεως.
Ὅπως κανεὶς δὲν πηγαίνει στὸ στρατὸ γιὰ νὰ καλοπεράσει ἔτσι κι ἡ πνευματικὴ ζωή, ἡ ἐν Χριστῷ ζωή, εἶναι ἀγώνας διαρκής, δίχως ἄγχος, μὰ μὲ ἀγωνία. Μία μάχη σῶμα μὲ σῶμα, ὅπου πρέπει νὰ σφαγεῖς, νὰ θανατωθεῖς, γιὰ νὰ ἀναστηθεῖς. Κι αὐτὸ γίνεται ἤρεμα, σιγά, ἀνεπαίσθητα, ἀργὰ ἤ σύντομα, ἀνάλογα μὲ τὸν πόθο καὶ τὴν ἀγαπητικὴ βούληση τοῦ Θεοῦ. Προσκαλεῖ συνεχῶς, προκαλεῖ ἐπιτηδείως κι εὐγενῶς ὁ Θεός, ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο, νὰ δώσει στὸν ἑαυτὸ χρόνο, νὰ ἠρεμήσει καὶ νὰ σκεφτεῖ καὶ νὰ μὴ ζεῖ σ’ ἕνα συνεχῆ στρόβιλο δραστηριότητας. Θὰ ἦταν ἀρκετὸ στὸ Θεὸ νὰ ὑπομείνει ὁ ἄνθρωπος τὸ δύσκολο χαρακτήρα του, ἀφοῦ τὸν παραδεχτεῖ, ν’ ἀφοσιωθεῖ στὴν ἄρρωστη γυναίκα του ὁ σύζυγος, ν’ ἀγαπήσει τοὺς ἀπρόκοφτους μαθητὲς του ὁ δάσκαλος, νὰ κατανοήσει τὴν ἀπαιτητικὴ καὶ παράξενη μάνα του ὁ γιός. Εἶναι ἕνας πειρασμὸς ν’ ἀρκεστεῖ κανεὶς στ’ ὀλίγο. Θεωρεῖ ὅτι μόνο ἔκτακτα, μεγάλα καὶ συνταρακτικὰ γεγονότα θὰ τὸν ἀναδείξουν. Φαντάζεται εὐεργέτη τῆς ἀνθρωπότητας τὸν ἐφευρέτη καὶ τὸν ἱεραπόστολο τῆς Ἀφρικῆς. Δὲν μπορεῖ νὰ βλέπει τὸ Χριστὸ ν’ ἀφήνει τὰ 99 πρόβατα γιὰ νὰ πάει στοὺς γκρεμοὺς νὰ βρεῖ τὸ χαμένο ἕνα. Νομίζουμε θὰ μᾶς ζητήσει ὁ Θεὸς πολλά. Θὰ ζητήσει μόνο αὐτὰ ποὺ μπορούσαμε νὰ κάνουμε καὶ δὲν κάναμε. Δὲν θὰ ζητήσει καρποὺς ἐκεῖ ποὺ δὲν ἔσπειρε. Δὲν θὰ πεῖ στὸν τραυλὸ γιατί δὲν ἔγινε ἱεροκήρυκας καὶ στὸν χωλὸ δρομέας. Θὰ δώσουμε λόγο γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ μπορούσαμε νὰ κάνουμε καὶ δὲν κάναμε. Θὰ λαθεύουμε, θὰ σκοντάφτουμε. Θὰ πέφτουμε, μὰ θὰ σηκωνόμαστε. Ἔχει τόση ἄπλα, τόση ἄνεση, τόση εὐρυχωρία ἡ Ἐκκλησία μας. Στὴ θερμή της ἀγκάλη της χωροῦν ὅλοι, ὅποιοι καὶ νἄναι. Τὸ νὰ πέσουμε εἶναι ἀνθρώπινο, τὸ νὰ μὴ σηκωθοῦμε δαιμονικό. Δὲν ὑπάρχει ἁμαρτία ποὺ νὰ μὴ συγχωρεῖται, πληγή ποὺ νὰ μὴ θεραπεύεται. Ἀρκεῖ νὰ τὸ ἐπιθυμήσεις, νὰ τὸ θελήσεις ἀληθινά.
Ὁ Θεὸς μᾶς θέλει ὅλους κοντά Του. Αὐτὸ εἶναι σίγουρο καὶ βέβαιο. Στὸ χέρι μας λοιπὸν εἶναι νὰ τὸν ἀπολαύσουμε. Μιὰ ἀκόμη ἀρχὴ αὐτῆς τῆς συναντήσεώς μας μὲ Αὐτόν, στὸ νὰ σκηνώσει ἡ Χάρη του ζωηρὴ ἐντὸς μας εἶναι ἡ καθαρότητά μας. Μόνο μὲ τοὺς καθαροὺς ἑνώνεται ὁ Θεός. Πρέπει πρῶτα νὰ καθαριστεῖς γιὰ νὰ συνομιλήσεις μὲ τὸ Θεό, λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Καὶ ὁ ἀββὰς Ἰσαὰκ τονίζει πὼς πρῶτα θ’ ἀποσυνδεθεῖς ἀπὸ τὴν ὕλη γιὰ νὰ συνδεθεῖς μὲ τὸ Θεό. Ὅσο καιρὸ ὁ νοῦς παραμένει ἀπρόσεκτος κι ἀκάθαρτος ὁ Θεὸς δὲν ἐλέει. Μὲ τὴ σταδιακὴ κάθαρση ἔρχεται λύπη στὴν καρδιὰ γιὰ τ’ ἀτοπήματά μας καὶ τὴν προσβολὴ τοῦ Θεοῦ. Καὶ χαρά, γιατί ἡ ψυχὴ ἀρχίζει ν’ ἀνασαίνει καὶ νὰ προγεύεται κάποιων θείων μικρῶν ἀλλὰ δυνατῶν κ ἐντυπωσιακῶν παρηγοριῶν. Ἡ προσευχὴ βοηθᾶ σ’ αὐτὴ τὴν κάθαρση καὶ ἰδιαίτερα ἡ νοερά: τὸ Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν.
Πρέπει νὰ τονιστεῖ πὼς ὅλη ἡ ἀσκητικὴ παράδοση ἀποδίδει μεγάλη σημασία στὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς καὶ δὲν ἱκανοποιεῖται σὲ κάποια ἐξωτερικὴ τακτοποίηση τῶν ἠθῶν. Εἶναι ἀστεῖο νὰ πιστεύει κανεὶς πὼς ἔχει ἀποκαταστήσει τὶς σχέσεις του μὲ τὸ Θεὸ ἐπειδή, ζεῖ μία τίμια ζωὴ κι ἀποφεύγει τὶς ἁμαρτίες ἐνῶ στὰ βάθη τῆς ψυχῆς του παραμένουν ἀνενόχλητα καὶ βαθύρριζα τὰ πάθη. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες συνιστοῦν θεραπευτικὰ μέσα γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὰ πάθη.
Ἂν μπορέσεις νὰ δεχτεῖς τὸ θαῦμα πὼς ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, ὅλες οἱ ἄλλες δυσκολίες εἶναι μηδαμινές. Ὁ Θεὸς κατέβηκε στὴ γῆ γιὰ ν’ ἀνέβει ὁ ἄνθρωπος. Τοῦ ἄνοιξε τὸ δρόμο. Τώρα ὅλα εἶναι εὔκολα. Μὲ τὴν ἀνάστασή του νικήθηκε κι ὁ θάνατος. Ἔτσι ἡ πίστη τοῦ πιστοῦ περιπαίζει τὸ δαίμονα, τὸ θάνατο, τὸ κακό, τὴν κάθε μοναξιά.
Μόνο ὁ ἀληθινὸς ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ σκέφτεται τὴν ἀθάνατη ψυχή του. Δὲν προσδοκᾶ ἀνταπόδοση. Χαίρεται νὰ χαρίζει σὰν νὰ λαμβάνει. Ἕνα σκοπὸ ἔχει: Πὼς νὰ σωθεῖ. Ἀγαπᾶ γιατί εἶναι ἔξυπνος. Δὲν ἔχει ὀκνηρία, διχασμοὺς καὶ δισταγμούς, ἄγχος καὶ ἀμφιβολίες. Χαίρεται νὰ ὑπακούει. Δὲν κάνει τίποτε τὸ μισό. Ξέρει κι ἀγαπᾶ νὰ σωπαίνει. Εἶναι γνήσιος αὐτὸς ποὺ εἶναι ἀτόφιος, εἰλικρινής.
Θὰ μποροῦσε βεβαίως ὁ Θεὸς νὰ ἐπέμβει δυναμικὰ στὴ ζωή μας καὶ νὰ μᾶς ἀλλοιώσει, καὶ νὰ μᾶς κάνει θέλοντας καὶ μὴ καλούς. Ἀλλὰ αὐτὸ ὅπως καταλαβαίνετε εἶναι μακράν τοῦ σχεδίου τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἁγιότητα δὲν εἶναι δοτή. Ὁ Θεὸς δίνει συνεχεῖς εὐκαιρίες κι ἐρεθισμούς, ἂν ὁ ἄνθρωπος τὶς ἐκμεταλλευτεῖ καλῶς. Ὁ Θεὸς στὸ ἕνα βῆμα μας κάνει δέκα. Ἀλλὰ πρέπει νὰ κάνουμε πρῶτα τὸ δικό μας ἕνα. Ἀδυνατεῖ, θὰ λέγαμε ἀνθρωπομορφικά, νὰ ἐπέμβει δικτατορικῷ τῷ τρόπῳ καὶ νὰ μᾶς ἀναστατώσει. Εἶναι ἀπεριόριστα εὐγενὴς κι εὐαίσθητος ὁ Θεός. Ὁ ὑποκειμενικὸς λοιπὸν παράγοντας στὴν πρὸς Θεὸν προσαγωγὴ μας εἶναι ἀπαραιτήτως ἀπαραίτητος. Ἡ συμβολή μας, ἡ συνεργία μας, στὸ συνεχῆ ἀγώνα γιὰ τὴ σωτηρία μας, μὲ πολλὴ ταπείνωση πάντα, εἶναι βασικὴ προϋπόθεση μιᾶς ἀρχῆς.
Μέσα σ’ ἕνα κόσμο δίχως σκοπό, μὲ μία συμφεροντολόγα ἀγάπη γιὰ τὸν πλησίον καὶ κακὴ γιὰ τὸν ἑαυτό του, ποὺ πλησιάζει τὸν ἄλλο γιὰ ν’ ἀποφύγει τὰ ἐρωτήματα τοῦ ἑαυτοῦ του, ἡ μοναξιὰ του καταντᾶ φυλακή. Ἡ χυδαιότητα τοῦ κόσμου ἔγκειται στ’ ὅτι ζεῖ γιὰ τὸ τίποτα κι αὐτὸ γίνεται ἀφορμὴ δακρύων γιὰ κάθε φιλόθεο καὶ φιλάνθρωπο.
Ἀναγκάζομε παρασυρόμενος νὰ ὑποπίπτω σ’ αὐτὸ ποὺ κατηγόρησα, σὲ γενικότητες καὶ νὰ σᾶς κουράζω.
Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ μιλήσει περὶ Θεοῦ καὶ νὰ σᾶς πείσει. Ὁ Θεὸς δὲν ἀποδεικνύεται. Φανερώνεται μυστικὰ στὶς καρδιὲς καὶ κάποτε σὲ τόπους καὶ ὧρες ποὺ δὲν τὸ περιμένεις. Ὁ Θεὸς μιλᾶ σιωπηλά. Σὲ τόπους ἥσυχους, θορυβωδῶς. Σὲ τόπους θορυβώδεις, ἥσυχα, κι ἴσως γι' αὐτὸ δὲν ἀκούγεται. Ἴσως, μᾶλλον, δὲν θέλουμε νὰ τὸν ἀκούσουμε καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τὸν ἀκοῦμε. Μὴ μειώνουμε λοιπὸν τὸ νόημα αὐτῶν ποὺ δὲν κατανοοῦμε. Ὅλα εἶναι δύσκολα πρὶν αὐτὴ τὴ φανέρωση, τὴ ζωντανὴ σχέση, τὴν ἀποκάλυψη, τὸ νέο τρόπο ζωῆς. Εἶναι ἕνα θαῦμα αὐτὴ ἡ συνταρακτικὴ ὅσο καὶ ἁπλὴ γνωριμία μὲ τὸ Θεό. Ἕνα θαῦμα φωτὸς ποὺ σὲ κάνει νὰ λησμονεῖς ὅλο τὸ προηγούμενο σκοτάδι σου, ἀπὸ λεπρὸς γίνεσαι ὑγιής, ἀπὸ ἀμαθής σοφός. Ἀποκτᾶς, φτερά, νέα δράση, νέα ἀκοή. Μὰ δὲν πρέπει νὰ λησμονεῖς τὸν Ἴκαρο, τὸ πολὺ φῶς ποὺ τυφλώνει, τὴ βροντὴ τῆς σιωπῆς ποὺ κουφαίνει.
Συγχωρέστε παρακαλῶ τὴν τυχὸν ποιητικότητά μου. Πολλὴ εἰρήνη ὑπάρχει μέσα στὴ σιωπή. Μίλα ἄνετα μὲ τοὺς ἀνθρώπους, δίχως συμβιβασμοὺς καὶ ὑποχωρήσεις. Να ’σαι φίλος ὅσο ξένος μὲ ὅλους, κατὰ τὸν Ἀββᾶ Ἰσαάκ. Λέγε τὴ γνώμη σου δίχως νὰ θὲς νὰ τὴν ἐπιβάλλεις. Ἄκου καὶ τὸν ἄλλο κι ἄς σοῦ φαίνεται ἀνιαρὸς κι ἀστεῖος. Ἔχει τὸν πόνο του, τὴν ἱστορία του, ἔχυσε καὶ γι’ αὐτὸν αἷμα ὁ Χριστός. Μὴ συγκρίνεσαι μὲ τοὺς ἄλλους, λέει ὁ ἀββᾶς Ἠσαΐας. Εἶναι ἕνα ἐπικίνδυνο παιχνίδι. Ἂν πεῖς εἶσαι καλύτερός τοῦ ἄλλου πέφτεις στὴν ὑπερηφάνεια. Ἂν πεῖς πὼς εἶσαι χειρότερος στὴν κακομοιριά, τὴ μειονεξία, τὴν ἀποθάρρυνση, τὴν ἀπελπισία.
Νὰ ἐνδιαφέρεσαι γιὰ τὴν πρόοδό σου στὶς σπουδὲς καὶ τὴν ἐργασία, μὰ νὰ ξέρεις πὼς κι ἕνας τσαγκάρης κι ἕνας ὁδοκαθαριστὴς προσφέρει ἔργο χρήσιμο, μπορεῖ νὰ εἶναι ἥρωας, ἅγιος. Νὰ κοιτᾶς νὰ εἶσαι αὐτὸ ποὺ εἶσαι. Κυρίως μὴν ὑποκρίνεσαι τὸν καλὸ γιατί εἶναι βαρειὰ αὐτὴ ἡ ἀρρώστια κι ὁδηγεῖ σὲ θάνατο. Οὔτε πάλι ὡς ἐξ αὐτοῦ νὰ γίνεσαι κυνικὸς καὶ μάλιστα ὅτι ἀφορᾶ τὴν ἀγάπη. Μὴ βιάζεσαι καὶ μὴ χασομερᾶς. Νὰ εἶσαι ὅσο εὐγενικὸς τόσο κι αὐστηρὸς μὲ τὸν ἑαυτό σου. Μὴν τὸν ἀφήνεις εὔκολα νὰ χαζεύει καὶ μὴ τὸν κουράζεις μὲ προγράμματα ποὺ σὲ λίγο θὰ τὰ διακόψεις. Ἡ κούραση κι ἡ μοναξιὰ γρήγορα μποροῦν νὰ σὲ ἀρρωστήσουν. Φτιάξ’ τα μὲ τὸν Θεό. Φτιάξ’ τα μὲ τὸν ἑαυτό σου. Φτιάξ’ τα μὲ τοὺς ἄλλους καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ σοῦ κλέψει τὴν εἰρήνη ἀπ' τὴν καρδιά σου. Βρὲς τὴν εἰρήνη στὴν καρδιά σου καὶ χιλιάδες κόσμος θὰ σωθεῖ, λέει ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σαρώφ. Ἔτσι, ἐσὺ ποὺ ὅλοι νομίζουν πὼς δὲν προσφέρεις τίποτε, μόνο μὲ αὐτὴ τὴν εἰρήνη, τὴ νηφαλιότητά σου, τὴ χαρά σου θὰ ἔχεις διάρκεια ἀντοχῆς, ἀποθέματα, σημεῖα σημαντικὰ μυστικῶν Μεταμορφώσεων, δυνάμενα νὰ μεταμορφώσουν πολλὴ ἀπὸ τὴν κακία καὶ ἀσχήμια τοῦ κόσμου.
Ὅπως μερικὰ γεροντάκια στὸ Ἅγιον Ὅρος ποὺ σὲ διδάσκουν μόνο μὲ τὴ θωριά τους. Ἡ ἠρεμία τους, ἡ γαλήνη τους, ἡ στάση τους, ὁ τρόπος τους, εἶναι τὸ πιὸ βροντερὸ κήρυγμα καὶ μάλιστα στοὺς νέους ἐπισκέπτες τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ἐσᾶς, ποὺ ἔχετε τὴ χάρη πιὸ ἔντονη ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ διακρίνετε τὸ γνήσιο, τὸ ἀτόφιο, τὸ καθαρό, τὸ πολύτιμο.
Εἶστε καλοὶ μὰ μπορεῖτε νὰ γίνετε καλύτεροι. Εἶστε λίγοι, μὴ φοβᾶστε. Κι ἕνας μπορεῖ νὰ φυλάει τὴν ἀλήθεια, ὅπως διδάσκει ἡ Ἱστορία. Ἡ δύναμη τοῦ πνεύματος δὲν εἶναι μὲ τὰ μεγάλα μεγέθη τῶν ἀριθμῶν.
Εἶναι λυπηρὸ νὰ βλέπεις τοὺς νέους διαμελισμένους, σκόρπιους ἐδῶ κι ἐκεῖ, ἀφηρημένους, ἀσυνεπεῖς. Ἐνῶ μποροῦν πολλά. Ἂς κάνει κανεὶς πολὺ λιγότερα, μὰ ὁλοκληρωμένα. Εἶναι κρίμα νάχει κατακυριευτεῖ ἡ νεολαία ἀπὸ αὐτὸ τὸ πνεῦμα τῆς βαρύτητας, τῆς πλαδαρότητας, τῆς νωχέλειας, τοῦ «δὲ βαρυέσαι βρὲ ἀδελφέ». Τὸ νὰ ἔχεις μία γνώμη γιὰ ὅλα, νὰ μισοξέρεις πολλά, νὰ λὲς σὲ ὅλους ναὶ ἤ ὄχι, εἶναι σημεῖο μεγάλης θολούρας καὶ χλιαρότητας, ποὺ φανερώνει ἀναποφασιστικότητα καὶ φαντασιοσκοπία, πνευματικὴ χρεωκοπία καὶ δυστυχία γιὰ τὸ μέλλον.
Ὅταν θὰ βαρεθεῖτε ὅλα αὐτὰ τὰ λίγα, τὰ πολλά, τὰ μισὰ κι ἀσχοληθεῖτε μὲ τὸ ἕνα, μέ σᾶς, μὲ τὸν Θεό, μὲ μένα, μὲ σένα, τότε κάτι μπορεῖ ν’ ἀρχίσει. Γι’ αὐτὴ τὴ μεγάλη τιμὴ τῆς ἰδιαιτερότητος τοῦ προσώπου μιλᾶ ἡ Ἐκκλησία μας ἁπλᾶ, καθαρά, συγκεκριμένα. Γι’ αὐτὴ τὴ σπάνια καὶ πολύτιμη, εἰλικρινῆ καὶ ἀθώα γνησιότητα ἀγωνίσθησαν οἱ ἅγιοι κι αὐτὴ μᾶς παραδίδουν. Δίχως νὰ προσδοκοῦν καμμιὰ ἀνταπόδοση γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ ἀγώνα τους, οὔτε ἀπὸ τὸ Θεό, οὔτε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
Δὲν θὰ σᾶς κουράσω πολὺ ἀκόμα μὲ τὶς ἀποσπασματικὲς καὶ τηλεγραφικὲς αὐτὲς φράσεις μου. Θὰ ἐπιθυμοῦσα ὅμως νὰ σᾶς μεταφέρω τὶς σκέψεις μερικῶν ἀκόμη ἁγίων Πατέρων μας στὸ θέμα ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ, τῶν σχέσεών μας μὲ τὸ Θεό, τὸν ἑαυτό μας καὶ τοὺς ἄλλους καὶ τῆς διεξόδου τῆς πολλῆς μοναξιᾶς τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει πὼς δὲν εἶναι ὁ ἄνθρωπος καλὸ οὔτε πολὺ νὰ ξεθαρρεύει οὔτε ν’ ἀπελπίζεται. Τὸ νὰ ἔχεις παράτολμο θάρρος σὲ κάνει νὰ πέσεις κι ἡ ἀπελπισία πεσμένο δὲ σ’ ἀφήνει νὰ σηκωθεῖς. Ἂς εἰρηνεύσεις μὲ τὸν ἑαυτό σου, θὰ πεῖ ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ, κι ὅλα θὰ εἰρηνεύσουν.
Κι ἀλλοῦ ὁ ἴδιος θὰ πεῖ τὴ σπουδαία ἐκείνη ρήση: Αὐτὸς ποὺ γνώρισε καὶ νίκησε τὰ πάθη του εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ἀνασταίνει νεκρούς.
Χρειάζεται νὰ βγάζουμε διδάγματα καὶ συμπεράσματα καὶ νὰ κάνουμε ἀναλύσεις; Ἀσφαλῶς καὶ βεβαίως ὄχι. Διατηρώντας πάντα τὸ παντζούρι ἀνοιχτό, τοῦ παραθύρου ποὺ ἀνοίξαμε μαζί, σ’ ἕνα κόσμο ἄκοσμο κι ὄχι κόσμημα, πεπτωκότα καὶ συγχυσμένο, ποὺ ὅμως μπορεῖ ἂν θέλει νὰ σπάσει τὸ κέλυφος ποὺ δὲν τὸν ἀφήνει ν’ ἀνασάνει ἐλεύθερα κι ἡ μοναξιά του νὰ γίνει εὐεργετικὴ μὲ τὴν αὐτογνωσία, τὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ, τὴ μελέτη. Ἑτοιμασία καὶ ὁδὸς πρὸς συνάντηση τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν πλασμάτων του κι ὁ κόσμος νἄναι περιβόλι. Αὐτὰ ἀπὸ τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας. Νύξεις ἁπλὲς μὲ τὴν γνώση πὼς δὲν κομίζω «γλαύκας εἰς Ἀθήνας» καὶ τὴν συγγνώμην γιὰ τὸ τυχὸν διδασκαλικό μου ὕφος.
Γέροντος Μωυσέως Μοναχού
( Σημειώσεις εἰσηγήσεως ποὺ ἔγινε στὴ Δράμα, τὴν Ξάνθη καὶ τὴν Ἀθήνα σὲ φοιτητὲς τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1986).
Ἕνα κόσμο πολύβουο, πολυπρόσωπο κι ἀπρόσωπο, ποὺ τὸ διάλογο ἔχει ὑποκαταστήσει ἡ μυριόστομη ἀντιφώνηση συνθημάτων καὶ ἡ μέθη του τὸν ἔχει κάνει μέσα στὴ μαζοποίηση νὰ ἔχει χάσει τὴν προσωπικότητά του καὶ νὰ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὸ συναίσθημα τῆς ἀγέλης.
Στὴν πολυκατοικία δὲν εἶναι γνωστοὶ ὅλοι οἱ ἔνοικοι. Στὴν πολυκατοικία χάθηκε ἡ γειτονιά, ποὺ μοιραζόσουν τὸ ψωμὶ κι οἱ πόρτες ἦταν ἀνοιχτές. Οἱ σχέσεις ἐξαντλοῦνται σὲ μία καλημέρα μέσα στὸ ἀσανσὲρ κι ἕνα βιαστικὸ χαμόγελο δίνοντας τὸ λογαριασμὸ τῶν κοινοχρήστων. Στὶς ἐπαρχιακὲς πόλεις γίνεται φιλότιμη προσπάθεια νὰ διατηρηθοῦν ἐθιμοτυπικὲς ἐπισκέψεις καὶ τὸ κουτσομπολιό.
Στὸ δρόμο σκουντουφλᾶ ὁ ἕνας πάνω στὸν ἄλλο, στὸ λεωφορεῖο στριμώχνονται, στὰ κέντρα διασκεδάσεως δὲν βρίσκεις θέση. Στὸ σχολεῖο, στὸ σπίτι, στὸ κατάστημα, παντοῦ, κουβαλᾶ ὁ ἄνθρωπος τὴν πλήξη καὶ τὴν ἀνία του, πολλὲς φορὲς καὶ δίχως νὰ τὸ συνειδητοποιεῖ πλήρως κι ἡ κατάσταση αὐτὴ νὰ ἔχει γίνει ἁπλὴ συνήθεια δίχως καὶ νὰ ἀπασχολεῖ πιά. Οἱ καθημερινὲς ἀσχολίες δὲν τοὺς ἀφήνουν ποτὲ μόνους τους ἀνθρώπους γιὰ νὰ τὰ ποῦνε μὲ τὸν ἑαυτό τους.
Ἡ μοναξιὰ δὲν ἐξοβελίζεται μ’ εὐφυεῖς συνταγὲς ψυχολόγων, κοινωνιολόγων, συγγραφέων καὶ κηρύκων. Θέλει προσωπικὸ ἀγώνα, ἐσωτερικὴ τακτοποίηση, μετωπικὴ σύγκρουση μὲ τὴν ὑπαρξιακὴ ἄγνωστη ταυτότητά μας, ἀνδρεία ἐνδοσκαφὴ πρὸς ἀνεύρεση τοῦ πρωτόκτιστου κάλλους, ταπεινὴ προσκύνηση τοῦ Θεοῦ, πρὸς μαθητεία καὶ βοήθεια, εἰλικρινῆ καὶ τίμια ἔξοδο πρὸς συνάντηση τῶν ἄλλων, μὲ πνεῦμα θυσίας, μὲ διάθεση κατανοήσεως καὶ παραδοχῆς, ἀλληλοσυμπληρώσεως καὶ ἀλληλοβοήθειας.
Ἔτσι ἡ στείρα καὶ πικρὴ μοναξιὰ μπορεῖ νὰ μεταβληθεῖ σὲ γόνιμη πηγή, μὲ ὕδατα ἀνυπέρβλητης γοητευτικότητας καὶ δυναμικότητας, ἐμβαθύνοντας στὴν ὁλότητά του κι ἀνακαλύπτοντας τὶς δυνάμεις του, τὴν αὐθεντικότητα τοῦ θεόμορφου προσώπου του.
Μόνο ὁ ἐσωτερικὰ ἰσορροπημένος ἄνθρωπος καὶ τακτοποιημένος μπορεῖ νὰ ἔχει ἀγαθὲς σχέσεις μὲ τοὺς ἄλλους, σχέσεις ποὺ ἄρχισαν μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, καὶ τοῦ ἔδωσαν τὴ δύναμη γι’ αὐτὴ τὴν κουβέντα μὲ τὸν ἑαυτό του. Ἔτσι οἱ ἄλλοι γίνονται συλλειτουργοὶ στὸ μυστήριο τῆς λειτουργίας τῆς ζωῆς, ὅπου μεταλαμβάνουμε ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου, μὲ τὴν προσευχή, τὴ φιλία, τὸ γάμο καὶ παρηγοριόμαστε στὸ πολυκύμαντο αὐτὸ ταξείδι τῆς ἐφήμερης ζωῆς μας.
Φοβᾶσαι; Μὴ φοβᾶσαι νὰ σκέφτεσαι τὸ Θεό. Πήγαινε στὴν ἐκκλησία καὶ κάτσε σὲ μία γωνιὰ ἥσυχος. Μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ σὲ λυτρώσει ἀπὸ τοὺς φόβους. Μὲ συγχωρεῖτε ποὺ δυσκολεύομαι νὰ εἶμαι ἀναλυτικός. Δὲν νομίζω ἄλλωστε πὼς χρειάζεται. Πρέπει νὰ νοιώσεις πὼς οἱ σχέσεις σου μὲ τὸ Θεὸ εἶναι ἕνα θέμα δικό σου. Παρότι εἶναι δύσκολο ἐντούτοις πρέπει νὰ κοιτάξει νὰ βρεῖ κανεὶς ἕνα καλὸ πνευματικὸ ὁδηγό. Δὲ συμφέρει ν’ ἀνοίγει κανεὶς εὔκολα τὴν ψυχή του στὸν καθένα. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀπύθμενο μυστήριο. Θὰ εἶναι πολὺ τυχερὸς κανεὶς ἂν μπορέσει νὰ βρεῖ στὴ ζωὴ του ἕνα πρόσωπο ποὺ θὰ τὸ σέβεται, θὰ τὸ ἀγαπᾶ καὶ θὰ τὸ ἐμπιστεύεται καὶ μὲ χαρὰ θὰ τὸ ἀκολουθεῖ. Κι ὅσο νωρίτερα γίνει αὐτὸ τόσο καλύτερα.
Τὴν πρώτη αὐτὴ θέση τῆς καρδιᾶς μας καλεῖται νὰ ἔχει ὁ Θεός. Οἱ ἄλλοι ἂς εἶναι οἱ μεσάζοντες τῆς προσαγωγῆς μας σὲ Αὐτόν, ὡς παρρησία, ἐμπειρία, γνώση καὶ διάκριση ἔχοντες τῶν μονοπατιῶν ποὺ ὁδηγοῦν σὲ Αὐτὸν καὶ τοῦ φωτὸς ποὺ χύνει στοὺς ἐπικαλουμένους του.
Μὰ ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ Θεός, πάτερ μου, θὰ μοῦ πεῖτε. Δὲν τὸν εἴδαμε, δὲν τὸν ἀκούσαμε, δὲν αἰσθανόμαστε τὴν ἀνάγκη του, εἶναι ἴσως τόσο μακρυά. Ἀσχολεῖται μ’ ἐμᾶς; Τί ἀνάγκη μᾶς ἔχει; Τί μᾶς θέλει; Καὶ δίχως Αὐτὸν δὲν μπορεῖ νὰ πάει καλὰ ἡ ζωή μας, ὅπως ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων ποὺ Τὸν ἀγνοοῦν; Εὐλόγα θάλεγα ἐρωτήματα, φυσικά, ἀνθρώπινα, νεανικά, συνήθη. Στὴ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ μπορεῖ ν’ ἀποδειχτεῖ μὲ τὴ φυσικὴ λογική. Μόνο γι’ αὐτὸ τὸ δόγμα δὲν θὰ μποροῦσα νἄμαι ποτὲ καθολικός. Ἂν εἶχα τὸ Θεὸ σὰν ἕνα ἄλλο σὰν κι ἔμενα, ἔξω ἀπὸ μένα, μόνο ποὺ νὰ εἶναι πολὺ δυνατότερός μου, τότε θὰ ἤμουν ὑποχρεωμένος νὰ τὸν ξεχάσω. Ἀλλὰ κι ὁ Θεὸς δεσμοφύλακας, ἐφοριακός, ἐκδικητὴς καὶ γέρος πλούσιος, ποὺ μᾶς παρουσιάστηκε ἀπὸ συγγενεῖς, δασκάλους καὶ κληρικοὺς θὰ θεωροῦσα καθῆκον μου νὰ τὸν ἀψηφήσω τελείως. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι αὐτό. Εἶναι ἀνάγκη νὰ ποῦμε πὼς ὁ ἄνθρωπος οὔτε μὲ τὸ Θεὸ θέλει νὰ εἶναι, ἀλλ’ οὔτε μπορεῖ νὰ ζήσει χωρὶς Αὐτόν;
Ἦλθαν δυὸ συνομίληκοί σας στὸ Ἅγιον Ὅρος, μ’ ἔξαλλη κόμωση κι ἀμφίεση. Δυσκολεμένοι ἀνάμεσα σ’ ἕνα μικρὸ ἀκροατήριο ποὺ «ξεναγεῖτο» κάθησαν διακριτικὰ στὸ τέλος καὶ μᾶς πλησίασαν. Σᾶς μεταφέρω τὶς πρῶτες κουβέντες τοῦ διαλόγου μας αὐτολεξεί:
— Θὰ μπορούσαμε νὰ σᾶς ρωτήσουμε κάτι;
— Εὐχαρίστως!
— Ἂν σᾶς ἔλεγε κάποιος πὼς δὲν ὑπάρχει Θεὸς τί θὰ τοῦ κάνατε;
— Τί θὰ τοῦ ἔκανα;
— Μάλιστα.
— Μήπως εἶναι δική σας ἡ ἐρώτηση;
— Ἂν σᾶς ποῦμε ναί;..
— Ἂν σᾶς πῶ κι ἐγὼ πὼς εἶναι καὶ δική μου;
— Δική σας; Ἐσεῖς, ἕνας μοναχός;
— Δὲν πιστεύω στὸ Θεὸ ποὺ μᾶς παρουσιάστηκε. Ἕνα Θεὸ ἄγαλμα, ξένο, μακρυνό, ἀπρόσιτο...
Μείναμε νὰ κουβεντιάζουμε ὧρες. Φεύγοντας τὴν ἄλλη μέρα μοῦ εἶπαν.
— Καὶ μεῖς νομίζαμε ἄλλα...
Ναί, πολλοὶ νομίζουν ἄλλα. Εἶναι ἀνέντιμο νὰ μιλᾶς γιὰ κάτι ποὺ δὲν γνωρίζεις, νὰ κατηγορεῖς τὸ φῶς, τὴ ζωή, τὴν ἀλήθεια, σὺ ποὺ ζεῖς στὸ σκοτάδι καὶ στὴν ἀπάτη. Εἶναι στενομυαλιά. Μὰ ἡ στενομυαλιὰ θὰ θεραπευτεῖ τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ τὴν παραδεχθεῖς. Ὅσο θὰ τὴ θεωρεῖς εὐφυία, ἐλευθερία καὶ δόξα θὰ ταλαιπωρεῖσαι πικρά.
Εἶναι ἀλήθεια πὼς οἱ ἄλλοι μᾶς ἀπομάκρυναν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ μάλιστα αὐτοὶ ποὺ καλοῦνταν νὰ μᾶς συνάξουν κοντά του. Αὐτοὶ οἱ ἀξιοδάκρυτοι ποὺ δὲν πίστευαν αὐτὰ ποὺ ἔλεγαν καὶ δὲν τὰ ζοῦσαν, ἀνέντιμοι, ὑποκριτές. Μὰ τὰ ποσοστὰ εὐθύνης κυμαίνονται καὶ αἰωροῦνται ἐπὶ πολλῶν κεφαλῶν καὶ δὲν ἀπομακρύνονται καθόλου τῶν δικῶν μας. Ὁ καθένας θὰ δώσει λόγο γιὰ τὶς προσωπικές του πράξεις.
Ὅ,τι κι ἂν ἔγινε μέχρι χθὲς μπορεῖ νὰ διορθωθεῖ σήμερα, τώρα. Ὅλοι ζητοῦν τὸ ἀποτίναγμα τοῦ νέφους ποὺ στεφανώνει τὶς πόλεις μας καὶ κανεὶς δὲν κάνει μία κίνηση. Ἀγνοεῖ; Δειλιάζει; Φοβᾶται; Τί συμβαίνει;
Ἡ Ὀρθόδοξη πνευματικότητα ἔχει μιὰ κληρονομιὰ ἁγιότητος, ἐπιδεικνύει τρόπο ἐπικίνδυνης ζωῆς κι ὄχι φλύαρες κι ἀτέρμονες συζητήσεις τῶν σχολαστικιστῶν, μὲ τοὺς ὁρισμοὺς τῶν ὀρθολογιστῶν καὶ τὶς πομπώδεις διδασκαλίες τῶν ἠθικιστῶν. Κελαρύζει δροσερὸ νεράκι στὰ χωράφια τῶν καρδιῶν καὶ ξεδιψᾶ πραγματικὲς ἀνάγκες ἀπαιτητικῶν ἀνθρώπων. Ὁ ἀσκητισμός της, ἡ ταπείνωσή της μᾶς ὁδηγοῦν σὲ πεδίο βολῆς καὶ ἐκτόξευσης. Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι ἡ πιστὴ τήρηση μερικῶν ὑποχρεωτικῶν κανόνων κι ἑνὸς τυπικοῦ ποὺ θὰ πρέπει ν’ ἀπομνημονευθεῖ. Μᾶλλον πρέπει νὰ σιωπήσουμε καὶ ν’ ἀκινητοποιηθοῦμε, νὰ μὴ μιλᾶμε πολὺ οὔτε περὶ Θεοῦ, ἀλλὰ ν’ ἀποκτήσουμε τρόπο ζωῆς διαφορετικό. Ἡ ζωή μας νὰ μιλᾶ. Κι ὄχι νὰ μιλᾶ γιὰ νὰ μιλᾶ. Ἡ παραδοχὴ καὶ ἡ κατανόηση τῶν ἄλλων εἶναι μιὰ ἀπὸ τὶς ὁδοὺς τῆς θεώσεως καὶ τῆς καταργήσεως τῆς μοναξιᾶς. Γνωρίζω καλὰ πὼς ὅλοι αὐτὸ ποθεῖτε κι ἂς μὴ τὸ ἐκφράζετε, αὐτὸ φανερώνει κι ἡ τυχὸν ἀντίδρασή σας στὴ φτώχειά μου.
Πρέπει ν’ ἀφήσουμε τὰ πολλά, ὅσα δὲν εἶναι ἀναγκαῖα, τὶς γενικότητες καὶ τὶς ἀσάφειες. Ὁ Παπαδιαμάντης λέει: κάθε γενικότητα γελοιότητα. Κι ἕνας ἄλλος σύγχρονος σοφός: «Ἂν προσπαθήσεις νὰ δεῖς τὰ πάντα, δὲν θὰ δεῖς τίποτε». Νὰ γίνουμε πιὸ συγκεκριμένοι, πιὸ συγκεντρωμένοι, πιὸ προσεκτικοί, πιὸ λιτοί. Νὰ γνωρίσουμε τὴ σπουδαιότητα τῆς ἁπλότητας. Νὰ εἴμαστε εὐχαριστημένοι μ’ ἕνα πειθαρχημένο ἑαυτό. Πρέπει, κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, νὰ πεθαίνουμε κάθε μέρα. Αὐτὸ σημαίνει νὰ κάνω ὅ,τι θέλω τὸν ἑαυτό μου κι ὄχι ὅ,τι θέλει αὐτὸς ἐμένα. Αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικὴ ἐλευθερία. Ἡ λύση τοῦ ἀδιεξόδου. Εἶναι μεγάλη ὑπόθεση αὐτή. Γιὰ σκεφθεῖτε την. Ἀκόμη αὐτὸς ὁ θάνατος ὁ καθημερινὸς σημαίνει πῶς ν’ ἀρέσω στὸν Θεὸ κι ὄχι πῶς νὰ θαυμάζομαι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
Δὲν χρειάζεται νὰ τὰ καταλάβουμε ἀμέσως ὅλα. Ὁ σεβασμός μας στὶς Ἅγιες Γραφὲς καὶ στὸν τίμιο ἀγώνα ἁγίων ἀνθρώπων, ὅταν κάτι δὲν καταλαβαίνουμε ἂς ἱκανοποιεῖται νὰ τ’ ἀφήνει ἀκατανόητο καὶ δὲν θ’ ἀργήσει ἡ ὥρα ποὺ θὰ φωτιστοῦμε καὶ θὰ τὸ κατανοήσουμε. Τὸ νὰ διαστρέφουμε ὅμως τὶς ἔννοιες γιὰ νὰ τὴν ταιριάσουμε στὶς ἰδέες μας εἶναι ἐγωισμὸς κι ἀρχὴ πλάνης κι αἱρέσεως.
Ὅπως κανεὶς δὲν πηγαίνει στὸ στρατὸ γιὰ νὰ καλοπεράσει ἔτσι κι ἡ πνευματικὴ ζωή, ἡ ἐν Χριστῷ ζωή, εἶναι ἀγώνας διαρκής, δίχως ἄγχος, μὰ μὲ ἀγωνία. Μία μάχη σῶμα μὲ σῶμα, ὅπου πρέπει νὰ σφαγεῖς, νὰ θανατωθεῖς, γιὰ νὰ ἀναστηθεῖς. Κι αὐτὸ γίνεται ἤρεμα, σιγά, ἀνεπαίσθητα, ἀργὰ ἤ σύντομα, ἀνάλογα μὲ τὸν πόθο καὶ τὴν ἀγαπητικὴ βούληση τοῦ Θεοῦ. Προσκαλεῖ συνεχῶς, προκαλεῖ ἐπιτηδείως κι εὐγενῶς ὁ Θεός, ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο, νὰ δώσει στὸν ἑαυτὸ χρόνο, νὰ ἠρεμήσει καὶ νὰ σκεφτεῖ καὶ νὰ μὴ ζεῖ σ’ ἕνα συνεχῆ στρόβιλο δραστηριότητας. Θὰ ἦταν ἀρκετὸ στὸ Θεὸ νὰ ὑπομείνει ὁ ἄνθρωπος τὸ δύσκολο χαρακτήρα του, ἀφοῦ τὸν παραδεχτεῖ, ν’ ἀφοσιωθεῖ στὴν ἄρρωστη γυναίκα του ὁ σύζυγος, ν’ ἀγαπήσει τοὺς ἀπρόκοφτους μαθητὲς του ὁ δάσκαλος, νὰ κατανοήσει τὴν ἀπαιτητικὴ καὶ παράξενη μάνα του ὁ γιός. Εἶναι ἕνας πειρασμὸς ν’ ἀρκεστεῖ κανεὶς στ’ ὀλίγο. Θεωρεῖ ὅτι μόνο ἔκτακτα, μεγάλα καὶ συνταρακτικὰ γεγονότα θὰ τὸν ἀναδείξουν. Φαντάζεται εὐεργέτη τῆς ἀνθρωπότητας τὸν ἐφευρέτη καὶ τὸν ἱεραπόστολο τῆς Ἀφρικῆς. Δὲν μπορεῖ νὰ βλέπει τὸ Χριστὸ ν’ ἀφήνει τὰ 99 πρόβατα γιὰ νὰ πάει στοὺς γκρεμοὺς νὰ βρεῖ τὸ χαμένο ἕνα. Νομίζουμε θὰ μᾶς ζητήσει ὁ Θεὸς πολλά. Θὰ ζητήσει μόνο αὐτὰ ποὺ μπορούσαμε νὰ κάνουμε καὶ δὲν κάναμε. Δὲν θὰ ζητήσει καρποὺς ἐκεῖ ποὺ δὲν ἔσπειρε. Δὲν θὰ πεῖ στὸν τραυλὸ γιατί δὲν ἔγινε ἱεροκήρυκας καὶ στὸν χωλὸ δρομέας. Θὰ δώσουμε λόγο γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ μπορούσαμε νὰ κάνουμε καὶ δὲν κάναμε. Θὰ λαθεύουμε, θὰ σκοντάφτουμε. Θὰ πέφτουμε, μὰ θὰ σηκωνόμαστε. Ἔχει τόση ἄπλα, τόση ἄνεση, τόση εὐρυχωρία ἡ Ἐκκλησία μας. Στὴ θερμή της ἀγκάλη της χωροῦν ὅλοι, ὅποιοι καὶ νἄναι. Τὸ νὰ πέσουμε εἶναι ἀνθρώπινο, τὸ νὰ μὴ σηκωθοῦμε δαιμονικό. Δὲν ὑπάρχει ἁμαρτία ποὺ νὰ μὴ συγχωρεῖται, πληγή ποὺ νὰ μὴ θεραπεύεται. Ἀρκεῖ νὰ τὸ ἐπιθυμήσεις, νὰ τὸ θελήσεις ἀληθινά.
Ὁ Θεὸς μᾶς θέλει ὅλους κοντά Του. Αὐτὸ εἶναι σίγουρο καὶ βέβαιο. Στὸ χέρι μας λοιπὸν εἶναι νὰ τὸν ἀπολαύσουμε. Μιὰ ἀκόμη ἀρχὴ αὐτῆς τῆς συναντήσεώς μας μὲ Αὐτόν, στὸ νὰ σκηνώσει ἡ Χάρη του ζωηρὴ ἐντὸς μας εἶναι ἡ καθαρότητά μας. Μόνο μὲ τοὺς καθαροὺς ἑνώνεται ὁ Θεός. Πρέπει πρῶτα νὰ καθαριστεῖς γιὰ νὰ συνομιλήσεις μὲ τὸ Θεό, λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Καὶ ὁ ἀββὰς Ἰσαὰκ τονίζει πὼς πρῶτα θ’ ἀποσυνδεθεῖς ἀπὸ τὴν ὕλη γιὰ νὰ συνδεθεῖς μὲ τὸ Θεό. Ὅσο καιρὸ ὁ νοῦς παραμένει ἀπρόσεκτος κι ἀκάθαρτος ὁ Θεὸς δὲν ἐλέει. Μὲ τὴ σταδιακὴ κάθαρση ἔρχεται λύπη στὴν καρδιὰ γιὰ τ’ ἀτοπήματά μας καὶ τὴν προσβολὴ τοῦ Θεοῦ. Καὶ χαρά, γιατί ἡ ψυχὴ ἀρχίζει ν’ ἀνασαίνει καὶ νὰ προγεύεται κάποιων θείων μικρῶν ἀλλὰ δυνατῶν κ ἐντυπωσιακῶν παρηγοριῶν. Ἡ προσευχὴ βοηθᾶ σ’ αὐτὴ τὴν κάθαρση καὶ ἰδιαίτερα ἡ νοερά: τὸ Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν.
Πρέπει νὰ τονιστεῖ πὼς ὅλη ἡ ἀσκητικὴ παράδοση ἀποδίδει μεγάλη σημασία στὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς καὶ δὲν ἱκανοποιεῖται σὲ κάποια ἐξωτερικὴ τακτοποίηση τῶν ἠθῶν. Εἶναι ἀστεῖο νὰ πιστεύει κανεὶς πὼς ἔχει ἀποκαταστήσει τὶς σχέσεις του μὲ τὸ Θεὸ ἐπειδή, ζεῖ μία τίμια ζωὴ κι ἀποφεύγει τὶς ἁμαρτίες ἐνῶ στὰ βάθη τῆς ψυχῆς του παραμένουν ἀνενόχλητα καὶ βαθύρριζα τὰ πάθη. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες συνιστοῦν θεραπευτικὰ μέσα γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὰ πάθη.
Ἂν μπορέσεις νὰ δεχτεῖς τὸ θαῦμα πὼς ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, ὅλες οἱ ἄλλες δυσκολίες εἶναι μηδαμινές. Ὁ Θεὸς κατέβηκε στὴ γῆ γιὰ ν’ ἀνέβει ὁ ἄνθρωπος. Τοῦ ἄνοιξε τὸ δρόμο. Τώρα ὅλα εἶναι εὔκολα. Μὲ τὴν ἀνάστασή του νικήθηκε κι ὁ θάνατος. Ἔτσι ἡ πίστη τοῦ πιστοῦ περιπαίζει τὸ δαίμονα, τὸ θάνατο, τὸ κακό, τὴν κάθε μοναξιά.
Μόνο ὁ ἀληθινὸς ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ σκέφτεται τὴν ἀθάνατη ψυχή του. Δὲν προσδοκᾶ ἀνταπόδοση. Χαίρεται νὰ χαρίζει σὰν νὰ λαμβάνει. Ἕνα σκοπὸ ἔχει: Πὼς νὰ σωθεῖ. Ἀγαπᾶ γιατί εἶναι ἔξυπνος. Δὲν ἔχει ὀκνηρία, διχασμοὺς καὶ δισταγμούς, ἄγχος καὶ ἀμφιβολίες. Χαίρεται νὰ ὑπακούει. Δὲν κάνει τίποτε τὸ μισό. Ξέρει κι ἀγαπᾶ νὰ σωπαίνει. Εἶναι γνήσιος αὐτὸς ποὺ εἶναι ἀτόφιος, εἰλικρινής.
Θὰ μποροῦσε βεβαίως ὁ Θεὸς νὰ ἐπέμβει δυναμικὰ στὴ ζωή μας καὶ νὰ μᾶς ἀλλοιώσει, καὶ νὰ μᾶς κάνει θέλοντας καὶ μὴ καλούς. Ἀλλὰ αὐτὸ ὅπως καταλαβαίνετε εἶναι μακράν τοῦ σχεδίου τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἁγιότητα δὲν εἶναι δοτή. Ὁ Θεὸς δίνει συνεχεῖς εὐκαιρίες κι ἐρεθισμούς, ἂν ὁ ἄνθρωπος τὶς ἐκμεταλλευτεῖ καλῶς. Ὁ Θεὸς στὸ ἕνα βῆμα μας κάνει δέκα. Ἀλλὰ πρέπει νὰ κάνουμε πρῶτα τὸ δικό μας ἕνα. Ἀδυνατεῖ, θὰ λέγαμε ἀνθρωπομορφικά, νὰ ἐπέμβει δικτατορικῷ τῷ τρόπῳ καὶ νὰ μᾶς ἀναστατώσει. Εἶναι ἀπεριόριστα εὐγενὴς κι εὐαίσθητος ὁ Θεός. Ὁ ὑποκειμενικὸς λοιπὸν παράγοντας στὴν πρὸς Θεὸν προσαγωγὴ μας εἶναι ἀπαραιτήτως ἀπαραίτητος. Ἡ συμβολή μας, ἡ συνεργία μας, στὸ συνεχῆ ἀγώνα γιὰ τὴ σωτηρία μας, μὲ πολλὴ ταπείνωση πάντα, εἶναι βασικὴ προϋπόθεση μιᾶς ἀρχῆς.
Μέσα σ’ ἕνα κόσμο δίχως σκοπό, μὲ μία συμφεροντολόγα ἀγάπη γιὰ τὸν πλησίον καὶ κακὴ γιὰ τὸν ἑαυτό του, ποὺ πλησιάζει τὸν ἄλλο γιὰ ν’ ἀποφύγει τὰ ἐρωτήματα τοῦ ἑαυτοῦ του, ἡ μοναξιὰ του καταντᾶ φυλακή. Ἡ χυδαιότητα τοῦ κόσμου ἔγκειται στ’ ὅτι ζεῖ γιὰ τὸ τίποτα κι αὐτὸ γίνεται ἀφορμὴ δακρύων γιὰ κάθε φιλόθεο καὶ φιλάνθρωπο.
Ἀναγκάζομε παρασυρόμενος νὰ ὑποπίπτω σ’ αὐτὸ ποὺ κατηγόρησα, σὲ γενικότητες καὶ νὰ σᾶς κουράζω.
Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ μιλήσει περὶ Θεοῦ καὶ νὰ σᾶς πείσει. Ὁ Θεὸς δὲν ἀποδεικνύεται. Φανερώνεται μυστικὰ στὶς καρδιὲς καὶ κάποτε σὲ τόπους καὶ ὧρες ποὺ δὲν τὸ περιμένεις. Ὁ Θεὸς μιλᾶ σιωπηλά. Σὲ τόπους ἥσυχους, θορυβωδῶς. Σὲ τόπους θορυβώδεις, ἥσυχα, κι ἴσως γι' αὐτὸ δὲν ἀκούγεται. Ἴσως, μᾶλλον, δὲν θέλουμε νὰ τὸν ἀκούσουμε καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τὸν ἀκοῦμε. Μὴ μειώνουμε λοιπὸν τὸ νόημα αὐτῶν ποὺ δὲν κατανοοῦμε. Ὅλα εἶναι δύσκολα πρὶν αὐτὴ τὴ φανέρωση, τὴ ζωντανὴ σχέση, τὴν ἀποκάλυψη, τὸ νέο τρόπο ζωῆς. Εἶναι ἕνα θαῦμα αὐτὴ ἡ συνταρακτικὴ ὅσο καὶ ἁπλὴ γνωριμία μὲ τὸ Θεό. Ἕνα θαῦμα φωτὸς ποὺ σὲ κάνει νὰ λησμονεῖς ὅλο τὸ προηγούμενο σκοτάδι σου, ἀπὸ λεπρὸς γίνεσαι ὑγιής, ἀπὸ ἀμαθής σοφός. Ἀποκτᾶς, φτερά, νέα δράση, νέα ἀκοή. Μὰ δὲν πρέπει νὰ λησμονεῖς τὸν Ἴκαρο, τὸ πολὺ φῶς ποὺ τυφλώνει, τὴ βροντὴ τῆς σιωπῆς ποὺ κουφαίνει.
Συγχωρέστε παρακαλῶ τὴν τυχὸν ποιητικότητά μου. Πολλὴ εἰρήνη ὑπάρχει μέσα στὴ σιωπή. Μίλα ἄνετα μὲ τοὺς ἀνθρώπους, δίχως συμβιβασμοὺς καὶ ὑποχωρήσεις. Να ’σαι φίλος ὅσο ξένος μὲ ὅλους, κατὰ τὸν Ἀββᾶ Ἰσαάκ. Λέγε τὴ γνώμη σου δίχως νὰ θὲς νὰ τὴν ἐπιβάλλεις. Ἄκου καὶ τὸν ἄλλο κι ἄς σοῦ φαίνεται ἀνιαρὸς κι ἀστεῖος. Ἔχει τὸν πόνο του, τὴν ἱστορία του, ἔχυσε καὶ γι’ αὐτὸν αἷμα ὁ Χριστός. Μὴ συγκρίνεσαι μὲ τοὺς ἄλλους, λέει ὁ ἀββᾶς Ἠσαΐας. Εἶναι ἕνα ἐπικίνδυνο παιχνίδι. Ἂν πεῖς εἶσαι καλύτερός τοῦ ἄλλου πέφτεις στὴν ὑπερηφάνεια. Ἂν πεῖς πὼς εἶσαι χειρότερος στὴν κακομοιριά, τὴ μειονεξία, τὴν ἀποθάρρυνση, τὴν ἀπελπισία.
Νὰ ἐνδιαφέρεσαι γιὰ τὴν πρόοδό σου στὶς σπουδὲς καὶ τὴν ἐργασία, μὰ νὰ ξέρεις πὼς κι ἕνας τσαγκάρης κι ἕνας ὁδοκαθαριστὴς προσφέρει ἔργο χρήσιμο, μπορεῖ νὰ εἶναι ἥρωας, ἅγιος. Νὰ κοιτᾶς νὰ εἶσαι αὐτὸ ποὺ εἶσαι. Κυρίως μὴν ὑποκρίνεσαι τὸν καλὸ γιατί εἶναι βαρειὰ αὐτὴ ἡ ἀρρώστια κι ὁδηγεῖ σὲ θάνατο. Οὔτε πάλι ὡς ἐξ αὐτοῦ νὰ γίνεσαι κυνικὸς καὶ μάλιστα ὅτι ἀφορᾶ τὴν ἀγάπη. Μὴ βιάζεσαι καὶ μὴ χασομερᾶς. Νὰ εἶσαι ὅσο εὐγενικὸς τόσο κι αὐστηρὸς μὲ τὸν ἑαυτό σου. Μὴν τὸν ἀφήνεις εὔκολα νὰ χαζεύει καὶ μὴ τὸν κουράζεις μὲ προγράμματα ποὺ σὲ λίγο θὰ τὰ διακόψεις. Ἡ κούραση κι ἡ μοναξιὰ γρήγορα μποροῦν νὰ σὲ ἀρρωστήσουν. Φτιάξ’ τα μὲ τὸν Θεό. Φτιάξ’ τα μὲ τὸν ἑαυτό σου. Φτιάξ’ τα μὲ τοὺς ἄλλους καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ σοῦ κλέψει τὴν εἰρήνη ἀπ' τὴν καρδιά σου. Βρὲς τὴν εἰρήνη στὴν καρδιά σου καὶ χιλιάδες κόσμος θὰ σωθεῖ, λέει ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σαρώφ. Ἔτσι, ἐσὺ ποὺ ὅλοι νομίζουν πὼς δὲν προσφέρεις τίποτε, μόνο μὲ αὐτὴ τὴν εἰρήνη, τὴ νηφαλιότητά σου, τὴ χαρά σου θὰ ἔχεις διάρκεια ἀντοχῆς, ἀποθέματα, σημεῖα σημαντικὰ μυστικῶν Μεταμορφώσεων, δυνάμενα νὰ μεταμορφώσουν πολλὴ ἀπὸ τὴν κακία καὶ ἀσχήμια τοῦ κόσμου.
Ὅπως μερικὰ γεροντάκια στὸ Ἅγιον Ὅρος ποὺ σὲ διδάσκουν μόνο μὲ τὴ θωριά τους. Ἡ ἠρεμία τους, ἡ γαλήνη τους, ἡ στάση τους, ὁ τρόπος τους, εἶναι τὸ πιὸ βροντερὸ κήρυγμα καὶ μάλιστα στοὺς νέους ἐπισκέπτες τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ἐσᾶς, ποὺ ἔχετε τὴ χάρη πιὸ ἔντονη ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ διακρίνετε τὸ γνήσιο, τὸ ἀτόφιο, τὸ καθαρό, τὸ πολύτιμο.
Εἶστε καλοὶ μὰ μπορεῖτε νὰ γίνετε καλύτεροι. Εἶστε λίγοι, μὴ φοβᾶστε. Κι ἕνας μπορεῖ νὰ φυλάει τὴν ἀλήθεια, ὅπως διδάσκει ἡ Ἱστορία. Ἡ δύναμη τοῦ πνεύματος δὲν εἶναι μὲ τὰ μεγάλα μεγέθη τῶν ἀριθμῶν.
Εἶναι λυπηρὸ νὰ βλέπεις τοὺς νέους διαμελισμένους, σκόρπιους ἐδῶ κι ἐκεῖ, ἀφηρημένους, ἀσυνεπεῖς. Ἐνῶ μποροῦν πολλά. Ἂς κάνει κανεὶς πολὺ λιγότερα, μὰ ὁλοκληρωμένα. Εἶναι κρίμα νάχει κατακυριευτεῖ ἡ νεολαία ἀπὸ αὐτὸ τὸ πνεῦμα τῆς βαρύτητας, τῆς πλαδαρότητας, τῆς νωχέλειας, τοῦ «δὲ βαρυέσαι βρὲ ἀδελφέ». Τὸ νὰ ἔχεις μία γνώμη γιὰ ὅλα, νὰ μισοξέρεις πολλά, νὰ λὲς σὲ ὅλους ναὶ ἤ ὄχι, εἶναι σημεῖο μεγάλης θολούρας καὶ χλιαρότητας, ποὺ φανερώνει ἀναποφασιστικότητα καὶ φαντασιοσκοπία, πνευματικὴ χρεωκοπία καὶ δυστυχία γιὰ τὸ μέλλον.
Ὅταν θὰ βαρεθεῖτε ὅλα αὐτὰ τὰ λίγα, τὰ πολλά, τὰ μισὰ κι ἀσχοληθεῖτε μὲ τὸ ἕνα, μέ σᾶς, μὲ τὸν Θεό, μὲ μένα, μὲ σένα, τότε κάτι μπορεῖ ν’ ἀρχίσει. Γι’ αὐτὴ τὴ μεγάλη τιμὴ τῆς ἰδιαιτερότητος τοῦ προσώπου μιλᾶ ἡ Ἐκκλησία μας ἁπλᾶ, καθαρά, συγκεκριμένα. Γι’ αὐτὴ τὴ σπάνια καὶ πολύτιμη, εἰλικρινῆ καὶ ἀθώα γνησιότητα ἀγωνίσθησαν οἱ ἅγιοι κι αὐτὴ μᾶς παραδίδουν. Δίχως νὰ προσδοκοῦν καμμιὰ ἀνταπόδοση γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ ἀγώνα τους, οὔτε ἀπὸ τὸ Θεό, οὔτε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
Δὲν θὰ σᾶς κουράσω πολὺ ἀκόμα μὲ τὶς ἀποσπασματικὲς καὶ τηλεγραφικὲς αὐτὲς φράσεις μου. Θὰ ἐπιθυμοῦσα ὅμως νὰ σᾶς μεταφέρω τὶς σκέψεις μερικῶν ἀκόμη ἁγίων Πατέρων μας στὸ θέμα ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ, τῶν σχέσεών μας μὲ τὸ Θεό, τὸν ἑαυτό μας καὶ τοὺς ἄλλους καὶ τῆς διεξόδου τῆς πολλῆς μοναξιᾶς τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει πὼς δὲν εἶναι ὁ ἄνθρωπος καλὸ οὔτε πολὺ νὰ ξεθαρρεύει οὔτε ν’ ἀπελπίζεται. Τὸ νὰ ἔχεις παράτολμο θάρρος σὲ κάνει νὰ πέσεις κι ἡ ἀπελπισία πεσμένο δὲ σ’ ἀφήνει νὰ σηκωθεῖς. Ἂς εἰρηνεύσεις μὲ τὸν ἑαυτό σου, θὰ πεῖ ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ, κι ὅλα θὰ εἰρηνεύσουν.
Κι ἀλλοῦ ὁ ἴδιος θὰ πεῖ τὴ σπουδαία ἐκείνη ρήση: Αὐτὸς ποὺ γνώρισε καὶ νίκησε τὰ πάθη του εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ἀνασταίνει νεκρούς.
Χρειάζεται νὰ βγάζουμε διδάγματα καὶ συμπεράσματα καὶ νὰ κάνουμε ἀναλύσεις; Ἀσφαλῶς καὶ βεβαίως ὄχι. Διατηρώντας πάντα τὸ παντζούρι ἀνοιχτό, τοῦ παραθύρου ποὺ ἀνοίξαμε μαζί, σ’ ἕνα κόσμο ἄκοσμο κι ὄχι κόσμημα, πεπτωκότα καὶ συγχυσμένο, ποὺ ὅμως μπορεῖ ἂν θέλει νὰ σπάσει τὸ κέλυφος ποὺ δὲν τὸν ἀφήνει ν’ ἀνασάνει ἐλεύθερα κι ἡ μοναξιά του νὰ γίνει εὐεργετικὴ μὲ τὴν αὐτογνωσία, τὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ, τὴ μελέτη. Ἑτοιμασία καὶ ὁδὸς πρὸς συνάντηση τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν πλασμάτων του κι ὁ κόσμος νἄναι περιβόλι. Αὐτὰ ἀπὸ τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας. Νύξεις ἁπλὲς μὲ τὴν γνώση πὼς δὲν κομίζω «γλαύκας εἰς Ἀθήνας» καὶ τὴν συγγνώμην γιὰ τὸ τυχὸν διδασκαλικό μου ὕφος.
Γέροντος Μωυσέως Μοναχού
( Σημειώσεις εἰσηγήσεως ποὺ ἔγινε στὴ Δράμα, τὴν Ξάνθη καὶ τὴν Ἀθήνα σὲ φοιτητὲς τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1986).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου