Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2020

Η ΣΥΓΓΝΩΜΗ ΣΤΙΣ ΠΡΟΣΒΟΛΕΣ (Ἅγ. Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ)

Ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς Εἰρήνης Γκοραΐνωφ,
«Ὁ Ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ»,
ἐκδ. «Τῆνος», Ἀθῆναι, σελ. 74-77,
μτφρ. Π. Κ. Σκουτέρη, ἔκδ. τετάρτη, Ἀθῆναι 1982
Ἠλ. στοιχ. «Χριστ. Βιβλιογρ.»

.             Ἦταν 12 Σεπτεμβρίου 1804, ὁ πατὴρ Σεραφεὶμ ἔκοβε ξῦλα μέσ᾽ στὸ δάσος. Τρεῖς ἄνδρες τὸν πλησίασαν καὶ γεμᾶτοι ἀλαζονεία τοῦ ζήτησαν χρήματα.
–Τόσοι ἄνθρωποι ἔρχονται νὰ σὲ δοῦν. Σοῦ φέρνουν λεπτά. Πρέπει νὰ ἔχης.
–Δὲν παίρνω τίποτε ἀπὸ κανένα.
.               Τότε ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς τρεῖς τοῦ ρίχτηκε ἀπὸ πίσω, ἀλλὰ ἀντὶ νὰ τὸν ρίξη, ἔπεσε ὁ ἴδιος κάτω.
.               Ἀπὸ τὰ νιάτα του ὁ πατὴρ Σεραφεὶμ ἦταν γνωστὸς γιὰ τὴν ἀσυνήθιστη φυσική του δύναμη. Εἶχε τὸ τσεκούρι στὸ χέρι καὶ θὰ μποροῦσε νὰ ἀμυνθῆ. Τοῦ ἦρθε γιὰ μιὰ πολὺ σύντομη στιγμὴ ὁ πειρασμός. Σκέφθηκε ὅμως τὸν Χριστό. Σὰν τοὺς νεαροὺς πρίγκηπες Μπόρις καὶ Γκλέμπ, αὐτοὺς ποὺ δὲν ἀντιστάθηκαν στὴ βία, προτίμησε καὶ αὐτὸς νὰ χυθῆ τὸ δικό του αἷμα, παρὰ νὰ χύση τῶν ἄλλων. Ἄφησε τὸ τσεκούρι του νὰ πέση καὶ σταυρώνοντας τὰ χέρια στὸ στῆθος του: «Κάνετε αὐτὸ ποὺ ἤλθατε νὰ κάνετε», εἶπε.
.               Ἀφοῦ μάζεψε τὸ ἐργαλεῖο ἀπὸ κάτω, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἄνδρες χτύπησε τὸν ἐρημίτη στὸ κεφάλι. Αὐτὸς ἔπεσε κάτω, ἀναίσθητος καὶ τὸ αἷμα κυλοῦσε ἄφθονο ἀπὸ τὴ μύτη του, τὸ στόμα του, τ’ αὐτιά του. Συνεχίζοντας νὰ τὸν κτυπᾶνε μὲ γροθιές, μὲ κλωτσιὲς καὶ μὲ ξῦλα, τὸν ἔσυραν οἱ ἀγροῖκοι μέχρι τὸ κελλί του. Ἐκεῖ μέσ’ στὴν  εἴσοδο τὸν ἔδεσαν σφικτὰ μὲ σκοπὸ νὰ τὸν ρίξουν μέσ᾽ στὸ νερό. Ἐπειδὴ ὅμως φαινόταν ἤδη πεθαμένος, τὸν ἐγκατέλειψαν, γιὰ νὰ τρέξουν γρήγορα στὸ ἐσωτερικὸ τῆς ἴσμπα καὶ νὰ ψάξουν γιὰ τὸ θησαυρό, τὴν ὕπαρξη τοῦ ὁποίου εἶχαν γιὰ σίγουρη. Διέλυσαν τὴ σόμπα, ἔβγαλαν τὸ πάτωμα –τὸ δωμάτιο δὲν περιεῖχε τίποτε ἐκτὸς ἀπὸ μία εἰκόνα καὶ στὴ γωνιὰ τρεῖς πατάτες. Τότε κατατρομαγμένοι τὄβαλαν  στὰ πόδια.
.               Ὁ πατὴρ Σεραφεὶμ συνῆλθε καὶ μὲ πολλὴ δυσκολία ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὰ δεσμά του. Εὐτυχῶς ἐκείνη τὴ στιγμὴ περνοῦσαν κάτι μοναχοί. Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ἔτρεξε νὰ εἰδοποιήση τὸν ἡγούμενο. Μὲ πολὺ μεγάλες προφυλάξεις,  μετέφεραν τὸν τραυματισμένο στὸ μοναστήρι. Ἡ ὄψη του προκαλοῦσε φόβο: μαλλιὰ καὶ γένια ἀνακατεμένα, γεμάτα σκόνη καὶ λάσπη, πρόσωπο πρησμένο, αὐτιὰ καὶ χείλη μαῦρα ἀπὸ πηγμένο αἷμα, ροῦχα ματωμένα, ποὺ κολλοῦσαν πάνω στὶς πληγές. Μὲ φωνὴ ποὺ δὲν ἦταν παρὰ μία ἄχνα, ζήτησε τὸν ἡγούμενο καὶ τὸν πνευματικό του καὶ τοὺς διηγήθηκε τί συνέβη.
.               Κανεὶς δὲν πίστευε πὼς θὰ μποροῦσε νὰ ἐπιζήση. Γιὰ ὀχτὼ μέρες, ὁ πατὴρ Σεραφεὶμ δὲν μπόρεσε οὔτε νὰ πιῆ, οὔτε νὰ φάη, οὔτε νὰ κοιμηθῆ. Γιὰ νὰ κάνη τὸ χρέος του ὁ ἡγούμενος ἔστειλε στὸ Ἀρζαμάς, τὴν πιὸ γειτονικὴ πόλη, νὰ φωνάξουν γιατρούς. Οἱ γιατροὶ ἀκροάσθηκαν τὸ φτωχό, βασανισμένο σῶμα, βρῆκαν μία ρωγμὴ στὸ κρανίο, σπασμένα πλευρά, θλάση στὸ στῆθος, χωρὶς νὰ γίνη λόγος καὶ γιὰ τὰ πολλὰ τραύματα, καὶ δήλωσαν πῶς ἔπρεπε νὰ ἀφαιμάξουν τὸν ἄρρωστο. Μὲ ὅλη του τὴν καλὴ διάθεση, ὁ ἡγούμενος, ὁ πατὴρ Ἡσαΐας ἀντιτάχθηκε στὴν ἀπόφαση. Ἀρκετὸ αἷμα εἶχε χάσει ὁ δυστυχής, σκέφθηκε. Αὐτὸς ὅμως ποὺ θἄπαιρνε τὴν ἀπόφαση, θἆταν ὁ ἴδιος ὁ πατὴρ Σεραφείμ. Οἱ γιατροὶ ξαναγύρισαν στὸ κελλί.
.             Ὅσο αὐτοὶ σιγοψιθύριζαν ἀναμεταξύ τους, χρησιμοποιώντας λατινικοὺς ὅρους, καθὼς περίμεναν τὸν ἡγούμενο ποὺ θά ’ρχόταν νὰ τοὺς συναντήση, ὁ ἄρρωστος ἀποκοιμήθηκε.

Μπῆκε τότε πλημμυρισμένη ἀπὸ δόξα
ντυμένη μὲ βασιλικὸ χιτώνα, συνοδευμένη
ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους Πέτρο καὶ Ἰωάννη,
ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἡ Ἀειπαρθένος Μαρία.
Πλησίασε τὸ στρῶμα τοῦ ἑτοιμοθάνατου
καὶ γυρίζοντας πρὸς τὴ μεριὰ τῶν γιατρῶν:
«Σὲ τί ὠφελοῦν οἱ προσπάθειές σας;» λέγει.
Ἔπειτα, ἀφοῦ κοίταξε τὸν πληγωμένο ἀσκητή,
ἐπανέλαβε κάτι ποὺ εἶχε πῆ κι ἄλλη μία φορά,
γι’ αὐτόν: Αὐτὸς εἶναι ἀπὸ τὴ δική μας γενηά!


.         Ἄνοιξε τὰ μάτια. Ἐκείνη εἶχε ἐξαφανισθῆ.
.         Ὁ πατὴρ Ἡσαΐας εἶχε μπῆ ἐν τῷ μεταξὺ μέσα στὸ κελλί. Ὁ ἐρημίτης ἀρνήθηκε κατηγορηματικὰ τὴ βοήθεια τῶν γιατρῶν.
.           Βρισκόταν σὲ μία κατάσταση μακαρίας ἐξάρσεως, ποὺ κράτησε περίπου τέσσερες ὧρες. Μετὰ ἠρέμησε, ἔκανε μερικὰ βήματα μέσα στὸ κελλί του καὶ πῆρε λίγη τροφή: μία μικρὴ μπουκιὰ λάχανο τουρσὶ καὶ ψωμί.
.         Ἀπ’ ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἡ ὑγεία του ἔκανε σημαντικὲς προόδους. Πέντε μῆνες ἀργότερα, ζητοῦσε ἀπὸ τὸν ἡγούμενο τὴν εὐλογία του γιὰ νὰ ξαναγυρίση στὴ «μακρυνὴ μικρὴ ἔρημο».  Ὁ ἡγούμενος ὅμως δίσταζε. Ὁ ἐρημίτης δὲν ἦταν πιὰ ὁ ἄνδρας μὲ τὸ ἀθλητικὸ παράστημα, ὅπως ἦταν τότε ποὺ πρωτομπῆκε στὸ μοναστήρι ἐδῶ καὶ εἰκοσιέξι χρόνια. Λίγο πρὶν ἀπὸ τὰ πενήντα του ἦταν ἕνα γεροντάκι σκυφτὸ ποὺ περπατοῦσε μὲ δυσκολία, στηριγμένο στὸ τσεκούρι του ἢ σ’ ἕνα μπαστούνι. Καινούργιες ἀπόπειρες μπορεῖ νὰ ξαναγίνονταν. Ὁ πατὴρ Σεραφεὶμ ἐν τούτοις ἐπέμενε. Τὸν ἄφησαν νὰ φύγη.
.                 Ἐν τῷ μεταξὺ βρέθηκαν οἱ ἔνοχοι. Ἦταν κάτι χωρικοὶ ἀπὸ ἕνα διπλανὸ χωριό, τὸ Κρέμενοκ. Ἔπρεπε νὰ τιμωρηθοῦν αὐστηρά!
.               Ὁ πατὴρ Σεραφεὶμ δὲν εἶχε ὅμως τὴν ἴδια γνώμη. «Ὅποια καὶ νἆναι ἡ προσβολή, ἔλεγε, δὲν πρέπει ποτὲ κανεὶς νὰ ἐκδικῆται. Ἀντίθετα, πρέπει νὰ συγχωρῆ τὸν ἔνοχο μὲ ὅλη του τὴν καρδιά, ἀκόμη καὶ ἂν ἡ καρδιὰ ἀντιστέκεται σ’ αὐτό. Δὲν πρέπει κανεὶς νὰ κρατᾶ κατὰ τοῦ πλησίον του τὴν παραμικρὴ μνησικακία, κανένα μίσος, ἀλλὰ πρέπει νὰ τὸν ἀγαπᾶ, καὶ ὅσον τὸ δυνατὸν νὰ τοῦ κάνη καλό».
.           «Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν»,  εἶπε ὁ Χριστὸς καὶ «προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν διωκόντων ὑμᾶς» (Ματθ. ε´ 44).
.           «Ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν» (Ματθ. ϛ´ 15). Μήπως καὶ ἐμεῖς κάθε μέρα, ὅταν ἀπαγγέλλουμε τὴν Κυριακὴ προσευχή, δὲν λέγουμε –μὲ τὸ στόμα μας μόνο, δυστυχῶς– : «Ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν»;
.             Ὁ πιστὸς μαθητὴς τοῦ Κυρίου, ὁ ἀντιπροσωπευτικὸς τύπος τοῦ ρωσικοῦ Χριστιανισμοῦ, ποὺ θεωρεῖ τὴ συγγνώμη τὸν ἀκρογωνιαῖο λίθο τῆς ἀληθινῆς πίστεως, ὑπερασπίσθηκε λοιπὸν ἐνώπιον τῶν ἀρχῶν αὐτοὺς ποὺ τοῦ ἐπετέθηκαν.
.               «Ἐὰν τοὺς κάνετε καὶ τὸ παραμικρὸ κακό, ἀπείλησε ἤρεμα, θὰ φύγω ἀπὸ τὸ Σάρωφ καὶ θὰ πάω κάπου ἀλλοῦ, ποὺ δὲν θὰ μπορῆτε νὰ μὲ βρῆτε».
.                 Οἱ ἀρχὲς συμμορφώθηκαν μὲ τὴν ἀπαίτησή του καὶ ἡ ἀνθρώπινη δικαιοσύνη ἄφησε ἀνενόχλητους τοὺς δράστες. Ἔπειτα ἀπὸ λίγο ὅμως ἡ θεία δικαιοσύνη τιμώρησε τὴ σκληροκαρδία τῶν ἐνόχων. Μία πυρκαγιὰ κατέστρεψε τὸ Κρέμενοκ καὶ οἱ καλύβες τῶν κακοποιῶν ἔγιναν παρανάλωμα τῆς φωτιᾶς. Μετανοημένοι καὶ συντετριμμένοι, ἦρθαν νὰ πέσουν στὰ πόδια αὐτοῦ ποὺ λίγο ἔλειψε νὰ δολοφονήσουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...