Μια φορά κι ένα καιρό υπήρχε μια ιστορία ότι ο διάβολος αποφάσισε να παρατήσει τη δουλειά του και έβγαλε σε πώληση όλα του τα εργαλεία για όποιον είχε λεφτά να τα αγοράσει.
Εκείνη τη νύχτα λοιπόν που έκανε το ξεπούλημα είχε παρατάξει όλα τα εργαλεία ελκυστικά.
Ηταν ένας σιχαμένος σωρός με πολύ - κακεντρέχεια, δόλο, μίσος, ζήλεια, απάτη - και το καθένα είχε μια ταμπελίτσα με την τιμή.
Λίγο πιο κει από τα υπόλοιπα ήταν ξαπλωμένο και ένα φαινομενικά αβλαβές σφηνοειδές εργαλείο, πολύ ξεθωριασμένο και το οποίο είχε την πιο μεγάλη τιμή από όλα τα άλλα.
«Τι είναι αυτό;» ρώτησε κάποιος τον διάβολο.
«Αυτό είναι η απελπισία - η απογοήτευση» απάντησε.
«Και γιατί έχει τόσο μεγάλη τιμή;» ρώτησε ο ενδεχόμενος πελάτης.
«Γιατί», είπε ο διάβολος, «μου είναι πιο χρήσιμο από ότι τα υπόλοιπα.
Μπορώ να χώνω τη μύτη μου και να μπαίνω μέσα σε ένα άτομο με αυτό όταν όλα τα άλλα είναι άχρηστα και δεν μπορώ να τον πλησιάσω.
Όταν μπω μέσα σε αυτό το πρόσωπο μπορώ να τον χρησιμοποιήσω όπως μου αρέσει γι' αυτό είναι τόσο ξεθωριασμένο, το χρησιμοποιώ σχεδόν σε όλους μια και πολύ λίγοι άνθρωποι ξέρουν ότι μου ανήκει».
Είναι προφανές και δεν χρειάζεται να πω ότι η τιμή ήταν τόσο μεγάλη που κανείς δεν μπόρεσε να το αγοράσει.
Και γι' αυτό το χρησιμοποιεί ακόμη...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου