Στη βιογραφία του μεγάλου σύγχρονου πανεπιστημιακού αγίου Λουκά του Ιατρού (1877-1961) διαβάζουμε ένα καθοριστικό στιγμιότυπο της εφηβικής του ηλικίας:
Ο άγιος αγαπούσε τη φιλολογία και ήθελε να σπουδάσει φιλόλογος. Όταν όμως συνειδητοποίησε την επείγουσα ανάγκη του φτωχού ρωσικού λαού για ιατρική υποστήριξη, άλλαξε σχέδια και αποφάσισε να σπουδάσει γιατρός. Αυτό και έκανε, και μάλιστα σε όλη του τη ζωή ήταν ανάργυρος γιατρός: όχι μόνο δεν έπαιρνε χρήματα από τους ασθενείς του (τουλάχιστον τους φτωχούς), αλλά και το μισθό του από το πανεπιστήμιο (όπου έγινε καθηγητής ιατρικής - από εκεί τον εκτόπισε το αθεϊστικό καθεστώς) διέθετε σε αγαθοεργίες.
Έγινε λοιπόν γιατρός, όχι για να "κάνει λεφτά" ή όνομα, αλλά με αποκλειστικό σκοπό να βοηθήσει το φτωχό λαό, παρόλο που η αγαπημένη του επιστήμη ήταν άλλη. Και το σκοπό του αυτό τον διατήρησε σε όλη του τη ζωή, δεν διεφθάρη ποτέ. Και διατήρησε και την αγάπη του στο Χριστό και την Παναγία και
διακήρυσσε αυτή την αγάπη, με ειρήνη και πραότητα φυσικά, έστω κι αν έχασε τη λαμπρή καριέρα του και συνελήφθη πολλές φορές και στάλθηκε στην εξορία κάτω από άθλιες συνθήκες.
Και στην εξορία ακόμη, ασκούσε αφιλοκερδώς την ιατρική αποστολή του, υπέρ των συνανθρώπων του.
Νομίζω ότι δε χρειάζονται σχόλια, σε σχέση με το πώς επιλέγουμε εμείς το επάγγελμα που θα ακολουθήσουμε. Με το πώς επιλέγουμε τι θα σπουδάσουμε και με το πώς οι γονείς και οι καθηγητές κατευθύνουμε τα παιδιά μας να επιλέξουν τι θα σπουδάσουν.
Από την ανάρτηση Ο πολιτισμός της νεκροκεφαλής παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα, με σεβασμό προς όλους, με πόνο καρδιάς και χωρίς να παριστάνω τον κριτή κανενός:
Τι λείπει στα παιδιά σου και δεν τους το δίνεις ποτέ, αγαπητέ μου γονιέ, πατέρα και μάνα;
Ένα πράγμα λείπει: το να τους μάθεις να αγαπάνε. Έτσι τα παιδιά σου θ’ αποχτούσαν ρίζες και πίστη, έτσι θα ένιωθαν ασφάλεια και δε θα έψαχναν την αγάπη (ή υποκατάστατα της αγάπης) σε γκρίζους δρόμους.
Ξέρω εγώ ν’ αγαπώ; Ξέρω να συγχωρώ; Ξέρω ν’ ακούω; Αν δεν ξέρω, πώς θα το μάθω στα παιδιά μου; Αλλά εκείνα αυτό ζητάνε και, αν δεν το μαθαίνουν από μένα, ψάχνουν να το μάθουν από άλλους.
Ίσως είσαι από τις φωτεινές εξαιρέσεις. Εσύ ξέρεις.
Άκου λοιπόν πώς νομίζω ότι μεγαλώνεις τα παιδιά σου, πώς μεγαλώνουν τα παιδιά τους οι περισσότεροι, ίσως κι εγώ (ακόμη είναι μικρό το δικό μου, έχει καιρό):
Όταν κάνουν φίλους, τους λες: σκέψου, παιδί μου, τι σε ωφελούν οι φίλοι που έχεις. Δεν τους λες: σκέψου, παιδί μου, τι έχεις ωφελήσεις εσύ τους φίλους σου.
Όταν κάνουν σχέσεις (εννοείται το «αισθηματικές»), τους λες: τι έχει να σου προσφέρει αυτή η σχέση; Δεν τους ρωτάς: τι έχεις να προσφέρεις εσύ, παιδί μου, σ’ αυτή τη σχέση;
Για την επαγγελματική τους αποκατάσταση, τους λες να διαλέξουν ένα επάγγελμα που θα τους ωφελήσει (οικονομικά και κοινωνικά). Δεν τους λες να διαλέξουν ένα επάγγελμα με σκοπό να ωφελήσουν αυτοί τους συνανθρώπους τους, τον τόπο τους, την κοινωνία.
Τους λες να είναι ανταγωνιστικοί και μαχητικοί, «δυνατοί», «σκληροί». Δεν τους λες ν’ αγαπάνε και να συγχωρούν. Και φυσικά δε θα τους πεις ποτέ να προτιμήσουν το συμφέρον κάποιου άλλου από το δικό τους, έστω κι αν ο άλλος έχει μεγαλύτερη ανάγκη ή αξίζει περισσότερο απ’ αυτά μια θέση ή κάποιο όφελος.
Πώς λοιπόν θα μάθουν ν’ αγαπούν; Πώς θα ξεδιψάσει η ψυχή τους; Πώς να μην είναι η Νεολαία της Αποκάλυψης (όταν «θα κρυώσει η αγάπη των πολλών», όπως είχε προφητέψει ο Χριστός, «κι αυτός που θ’ αντέξει μέχρι το τέλος, αυτός θα σωθεί», κατά Ματθαίον, κεφ. 14, στίχοι 12-13), η νεολαία της απελπισίας και της δυστυχίας;
Ευτυχισμένος είναι περισσότερο ο άνθρωπος που αγαπάει απ’ όσο ο άνθρωπος που τον αγαπούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου