Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2019

Παραλήπτες της κλήσης του Κυρίου

Εκείνοι που ανακάλυψαν τον Χριστό δεν περιμένουν ν’ ακούσουν το θεϊκό «πέμπω υμάς» (Ιω. 20.21) για να ενεργοποιηθούν. Μαζί με τον Πέτρο και τον Ιωάννη δρουν αψηφώντας τις οποιεσδήποτε τυχόν απειλές που επιδιώκουν να φιμώσουν τον λόγο του Υιού-Λόγου. Απαντούν αντιρρητικά «Ου δυνάμεθα γάρ ημείς α είδαμεν και ηκούσαμεν μη λαλείν» (Πρ. 4.20).
Όσοι μακάριοι βρουν τη θεογνωσία που είχαν στην Εδέμ οι πρωτόπλαστοι, τότε που συναναστρέφονταν τον Πανάγαθο, όσοι μακάριοι βρουν τον Χριστό, τον Παράδεισο, εξυψώνονται σε θείους διαλαλητές, «διαγγελείς» (πρβλ. Λουκ. 9.60). Επαναλαμβάνουν οντολογικά τα λόγια του Ιησού «Έρχεσθε και ίδετε». Διαβεβαιώνουν ότι στον Ιησού αποκτάται το παν, και μέσα στο παν αποκτώνται και τα επιμέρους στην πληρέστατή τους μορφή.

Το «έρχου» αποτελεί την καλή αφετηρία όλων των λεωφόρων και λεωφορείων που οδηγούν στις αρετές. Αξίζει τον κόπο να έρθεις και να γνωρίσεις τον Σωτήρα. Ο δρόμος ξεκινάει από τα πιο βασικά, αφετηριακά και αρχαριακά, θα λέγαμε, και προχωρεί έως την τελειότητα:
Ο εκκλησιασμός στην αρχή, η μελέτη του Ευαγγελίου, η προσευχή, η κοινωνία των αγίων μυστηρίων και κυριώτατα της θείας Ευχαριστίας, η συμμετοχή σε όσα προσφέρει η Ορθόδοξη Εκκλησία μας μέχρι που να μας ανεβάσει «έως τρίτου ουρανού» (Β’ Κορ. 12.2), στην κατάσταση της θεώσεως! Μικρά πράγματα είναι αυτά; Ύψος! Ζαλιζόμαστε!
Μα ο Παύλος εκείνο το «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού» (Α’ Κορ. 11.1) το απευθύνει σε όλους αδιακρίτως και όχι σε ορισμένη μερίδα πιστών, στους κληρικούς, ας πούμε, ή στους μοναχούς ή στους θεολόγους.
Μας καλεί ο Διδάσκαλος… Ας μη διαμαρτυρηθεί κανείς ότι εμείς Τον έχουμε ακολουθήσει από καιρό, Τον γνωρίζουμε, είμαστε χριστιανοί. Και ο Θωμάς Τον γνώριζε και Του ήταν αφοσιωμένος, όπως έδειξε κάποτε (Ιω. 11.16). Αλλά πίστευε με διαλείψεις και επιπόλαια. Νόμιζε πως Τον ήξερε, αλλά απαιτήθηκε να βάλει τις αισθήσεις του «εις τον τύπον των ήλων» (Ιω. 20.25-29).
Η κλήση λοιπόν του Κυρίου έχει και μας παραλήπτες. Ζητείται να Του ανοίγουμε πιο πλατιά το είναι μας, να χωράει πιο άνετα μέσα μας ή, για να το πούμε από την αντίθετη κατεύθυνση, ν’ αφηνόμαστε να μας βυθίζει πιο πολύ στην αγάπη Του. Να προοδεύουμε διαρκώς. Έχουμε να διανύσουμε μακρύ διάστημα ώσπου να συγκαταριθμηθούμε και μεις στις λαμπροφόρες τάξεις των αναρίθμητων θριαμβευτών που είδε στην Αποκάλυψη ο Ιωάννης «περιβεβλημένους στολάς λευκάς, και φοίνικες εν ταις χερσίν αυτών» (7.9), «τα σύμβολα της νίκης» (Απολυτίκιο Λαζάρου).
Η άμεση επαφή με τον Κύριο, έξω από κάθε πανθεϊστική κοσμοθεωρία, δεν γίνεται παρά να εκραγεί σε αλληλούια «ως φωνήν υδάτων πολλών» (Αποκ. 19.6). Η διαπροσωπική σχέση με τον Κύριο είναι μονόδρομος· θα καταλήξει εξάπαντος στο σημερινό «ηκολούθησαν αυτώ». Υπάρχουν δε ευγενείς ψυχές που δεν αρκέσθηκαν και δεν εφησύχασαν σε ημίμετρα, αλλά επανέλαβαν ολόκληρη τη σκηνή: «Αφέντες άπαντα ηκολούθησαν αυτώ», αφού άφησαν και τον πατέρα Ζεβεδαίο, όπως επεξηγεί λεπτομερέστερα ο Ματθαίος (4.22), δηλαδή τον κάθε γονιό και συγγενή και τα δίχτυα και τα πλοία (Ματθ. 4.21), δηλαδή την όποια περιουσία, και το τελωνείο (Ματθ. 9.9), δηλαδή την όποια κοινωνική θέση και σχέση. Υπήρξαν τέτοιες ψυχές, υπάρχουν και θα υπάρχουν!
Ο Χριστός μάς καλεί με μύριες φωνές και τόνους. Όλοι μας έχουμε ατομική πρόσκληση για πιο συνειδητή πορεία πίσω Του. Φθάνει να έχουμε ανοιχτούς τους δέκτες του νου μας, ευαίσθητες τις κεραίες της καρδιάς μας να δεχόμαστε τα θεία σήματα και μηνύματα.
Έτσι, όταν βρεθούμε έξω από την πόλη και τις κατοικημένες περιοχές, όπως βρέθηκε ο Μωυσής στο Σινά, και απολαύσουμε ένα σπάνιο θέαμα-χάρμα οφθαλμών, τον ουρανό ας υποθέσουμε, να φλέγεται στη δύση του ήλιου· ή ανεβασμένοι σε κάποια κορυφή, τον ορίζοντα να ροδίζει στην ανατολή του πορφυρένιου δίσκου· ή γυρίζοντας τη ματιά μας να τη χάνουμε στα βάθη των αποστάσεων· ή διαστέλλοντας τα πνευμόνια μας να τα γεμίζουμε από τη δροσερή πεντακάθαρη αύρα του ύψους· ε τότε! Ας απαντούμε καταφατικά στην κλήση του Δημιουργού, της άδυτης τρισήλιας Θεότητας. Ας αποκρινόμαστε «ναι» στην κλήση: «Πόσο μεγαλύνθηκαν τα έργα Σου, Κύριε· όλα με σοφία τα ποίησες» (Ψαλμ. 103.24), όμορφα σαν ποίημα.
Δίδασκε ο αββάς Ζωσιμάς του Ντοστογιέφσκυ ό,τι έβλεπε το εξαγνισμένο, το καθαρμένο του μάτι (Αδελφοί Καραμαζώφ, Βιβλίο Έκτο, 2, β’): «Όλα τα πλάσματα, ακόμη και τα πιο ταπεινά, και το παραμικρό φυλλαράκι, αποπνέουν τη θέληση του Θεού, ψάλλουν τη δόξα Του, στρέφονται ασυναίσθητα και πηγαίνουν κοντά στον Χριστό» – και πηγαίνουν και μας στον Χριστό, αν έχουμε οξυμένη πνευματική όραση και έφεση. Τότε «μη φοβάσθε τη ζωή! Είναι τόσο όμορφη όταν κάνουμε το καλό και το αληθινό», όπως βεβαιώνει το τέλος του λογοτεχνικού αριστουργήματος του Ντοστογιέφσκυ.
Όταν εργάζεσαι, όπως εργαζόταν ο Ελισσαίος οργώνοντας μαζί με τους δούλους του, και εκεί στην εργασία σου κάποιος συνάδελφός σου σού γίνει ευαγγελιστής του Θεού, κατάλαβέ το και πες «ναι». Και μετακέντρισε την εργασία και στα ενδότερά σου, στην κατεργασία του χαρακτήρα, για να εργάζεσαι «την βρώσιν την μένουσαν εις ζωήν αιώνιον» (Ιω. 6.27).
 «Λάλησε, Κύριε, γιατί ακούει ο δούλος Σου»· να μην είναι φραγμένα τα αυτιά και η καρδιά μας: «Λάλει, Κύριε…». Ο προφήτης Σαμουήλ είχε αφιερωθεί από τους γονείς του στη Σκηνή του Μαρτυρίου νήπιο ακόμη.
Μια νύχτα ο Παντοκράτορας κάλεσε ονομαστικά το αγοράκι. Ξύπνησε και νομίζοντας ότι τον φώναζε ο αρχιερέας Ηλί έτρεξε κοντά του. Εκείνος όμως δεν είχε καταλάβει τίποτε, και το έστειλε να ξανακοιμηθεί. Η όλη σκηνή επαναλήφθηκε δυο ακόμη φορές, οπότε ο γέροντας αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο για θεϊκό μυστήριο. Του είπε τότε όταν ακούσει πάλι τη φωνή ν’ απαντήσει «Λάλει, Κύριε, ότι ακούει ο δούλος σου», όπως και έγινε την επόμενη φορά (Α’ Βασ. κεφ. 1-3).
Αυτά τα αυθόρμητα και παιδικής απλότητος λόγια ταιριάζουν στα χείλη όλων μας. Ναι, λάλει, Κύριε, διότι ακούν οι δούλοι Σου το «δεύτε οπίσω μου» (Μάρκ. 1.17) και Σε ακολουθούν και τούτο το έτος και πάντοτε!
Καλή και ευλογημένη χρονιά! Αμήν!


Ιερομόναχος Ιουστίνος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...