(Πραξ. κ´
16-18, 28-36)
Εν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἔκρινεν ὁ Παῦλος παραπλεῦσαι τὴν ῎Εφεσον, ὅπως μὴ γένηται αὐτῷ χρονοτριβῆσαι ἐν τῇ ᾿Ασίᾳ· ἔσπευδε γάρ, εἰ δυνατὸν ἦν αὐτῷ, τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς γενέσθαι εἰς ῾Ιεροσόλυμα. ᾿Απὸ δὲ τῆς Μιλήτου πέμψας εἰς ῎Εφεσον μετεκαλέσατο τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας. ῾Ως δὲ παρεγένοντο πρὸς αὐτόν, εἶπεν αὐτοῖς· Προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος. ᾿Εγὼ γὰρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου· καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν. Διὸ γρηγορεῖτε, μνημονεύοντες ὅτι τριετίαν νύκτα καὶ ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετὰ δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον. Καὶ τὰ νῦν παρατίθεμαι ὑμᾶς, ἀδελφοί, τῷ Θεῷ καὶ τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ τῷ δυναμένῳ ἐποικοδομῆσαι καὶ δοῦναι ὑμῖν κληρονομίαν ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πᾶσιν. ᾿Αργυρίου ἢ χρυσίου ἢ ἱματισμοῦ οὐδενὸς ἐπεθύμησα· αὐτοὶ γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὖσι μετ᾿ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται. Πάντα ὑπέδειξα ὑμῖν ὅτι οὕτω κοπιῶντας δεῖ ἀντιλαμβάνεσθαι τῶν ἀσθενούντων, μνημονεύειν τε τὸν λόγον τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ, ὅτι αὐτὸς εἶπε· Μακάριόν ἐστιν μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν. Καὶ ταῦτα εἰπών, θεὶς τὰ γόνατα αὐτοῦ σὺν πᾶσιν αὐτοῖς προσηύξατο.
Απόδοση:
Εκεῖνες τὶς ἡμέρες, ὁ Παῦλος ἀποφάσισε νὰ παρακάμψει τὴν ῎Εφεσο, γιὰ νὰ μὴ χρονοτριβήσει στὴν ἐπαρχία τῆς ᾿Ασίας· βιαζόταν νὰ εἶναι στὰ ῾Ιεροσόλυμα, ἂν τοῦ ἦταν δυνατό, τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. ᾿Απὸ τὴ Μίλητο ὁ Παῦλος ἔστειλε στὴν ῎Εφεσο καὶ κάλεσε τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας. ῞Οταν ἦρθαν καὶ τὸν συνάντησαν τοὺς εἶπε· «Προσέχετε, λοιπόν, τόν ἑαυτό σας καὶ ὅλο τὸ ποίμνιο, στὸ ὁποῖο τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιο σᾶς ἔθεσε ἐπισκόπους γιὰ νὰ ποιμαίνετε τὴν ἐκκλησία τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ποὺ τὴν ἔκανε δική του μὲ τὸ αἷμα του. ᾿Εγὼ τὸ ξέρω ὅτι μετὰ τὴν ἀναχώρησή μου θὰ εἰσβάλουν σ’ ἐσᾶς λύκοι ἄγριοι, ποὺ δὲν θὰ λυπηθοῦν τὸ ποίμνιο. ᾿Ακόμα καὶ ἀπὸ ἀνάμεσά σας θὰ βγοῦν πρόσωπα ποὺ θὰ διδάσκουν πλάνες γιὰ νὰ παρασύρουν τοὺς πιστοὺς μὲ τὸ μέρος τους. Γι’ αὐτὸ νὰ ἀγρυπνεῖτε, καὶ νὰ θυμᾶστε ὅτι τρία χρόνια συνέχεια δὲν ἔπαψα νύχτα καὶ μέρα νὰ νουθετῶ μὲ δάκρυα τὸν καθένα σας. Τώρα, ἀδελφοί, σᾶς ἐμπιστεύομαι στὸν Θεὸ καὶ στὸ κήρυγμα ποὺ σᾶς ἀποκάλυψε ἡ χάρη του. Αὐτὸς μπορεῖ νὰ σᾶς κάνει ὥριμους στὴν πίστη καὶ νὰ σᾶς δώσει τὴν ἐπουράνια ζωὴ μαζὶ μὲ ὅλους ὅσοι εἶναι δικοί του. ᾿Ασήμι ἢ χρυσάφι ἢ ἱματισμὸ ἀπὸ κανέναν δὲν ζήτησα. ᾿Εσεῖς οἱ ἴδιοι ξέρετε ὅτι γιὰ τὶς ἀνάγκες τὶς δικές μου καὶ τῶν συνοδῶν μου δούλεψαν αὐτὰ ἐδῶ τὰ χέρια. Μὲ κάθε τρόπο σᾶς ἔδωσα τὸ παράδειγμα, ὅτι πρέπει νὰ ἐργάζεστε ἔτσι σκληρά, γιὰ νὰ μπορεῖτε νὰ βοηθᾶτε αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀνάγκη. Νὰ θυμᾶστε τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μας ᾿Ιησοῦ, ποὺ εἶπε· “καλύτερο εἶναι νὰ δίνεις παρὰ νὰ παίρνεις”». ᾿Αφοῦ εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια, γονάτισε αὐτὸς κι ὅλοι ἐκεῖνοι καὶ προσευχήθηκε.
Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα
(᾿Ιω. ιζ´ 1-13)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπάρας ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν εἶπε· Πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τὸν Υἱόν, ἵνα καὶ ὁ Υἱός σου δοξάσῃ σε, καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον. Αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας ᾿Ιησοῦν Χριστόν. ᾿Εγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω· καὶ νῦν δόξασόν με σύ, Πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί. ᾿Εφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις οὓς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου. Σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας, καὶ τὸν λόγον σου τετηρήκασι. Νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς μοι παρὰ σοῦ ἐστιν· ὅτι τὰ ῥήματα ἃ δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ ἔλαβον, καὶ ἔγνωσαν ἀληθῶς ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλθον, καὶ ἐπίστευσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας. ᾿Εγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ· οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ, ἀλλὰ περὶ ὧν δέδωκάς μοι, ὅτι σοί εἰσι, καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστι καὶ τὰ σὰ ἐμά, καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς. Καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ οὗτοι ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ ἔρχομαι. Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς. ῞Οτε ἤμην μετ᾿ αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου· οὓς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ. Νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχομαι, καὶ ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ ἵνα ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπληρωμένην ἐν αὑτοῖς.
Απόδοση:
Εκεῖνο τὸν καιρό, σήκωσε ὁ ᾿Ιησοῦς τὰ μάτια του στὸν οὐρανὸ καὶ εἶπε· «Πατέρα, ἔφτασε ἡ ὥρα· φανέρωσε τὴ δόξα τοῦ Υἱοῦ σου, ὥστε κι ὁ Υἱὸς νὰ φανερώσει τὴ δική σου δόξα. ᾿Εσὺ τοῦ ἔδωσες ἐξουσία πάνω σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους· ἔτσι κι αὐτὸς θὰ δώσει τὴν αἰώνια ζωὴ σὲ ὅλους αὐτοὺς ποὺ τοῦ ἐμπιστεύτηκες. Καὶ νά ποιὰ εἶναι ἡ αἰώνια ζωή· Ν’ ἀναγνωρίζουν οἱ ἄνθρωποι ἐσένα ὡς τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό, καθὼς κι ἐκεῖνον ποὺ ἔστειλες, τὸν ᾿Ιησοῦ Χριστό. ᾿Εγὼ φανέρωσα τὴ δόξα σου πάνω στὴ γῆ, ἀφοῦ ὁλοκλήρωσα τὸ ἔργο ποὺ μοῦ ἀνέθεσες νὰ κάνω. Τώρα λοιπὸν ἐσύ, Πατέρα, δόξασέ με κοντὰ σ’ ἐσένα μὲ τὴ δόξα ποὺ εἶχα κοντά σου προτοῦ νὰ γίνει ὁ κόσμος. ᾿Εγὼ σὲ ἔκανα γνωστὸ στοὺς ἀνθρώπους ποὺ τοὺς πῆρες μέσα ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ μοῦ τοὺς ἐμπιστεύτηκες. ᾿Ανῆκαν σ’ ἐσένα, κι ἐσὺ τοὺς ἔδωσες σ’ ἐμένα, κι ἔχουν δεχτεῖ τὸν λόγο σου. Αὐτοὶ τώρα ξέρουν πὼς ὅλα ὅσα μοῦ ἔδωσες προέρχονται ἀπὸ σένα· γιατὶ τὶς διδαχὲς ποὺ μοῦ ἔδωσες, ἐγὼ τὶς ἔδωσα σ’ αὐτούς, κι αὐτοὶ τὶς δέχτηκαν καὶ ἀναγνώρισαν πὼς πραγματικὰ ἀπὸ σένα προέρχομαι, καὶ πίστεψαν πὼς ἐσὺ μὲ ἔστειλες στὸν κόσμο. ᾿Εγὼ γι’ αὐτοὺς παρακαλῶ. Δὲν παρακαλῶ γιὰ τὸν κόσμο ἀλλὰ γι’ αὐτοὺς ποὺ μοῦ ἔδωσες, γιατὶ ἀνήκουν σ’ ἐσένα. Κι ὅλα ὅσα εἶναι δικά μου εἶναι καὶ δικά σου, καὶ τὰ δικά σου εἶναι καὶ δικά μου, καὶ δι’ αὐτῶν θὰ φανερωθεῖ ἡ δόξα μου. Τώρα δὲν εἶμαι πιὰ μέσα στὸν κόσμο ἐνῶ αὐτοὶ μένουν μέσα στὸν κόσμο, κι ἐγὼ ἔρχομαι σ’ ἐσένα. ῞Αγιε Πατέρα, διατήρησέ τους στὴν πίστη μὲ τὴ δύναμη τοῦ ὀνόματός σου ποὺ μοῦ χάρισες, γιὰ νὰ μείνουν ἑνωμένοι ὅπως ἐμεῖς. ῞Οταν ἤμουν μαζί τους στὸν κόσμο, ἐγὼ τοὺς διατηροῦσα στὴν πίστη μὲ τὴ δύναμη τοῦ ὀνόματός σου. Αὐτοὺς ποὺ μοῦ ἔδωσες τοὺς φύλαξα, καὶ κανένας ἀπ’ αὐτοὺς δὲν χάθηκε, παρὰ μόνο ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀπώλειας, γιὰ νὰ ἐκπληρωθοῦν τὰ λόγια τῆς Γραφῆς. Τώρα ὅμως ἐγὼ ἔρχομαι σ’ ἐσένα, καὶ τὰ λέω αὐτὰ ὅσο εἶμαι ἀκόμα στὸν κόσμο, ὥστε νὰ ἔχουν τὴ δική μου τὴ χαρὰ μέσα τους σ’ ὅλη τὴν πληρότητά της».
Εν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἔκρινεν ὁ Παῦλος παραπλεῦσαι τὴν ῎Εφεσον, ὅπως μὴ γένηται αὐτῷ χρονοτριβῆσαι ἐν τῇ ᾿Ασίᾳ· ἔσπευδε γάρ, εἰ δυνατὸν ἦν αὐτῷ, τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς γενέσθαι εἰς ῾Ιεροσόλυμα. ᾿Απὸ δὲ τῆς Μιλήτου πέμψας εἰς ῎Εφεσον μετεκαλέσατο τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας. ῾Ως δὲ παρεγένοντο πρὸς αὐτόν, εἶπεν αὐτοῖς· Προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος. ᾿Εγὼ γὰρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου· καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν. Διὸ γρηγορεῖτε, μνημονεύοντες ὅτι τριετίαν νύκτα καὶ ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετὰ δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον. Καὶ τὰ νῦν παρατίθεμαι ὑμᾶς, ἀδελφοί, τῷ Θεῷ καὶ τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ τῷ δυναμένῳ ἐποικοδομῆσαι καὶ δοῦναι ὑμῖν κληρονομίαν ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πᾶσιν. ᾿Αργυρίου ἢ χρυσίου ἢ ἱματισμοῦ οὐδενὸς ἐπεθύμησα· αὐτοὶ γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὖσι μετ᾿ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται. Πάντα ὑπέδειξα ὑμῖν ὅτι οὕτω κοπιῶντας δεῖ ἀντιλαμβάνεσθαι τῶν ἀσθενούντων, μνημονεύειν τε τὸν λόγον τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ, ὅτι αὐτὸς εἶπε· Μακάριόν ἐστιν μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν. Καὶ ταῦτα εἰπών, θεὶς τὰ γόνατα αὐτοῦ σὺν πᾶσιν αὐτοῖς προσηύξατο.
Απόδοση:
Εκεῖνες τὶς ἡμέρες, ὁ Παῦλος ἀποφάσισε νὰ παρακάμψει τὴν ῎Εφεσο, γιὰ νὰ μὴ χρονοτριβήσει στὴν ἐπαρχία τῆς ᾿Ασίας· βιαζόταν νὰ εἶναι στὰ ῾Ιεροσόλυμα, ἂν τοῦ ἦταν δυνατό, τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. ᾿Απὸ τὴ Μίλητο ὁ Παῦλος ἔστειλε στὴν ῎Εφεσο καὶ κάλεσε τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας. ῞Οταν ἦρθαν καὶ τὸν συνάντησαν τοὺς εἶπε· «Προσέχετε, λοιπόν, τόν ἑαυτό σας καὶ ὅλο τὸ ποίμνιο, στὸ ὁποῖο τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιο σᾶς ἔθεσε ἐπισκόπους γιὰ νὰ ποιμαίνετε τὴν ἐκκλησία τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ποὺ τὴν ἔκανε δική του μὲ τὸ αἷμα του. ᾿Εγὼ τὸ ξέρω ὅτι μετὰ τὴν ἀναχώρησή μου θὰ εἰσβάλουν σ’ ἐσᾶς λύκοι ἄγριοι, ποὺ δὲν θὰ λυπηθοῦν τὸ ποίμνιο. ᾿Ακόμα καὶ ἀπὸ ἀνάμεσά σας θὰ βγοῦν πρόσωπα ποὺ θὰ διδάσκουν πλάνες γιὰ νὰ παρασύρουν τοὺς πιστοὺς μὲ τὸ μέρος τους. Γι’ αὐτὸ νὰ ἀγρυπνεῖτε, καὶ νὰ θυμᾶστε ὅτι τρία χρόνια συνέχεια δὲν ἔπαψα νύχτα καὶ μέρα νὰ νουθετῶ μὲ δάκρυα τὸν καθένα σας. Τώρα, ἀδελφοί, σᾶς ἐμπιστεύομαι στὸν Θεὸ καὶ στὸ κήρυγμα ποὺ σᾶς ἀποκάλυψε ἡ χάρη του. Αὐτὸς μπορεῖ νὰ σᾶς κάνει ὥριμους στὴν πίστη καὶ νὰ σᾶς δώσει τὴν ἐπουράνια ζωὴ μαζὶ μὲ ὅλους ὅσοι εἶναι δικοί του. ᾿Ασήμι ἢ χρυσάφι ἢ ἱματισμὸ ἀπὸ κανέναν δὲν ζήτησα. ᾿Εσεῖς οἱ ἴδιοι ξέρετε ὅτι γιὰ τὶς ἀνάγκες τὶς δικές μου καὶ τῶν συνοδῶν μου δούλεψαν αὐτὰ ἐδῶ τὰ χέρια. Μὲ κάθε τρόπο σᾶς ἔδωσα τὸ παράδειγμα, ὅτι πρέπει νὰ ἐργάζεστε ἔτσι σκληρά, γιὰ νὰ μπορεῖτε νὰ βοηθᾶτε αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀνάγκη. Νὰ θυμᾶστε τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μας ᾿Ιησοῦ, ποὺ εἶπε· “καλύτερο εἶναι νὰ δίνεις παρὰ νὰ παίρνεις”». ᾿Αφοῦ εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια, γονάτισε αὐτὸς κι ὅλοι ἐκεῖνοι καὶ προσευχήθηκε.
Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα
(᾿Ιω. ιζ´ 1-13)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπάρας ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν εἶπε· Πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τὸν Υἱόν, ἵνα καὶ ὁ Υἱός σου δοξάσῃ σε, καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον. Αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας ᾿Ιησοῦν Χριστόν. ᾿Εγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω· καὶ νῦν δόξασόν με σύ, Πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί. ᾿Εφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις οὓς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου. Σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας, καὶ τὸν λόγον σου τετηρήκασι. Νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς μοι παρὰ σοῦ ἐστιν· ὅτι τὰ ῥήματα ἃ δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ ἔλαβον, καὶ ἔγνωσαν ἀληθῶς ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλθον, καὶ ἐπίστευσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας. ᾿Εγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ· οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ, ἀλλὰ περὶ ὧν δέδωκάς μοι, ὅτι σοί εἰσι, καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστι καὶ τὰ σὰ ἐμά, καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς. Καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ οὗτοι ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ ἔρχομαι. Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς. ῞Οτε ἤμην μετ᾿ αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου· οὓς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ. Νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχομαι, καὶ ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ ἵνα ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπληρωμένην ἐν αὑτοῖς.
Απόδοση:
Εκεῖνο τὸν καιρό, σήκωσε ὁ ᾿Ιησοῦς τὰ μάτια του στὸν οὐρανὸ καὶ εἶπε· «Πατέρα, ἔφτασε ἡ ὥρα· φανέρωσε τὴ δόξα τοῦ Υἱοῦ σου, ὥστε κι ὁ Υἱὸς νὰ φανερώσει τὴ δική σου δόξα. ᾿Εσὺ τοῦ ἔδωσες ἐξουσία πάνω σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους· ἔτσι κι αὐτὸς θὰ δώσει τὴν αἰώνια ζωὴ σὲ ὅλους αὐτοὺς ποὺ τοῦ ἐμπιστεύτηκες. Καὶ νά ποιὰ εἶναι ἡ αἰώνια ζωή· Ν’ ἀναγνωρίζουν οἱ ἄνθρωποι ἐσένα ὡς τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό, καθὼς κι ἐκεῖνον ποὺ ἔστειλες, τὸν ᾿Ιησοῦ Χριστό. ᾿Εγὼ φανέρωσα τὴ δόξα σου πάνω στὴ γῆ, ἀφοῦ ὁλοκλήρωσα τὸ ἔργο ποὺ μοῦ ἀνέθεσες νὰ κάνω. Τώρα λοιπὸν ἐσύ, Πατέρα, δόξασέ με κοντὰ σ’ ἐσένα μὲ τὴ δόξα ποὺ εἶχα κοντά σου προτοῦ νὰ γίνει ὁ κόσμος. ᾿Εγὼ σὲ ἔκανα γνωστὸ στοὺς ἀνθρώπους ποὺ τοὺς πῆρες μέσα ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ μοῦ τοὺς ἐμπιστεύτηκες. ᾿Ανῆκαν σ’ ἐσένα, κι ἐσὺ τοὺς ἔδωσες σ’ ἐμένα, κι ἔχουν δεχτεῖ τὸν λόγο σου. Αὐτοὶ τώρα ξέρουν πὼς ὅλα ὅσα μοῦ ἔδωσες προέρχονται ἀπὸ σένα· γιατὶ τὶς διδαχὲς ποὺ μοῦ ἔδωσες, ἐγὼ τὶς ἔδωσα σ’ αὐτούς, κι αὐτοὶ τὶς δέχτηκαν καὶ ἀναγνώρισαν πὼς πραγματικὰ ἀπὸ σένα προέρχομαι, καὶ πίστεψαν πὼς ἐσὺ μὲ ἔστειλες στὸν κόσμο. ᾿Εγὼ γι’ αὐτοὺς παρακαλῶ. Δὲν παρακαλῶ γιὰ τὸν κόσμο ἀλλὰ γι’ αὐτοὺς ποὺ μοῦ ἔδωσες, γιατὶ ἀνήκουν σ’ ἐσένα. Κι ὅλα ὅσα εἶναι δικά μου εἶναι καὶ δικά σου, καὶ τὰ δικά σου εἶναι καὶ δικά μου, καὶ δι’ αὐτῶν θὰ φανερωθεῖ ἡ δόξα μου. Τώρα δὲν εἶμαι πιὰ μέσα στὸν κόσμο ἐνῶ αὐτοὶ μένουν μέσα στὸν κόσμο, κι ἐγὼ ἔρχομαι σ’ ἐσένα. ῞Αγιε Πατέρα, διατήρησέ τους στὴν πίστη μὲ τὴ δύναμη τοῦ ὀνόματός σου ποὺ μοῦ χάρισες, γιὰ νὰ μείνουν ἑνωμένοι ὅπως ἐμεῖς. ῞Οταν ἤμουν μαζί τους στὸν κόσμο, ἐγὼ τοὺς διατηροῦσα στὴν πίστη μὲ τὴ δύναμη τοῦ ὀνόματός σου. Αὐτοὺς ποὺ μοῦ ἔδωσες τοὺς φύλαξα, καὶ κανένας ἀπ’ αὐτοὺς δὲν χάθηκε, παρὰ μόνο ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀπώλειας, γιὰ νὰ ἐκπληρωθοῦν τὰ λόγια τῆς Γραφῆς. Τώρα ὅμως ἐγὼ ἔρχομαι σ’ ἐσένα, καὶ τὰ λέω αὐτὰ ὅσο εἶμαι ἀκόμα στὸν κόσμο, ὥστε νὰ ἔχουν τὴ δική μου τὴ χαρὰ μέσα τους σ’ ὅλη τὴν πληρότητά της».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου