Σε όλη την βιβλικοπατερική
παράδοση είναι γνωστό ότι η καρδιά του ανθρώπου, όταν παύη
να εφαρμόζη το θέλημα του Θεού και πράττη τα θελήματα του
διαβόλου, ασθενεί και νεκρούται. Γίνεται λόγος για την
ασθένεια, την πώρωση, την ακαθαρσία, την πνευματική νέκρωση
της καρδιάς. Στην παράγραφο αυτήν θα δούμε μερικές τέτοιες
εκδηλώσεις της ασθενούς καρδίας.
Επισκόπου Ναυπάκτου Ιεροθέου
Ο διάβολος εισέρχεται στην καρδιά του ανθρώπου, και την αιχμαλωτίζει. «Και δείπνου γενομένου, του διαβόλου ήδη βεβληκότος εις την καρδίαν Ιούδα Σίμωνος Ισκαριώτου ίνα αυτόν παραδώ» (Ιω. ιγ’, 2). Βέβαια προηγήθηκε πολυχρόνια αιχμαλωσία του νου. Όπως είναι αδύνατον σε έναν σωλήνα να διέλθουν συγχρόνως το ύδωρ και το πυρ, έτσι είναι αδύνατον να εισέλθη η αμαρτία στην καρδιά, «εάν μη κρούση πρότερον εν θύρα καρδίας δια φαντασίας πονηράς προσβολής»[258]. Η φαντασία είναι εκείνη που οδηγεί στην καρδιά την προσβολή του διαβόλου. Στον μεταπτωτικό άνθρωπο η φαντασία, που είναι λεπτοτέρα της διανοίας και παχυτέρα του νου, είναι η αρχή του κακού. Γι’ αυτό συνιστούν οι άγιοι Πατέρες να φυλάττη κανείς την φαντασία του καθαρά ή μάλλον καλύτερα να ζη κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μη ενεργοποιήται η φαντασί, να νεκρώση το φανταστικό. Μόνο όταν αυτό νεκρωθή από την μεγάλη μετάνοια και το πολύ πένθος μπορεί να θεολογήση.
Στα έργα των αγίων Πατέρων
γίνεται λόγος για την απώλεια της καρδίας. Αυτό νοείται με
την έννοια ότι στην καρδιά δεν ενεργεί η Χάρη του Χριστού,
αλλά από κέντρο υπερφυσικό γίνεται κέντρο παραφυσικό. Η
απώλεια της καρδίας είναι απώλεια της σωτηρίας.
Μια από τις ασθένειες της
καρδιάς είναι η άγνοι και η λήθη. Η καρδιά,
απωλέσασα την Χάρη του Θεού, έχει μια νέφωση, ένα γνόφο, ένα
κάλυμμα. Είναι αυτό που παρατηρείται στους Ιουδαίους και
στους αιρετικούς. Διαβάζουν την Γραφή αλλά τους είναι
εντελώς ακατανόητη, γιατί η καρδιά είναι κεκαλυμμένη. «...
αλλ’ έως σήμερον, ηνίκα αναγινώσκεται Μωϋσής, κάλυμμα επί
την καρδίαν αυτών κείται» (Β’ Κορ. γ’, 15). Δια της καρδίας
αποκτά κανείς βεβαιότητα του Θεού, στην καρδιά αποκαλύπτεται
ο Θεός, λαλεί και ερμηνεύει τον λόγο Του. Όταν αυτή είναι
κεκαλυμμένη, τότε ο άνθρωπος βρίσκεται σε σκοτάδι βαθύ. Και
μια καρδιά που έχει άγνοια είναι άδης. «Άδης γαρ εστιν
άγνοια∙ αμφότερα γαρ εισιν αφάνερα. Απώλεια δε εστι λήθη,
διότι εξ υπαρχόντων απώλοντο»[259].
Ασθένεια της καρδίας είναι
η σκληρότης και η πώρωση. Αφού δεν δέχεται την
Χάρη του Θεού, που αλλοιώνει τα πάντα, παραμένει σε
σκληρότητα. «Σκληροτράχηλοι και απερίτμητοι τη καρδία και
τοις ωσίν...» είπε στους Ιουδαίους ο Πρωτομάρτυς Στέφανος
(Πράξ. ζ’, 51). Αυτή η σκληρότης είναι εκείνη που θησαυρίζει
οργή, ένεκα της οποίας θα καταδικασθή ο άνθρωπος. «Κατά δε
την σκληρότητά σου και αμετανόητον καρδίαν θησαυρίζεις
σεαυτώ οργήν εν ημέρα οργής και αποκαλύψεως και
δικαιοκρισίας του Θεού» (Ρωμ. β’, 5). Οι άνθρωποι θα
δικασθούν για την σκληρότητα της καρδιάς. Η σκληρά καρδία
είναι σιδηρά πύλη που εισάγει στην πόλη. Κεκλεισμένη η πύλη
δεν αφήνει τον άνθρωπο να εισέλθη στην πόλη. Ενώ η καρδία
στον τεθλιμμένο και κακοπαθούντα αυτομάτως θα ανοιχθή, όπως
έγινε στον Πέτρο[260].
Έχουμε καθήκον να μη δημιουργούμε τις προϋποθέσεις για να
σκληρυνθή και πωρωθή η καρδιά. «Μη σκληρύνητε τας καρδίας
υμών ως εν τω παραπικρασμώ» (Εβρ. γ’, 8). Η σκληρά καρδία
είναι και πεπωρωμένη. Ο Κύριος πολλές φορές συνήντησε
τέτοιες πωρωμένες καρδιές. Μετά το θαύμα του πολλαπλασιασμού
των πέντε άρτων και την τρικυμία «ην αυτών η καρδία
πεπωρωμένη» (Μαρκ. στ’, 52). Σε άλλη συνάφεια ο Κύριος είπε:
«έτι πεπωρωμένην έχετε την καρδίαν υμών» (Μαρκ. η’, 17).
Έχοντας μπροστά Του ο Κύριος ανθρώπους που Τον παρατηρούσαν
αν θα θεραπεύση το Σάββατο, «περιβλεψάμενος αυτούς μετ’
οργής, συλλυπούμενος επί τη πωρώσει της καρδίας αυτών»,
εθεράπευσε τον έχοντα εξηραμμένην χείρα (Μαρκ. γ’, 5).
Ασθένεια της καρδίας είναι
και η ακαθαρσία. Όταν η καρδιά απωλέση την Χάρη του
Θεού και ενεργούν πάνω σ’ αυτήν οι πονηροί δαίμονες είναι
φυσικό να είναι ακάθαρτη. Κατά τον Νικήτα τον Στηθάτο
ακαθαρσία της καρδιάς δεν είναι μόνον το να έχη ο άνθρωπος
ακάθαρτα νοήματα, αλλά και το να επαίρεται για τα
κατορθώματά του, το να φυσιούται για τις αρετές, το να
νομίζη μεγάλα, δηλαδή το να υπερηφανεύεται για την σοφία και
την γνώση του Θεού και το να κατηγορή τους ραθύμους και
αμελείς από τους αδελφούς. Αυτό γίνεται φανερό από την
παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου[261].
Κάθε επιθυμία που γίνεται μέσα στην καρδιά, έστω κι αν
εξωτερικά δεν εκτελείται, είναι ακαθαρσία και μοιχεία. Ο
Κύριος επιβεβαίωσε ότι «πας ο βλέπων γυναίκα προς το
επιθυμήσαι αυτήν ήδη εμοίχευσεν αυτήν εν τη καρδία αυτού» (Ματθ.
ε’, 28). Αλλά και κάθε άλλη επιθυμία που δεν είναι σαρκική
με την στενή έννοια του όρου, αντιβαίνει όμως στο θέλημα του
Θεού, είναι μόλυνση της καρδίας, επομένως ασθένεια. Η καρδιά
τότε ασθενεί.
Επίσης η ασύνετος
καρδία είναι ασθενής. Των ειδωλολατρών που λατρεύουν τα
κτίσματα περισσότερο από τον Κτίστη, «εσκοτίσθη η ασύνετος
αυτών καρδία» (Ρωμ. α’, 21).
Ασθένεια της καρδίας είναι
και η έλλειψης ευθύτητος. Δηλαδή η καρδιά που πράττει
τα θελήματα του πονηρού δεν είναι ευθεία, αφού η ευθύτης της
καρδίας μόνον στην φυσική της κατάσταση είναι δυνατή, δηλαδή
όταν είναι κατοικητήριο του Θεού. Ο Απόστολος Πέτρος στον
Σίμωνα τον Μάγο, που ήθελε να αποκτήση την Χάρη του Θεού με
χρήματα, είπε κατηγορηματικά: «η καρδία σου ουκ έστιν ευθεία
ενώπιον του Θεού» (Πράξ. η’, 21).
Ασθένεια της καρδίας είναι
και η τραχύτης. Τα πάθη τα οποία βρίσκονται στην
καρδιά καθιστούν αυτήν τραχεία και αυτή η τραχύτης
εκδηλώνεται και εξωτερικά. Επομένως μέσα στην Ορθόδοξη
Παράδοση γίνεται διαρκής λόγος για την ευγένεια όχι τόσο την
εξωτερική όσο την εσωτερική. Η καρδιά πρέπει να είναι απλή,
λεπτή. Ένας άνθρωπος με απλή καρδιά είναι και εξωτερικά
ευγενής. Επομένως υπάρχει εξωτερική ευγένεια που δεν
προέρχεται από την ευγένεια της καρδιάς ή μάλλον είναι σαφώς
αντίθετη με την υπάρχουσα στην καρδιά τραχύτητα, και υπάρχει
εξωτερική ευγένεια που είναι απόρροια και αντανάκλαση της
εσωτερικής απαλότητος. Ο αρχιμ. Σωφρόνιος, μιλώντας για τον
Γέροντα Σιλουανό, γράφει: «Εις την υπό διαφόρους συνθήκας
επικοινωνίαν μετ’ αυτού ο άνθρωπος και της λεπτοτέρας ακόμη
διαισθήσεως δεν ηδύνατο να παρατηρήση εις αυτόν (στον
Γέροντα Σιλουανό) τραχείας κινήσεις της καρδίας: αντιπάθειαν,
απροσεξίαν, περιφρόνησιν, προσποίησιν και τα παρόμοια. Ήτο
ανήρ πράγματι ευγενής, καθώς δύναται να είναι μόνον ο
Χριστιανός»[262].
Δηλαδή όταν υπάρχη προσποίηση, υποκρισία, ειρωνεία,
αντιπάθεια είναι βέβαιο ότι η καρδιά είναι ασθενής, αφού
έχει τραχείες κινήσεις.
Ασθένεια της καρδίας ακόμη
είναι η εσωτερική φιληδονία. Η ηδονή της καρδίας αντί
να στρέφεται και τέρπεται από την αγάπη του Θεού στρέφεται
και ευχαριστείται από τα σαρκικά πράγματα, από τα
απαρέσκοντα στον Θεό. Μια φιλήδονη καρδία είναι φυλακή της
ψυχής, ιδίως κατά την ώρα της εξόδου. Κατά τον άγιο Μάρκο
τον ασκητή «φιλήδονος καρδία, ειρκτή και άλυσις τη ψυχή εν
καιρώ εξόδου γίνεται»[263].
Τα πάθη της ψυχής, όσο υπάρχει το σώμα, ικανοποιούνται. Όταν
όμως η ψυχή ελευθερωθή από το σώμα δεν θα μπορή να
ικανοποιήται, αφού θα εκλείψουν τα υλικά πράγματα. Γι’ αυτό
αυτά τα πάθη, κυρίως η φιληδονία της ψυχής, μη βρίσκοντας
ικανοποίηση, θα πνίξουν την ψυχή. Και αυτά είναι τα τελώνια
για τα οποία γίνεται λόγος στα πατερικά έργα. Γι’ αυτό η
φιλήδονη καρδία είναι φυλακή και αλυσίδα για την ψυχή, κατά
τον καιρό της εξόδου.
Η ασθενής και νεκρά ψυχή
μεταδίδει την ασθένεια και την σκότωση σε όλη την
ψυχοσωματική ύπαρξη του ανθρώπου. Όσα σκέπτεται και επιθυμεί
ο άνθρωπος είναι νεκρά. Γι’ αυτό λέγει ο αββάς Δωρόθεος ότι
όσο είμαστε εμπαθείς δεν πρέπει καθόλου να πιστεύουμε στην
καρδιά. Διότι ένας κανών που είναι στραβός και τα ορθά τα
κάνει στραβά[264].
Και ο όσιος Μάρκος ο ασκητής συνιστά: «Προ αναιρέσεως των
κακών, μη υπακούσης τη καρδία σου»[265].
Η ασθενής καρδία πρέπει να θεραπευθή. Αν αυτή δεν θεραπευθή, τότε όλος ο οργανισμός του
ανθρώπου ασθενεί.
Σημειώσεις
[258] Ησυχίου
Πρεσβυτέρου, Φιλοκαλία Α’, σελ. 148, με’
[259]
Οσ. Μάρκου
ασκητού, Φιλοκαλία Α’, σελ. 100, ξβ’
[260]
Ένθ. ανωτ. σελ. 97, κα’
[261] Νικήτα
Στηθάτου, Φιλοκαλία Γ’, σελ. 284, μη’
[262] Αρχιμ.
Σωφρονίου: Γέρων Σιλουανός, σελ. 53
[263] Φιλοκαλία Α’,
σελ. 97, κ’
[264] Αββά Δωροθέου
εις Φιλοκαλία των νηπτικών και ασκητικών, εκδ.
«Γρηγόριος Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1981, τόμος 12,
σελ. 644, 2
[265]
Φιλοκαλία Α’, σελ. 106, ροζ’
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου