Στὰ πρῶτα χρόνια τῆς Ἐκκλησίας μας ἡ Ἀκολουθία αὐτὴ περιελάμβανε μόνο κάποιους ψαλμούς. Σταδιακὰ προστέθηκαν εὐχὲς καὶ αἰτήσεις ποὺ διέφεραν ἀπὸ Ἐκκλησία σὲ Ἐκκλησία. Γύρω στὸν 4ο αἰώνα πῆρε τὴ μορφὴ Ἀκολουθίας. Προοδευτικὰ ἀπέκτησε ἑνιαῖο περιεχόμενο καὶ κατέληξε στὴ μορφὴ ποὺ ἔχει σήμερα τὸ «Μέγα Ἀπόδειπνο».
Τὸν 13ο αἰώνα ἔγινε μιὰ ἐπιτομὴ τοῦ Μεγάλου Ἀποδείπνου καὶ σχηματίσθηκε τὸ «Μικρὸ Ἀπόδειπνο». Ἀπὸ τότε τὸ Μέγα Ἀπόδειπνο τελεῖται μόνο κατὰ τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἀπὸ τὴ Δευτέρα μέχρι τὴν Πέμπτη. Τὶς ἄλλες ἡμέρες τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς τελεῖται τὸ Μικρὸ Ἀπόδειπνο (κάθε Παρασκευὴ μάλιστα μαζὶ μὲ τοὺς «Χαιρετισμοὺς» στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο), καθὼς ἐπίσης τὴν Τετάρτη τοῦ Μεγάλου Κανόνος καὶ τὴ Μεγάλη Τετάρτη. Γιὰ τὴ Διακαινήσιμο ἑβδομάδα διαμορφώθηκε τὸ Ἀναστάσιμο Ἀπόδειπνο. Στὰ Μοναστήρια ἡ Ἀκολουθία τοῦ Ἀποδείπνου ἐπικράτησε νὰ γίνεται μετὰ τὸν Ἑσπερινό. Τὸ Ἀπόδειπνο ὅμως δὲν εἶναι μόνο γιὰ τοὺς Μοναχοὺς ἀλλὰ γιὰ ὅλους τοὺς πιστούς. Ὅλοι μας παίρνουμε μεγάλη εὐλογία κάθε βράδυ, ὅταν μετὰ ἀπὸ τὸν κόπο τῆς ἡμέρας καὶ κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ καντηλιοῦ, μέσα στὴν εὐωδία τοῦ θυμιάματος ψελλίζουμε τὰ ἱερὰ λόγια τοῦ Ἀποδείπνου, ποὺ σταλάζουν στὴν ψυχή μας τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Διότι πρὶν ἀπὸ τὸν ὕπνο μας αἰσθανόμαστε τὴν ἀνάγκη νὰ στραφοῦμε στὸν παντοδύναμο Θεό μας καὶ νὰ Τοῦ ζητήσουμε τὴ στοργική του προστασία. Διότι καὶ τὴν ὥρα αὐτὴ ἐνεδρεύουν οἱ πονηρὲς δυνάμεις τοῦ κόσμου, ὁρατὲς καὶ ἀόρατες, γιὰ νὰ μᾶς πειράξουν. Ἡ Ἀκολουθία τοῦ Ἀποδείπνου περιέχει ἕνα θαυμάσιο πλοῦτο προσευχῶν καὶ αἰτήσεων. Μ’ αὐτὲς δοξολογοῦμε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἡμέρα ποὺ πέρασε καὶ Τὸν ἱκετεύουμε νὰ μᾶς ἀναπαύσει καὶ νὰ μᾶς προστατεύσει τὴ νύχτα ποὺ θὰ ἀκολουθήσει. Ἡ Ἀκολουθία ἀποτελεῖται ἀπὸ 3 Ψαλμούς, τὴ Δοξολογία, τὸ «Πιστεύω» καὶ 4 ἱκετήριες Εὐχές: δύο στὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, μία στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο καὶ μία στὸν φύλακα Ἄγγελό μας. Ἀρχικὰ ἀπευθυνόμαστε στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο καὶ τὴν ἱκετεύουμε λέγοντας: «Ἄσπιλε, ἀμόλυντε», γίνε «θερμὴ προστάτις καὶ βοηθός», ἀποκρούοντας «τὰς τῶν ἐναντίων ἑφόδους». Καὶ καταλήγουμε τὴν ἱκετήρια αὐτὴ προσευχὴ στὴ Δέσποινα τοῦ
Οὐρανοῦ λέγοντας μὲ πόνο: «Τὴν πᾶσαν ἐλπίδα μου εἰς σὲ ἀνατίθημι, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ· φύλαξόν με ὑπὸ τὴν σκέπην σου».
Κατόπιν παρακαλοῦμε τὸν Κύριο καὶ Δεσπότη τῆς ζωῆς μας νὰ μᾶς χαρίσει «ἀνάπαυσιν σώματος καὶ ψυχῆς» καὶ νὰ μᾶς διαφυλάξει «ἀπὸ τοῦ ζοφεροῦ ὕπνου τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀπὸ
πάσης σκοτεινῆς καὶ νυκτερινῆς ἡδυπαθείας». Καὶ μὲ τὴν τρίτη ἱκεσία μας δεόμαστε στὸν φύλακα Ἄγγελό μας νὰ μᾶς σκεπάσει μὲ τὴν προστασία του «ἐν τῇ παρούσῃ νυκτὶ» καὶ νὰ μᾶς δια- φυλάξει «ἀπὸ πάσης ἐπηρείας τοῦ
ἀντικειμένου» ἐχθροῦ μας, τοῦ διαβόλου. Ὁ ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης μᾶς ἐξηγεῖ ὅτι ὅσα λέγονται στὴν ἱερὴ αὐτὴ Ἀκολουθία ἔχουν βαθὺ μυστηριακὸ νόημα, τὸ ὁποῖο κατανοοῦν ὅσοι ἔχουν πνευματικὰ αἰσθητήρια. Μέσα στὴν ἱερὴ ἀτμόσφαιρα τοῦ Ἀποδείπνου, λέει, πρέπει νὰ συναισθανόμαστε ὅτι ὁ ὕπνος ποὺ θὰ ἀκολουθήσει καὶ ἡ πρωινή μας ἔγερση συμβολίζουν τὸ θάνατό μας καὶ τὴν ἀνάστασή μας στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Τὸ πέρασμά μας ἀπὸ τὴ νύχτα στὴν ἡμέρα εἰκονίζει τὴ μετάβασή μας ἀπὸ τὴ σκοτεινὴ καὶ
πολυτάραχη ζωή μας στὴν ἀνέσπερη ἡμέρα καὶ ζωὴ τῆς αἰωνιότητος (Ἐρώτησις οθ΄, PG 155, 940C-D). Καθὼς λοιπὸν τὴν ὥρα τοῦ ἱεροῦ
Ἀποδείπνου βρισκόμαστε στὸ μεταίχμιο μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς καὶ ζοῦμε μὲ τὴν προσδοκία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, συνομιλοῦμε μὲ τὸν Κύριο καὶ Δεσπότη τῆς ζωῆς μας, μὲ τὴν Ἄσπιλη Δέσποινα τῶν οὐρανῶν, μὲ τὸν φύλακα Ἄγγελό μας καὶ ὅλους τοὺς Ἀγγέλους καὶ Ἁγίους. Κι ὅλα αὐτὰ μέσα στὴ νύχτα. Λίγο πρὶν κοιμηθοῦμε. Τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἀποστατημένος κόσμος βυθίζεται στὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας, οἱ πιστοὶ ἐκζητοῦμε τὴν προστασία καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Στρέφουμε μὲ πόθο τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά μας στὴν ἀνέσπερη καὶ ἀδιάδοχη ἡμέρα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἱκετεύουμε τὸν Κύριο νὰ μᾶς ἀξιώσει νὰ ζήσουμε αἰωνίως στὴ θεία ὡραιότητα τοῦ Παραδείσου, ἐκεῖ ποὺ δὲν θὰ ὑπάρχουν νύχτες καὶ
πειρασμοί, ἀλλὰ ὅλα θὰ εἶναι λουσμένα στὸ Φῶς τοῦ Θεοῦ.
Ο ΣΩΤΗΡ2040
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου