Του π. Εμμανουήλ Καμαρίτη, εφημέριου στο Γενικό Νοσοκομείο Ρεθύμνου
Εισήγηση στο Γενικό Ιερατικό Συνέδριο της Ιεράς Μητροπόλεως Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, 16 Νοεμβρίου 2013.
Σεβασμιώτατε, σεβαστοί Πατέρες,
Στο ευαγγέλιο της Κρίσης προτρεπόμαστε να αγαπάμε το συνάνθρωπο και να τον ελεούμε βλέποντας στο πρόσωπό του τον ίδιο το Χριστό. Ένα από τα παραδείγματα που αναφέρονται εκεί είναι και η συμπεριφορά μας απέναντι στους ασθενείς. Πολλοί είναι οι λόγοι Αγίων της Εκκλησίας μας που αναφέρονται στη φιλανθρωπία και στην αγάπη που πρέπει να δείχνουμε σε πάσχοντες συνανθρώπους μας. Κάνοντας πράξη τον ευαγγελικό λόγο, η Εκκλησία, από την πρώτη στιγμή ενδιαφέρθηκε για τους αρρώστους. Εκτός από την έμπρακτη συμπαράσταση και ελεημοσύνη των χριστιανών, η Εκκλησία ως θεσμός, από τους πρώτους βυζαντινούς χρόνους έδειξε ιδιαίτερη μέριμνα στον τομέα αυτό. Έτσι ίδρυσε γηροκομεία, νοσοκομεία, βρεφοκομεία, ξενώνες, ορφανοτροφεία και πτωχοκομεία. Το ίδιο έγινε και συνεχίζει να γίνεται και στις άλλες χριστιανικές χώρες.
Στην Ελλάδα σήμερα όλοι λίγο πολύ γνωρίζουμε την προσφορά της Εκκλησίας στο χώρο της υγείας. Πολλά από τα μεγαλύτερα νοσοκομεία της χώρας μας έχουν χτιστεί σε οικόπεδα της Εκκλησίας, όπως το Αρεταίειο, ο Ευαγγελισμός, το Αιγηνίτειο κ.ά. Γηροκομεία και άλλα ιδρύματα ιδρύθηκαν ή συντηρούνται με χρήματα της Εκκλησίας. Όλοι γνωρίζουμε, για παράδειγμα το γηροκομείο στα Μισσίρια (Ρεθύμνου), το Αννουσσάκειο ίδρυμα της Ιεράς Μητροπόλεως Κισσάμου. Η Ι. Μητρόπολη Μεσογαίας έχει ιδρύσει και συντηρεί το ίδρυμα «Γαλιλαία», που περιθάλπει ανθρώπους με καρκίνο. Η Ι. Μ. Σπάρτης κέντρο αποθεραπείας και αποκατάστασης ημερήσιας νοσηλείας. Η Ιερά Μονή Παμμακαρίστου στην Αθήνα, το ίδρυμα για το παιδί «η Παμμακάριστος» που φιλοξενεί και εκπαιδεύει παιδιά με ειδικές ανάγκες. Η ΜΚΟ (μη κερδοσκοπική οργάνωση) Αποστολή το Καρέλλειο, που είναι πρότυπο κέντρο νοσηλείας και θεραπείας για ασθενείς με Alzheimer κ.ά. πολλά.
Σημαντική επίσης είναι η εθελοντική προσφορά ανθρώπων της Εκκλησίας που διακονούν ασθενείς και συνοδούς των ασθενών. Η υπηρεσία εθελοντικής διακονίας ασθενών της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών παρέχει εθελοντικές υπηρεσίες στήριξης, φροντίδας και συντροφιάς σε νοσηλευόμενους αδελφούς μας, στα νοσοκομεία της Αθήνας. Εδώ στο Ρέθυμνο υπάρχουν κάποιοι που επιθυμούν να προσφέρουν ανάλογο έργο και σε δύο περιπτώσεις το έχουν πραγματοποιήσει, όταν χρειάστηκε να βοηθήσουμε μωρά χωρίς βοήθεια από κάποιον γονιό τους, να νοσηλευτούν στο Νοσοκομείο του Ρεθύμνου. Οι άνθρωποι αυτοί έμειναν αρκετές φορές με τα βρέφη καθ ' όλη τη διάρκεια της νύχτας.
Με όλα αυτά η θεσμική Εκκλησία προσφέρει τις υπηρεσίες της ερχόμενη να καλύψει τη συχνή αδυναμία της Πολιτείας να προσφέρει σε πάσχοντες συνανθρώπους μας.
Αυτό, όμως, που η Εκκλησία προσφέρει πρωτίστως στον πάσχοντα αδελφό μας είναι η μετάδοση της Χάρης των Μυστηρίων της για τη θεραπεία της ψυχής και του σώματος. Από την πρώτη στιγμή ο Χριστός έδειξε ιδιαίτερη στοργή στους ασθενείς ανθρώπους θεραπεύοντας τους. Όμως δεν θεράπευε μόνο τα σώματά τους. Πρωταρχικός σκοπός ήταν η άφεση των αμαρτιών τους. Και δεν εστίαζε στην ασθένεια, όπως ένας γιατρός, αλλά στον ασθενή άνθρωπο. Τον ενδιάφερε ο όλος άνθρωπος και δεν έμενε στην επιφάνεια των πραγμάτων. Προσέγγιζε τον άρρωστο προσωπικά, έπειτα από αίτημα του ίδιου ή της οικογένειάς του, με ιδιαίτερη συμπάθεια και ευσπλαχνία. Δε συμπεριφερόταν σε όλους με τον ίδιο τρόπο και τηρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις στέλνοντας τους θεραπευμένους στους αρμόδιους παράγοντες για να επιβεβαιώσουν τη θεραπεία.
Το ίδιο κάνει και η Εκκλησία του Χριστού. Με το Μυστήριο του Ευχελαίου προσεύχεται για την υγεία ψυχών και σωμάτων. Και με όλα τα Μυστήρια σκοπό έχει τη θεραπεία συνόλου του ανθρώπου. Δεν είναι απαραίτητο πάση θυσία να θεραπεύσουμε σωματικά κάποιον ασθενή. Προσευχόμαστε και για αυτό, αλλά ιδιαίτερα μας ενδιαφέρει να γνωρίσει το Χριστό μέσα από την ασθένειά του. Και πραγματικά είναι μια καλή ευκαιρία που δίνεται και σε αυτόν και σε μας για το σκοπό αυτό. Αν, λοιπόν, δεν μπορούμε να είμαστε θεραπευτές του, γινόμαστε οδηγοί του προς το Χριστό, μιμούμενοι την αγάπη του Χριστού προς τον πάσχοντα άνθρωπο. Πολλές φορές μπορούμε να βοηθήσουμε και με τη σιωπηλή παρουσία μας, χωρίς να αλλάξουμε κάτι από τον εαυτό μας, αρκεί να ενεργήσουμε με αγάπη και να είμαστε παρόντες όταν κάποιος μας χρειαστεί. Γενικά η Εκκλησία και οι λειτουργοί της ενεργούν κατ ' αυτόν τον τρόπο στον ασθενή άνθρωπο.
Την ώρα της αρρώστιας μάς χρειάζεται ο άνθρωπος που πάσχει, αλλά και οι συγγενείς του. Ο ίδιος ο ασθενής μπορεί να μη γνωρίζει την πραγματική κατάσταση της υγείας του ή να μη θέλει να την καταλάβει. Συχνό είναι το φαινόμενο κάποιος άρρωστος να φοβάται ότι θα πεθάνει αν μεταλάβει ή αν τον πλησιάσει ο ιερέας. Μπορεί πάλι κάποιος ασθενής να μην πιστεύει στο Θεό. Πολλές φορές οι συγγενείς με κάποιον τρόπο προσπαθούν να αναγκάσουν τον άρρωστο να μεταλάβει ή να πάρει το αντίδωρο ή να εξομολογηθεί.
Συμβαίνει, όμως και το αντίστροφο. Δηλαδή να θέλει τη βοήθειά μας ο ασθενής και να μην αφήνουν οι συγγενείς. Σε περίπτωση που δεν μπορούμε να προσεγγίσουμε κάποιον άρρωστο, τον αφήνουμε στα χέρια του Θεού και κάνουμε το μόνο που μπορούμε πια, να προσευχόμαστε για αυτόν. Όλα αυτά νομίζω ότι λίγο πολύ συμβαίνουν σε όλους τους ιερείς αφού όλοι στις ενορίες μας έχουμε αρρώστους και ετοιμοθάνατους. Όμως, ιδιαίτερα στα νοσηλευτικά ιδρύματα ο θεραπευτικός ρόλος του ιερέα είναι εκ των πραγμάτων εντονότερος και περισσότερο ευαίσθητος.
O ιερέας στο χώρο της υγείας πρέπει να ενεργεί με διακριτικότητα. Δεν μπορεί να παίρνει το ρόλο του γιατρού ή του ψυχολόγου, μιλώντας σαν επιστήμονας. Ο ιερέας στο νοσοκομείο μεταδίδει Χριστό, μιλάει ευαγγελικά και καλύπτει τις πνευματικές ανάγκες των ασθενών. Και αυτό είναι το σημείο στο οποίο θα σταθούμε περισσότερο, για να δούμε την ακριβή θέση και το ρόλο του εφημέριου ιερέα στο Νοσοκομείο. Γιατί αυτός στην πραγματικότητα εκφράζει την Εκκλησία στο χώρο αυτό.
Μπαίνοντας κανείς στο χώρο ενός Νοσοκομείου, αντικρίζει μια πολύπλοκη συνεργασία ανθρώπων. Διευθυντές, γραμματείς, γιατροί, νοσοκόμοι, κοινωνικοί λειτουργοί, διάφοροι ειδικοί, βοηθοί, ειδικευμένοι και ανειδίκευτοι εργάτες βρίσκονται σε μια ιεραρχία συγκρουόμενων σχέσεων. Υπάρχουν ακόμη τα εργαστήρια, ο τεχνολογικός εξοπλισμός, τα πλυντήρια όπου άλλοι υπάλληλοι εργάζονται. Συν τοις άλλοις, η παραδοσιακή συνεργασία ιατρών και ιερέων για τη θεραπεία των ασθενών έχει εκλείψει. Ο χώρος της Υγείας έχει γεμίσει με οικονομολόγους, διαχειριστές και νομικούς συμβούλους, αποκτώντας το χαρακτήρα βιομηχανίας ή επιχείρησης. Εύλογα μπορεί να αναρωτηθεί κανείς. Σε αυτό το χώρο μπορεί να διακονήσει σήμερα ο ιερέας; Ποια είναι η θέση και ο ρόλος μας ως ποιμένων στην ιεραρχία του νοσοκομείου;
Ωστόσο, η ταυτότητα και ο ρόλος του ποιμένα στο χώρο της Υγείας δεν έχει αλλάξει ουσιαστικά μέσα στο χρόνο. Στην αρχαιότητα και στη σύγχρονη εποχή, η παρουσία του ποιμένα φανερώνει τη σύγκρουση μεταξύ ζωής και θανάτου. Συχνά, η συμβολική του παρουσία θα προκαλέσει ερωτήματα στον πάσχοντα και σε αυτούς που είναι γύρω του, ερωτήματα που έχουν να κάνουν με την καταγωγή και το πεπρωμένο του ανθρώπινου γένους, με την ύπαρξη και την εξαφάνιση του κάθε προσώπου. Αυτή η σύγκρουση δεν έχει να κάνει μόνο με τη σωματική ευεξία κάποιου, αλλά και με τις βιωματικές και υπαρξιακές ανησυχίες του.
Ο ιερέας αντιπροσωπεύει την ιερή και την υπέρλογη πλευρά του ανθρώπου που ζητάει παρηγοριά και ελπίδα κάπου αλλού, πέρα από την επιστημονική και την τεχνολογική εικόνα που τα σύγχρονα ιατρικά κέντρα θέλουν να προβάλλουν. Για τον άρρωστο, ο ποιμένας συμβολίζει την ελπίδα για ζωή. Για το προσωπικό του νοσοκομείου, αρκετές φορές συμβολίζει τη φώτιση και το σθένος που χρειάζεται για να επιτελέσει το έργο του. Στο μανιακό περιβάλλον του νοσοκομείου, η ησυχαστική ζωή και μορφή του ιερέα είναι ένα καταπραϋντικό και καθησυχαστικό στοιχείο, που δίνει μια άλλη διάσταση στη θεραπευτική προσπάθεια. Αλλά περισσότερο από όλα, η παρουσία του ιερέα συμβολίζει και υπενθυμίζει την πραγματικότητα της επίγειας ζωής, τη φθαρτότητα της ανθρώπινης φύσεως, που συνεπάγεται και τις ατέλειες και τους περιορισμούς της ιατρικής επιστήμης. Αυτό, δυστυχώς, είναι κάτι που εμποδίζει πολλές φορές τον ιερέα να γίνει ένας στενός συνεργάτης του προσωπικού, αλλά και ένας στενός συμπαραστάτης του αρρώστου...
Μέσα από την ασθένεια δεν ερχόμαστε αντιμέτωποι μόνο με τα ανθρώπινα όρια και την περατότητα της φθαρτής ανθρώπινης φύσης, αλλά και με την αμαρτία και τις συνέπειές της. Συγχρόνως, αυτή η συνάντηση φέρνει στον ορίζοντα το φως της αιωνιότητας και προσφέρει τη δυνατότητα να έρθουμε «εις επίγνωσιν της αληθείας» για την ύπαρξή μας, για τον κόσμο γύρω μας και για τον ίδιο το Θεό. Αντιμέτωποι με τη γνώση της αλήθειας, πρέπει να αποφασίσουμε αν θα παραμείνουμε αποκλειστικά ασχολούμενοι με την ποιότητα της ζωής ως μίας σαρκικής και υλιστικής κατάστασης, ή θα υπερβούμε τη φθαρτή μας ύπαρξη ασχολούμενοι με την ποιότητα των σχέσεών μας, του κόσμου γύρω μας αλλά και πέρα από εμάς.
Όταν πάρει κανείς την απόφαση της υπέρβασης, παίρνει την απόφαση να ενταχθεί στη ζωή της μετάνοιας. Το νόημα της μετάνοιας σε σχέση με τη ζωή, την ασθένεια και το θάνατο είναι η ξεκάθαρη απόφαση να υπερβούμε τους εαυτούς μας, να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση μας με το Θεό και τον άνθρωπο και να εισέλθουμε στην κοινωνία των Αγίων δια της Ευχαριστίας.
Και η απόφαση του ποιμένα σχετίζεται με το αν ο ίδιος θα γίνει μια προέκταση της μοναξιάς και της απελπισίας που αισθάνεται ο άρρωστος, ή αν θα τον βοηθήσει να επανακτήσει την ελπίδα και να αποκαταστήσει την επικοινωνία με το περιβάλλον του. Ο ποιμένας μπορεί είτε να γίνει μια προέκταση της αποπροσωποποίησης της σύγχρονης ιατρικής είτε να βοηθήσει την ιατρική να γίνει πιο ανθρώπινη και το νοσηλευτικό περιβάλλον πιο υποφερτό. Έτσι, ο διαχρονικός ρόλος του ποιμένα δεν είναι να χορηγήσει ένα καταπραϋντικό αντίδοτο στον πόνο του ανθρώπου με ενθαρρυντικά λόγια, αλλά να συμπάσχει στον πόνο του, προσφέροντας αποδοχή και ευσπλαχνία στην προσπάθεια επαναπροσδιορισμού της ζωής και των σχέσεών του. Είναι εκεί για να βοηθήσει τον πάσχοντα και τους γύρω του να βρουν την αληθινή ζωή. Για αυτό το λόγο η μετάνοια είναι τόσο σημαντική στη φροντίδα του ασθενούς.
Ωστόσο, αυτό που οφείλουμε να θυμόμαστε είναι πως, όταν κάποιος συμμετέχει στον πόνο του άλλου, βρίσκεται σε ένα χώρο ιερό, όπου εισέρχεται η Χάρις του Θεού. Για αυτό πρέπει να προσεγγίζει το χώρο αυτό με ευλάβεια, σεβασμό και προσοχή χωρίς να παραγκωνίζει την ιδιαιτερότητα και την ελευθερία του κάθε προσώπου. Εάν δε σεβαστεί τον ιερό χώρο του αρρώστου, ο ποιμένας, μπορεί να κάνει τον άρρωστο να αισθανθεί μεγαλύτερη υπαρξιακή απόσταση από τους άλλους, τον εαυτό του και το Θεό. Αντίθετα μέσα από το σεβασμό και τη συμπόνια, μπορεί να γίνει ένας πραγματικός πνευματικός οδηγός και συνοδός, που θα βοηθήσει τον άρρωστο να δει τη ζωή του μέσα από το φως της Θείας Χάριτος.
Όμως ο ιερέας δεν πρέπει να απέχει από τη θεραπευτική ομάδα του νοσοκομείου. Εκτός από το ιατρικό προσωπικό, η θεραπευτική ομάδα συμπεριλαμβάνει άλλους ειδικούς, όπως οι κοινωνικοί λειτουργοί, οι ψυχολόγοι, οι φυσιοθεραπευτές κ.ά. Να είσαι μέλος μιας θεραπευτικής ομάδας σημαίνει ότι έχεις έναν ειδικό ρόλο που συμβάλλει στην ολοκληρωμένη περίθαλψη του αρρώστου και ότι ο ρόλος αυτός εξαρτάται και συνδυάζεται με τους ρόλους των άλλων μελών της ομάδας. Μια τέτοια συνδυασμένη προσπάθεια αποτελεί μια ολοκληρωμένη περίθαλψη γιατί διακονεί τον όλο άνθρωπο. Στην εφαρμογή μιας τέτοιας ολοκληρωμένης περίθαλψης για την πορεία της υγείας του ασθενή, όλα τα μέλη της θεραπευτικής ομάδας ξέρουν τις δυνατότητες και τα όρια των άλλων και προσπαθούν να συμπληρώσουν ο ένας τον άλλο με συχνές συνεννοήσεις και αρμονική συνεργασία.
Στο παρελθόν, δεν υπήρχε η ελεύθερη και ανοικτή επικοινωνία στο χώρο της υγείας μεταξύ των διαφόρων κλάδων του προσωπικού, όπως υπάρχει σήμερα. Υπήρχε μια εποχή που μόνο ο διευθυντής μιας κλινικής είχε το δικαίωμα να κάνει διάγνωση, αποκλείοντας την άποψη των άλλων γιατρών. Μόνο η προϊσταμένη μπορούσε να μιλήσει άμεσα με τον άρρωστο. Οι άλλες νοσηλεύτριες δεν μπορούσαν να εκφράσουν καμία άποψη στον ιατρό ή στην προϊσταμένη και να έχουν άμεση επικοινωνία με τον ασθενή. Ο νοσοκόμος έπρεπε να ζητήσει άδεια από την υπεύθυνη του τμήματος για να φέρει την «πάπια» στον ασθενή. Δεν υπήρχε κοινωνική λειτουργός ή, αν υπήρχε, δεν μπορούσε να μιλήσει στον ασθενή, εκτός αν είχε πάρει άδεια από τον ιατρό. Ο ιερέας δεν μπορούσε να περπατήσει ελεύθερα στους θαλάμους εκτός αν ένας άρρωστος ή οι συγγενείς του τον είχαν καλέσει.
Εικ. από εδώ
Πρέπει να ομολογήσουμε ότι γενικότερα υπάρχει μια βελτίωση στο επίπεδο που επικοινωνούν τα μέλη της θεραπευτικής ομάδας σήμερα και ότι η ιδέα της θεραπευτικής ομάδας είναι κάτι που έχει αναπτυχθεί σε αρκετές χώρες. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν και πολλά εμπόδια που κωλύουν την εφαρμογή της. Ένα από τα κυριότερα είναι οι προκαταλήψεις μεταξύ αυτών που υποστηρίζουν ένα βιοϊατρικό μοντέλο υγείας και εκείνων που υποστηρίζουν ένα βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο. Αυτές οι προκαταλήψεις δημιουργούν μια διαμάχη που υποβόσκει ανάμεσα στο προσωπικό. Από τη μια πλευρά, οι ιατροί επιβάλλουν μια απόλυτη ιεράρχηση, ώστε να κρατήσουν ένα συντηρητικό θεραπευτικό μοντέλο. Από την άλλη, το υπόλοιπο επιστημονικό προσωπικό αισθάνεται μια απόρριψη, που δε διευκολύνει την άμεση και εποικοδομητική επικοινωνία με τους ιατρούς.
Αναμφίβολα, η θεραπευτική ομάδα πρέπει να έχει σχετική ιεραρχία, εφόσον ο ιατρός έχει την τελική ευθύνη της θεραπείας. Παρόλα αυτά, υπάρχει ένα είδος θρησκευτικότητας σε αυτήν την ιεραρχία, που βασίζεται στο μύθο της αλάθητης ιατρικής επιστήμης, μύθος που δημιουργήθηκε και καλλιεργείται από τους ιατρούς και πιστεύεται αφελώς από τους αρρώστους. Η μόνη επίλυση αυτών των διαφορών είναι ένας ειλικρινής διάλογος μεταξύ όλων των παραγόντων που συμβάλλουν στη θεραπευτική προσπάθεια.
Αναντίρρητα, η ποιμαντική φροντίδα των ασθενών έχει επηρεαστεί από αυτή την αυστηρά ιατρική και απολυταρχική ιεραρχία. Ο ιερέας σε αρκετές χώρες βρίσκεται έξω από τη θεραπευτική ομάδα, γιατί συμβολίζει πολύ φανερά τη διαφωνία γύρω από την ψυχοσωματική υφή της αρρώστιας και την παντοδυναμία της ιατρικής επιστήμης. Αυτό περιπλέκεται από τις αρνητικές θρησκευτικές πεποιθήσεις και εντυπώσεις που πολλοί καλλιεργούν για το πρόσωπό του. Σήμερα, η πρόφαση που χρησιμοποιείται για να αποκλειστεί ο ιερέας από το χώρο της υγείας είναι ότι μπορεί να προσβάλει τα προσωπικά δεδομένα του αρρώστου. Έτσι σε αρκετές χώρες δεν μπορεί ο ποιμένας να επισκεφτεί τον άρρωστο αν δεν τον καλέσει ο ίδιος και σε ορισμένες περιπτώσεις δεν μπορεί να εμφανιστεί στο χώρο της νοσηλείας με το ιερατικό του ένδυμα. Στη χώρα μας από κάποιους γιατρούς μπορεί να θεωρηθεί περιττή και ενοχλητική η παρουσία του ή ακόμη και υπεύθυνη για τη μετάδοση μολυσματικών ασθενειών. Έτσι δημιουργείται μία σύγκρουση και ένας ανταγωνισμός ανάμεσα στον ποιμένα και τους άλλους θεραπευτές. Νιώθοντας προσβεβλημένος από αυτή τη στάση, αρκετές φορές ο ίδιος απομονώνει τον εαυτό του από τους υπόλοιπους της ομάδας, χαράζοντας το δικό του έργο εν ονόματι της Εκκλησίας.
Μέσα σε αυτή την ένταση, δεν πρέπει να αγνοήσουμε ή να εγκαταλείψουμε την πεποίθηση ότι ο ιερέας έχει έναν ιδιαίτερο ρόλο στη θεραπευτική ομάδα. Ο ρόλος του είναι η αντιμετώπιση και η ελπιδοφόρα ανακούφιση της ψυχικής αγωνίας του αρρώστου εν όψει της φθοράς και του θανάτου και ο επαναπροσδιορισμός των σχέσεών του με το Θεό, το συνάνθρωπο και τον εαυτό του. Όταν ο ποιμένας το ξεχάσει αυτό και κυρίως όταν ο ίδιος αποβάλει τον εαυτό του από τη θεραπευτική ομάδα, χάνει την ταυτότητά του και τη σημασία του μέσα στο θεραπευτικό περιβάλλον. Για αυτό είναι ουσιώδες για τον ποιμένα όχι μόνο να επισκέπτεται τον άρρωστο αλλά και να συνεργάζεται με το υπόλοιπο προσωπικό.
Ο ιερέας δεν πρέπει να περιμένει ότι οι άλλες ειδικότητες γνωρίζουν το ρόλο του. Αντιθέτως, αυτός ο ρόλος έχει παρερμηνευτεί τόσο πολύ, ώστε μια προσεκτική και διευκρινιστική κατάρτιση είναι απαραίτητη για όλους αυτούς που υπηρετούν στο χώρο της υγείας, ώστε να γνωρίσουν τις ψυχικές ανησυχίες του ασθενούς και τη συμβολή του ιερέα στην αποκατάσταση της υγείας του. Για να κατανοήσουμε τις θετικές και τις αρνητικές αντιδράσεις που μπορεί να προκύψουν από το νοσηλευτικό προσωπικό σε αυτή την προσπάθεια, χρειάζεται να ξέρουμε ότι η αναγνώριση της χρησιμότητας της θρησκείας από τους άλλους εξαρτάται συνήθως από το πώς οι ίδιοι βίωσαν το εκκλησιαστικό γεγονός σε σχέση με το δικό τους ανθρώπινο, ψυχικό και σωματικό, πόνο.
Όσο περισσότερο έρχεται κάποιος σε επαφή με τον προσωπικό του πόνο και τον πόνο του ασθενούς, τόσο θα κατανοεί τη σημασία που μπορεί να παίξει η εκκλησιαστική ζωή στο θεραπευτικό χώρο. Έχοντας αυτό υπόψη, ίσως μπορούμε να καταλάβουμε γιατί οι νοσηλεύτριες και οι νοσηλευτές είναι περισσότερο συνεργάσιμοι και ανοιχτοί προς τον ιερέα. Ομολογουμένως, από όλο το νοσοκομειακό προσωπικό, αυτοί αντιμετωπίζουν πιο έντονα το σωματικό και ψυχικό πόνο του αρρώστου. Για αυτό, ο ρόλος τους είναι τόσο δυναμικός και μπορούν τόσο αποτελεσματικά να αναγνωρίσουν τις υπαρξιακές δυσκολίες του αρρώστου.
Στην προσπάθειά μας να καταρτίσουμε το προσωπικό, ας μην ξεχνάμε ότι έχουμε τεράστια ευθύνη ως ποιμένες για τη λανθασμένη αντίληψη που έχουν οι άλλοι για τη διακονία μας. Έχουμε προβάλει μια δικανική θρησκεία, που όσον αφορά στον ανθρώπινο πόνο, καλλιεργεί την ενοχή και την ποινική καταδίκη. Η αποστασιοποιημένη στάση μας μάς ταυτίζει περισσότερο με έναν τιμωρό και σαδιστικό Θεό, παρά με έναν φιλάνθρωπο Λυτρωτή.
Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε πως οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε πως το ερώτημα αν υπάρχει χώρος για εμάς στο χώρο της νοσηλείας, δεν εξαρτάται τόσο από τη διεύθυνση του νοσοκομείου και τους γιατρούς όσο από το πώς εμείς, ως ποιμένες, βλέπουμε τη διακονία μας μέσα στο νοσοκομειακό περιβάλλον. Ποτέ δεν πρέπει να λησμονούμε πως είμαστε μια συμβολική φυσιογνωμία που φέρνει στο φως τη σύγκρουση, την πάλη, ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο. Οφείλουμε να θυμόμαστε πως, ανεξαρτήτως της προσπάθειας κάποιου να αποφύγει τη σύγκρουση, θα χρειαστεί τελικά να την αντιμετωπίσει.
Το μεγάλο ερώτημα είναι αν θα είμαστε παρόντες και διαθέσιμοι να βοηθήσουμε τους άλλους να αντικρύσουν τη ζωή και να αναμετρηθούν με το θάνατο. Για να το κάνουμε αυτό πρέπει να σχετιστούμε με τους άλλους με απόλυτη κατανόηση. Ανεξάρτητα από τη θέση κάποιου στην ιεραρχία του νοσοκομείου, πάντα υπάρχει ένα ανθρώπινο, υπαρξιακό επίπεδο που ζητά συμπόνια. Δεν υπάρχει τίποτα δασκαλίστικο ή δικανικό σε αυτό το ρόλο. Εξάλλου, αυτή είναι η ουσιαστική βάση σε αυτό που ονομάζουμε σήμερα «πολυεπιστημονική» συνεργασία. Αγγίζοντας αυτό το ανθρώπινο επίπεδο, γινόμαστε συμπάσχοντες και συνεργάτες σε όλα, με ένα τρόπο μοναδικό. Χωρίς να γίνουμε συμπάσχοντες, δεν μπορούμε να είμαστε συνεργοί της Χάριτος του Θεού.
Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι αν οι άλλοι βλέπουν τον ιερέα υπό αυτό το πρίσμα. Συνειδητά ή υποσυνείδητα τον βλέπουν έτσι και οι προσδοκίες τους έγκεινται στο αν θα δράσει εκκλησιαστικά ανάμεσά τους. Το ερώτημα είναι αν ο ιερέας του νοσοκομείου ενεργεί σαν εκκλησιαστικός άνδρας — και αν μπορεί να εμπνεύσει έτσι. Εάν το κάνει, τα πρακτικά ζητήματα της διακονίας του θα αντιμετωπιστούν με τον καλύτερο, πνευματικότερο και εποικοδομητικότερο τρόπο. Αν όχι, η θέση του θα αμφισβητηθεί και πιθανόν να απορριφθεί.
Εισήγηση στο Γενικό Ιερατικό Συνέδριο της Ιεράς Μητροπόλεως Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, 16 Νοεμβρίου 2013.
Σεβασμιώτατε, σεβαστοί Πατέρες,
Στο ευαγγέλιο της Κρίσης προτρεπόμαστε να αγαπάμε το συνάνθρωπο και να τον ελεούμε βλέποντας στο πρόσωπό του τον ίδιο το Χριστό. Ένα από τα παραδείγματα που αναφέρονται εκεί είναι και η συμπεριφορά μας απέναντι στους ασθενείς. Πολλοί είναι οι λόγοι Αγίων της Εκκλησίας μας που αναφέρονται στη φιλανθρωπία και στην αγάπη που πρέπει να δείχνουμε σε πάσχοντες συνανθρώπους μας. Κάνοντας πράξη τον ευαγγελικό λόγο, η Εκκλησία, από την πρώτη στιγμή ενδιαφέρθηκε για τους αρρώστους. Εκτός από την έμπρακτη συμπαράσταση και ελεημοσύνη των χριστιανών, η Εκκλησία ως θεσμός, από τους πρώτους βυζαντινούς χρόνους έδειξε ιδιαίτερη μέριμνα στον τομέα αυτό. Έτσι ίδρυσε γηροκομεία, νοσοκομεία, βρεφοκομεία, ξενώνες, ορφανοτροφεία και πτωχοκομεία. Το ίδιο έγινε και συνεχίζει να γίνεται και στις άλλες χριστιανικές χώρες.
Στην Ελλάδα σήμερα όλοι λίγο πολύ γνωρίζουμε την προσφορά της Εκκλησίας στο χώρο της υγείας. Πολλά από τα μεγαλύτερα νοσοκομεία της χώρας μας έχουν χτιστεί σε οικόπεδα της Εκκλησίας, όπως το Αρεταίειο, ο Ευαγγελισμός, το Αιγηνίτειο κ.ά. Γηροκομεία και άλλα ιδρύματα ιδρύθηκαν ή συντηρούνται με χρήματα της Εκκλησίας. Όλοι γνωρίζουμε, για παράδειγμα το γηροκομείο στα Μισσίρια (Ρεθύμνου), το Αννουσσάκειο ίδρυμα της Ιεράς Μητροπόλεως Κισσάμου. Η Ι. Μητρόπολη Μεσογαίας έχει ιδρύσει και συντηρεί το ίδρυμα «Γαλιλαία», που περιθάλπει ανθρώπους με καρκίνο. Η Ι. Μ. Σπάρτης κέντρο αποθεραπείας και αποκατάστασης ημερήσιας νοσηλείας. Η Ιερά Μονή Παμμακαρίστου στην Αθήνα, το ίδρυμα για το παιδί «η Παμμακάριστος» που φιλοξενεί και εκπαιδεύει παιδιά με ειδικές ανάγκες. Η ΜΚΟ (μη κερδοσκοπική οργάνωση) Αποστολή το Καρέλλειο, που είναι πρότυπο κέντρο νοσηλείας και θεραπείας για ασθενείς με Alzheimer κ.ά. πολλά.
Σημαντική επίσης είναι η εθελοντική προσφορά ανθρώπων της Εκκλησίας που διακονούν ασθενείς και συνοδούς των ασθενών. Η υπηρεσία εθελοντικής διακονίας ασθενών της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών παρέχει εθελοντικές υπηρεσίες στήριξης, φροντίδας και συντροφιάς σε νοσηλευόμενους αδελφούς μας, στα νοσοκομεία της Αθήνας. Εδώ στο Ρέθυμνο υπάρχουν κάποιοι που επιθυμούν να προσφέρουν ανάλογο έργο και σε δύο περιπτώσεις το έχουν πραγματοποιήσει, όταν χρειάστηκε να βοηθήσουμε μωρά χωρίς βοήθεια από κάποιον γονιό τους, να νοσηλευτούν στο Νοσοκομείο του Ρεθύμνου. Οι άνθρωποι αυτοί έμειναν αρκετές φορές με τα βρέφη καθ ' όλη τη διάρκεια της νύχτας.
Με όλα αυτά η θεσμική Εκκλησία προσφέρει τις υπηρεσίες της ερχόμενη να καλύψει τη συχνή αδυναμία της Πολιτείας να προσφέρει σε πάσχοντες συνανθρώπους μας.
Αυτό, όμως, που η Εκκλησία προσφέρει πρωτίστως στον πάσχοντα αδελφό μας είναι η μετάδοση της Χάρης των Μυστηρίων της για τη θεραπεία της ψυχής και του σώματος. Από την πρώτη στιγμή ο Χριστός έδειξε ιδιαίτερη στοργή στους ασθενείς ανθρώπους θεραπεύοντας τους. Όμως δεν θεράπευε μόνο τα σώματά τους. Πρωταρχικός σκοπός ήταν η άφεση των αμαρτιών τους. Και δεν εστίαζε στην ασθένεια, όπως ένας γιατρός, αλλά στον ασθενή άνθρωπο. Τον ενδιάφερε ο όλος άνθρωπος και δεν έμενε στην επιφάνεια των πραγμάτων. Προσέγγιζε τον άρρωστο προσωπικά, έπειτα από αίτημα του ίδιου ή της οικογένειάς του, με ιδιαίτερη συμπάθεια και ευσπλαχνία. Δε συμπεριφερόταν σε όλους με τον ίδιο τρόπο και τηρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις στέλνοντας τους θεραπευμένους στους αρμόδιους παράγοντες για να επιβεβαιώσουν τη θεραπεία.
Το ίδιο κάνει και η Εκκλησία του Χριστού. Με το Μυστήριο του Ευχελαίου προσεύχεται για την υγεία ψυχών και σωμάτων. Και με όλα τα Μυστήρια σκοπό έχει τη θεραπεία συνόλου του ανθρώπου. Δεν είναι απαραίτητο πάση θυσία να θεραπεύσουμε σωματικά κάποιον ασθενή. Προσευχόμαστε και για αυτό, αλλά ιδιαίτερα μας ενδιαφέρει να γνωρίσει το Χριστό μέσα από την ασθένειά του. Και πραγματικά είναι μια καλή ευκαιρία που δίνεται και σε αυτόν και σε μας για το σκοπό αυτό. Αν, λοιπόν, δεν μπορούμε να είμαστε θεραπευτές του, γινόμαστε οδηγοί του προς το Χριστό, μιμούμενοι την αγάπη του Χριστού προς τον πάσχοντα άνθρωπο. Πολλές φορές μπορούμε να βοηθήσουμε και με τη σιωπηλή παρουσία μας, χωρίς να αλλάξουμε κάτι από τον εαυτό μας, αρκεί να ενεργήσουμε με αγάπη και να είμαστε παρόντες όταν κάποιος μας χρειαστεί. Γενικά η Εκκλησία και οι λειτουργοί της ενεργούν κατ ' αυτόν τον τρόπο στον ασθενή άνθρωπο.
Την ώρα της αρρώστιας μάς χρειάζεται ο άνθρωπος που πάσχει, αλλά και οι συγγενείς του. Ο ίδιος ο ασθενής μπορεί να μη γνωρίζει την πραγματική κατάσταση της υγείας του ή να μη θέλει να την καταλάβει. Συχνό είναι το φαινόμενο κάποιος άρρωστος να φοβάται ότι θα πεθάνει αν μεταλάβει ή αν τον πλησιάσει ο ιερέας. Μπορεί πάλι κάποιος ασθενής να μην πιστεύει στο Θεό. Πολλές φορές οι συγγενείς με κάποιον τρόπο προσπαθούν να αναγκάσουν τον άρρωστο να μεταλάβει ή να πάρει το αντίδωρο ή να εξομολογηθεί.
Συμβαίνει, όμως και το αντίστροφο. Δηλαδή να θέλει τη βοήθειά μας ο ασθενής και να μην αφήνουν οι συγγενείς. Σε περίπτωση που δεν μπορούμε να προσεγγίσουμε κάποιον άρρωστο, τον αφήνουμε στα χέρια του Θεού και κάνουμε το μόνο που μπορούμε πια, να προσευχόμαστε για αυτόν. Όλα αυτά νομίζω ότι λίγο πολύ συμβαίνουν σε όλους τους ιερείς αφού όλοι στις ενορίες μας έχουμε αρρώστους και ετοιμοθάνατους. Όμως, ιδιαίτερα στα νοσηλευτικά ιδρύματα ο θεραπευτικός ρόλος του ιερέα είναι εκ των πραγμάτων εντονότερος και περισσότερο ευαίσθητος.
O ιερέας στο χώρο της υγείας πρέπει να ενεργεί με διακριτικότητα. Δεν μπορεί να παίρνει το ρόλο του γιατρού ή του ψυχολόγου, μιλώντας σαν επιστήμονας. Ο ιερέας στο νοσοκομείο μεταδίδει Χριστό, μιλάει ευαγγελικά και καλύπτει τις πνευματικές ανάγκες των ασθενών. Και αυτό είναι το σημείο στο οποίο θα σταθούμε περισσότερο, για να δούμε την ακριβή θέση και το ρόλο του εφημέριου ιερέα στο Νοσοκομείο. Γιατί αυτός στην πραγματικότητα εκφράζει την Εκκλησία στο χώρο αυτό.
Μπαίνοντας κανείς στο χώρο ενός Νοσοκομείου, αντικρίζει μια πολύπλοκη συνεργασία ανθρώπων. Διευθυντές, γραμματείς, γιατροί, νοσοκόμοι, κοινωνικοί λειτουργοί, διάφοροι ειδικοί, βοηθοί, ειδικευμένοι και ανειδίκευτοι εργάτες βρίσκονται σε μια ιεραρχία συγκρουόμενων σχέσεων. Υπάρχουν ακόμη τα εργαστήρια, ο τεχνολογικός εξοπλισμός, τα πλυντήρια όπου άλλοι υπάλληλοι εργάζονται. Συν τοις άλλοις, η παραδοσιακή συνεργασία ιατρών και ιερέων για τη θεραπεία των ασθενών έχει εκλείψει. Ο χώρος της Υγείας έχει γεμίσει με οικονομολόγους, διαχειριστές και νομικούς συμβούλους, αποκτώντας το χαρακτήρα βιομηχανίας ή επιχείρησης. Εύλογα μπορεί να αναρωτηθεί κανείς. Σε αυτό το χώρο μπορεί να διακονήσει σήμερα ο ιερέας; Ποια είναι η θέση και ο ρόλος μας ως ποιμένων στην ιεραρχία του νοσοκομείου;
Ωστόσο, η ταυτότητα και ο ρόλος του ποιμένα στο χώρο της Υγείας δεν έχει αλλάξει ουσιαστικά μέσα στο χρόνο. Στην αρχαιότητα και στη σύγχρονη εποχή, η παρουσία του ποιμένα φανερώνει τη σύγκρουση μεταξύ ζωής και θανάτου. Συχνά, η συμβολική του παρουσία θα προκαλέσει ερωτήματα στον πάσχοντα και σε αυτούς που είναι γύρω του, ερωτήματα που έχουν να κάνουν με την καταγωγή και το πεπρωμένο του ανθρώπινου γένους, με την ύπαρξη και την εξαφάνιση του κάθε προσώπου. Αυτή η σύγκρουση δεν έχει να κάνει μόνο με τη σωματική ευεξία κάποιου, αλλά και με τις βιωματικές και υπαρξιακές ανησυχίες του.
Ο ιερέας αντιπροσωπεύει την ιερή και την υπέρλογη πλευρά του ανθρώπου που ζητάει παρηγοριά και ελπίδα κάπου αλλού, πέρα από την επιστημονική και την τεχνολογική εικόνα που τα σύγχρονα ιατρικά κέντρα θέλουν να προβάλλουν. Για τον άρρωστο, ο ποιμένας συμβολίζει την ελπίδα για ζωή. Για το προσωπικό του νοσοκομείου, αρκετές φορές συμβολίζει τη φώτιση και το σθένος που χρειάζεται για να επιτελέσει το έργο του. Στο μανιακό περιβάλλον του νοσοκομείου, η ησυχαστική ζωή και μορφή του ιερέα είναι ένα καταπραϋντικό και καθησυχαστικό στοιχείο, που δίνει μια άλλη διάσταση στη θεραπευτική προσπάθεια. Αλλά περισσότερο από όλα, η παρουσία του ιερέα συμβολίζει και υπενθυμίζει την πραγματικότητα της επίγειας ζωής, τη φθαρτότητα της ανθρώπινης φύσεως, που συνεπάγεται και τις ατέλειες και τους περιορισμούς της ιατρικής επιστήμης. Αυτό, δυστυχώς, είναι κάτι που εμποδίζει πολλές φορές τον ιερέα να γίνει ένας στενός συνεργάτης του προσωπικού, αλλά και ένας στενός συμπαραστάτης του αρρώστου...
Μέσα από την ασθένεια δεν ερχόμαστε αντιμέτωποι μόνο με τα ανθρώπινα όρια και την περατότητα της φθαρτής ανθρώπινης φύσης, αλλά και με την αμαρτία και τις συνέπειές της. Συγχρόνως, αυτή η συνάντηση φέρνει στον ορίζοντα το φως της αιωνιότητας και προσφέρει τη δυνατότητα να έρθουμε «εις επίγνωσιν της αληθείας» για την ύπαρξή μας, για τον κόσμο γύρω μας και για τον ίδιο το Θεό. Αντιμέτωποι με τη γνώση της αλήθειας, πρέπει να αποφασίσουμε αν θα παραμείνουμε αποκλειστικά ασχολούμενοι με την ποιότητα της ζωής ως μίας σαρκικής και υλιστικής κατάστασης, ή θα υπερβούμε τη φθαρτή μας ύπαρξη ασχολούμενοι με την ποιότητα των σχέσεών μας, του κόσμου γύρω μας αλλά και πέρα από εμάς.
Όταν πάρει κανείς την απόφαση της υπέρβασης, παίρνει την απόφαση να ενταχθεί στη ζωή της μετάνοιας. Το νόημα της μετάνοιας σε σχέση με τη ζωή, την ασθένεια και το θάνατο είναι η ξεκάθαρη απόφαση να υπερβούμε τους εαυτούς μας, να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση μας με το Θεό και τον άνθρωπο και να εισέλθουμε στην κοινωνία των Αγίων δια της Ευχαριστίας.
Και η απόφαση του ποιμένα σχετίζεται με το αν ο ίδιος θα γίνει μια προέκταση της μοναξιάς και της απελπισίας που αισθάνεται ο άρρωστος, ή αν θα τον βοηθήσει να επανακτήσει την ελπίδα και να αποκαταστήσει την επικοινωνία με το περιβάλλον του. Ο ποιμένας μπορεί είτε να γίνει μια προέκταση της αποπροσωποποίησης της σύγχρονης ιατρικής είτε να βοηθήσει την ιατρική να γίνει πιο ανθρώπινη και το νοσηλευτικό περιβάλλον πιο υποφερτό. Έτσι, ο διαχρονικός ρόλος του ποιμένα δεν είναι να χορηγήσει ένα καταπραϋντικό αντίδοτο στον πόνο του ανθρώπου με ενθαρρυντικά λόγια, αλλά να συμπάσχει στον πόνο του, προσφέροντας αποδοχή και ευσπλαχνία στην προσπάθεια επαναπροσδιορισμού της ζωής και των σχέσεών του. Είναι εκεί για να βοηθήσει τον πάσχοντα και τους γύρω του να βρουν την αληθινή ζωή. Για αυτό το λόγο η μετάνοια είναι τόσο σημαντική στη φροντίδα του ασθενούς.
Ωστόσο, αυτό που οφείλουμε να θυμόμαστε είναι πως, όταν κάποιος συμμετέχει στον πόνο του άλλου, βρίσκεται σε ένα χώρο ιερό, όπου εισέρχεται η Χάρις του Θεού. Για αυτό πρέπει να προσεγγίζει το χώρο αυτό με ευλάβεια, σεβασμό και προσοχή χωρίς να παραγκωνίζει την ιδιαιτερότητα και την ελευθερία του κάθε προσώπου. Εάν δε σεβαστεί τον ιερό χώρο του αρρώστου, ο ποιμένας, μπορεί να κάνει τον άρρωστο να αισθανθεί μεγαλύτερη υπαρξιακή απόσταση από τους άλλους, τον εαυτό του και το Θεό. Αντίθετα μέσα από το σεβασμό και τη συμπόνια, μπορεί να γίνει ένας πραγματικός πνευματικός οδηγός και συνοδός, που θα βοηθήσει τον άρρωστο να δει τη ζωή του μέσα από το φως της Θείας Χάριτος.
Όμως ο ιερέας δεν πρέπει να απέχει από τη θεραπευτική ομάδα του νοσοκομείου. Εκτός από το ιατρικό προσωπικό, η θεραπευτική ομάδα συμπεριλαμβάνει άλλους ειδικούς, όπως οι κοινωνικοί λειτουργοί, οι ψυχολόγοι, οι φυσιοθεραπευτές κ.ά. Να είσαι μέλος μιας θεραπευτικής ομάδας σημαίνει ότι έχεις έναν ειδικό ρόλο που συμβάλλει στην ολοκληρωμένη περίθαλψη του αρρώστου και ότι ο ρόλος αυτός εξαρτάται και συνδυάζεται με τους ρόλους των άλλων μελών της ομάδας. Μια τέτοια συνδυασμένη προσπάθεια αποτελεί μια ολοκληρωμένη περίθαλψη γιατί διακονεί τον όλο άνθρωπο. Στην εφαρμογή μιας τέτοιας ολοκληρωμένης περίθαλψης για την πορεία της υγείας του ασθενή, όλα τα μέλη της θεραπευτικής ομάδας ξέρουν τις δυνατότητες και τα όρια των άλλων και προσπαθούν να συμπληρώσουν ο ένας τον άλλο με συχνές συνεννοήσεις και αρμονική συνεργασία.
Στο παρελθόν, δεν υπήρχε η ελεύθερη και ανοικτή επικοινωνία στο χώρο της υγείας μεταξύ των διαφόρων κλάδων του προσωπικού, όπως υπάρχει σήμερα. Υπήρχε μια εποχή που μόνο ο διευθυντής μιας κλινικής είχε το δικαίωμα να κάνει διάγνωση, αποκλείοντας την άποψη των άλλων γιατρών. Μόνο η προϊσταμένη μπορούσε να μιλήσει άμεσα με τον άρρωστο. Οι άλλες νοσηλεύτριες δεν μπορούσαν να εκφράσουν καμία άποψη στον ιατρό ή στην προϊσταμένη και να έχουν άμεση επικοινωνία με τον ασθενή. Ο νοσοκόμος έπρεπε να ζητήσει άδεια από την υπεύθυνη του τμήματος για να φέρει την «πάπια» στον ασθενή. Δεν υπήρχε κοινωνική λειτουργός ή, αν υπήρχε, δεν μπορούσε να μιλήσει στον ασθενή, εκτός αν είχε πάρει άδεια από τον ιατρό. Ο ιερέας δεν μπορούσε να περπατήσει ελεύθερα στους θαλάμους εκτός αν ένας άρρωστος ή οι συγγενείς του τον είχαν καλέσει.
Εικ. από εδώ
Πρέπει να ομολογήσουμε ότι γενικότερα υπάρχει μια βελτίωση στο επίπεδο που επικοινωνούν τα μέλη της θεραπευτικής ομάδας σήμερα και ότι η ιδέα της θεραπευτικής ομάδας είναι κάτι που έχει αναπτυχθεί σε αρκετές χώρες. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν και πολλά εμπόδια που κωλύουν την εφαρμογή της. Ένα από τα κυριότερα είναι οι προκαταλήψεις μεταξύ αυτών που υποστηρίζουν ένα βιοϊατρικό μοντέλο υγείας και εκείνων που υποστηρίζουν ένα βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο. Αυτές οι προκαταλήψεις δημιουργούν μια διαμάχη που υποβόσκει ανάμεσα στο προσωπικό. Από τη μια πλευρά, οι ιατροί επιβάλλουν μια απόλυτη ιεράρχηση, ώστε να κρατήσουν ένα συντηρητικό θεραπευτικό μοντέλο. Από την άλλη, το υπόλοιπο επιστημονικό προσωπικό αισθάνεται μια απόρριψη, που δε διευκολύνει την άμεση και εποικοδομητική επικοινωνία με τους ιατρούς.
Αναμφίβολα, η θεραπευτική ομάδα πρέπει να έχει σχετική ιεραρχία, εφόσον ο ιατρός έχει την τελική ευθύνη της θεραπείας. Παρόλα αυτά, υπάρχει ένα είδος θρησκευτικότητας σε αυτήν την ιεραρχία, που βασίζεται στο μύθο της αλάθητης ιατρικής επιστήμης, μύθος που δημιουργήθηκε και καλλιεργείται από τους ιατρούς και πιστεύεται αφελώς από τους αρρώστους. Η μόνη επίλυση αυτών των διαφορών είναι ένας ειλικρινής διάλογος μεταξύ όλων των παραγόντων που συμβάλλουν στη θεραπευτική προσπάθεια.
Αναντίρρητα, η ποιμαντική φροντίδα των ασθενών έχει επηρεαστεί από αυτή την αυστηρά ιατρική και απολυταρχική ιεραρχία. Ο ιερέας σε αρκετές χώρες βρίσκεται έξω από τη θεραπευτική ομάδα, γιατί συμβολίζει πολύ φανερά τη διαφωνία γύρω από την ψυχοσωματική υφή της αρρώστιας και την παντοδυναμία της ιατρικής επιστήμης. Αυτό περιπλέκεται από τις αρνητικές θρησκευτικές πεποιθήσεις και εντυπώσεις που πολλοί καλλιεργούν για το πρόσωπό του. Σήμερα, η πρόφαση που χρησιμοποιείται για να αποκλειστεί ο ιερέας από το χώρο της υγείας είναι ότι μπορεί να προσβάλει τα προσωπικά δεδομένα του αρρώστου. Έτσι σε αρκετές χώρες δεν μπορεί ο ποιμένας να επισκεφτεί τον άρρωστο αν δεν τον καλέσει ο ίδιος και σε ορισμένες περιπτώσεις δεν μπορεί να εμφανιστεί στο χώρο της νοσηλείας με το ιερατικό του ένδυμα. Στη χώρα μας από κάποιους γιατρούς μπορεί να θεωρηθεί περιττή και ενοχλητική η παρουσία του ή ακόμη και υπεύθυνη για τη μετάδοση μολυσματικών ασθενειών. Έτσι δημιουργείται μία σύγκρουση και ένας ανταγωνισμός ανάμεσα στον ποιμένα και τους άλλους θεραπευτές. Νιώθοντας προσβεβλημένος από αυτή τη στάση, αρκετές φορές ο ίδιος απομονώνει τον εαυτό του από τους υπόλοιπους της ομάδας, χαράζοντας το δικό του έργο εν ονόματι της Εκκλησίας.
Μέσα σε αυτή την ένταση, δεν πρέπει να αγνοήσουμε ή να εγκαταλείψουμε την πεποίθηση ότι ο ιερέας έχει έναν ιδιαίτερο ρόλο στη θεραπευτική ομάδα. Ο ρόλος του είναι η αντιμετώπιση και η ελπιδοφόρα ανακούφιση της ψυχικής αγωνίας του αρρώστου εν όψει της φθοράς και του θανάτου και ο επαναπροσδιορισμός των σχέσεών του με το Θεό, το συνάνθρωπο και τον εαυτό του. Όταν ο ποιμένας το ξεχάσει αυτό και κυρίως όταν ο ίδιος αποβάλει τον εαυτό του από τη θεραπευτική ομάδα, χάνει την ταυτότητά του και τη σημασία του μέσα στο θεραπευτικό περιβάλλον. Για αυτό είναι ουσιώδες για τον ποιμένα όχι μόνο να επισκέπτεται τον άρρωστο αλλά και να συνεργάζεται με το υπόλοιπο προσωπικό.
Ο ιερέας δεν πρέπει να περιμένει ότι οι άλλες ειδικότητες γνωρίζουν το ρόλο του. Αντιθέτως, αυτός ο ρόλος έχει παρερμηνευτεί τόσο πολύ, ώστε μια προσεκτική και διευκρινιστική κατάρτιση είναι απαραίτητη για όλους αυτούς που υπηρετούν στο χώρο της υγείας, ώστε να γνωρίσουν τις ψυχικές ανησυχίες του ασθενούς και τη συμβολή του ιερέα στην αποκατάσταση της υγείας του. Για να κατανοήσουμε τις θετικές και τις αρνητικές αντιδράσεις που μπορεί να προκύψουν από το νοσηλευτικό προσωπικό σε αυτή την προσπάθεια, χρειάζεται να ξέρουμε ότι η αναγνώριση της χρησιμότητας της θρησκείας από τους άλλους εξαρτάται συνήθως από το πώς οι ίδιοι βίωσαν το εκκλησιαστικό γεγονός σε σχέση με το δικό τους ανθρώπινο, ψυχικό και σωματικό, πόνο.
Όσο περισσότερο έρχεται κάποιος σε επαφή με τον προσωπικό του πόνο και τον πόνο του ασθενούς, τόσο θα κατανοεί τη σημασία που μπορεί να παίξει η εκκλησιαστική ζωή στο θεραπευτικό χώρο. Έχοντας αυτό υπόψη, ίσως μπορούμε να καταλάβουμε γιατί οι νοσηλεύτριες και οι νοσηλευτές είναι περισσότερο συνεργάσιμοι και ανοιχτοί προς τον ιερέα. Ομολογουμένως, από όλο το νοσοκομειακό προσωπικό, αυτοί αντιμετωπίζουν πιο έντονα το σωματικό και ψυχικό πόνο του αρρώστου. Για αυτό, ο ρόλος τους είναι τόσο δυναμικός και μπορούν τόσο αποτελεσματικά να αναγνωρίσουν τις υπαρξιακές δυσκολίες του αρρώστου.
Στην προσπάθειά μας να καταρτίσουμε το προσωπικό, ας μην ξεχνάμε ότι έχουμε τεράστια ευθύνη ως ποιμένες για τη λανθασμένη αντίληψη που έχουν οι άλλοι για τη διακονία μας. Έχουμε προβάλει μια δικανική θρησκεία, που όσον αφορά στον ανθρώπινο πόνο, καλλιεργεί την ενοχή και την ποινική καταδίκη. Η αποστασιοποιημένη στάση μας μάς ταυτίζει περισσότερο με έναν τιμωρό και σαδιστικό Θεό, παρά με έναν φιλάνθρωπο Λυτρωτή.
Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε πως οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε πως το ερώτημα αν υπάρχει χώρος για εμάς στο χώρο της νοσηλείας, δεν εξαρτάται τόσο από τη διεύθυνση του νοσοκομείου και τους γιατρούς όσο από το πώς εμείς, ως ποιμένες, βλέπουμε τη διακονία μας μέσα στο νοσοκομειακό περιβάλλον. Ποτέ δεν πρέπει να λησμονούμε πως είμαστε μια συμβολική φυσιογνωμία που φέρνει στο φως τη σύγκρουση, την πάλη, ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο. Οφείλουμε να θυμόμαστε πως, ανεξαρτήτως της προσπάθειας κάποιου να αποφύγει τη σύγκρουση, θα χρειαστεί τελικά να την αντιμετωπίσει.
Το μεγάλο ερώτημα είναι αν θα είμαστε παρόντες και διαθέσιμοι να βοηθήσουμε τους άλλους να αντικρύσουν τη ζωή και να αναμετρηθούν με το θάνατο. Για να το κάνουμε αυτό πρέπει να σχετιστούμε με τους άλλους με απόλυτη κατανόηση. Ανεξάρτητα από τη θέση κάποιου στην ιεραρχία του νοσοκομείου, πάντα υπάρχει ένα ανθρώπινο, υπαρξιακό επίπεδο που ζητά συμπόνια. Δεν υπάρχει τίποτα δασκαλίστικο ή δικανικό σε αυτό το ρόλο. Εξάλλου, αυτή είναι η ουσιαστική βάση σε αυτό που ονομάζουμε σήμερα «πολυεπιστημονική» συνεργασία. Αγγίζοντας αυτό το ανθρώπινο επίπεδο, γινόμαστε συμπάσχοντες και συνεργάτες σε όλα, με ένα τρόπο μοναδικό. Χωρίς να γίνουμε συμπάσχοντες, δεν μπορούμε να είμαστε συνεργοί της Χάριτος του Θεού.
Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι αν οι άλλοι βλέπουν τον ιερέα υπό αυτό το πρίσμα. Συνειδητά ή υποσυνείδητα τον βλέπουν έτσι και οι προσδοκίες τους έγκεινται στο αν θα δράσει εκκλησιαστικά ανάμεσά τους. Το ερώτημα είναι αν ο ιερέας του νοσοκομείου ενεργεί σαν εκκλησιαστικός άνδρας — και αν μπορεί να εμπνεύσει έτσι. Εάν το κάνει, τα πρακτικά ζητήματα της διακονίας του θα αντιμετωπιστούν με τον καλύτερο, πνευματικότερο και εποικοδομητικότερο τρόπο. Αν όχι, η θέση του θα αμφισβητηθεί και πιθανόν να απορριφθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου