Συμπληρώνονται 20 συναπτά έτη από την κοίμηση μιας κορυφαίας προσωπικότητας της σύγχρονης Ορθόδοξης πνευματικότητας, του Γέρ. Σωφρονίου. Εις μνήμην του δημοσιεύουμε ένα προσωπικό κείμενο του ανθρώπου που κατάλαβε – ίσως νωρίτερα και σε μεγαλύτερο βάθος από οποιονδήποτε άλλον στην Ελλάδα – τη βαρύτητα και τη σημασία του μηνύματος που κόμιζε ο λόγος του σεβαστού Γέροντα για το σύγχρονο άνθρωπο, του Ομότιμου Καθηγητή Θεολογίας του ΑΠΘ κ. Γ. Μαντζαρίδη. Ο καθ. Μαντζαρίδης, επιπλέον, συνετέλεσε αποφασιστικά στη γνωριμία του σύγχρονου ελληνόφωνου κόσμου με τη θεολογία του Γέρ. Σωφρονίου. Το κείμενο αυτό, δημοσιευμένο στο “Οδοιπορικό Ορθοδόξου Ανθρωπολογίας”, αποτελεί το μοναδικό, στο οποίο ο συγγραφέας χρησιμοποιεί αποκλειστικά πρώτο ενικό πρόσωπο – γεγονός που χρωματίζει ανάλογα τη σύνδεσή του με τη μορφή του πολιού Γέροντος.
Καθηγητού Γεωργίου Ι. Μαντζαρίδη
Ο Γέροντας Σωφρόνιος αποτυπώθηκε στη συνείδησή μου ως κορυφαία εκκλησιαστική φυσιογνωμία, που έζησε και παρουσίασε στην πράξη την ορθόδοξη χριστιανική ζωή με τη θεολογική της πληρότητα. Από τον σεβασμό που σου έδειχνε μπορούσες να καταλάβεις, πως και πόσο οφείλεις να σέβεσαι τον εαυτό σου και τους άλλους. Από την ελευθερία που σου έδινε μπορούσες να αισθανθείς, πόσο πρέπει να εκτιμάς την ελευθερία κάθε ανθρώπου. Από τους ορίζοντες που άνοιγε μπροστά σου μπορούσες να αναλογισθείς, πόσο απεριόριστες είναι οι δυνατότητες που έχεις.
Με μια μικρή παρέμβασή του, με μια απλή υπόδειξη μπορούσε να χαράξει γραμμή πλεύσεως για ολόκληρη τη ζωή σου. Πριν καταλάβεις καλά εσύ ο ίδιος τον εαυτό σου, πριν συνειδητοποιήσεις εντελώς τον χαρακτήρα σου, μπορούσες να ακούσεις επισημάνσεις η προτροπές με καίρια σπουδαιότητα για τη συμπεριφορά και για την όλη πορεία σου.
Κοντά στον Γέροντα έβλεπες θαύματα, όχι μόνο ως έκτακτες υπερφυσικές επεμβάσεις και θεραπείες ανθρώπων, αλλά κυρίως ως συμπαράσταση και συμπόρευση στον πόνο και τις δυσκολίες που είχαν η γνώριζε εκείνος ότι θα έχουν στο διάβα της ζωής τους, χωρίς ίσως οι ίδιοι να το υποψιάζονται. Μολονότι είμαι βέβαιος ότι θα προσκρούσω στο πνεύμα και την αρχή της μονής του, δεν μπορώ να μη σημειώσω έστω, ότι γνωρίζω πολλά αναμφισβήτητα θαύματά του. Για τους πνευματικούς όμως απογόνους και συνεχιστές του έργου του, το μεγαλύτερο θαύμα του είναι τα συγγράμματά του, με τα οποία πολλοί οικοδομούνται η και οδηγούνται στη μοναχική ζωή.
Είχε πραγματική πείρα της χάριτος του Θεού και διατύπωνε υπεύθυνα, όταν έπρεπε, λόγον Κυρίου. Κυρίως όμως διατύπωνε καθαρό, επίκαιρο και ακαινοτόμητο τον ορθόδοξο θεολογικό λόγο μέσα στη σύγχρονη κοινωνία με την τόση ασυναρτησία.
Στην αδιέξοδη προσπάθεια του ανθρώπου της εποχής μας να προσεγγίσει και να παρουσιάσει την αλήθεια του προσώπου, ο Γέροντας Σωφρόνιος πρόβαλε την απάντηση της ορθόδοξης θεολογίας, βιωμένη και βεβαιωμένη με την προσωπική του εμπειρία. Κινούμενος πέρα από περσοναλισμούς και θετικισμούς, δρασκελίζοντας με άνεση τους φιλοσοφικούς και ψυχολογικούς περιορισμούς, έβλεπε το ανθρώπινο πρόσωπο σε σχέση κοινωνίας όχι μόνο με τα άλλα ανθρώπινα πρόσωπα, αλλά πρωτίστως με το απόλυτο πρόσωπο του Θεού.
Θεμέλιο της ζωής και της διδασκαλίας του ήταν η αποκάλυψη του Θεού, που ξεκινάει με το Σιναϊτικό «Εγώ ειμι ο ων»[1], και συμπληρώνεται με την έλευση του Χριστού και την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος. Απέρριπτε τη φιλοσοφική μέθοδο προσεγγίσεως του Θεού, που στηρίζεται στην ανθρώπινη λογική και προβάλλει στη θεότητα ανθρώπινες κατηγορίες. Γι’ αυτό ήταν ξένος προς τους θεολογικούς ακροβατισμούς και τις ανθρωπολογικές τους συνέπειες, που αφθονούν στους νεώτερους θεολόγους.
Τα τρία πρόσωπα της Θεότητος, οι τρεις θείες υποστάσεις, δεν είναι ανούσιες παραστάσεις, αλλά υπαρκτοί φορείς της ουσίας τους. Τίποτε δεν υπάρχει έξω από την υπόσταση. Αυτή είναι η πρώτη και έσχατη αρχή που περιβάλλει τα πάντα. Έτσι δίκαια, νομίζω, μπορεί να χαρακτηρισθεί ο Γέροντας Σωφρόνιος ως θεολόγος της υποστατικής αρχής, η της αρχής του προσώπου. Η αρχή αυτή, που θεμελιώνεται στον Τριαδικό Θεό, καθιστά δυνατή και τη θέωση του ανθρώπου με το άνοιγμα της υποστάσεώς του προς τη θεία απειρότητα.
Ο Γέροντας Σωφρόνιος ζούσε με την παρουσία του Θεού. Γι’ αυτό όμως ήταν και πολύ κοντά στον κάθε άνθρωπο. Όταν μιλούσες μαζί του, μπορούσες να είσαι βέβαιος ότι σε καταλαβαίνει καλύτερα από τον εαυτό σου· ότι μπορεί να απαντήσει σε όλα τα ερωτήματά σου. Και αν συνέβαινε να μην απαντήσει σε κάτι, μπορούσες να ξέρεις ότι το σφάλμα βρισκόταν στην ερώτησή σου. Συνέβαινε ακόμα να ακούς πράγματα, που απορούσες γιατί σου τα λέει. Έπαιρνες όμως την απάντηση στην απορία σου αργότερα από τα ίδια τα πράγματα, από την εξέλιξη των γεγονότων η από την καλύτερη προσέγγιση και επίγνωση του εαυτού σου.
Στο πρόσωπο του Γέροντα έβλεπε κάποιος τον άνθρωπο του Θεού, τον «ζώντα μάρτυρα» της αυθεντικής θεογνωσίας[2]. Όπως οι άγιοι στην ιστορία της Εκκλησίας, έτσι και ο Γέροντας Σωφρόνιος ήταν το «σημείο του Θεού» για τη γενεά του[3]. Ο γραπτός, όπως και ο προφορικός λόγος του, έχει τη σφραγίδα της πατερικής γνησιότητας και ταυτόχρονα της άκρας επικαιρότητας.
Πολλοί ισχυρίζονται, και όχι αδικαιολόγητα, ότι γνωρίζουν εκ των προτέρων τις απαντήσεις των πνευματικών πατέρων τους στα ερωτήματά τους. Αυτό δεν ίσχυε για τον Γέροντα Σωφρόνιο. «Να ακολουθείτε τον Χριστόν αναβαίνοντα εις τον Γολγοθάν», έλεγε. Η γενική αλλά και ταυτόχρονα τόσο εξατομικευμένη αυτή προτροπή δίνει τον κανόνα για τη ζωή και τη συμπεριφορά του Χριστιανού. Μέτρο του ανθρώπου είναι ο Χριστός, «το άναρχο γεγονός του είναι». Δείκτης για τις ενέργειες του πιστού είναι η ζωή του Χριστού. Προϋπόθεση για την πνευματική προκοπή του η τήρηση των εντολών.
Έβλεπε τον άνθρωπο ως καθαρή δυνατότητα, που μπορεί βαθμηδόν κατά τη διάρκεια της ζωής να περιλάβει μέσα του ολόκληρο το θεανθρώπινο είναι. Ο οποιοσδήποτε αυτοπροσδιορισμός του ανθρώπου απέναντι στον Δημιουργό του, θετικός η αρνητικός, είναι υπόθεση της ελευθερίας του. Ο θετικός όμως αυτοπροσδιορισμός προϋποθέτει ορθή αντίληψη του προτύπου, ορθή θεωρία του Θεού, ορθόδοξο δόγμα.
Δόγμα και ήθος, πίστη και ζωή συνιστούσαν για τον Γέροντα ενιαία πραγματικότητα. Η αληθινή χριστιανική ζωή θεμελιώνεται στην ορθή αντίληψη για τον Χριστό και την Αγία Τριάδα. «Ολόκληρος η πορεία της εν Θεώ ζωής μου», γράφει, «ωδήγησεν εμέ εις την πεποίθησιν, ότι εκάστη παρέκκλισις της νοεράς ημών συνειδήσεως από της ορθής κατανοήσεως της αποκαλύψεως αντανακλά αναποφεύκτως επί των εκδηλώσεων του πνεύματος ημών εις την πράξιν της καθ’ ημέραν ημών υπάρξεως»[4].
Η εμπειρική βίωση της πίστεως τον οδήγησε στη διαμόρφωση αυτού που ο ίδιος ονόμαζε «δογματική συνείδηση». Η συνείδηση αυτή, που χαρακτηρίζει όλους τους αυθεντικούς Γέροντες, τους Στάρετς, τους Πατέρες της Ορθόδοξης Εκκλησίας, γίνεται ο απλανής οδηγός στην πίστη και τη ζωή των Χριστιανών.
Ο Γέροντας Σωφρόνιος ζούσε την πατρότητα ως συμπόρευση. Τον προσέγγιζες ως πνευματικό πατέρα και τον έβλεπες δίπλα σου ως πιστό συνοδοιπόρο. Δεν ήθελε να καθοδηγεί, αλλά να συνοδοιπορεί. Και η συνοδοιπορία του ήταν η καλύτερη προσωπική καθοδήγηση. Κοντά του ένιωθες άνεση και ελευθερία. Με κάθε λόγο και κάθε πράξη του, με κάθε ενέργεια και εκδήλωσή του προσπαθούσε να σε τιμήσει και να σε στηρίξει· να σε κάνει να αισθάνεσαι πολύτιμο πρόσωπο με ξεχωριστή αξία. Και τα χαριτολογήματά του ακόμα κινούνταν προς αυτήν την κατεύθυνση. Κάποτε τον επισκέφθηκε νεαρός θεολόγος, που υπηρετούσε ως βοηθός καθηγητού Θεολογικής Σχολής. Αυτοσυστήθηκε ως βοηθός του καθηγητού του, και ο Γέροντας στην απάντησή του είπε: Εσύ είσαι βοηθός του καθηγητού σου και σε εσένα βοηθός ο Θεός.
Κάθε συζήτηση μαζί του αποτελούσε πνευματικό γεγονός, που δημιουργούσε βαθύτατες εντυπώσεις στους συνομιλητές του. Εκείνος ήταν μετρημένος και ευχάριστος. Ανοικτός στη σκέψη και εγκάρδιος προς όλους. Σαφής στις θέσεις και επιγραμματικός στις απαντήσεις του. Τιμούσε όλους τους ανθρώπους, και το έκανε αυτό βάζοντας τον εαυτό του κάτω από όλους. Σεβόταν τον κάθε συνομιλητή ανεξάρτητα από τη θέση και την ηλικία του. Άκουγε με προσοχή τα λόγια του και απαντούσε με σοφία και χάρη στα ερωτήματά του.
Ο σεβασμός του προς την ανθρώπινη ελευθερία ήταν απεριόριστος. Απέφευγε όχι μόνο να επιβάλει τη γνώμη του στους άλλους, αλλά και ακόμα να επηρεάσει με οποιοδήποτε τρόπο την ελευθερία της σκέψεώς τους. Θυμάμαι τη συνομιλία που είχαμε κάποτε κατά την προετοιμασία της εκδόσεως του βιβλίου του Περί προσευχής. Μετά από εκτενή συζήτηση για τον προσδιορισμό του τίτλου του βιβλίου, κατά την οποία ακούστηκαν και οι διάφορες προτάσεις των συνομιλητών του, ο ίδιος είπε: Γιατί να επηρεάσουμε τους αναγνώστες εκ των προτέρων με τη διατύπωση κάποιου τίτλου που εκφράζει τη δική μας θέση για το βιβλίο; Σε τι αναφέρεται το βιβλίο; Στην προσευχή. Ας δώσουμε λοιπόν τον τίτλο Περί προσευχής.
Ήταν αληθινό πρόσωπο με καθαρότητα, που αγαπούσε και «συγχωρούσε» μέσα του ολόκληρη την ανθρωπότητα. Αλλά και σε όσους τον πλησίαζαν μετέδιδε τον πόθο για την καθολική αυτή αγάπη και «συγχώρηση». Κοντά του λησμονούσες τις διαιρέσεις και αντιθέσεις που ταλανίζουν την καθημερινή μας ζωή. Δοκίμαζες την ειρήνη και την ενότητα. Ανακάλυπτες τον παγκόσμιο άνθρωπο, που ξυπνούσε μέσα σου τον πόθο για αληθινή παγκοσμιότητα, για άδολη οικουμενικότητα.
Οι αληθινά οικουμενικοί ορίζοντές του συνυφαίνονταν με την απόλυτα ορθόδοξη δογματική συνείδησή του. Η συμπεριφορά του απέναντι στους ετεροδόξους, όπως και οι λίγες αλλά καίριες παρατηρήσεις του για την οικουμενική κίνηση και την προσπάθεια ενώσεως των Χριστιανών, που πρέπει κάποτε να αναλυθούν και να παρουσιαστούν στον ευρύτερο θεολογικό χώρο, μπορούν να βοηθήσουν σημαντικά για τη σωστή αντιμετώπιση του μεγάλου σκανδάλου της διαιρέσεως των Χριστιανών.
Ενώ κατά το δεύτερο μισό της μακροχρόνιας ζωής του έζησε μέσα στην καρδιά του ετερόδοξου και εκκοσμικευμένου χριστιανικού κόσμου της Δύσεως, διατήρησε και πρόβαλε απαραχάρακτα και δυναμικά την ορθόδοξη πίστη και ζωή. Είχε ακραιφνή εκκλησιαστική συνείδηση και αταλάντευτη προσήλωση στους θεσμούς της Εκκλησίας. Καμία προσωπική πικρία η εκκλησιαστικοπολιτική συγκυρία δεν κλόνιζε την προσήλωσή του στους εκκλησιαστικούς ταγούς. Σεβόταν τους επιστήμονες θεολόγους και είχε ζωηρό ενδιαφέρον για την εκκλησιαστική εκπαίδευση. Προσευχόταν διαρκώς για όλη την Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως και για τη σωτηρία της χειμαζόμενης Εκκλησίας της πατρίδας του Ρωσίας «μετά βαθέος κλαυθμού». Είχε πάθος για τη λειτουργική ζωή. Σε βαθιά γεράματα, και μέχρι δύο μήνες προ του θανάτου του, λειτουργούσε. Κοντολογίς ήταν ένας αυθεντικός εκκλησιαστικός άνδρας.
Έχοντας σεβασμό και ειλικρινή αγάπη προς όλους τους ανθρώπους, αλλά και σαφή τοποθέτηση απέναντι στις θρησκευτικές διαφορές τους, ενσάρκωνε το ορθόδοξο χριστιανικό φρόνημα και ήθος. Τρία πράγματα ήταν ακατανόητα για τον Γέροντα Σωφρόνιο: α) Η πίστη χωρίς δόγμα, β) ο Χριστιανισμός έξω από την Εκκλησία και γ) ο Χριστιανισμός χωρίς άσκηση[5].
Με μεγάλη συμπάθεια έβλεπε τους κοπιώδεις αγώνες και τις θυσίες του ανθρώπου στα διάφορα επίπεδα της ζωής. Ζούσε τους πόνους του. Μετείχε στις αγωνίες του. Έπασχε για τις αποτυχίες και τα αδιέξοδά του. Φρόντιζε με κάθε τρόπο να απαλύνει τη δυστυχία που έβλεπε γύρω του. Παράλληλα όμως σκεφτόταν και προσευχόταν για την επίδοση των πιστών στον μοναδικό αγώνα που καταξιώνει τον άνθρωπο· τον πνευματικό αγώνα.
Ο αγώνας αυτός είναι τραχύς και δύσκολος. Είναι αγώνας που υπερβαίνει τα ανθρώπινα μέτρα. Η προσωπική εμπειρία του Γέροντα τον έκανε πολύ διστακτικό να αναφέρεται στις μεγάλες δυσκολίες του, γιατί φοβόταν την ανθρώπινη αδυναμία. Αλλά και ο πόθος του για την οικείωση της μεγάλης δωρεάς του Θεού από κάθε άνθρωπο τον ωθούσε ακατάπαυστα στην προσευχή υπέρ όλου του κόσμου, όλου του Αδάμ.
Ο στόχος, προς τον οποίο στρέφεται ο πνευματικός αγώνας του ανθρώπου, είναι ουσιαστικά η θνητότητα. Ο αγώνας αυτός είναι αδύνατο να κερδηθεί με τις ανθρώπινες μόνο δυνάμεις. Είναι αδύνατο και να αναληφθεί ακόμα με την ανθρώπινη μόνο θέληση. Είναι αγώνας που αναλαμβάνεται και διεξάγεται με τη συνάντηση δύο θελήσεων, της θείας και της ανθρώπινης.
Ο Γέροντας Σωφρόνιος συνέδεε άρρηκτα τον πνευματικό αγώνα και την όλη ζωή του Χριστιανού με τη βίωση του περιεχομένου της πίστεώς του. Ο πνευματικός αγώνας δεν αποτελεί είδος πολυτελείας ούτε διεξάγεται στο περιθώριο της εκκλησιαστικής ζωής, αλλά διαδραματίζεται στο επίκεντρό της και αποτελεί ουσιώδες γνώρισμά της. Είναι ο καθημερινός αγώνας για την καταπολέμηση της αμαρτίας και τη βίωση της αγιότητας· η καθημερινή προσπάθεια αυτοεγκαταλείψεως στα χέρια του Θεού για την πραγματοποίηση του θελήματός του: «Την ημέραν πάσαν τελείαν, αγίαν, ειρηνικήν και αναμάρτητον αιτησάμενοι, εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα».
Όποιος ακολουθεί τον Χριστό αναβαίνοντα στον Γολγοθά αγωνίζεται σε τελική ανάλυση να φθάσει τον Άφθαστο. Αυτό όμως δεν δικαιολογεί δειλία η απογοήτευση ούτε επιτρέπει μετριασμό του στόχου. Ο ίδιος ο Χριστός είπε: «Θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον»[6]. Και η νίκη αυτή πραγματοποιήθηκε από τον Χριστό ως άνθρωπο. Όπως εμφαντικά τόνιζε ο Γέροντας Σωφρόνιος, ο Χριστός-Άνθρωπος εκπροσωπεί το πλήρωμα της ανθρώπινης φύσεως. Και η ζωή του Χριστού πρέπει να επαναληφθεί κατά τον ένα η τον άλλον τρόπο στη ζωή του κάθε Χριστιανού.
Τελικός σκοπός του πραγματικού Χριστιανού είναι η ομοίωση με τον Χριστό.Όποιος ομοιώνεται με τον Χριστό κατά τις επίγειες εκδηλώσεις του, εξομοιώνεται μαζί του και στο θείο επίπεδο. Τόνιζε ότι η εξομοίωση αυτή δεν πρέπει να μας φαίνεται παράδοξη ούτε να εκλαμβάνουμε τον εαυτό μας ως ασθενές ον και να δικαιολογούμε έτσι διάφορες παραβάσεις του θελήματος του Θεού. Με μια τέτοια νοοτροπία αρνούμαστε στην πραγματικότητα να ακολουθήσουμε «τον Χριστόν αναβαίνοντα εις τον Γολγοθάν».
Η ομοίωση προς τον Χριστό προϋποθέτει τη μετάνοια. Πολλοί συνδέουν τη μετάνοια με κάποιο προπαρασκευαστικό στάδιο, που προσιδιάζει στις χαμηλότερες βαθμίδες της πνευματικής ζωής. Γι’ αυτό θεωρούν ως υψηλότερη θεολογία την ενασχόληση με τη θέωση του ανθρώπου. Ο Γέροντας Σωφρόνιος σκεφτόταν διαφορετικά. Δεν περιόριζε τη μετάνοια στο ηθικό επίπεδο, αλλά την έβλεπε κυρίως ως οντολογικό γεγονός. Έτσι διέκρινε δύο είδη μετανοίας· α) την ατελή μετάνοια, που πραγματοποιείται στο ηθικό επίπεδο και β) την τέλεια μετάνοια, που συντελείται στο πνευματικό η οντολογικό επίπεδο με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος[7]. Γι’ αυτό η μετάνοια είναι η οδός προς τη θέωση. Με τίποτε άλλο δεν γνωρίζει ο άνθρωπος τόσο καλά τον Θεό ως Πατέρα, όσο με τη μετάνοια. Δεν υπάρχει τέλος στη μετάνοια, γιατί το τέλος της είναι η τέλεια ομοίωση προς τον Χριστό.
Περί τα τέλη της ζωής του ο Γέροντας Σωφρόνιος ήταν ο γεροντότερος πνευματικός της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Διέθετε βαθύτατη γνώση του ανθρώπου και είχε πλουσιότατη πνευματική εμπειρία, που ήταν ριζωμένη στο Άγιον Όρος, όπου έζησε ασκητικότατα για περισσότερα από είκοσι χρόνια ως κοινοβιάτης, ερημίτης, πνευματικός, αλλά και μύστης της θεωρίας του ακτίστου φωτός. Μπορούσε πλέον να υπερνικήσει τη συστολή και να μιλήσει για τις θαυμαστές επισκέψεις του Θεού στη ζωή του, με τρόπο που υπενθυμίζει τον όσιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο. Η θεολογική προσφορά που παρουσίασε και η μοναστική αδελφότητα που συνέστησε αποτελούν σήμερα τις πολυτιμότερες παρακαταθήκες του για τα πνευματικά του τέκνα, αλλά και για ολόκληρη την Ορθόδοξη Εκκλησία.
[1] Εξοδ. 3,14.
[2] Πρβλ. Αρχιμ. Σωφρονίου, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι, Έσσεξ Αγγλίας 21993, σ. 167.
[3] Πρβλ. Αρχιμ. Ζαχαρία Ζάχαρου, Αναφορά στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου, Έσσεξ Αγγλίας 2000, σ. 352.
[4] Αρχιμ. Σωφρονίου, ό.π., σ. 14.
[5] Αρχιμ. Σωφρονίου, Αγώνας θεογνωσίας, Έσσεξ Αγγλίας 2004, σ. 300.
[6] Ιω. 11,30.
[7] Βλ. Αρχιμ. Ζαχαρία Ζάχαρου, ό.π., σ. 244.
http://www.pemptousia.gr
Καθηγητού Γεωργίου Ι. Μαντζαρίδη
Ο Γέροντας Σωφρόνιος αποτυπώθηκε στη συνείδησή μου ως κορυφαία εκκλησιαστική φυσιογνωμία, που έζησε και παρουσίασε στην πράξη την ορθόδοξη χριστιανική ζωή με τη θεολογική της πληρότητα. Από τον σεβασμό που σου έδειχνε μπορούσες να καταλάβεις, πως και πόσο οφείλεις να σέβεσαι τον εαυτό σου και τους άλλους. Από την ελευθερία που σου έδινε μπορούσες να αισθανθείς, πόσο πρέπει να εκτιμάς την ελευθερία κάθε ανθρώπου. Από τους ορίζοντες που άνοιγε μπροστά σου μπορούσες να αναλογισθείς, πόσο απεριόριστες είναι οι δυνατότητες που έχεις.
Με μια μικρή παρέμβασή του, με μια απλή υπόδειξη μπορούσε να χαράξει γραμμή πλεύσεως για ολόκληρη τη ζωή σου. Πριν καταλάβεις καλά εσύ ο ίδιος τον εαυτό σου, πριν συνειδητοποιήσεις εντελώς τον χαρακτήρα σου, μπορούσες να ακούσεις επισημάνσεις η προτροπές με καίρια σπουδαιότητα για τη συμπεριφορά και για την όλη πορεία σου.
Κοντά στον Γέροντα έβλεπες θαύματα, όχι μόνο ως έκτακτες υπερφυσικές επεμβάσεις και θεραπείες ανθρώπων, αλλά κυρίως ως συμπαράσταση και συμπόρευση στον πόνο και τις δυσκολίες που είχαν η γνώριζε εκείνος ότι θα έχουν στο διάβα της ζωής τους, χωρίς ίσως οι ίδιοι να το υποψιάζονται. Μολονότι είμαι βέβαιος ότι θα προσκρούσω στο πνεύμα και την αρχή της μονής του, δεν μπορώ να μη σημειώσω έστω, ότι γνωρίζω πολλά αναμφισβήτητα θαύματά του. Για τους πνευματικούς όμως απογόνους και συνεχιστές του έργου του, το μεγαλύτερο θαύμα του είναι τα συγγράμματά του, με τα οποία πολλοί οικοδομούνται η και οδηγούνται στη μοναχική ζωή.
Είχε πραγματική πείρα της χάριτος του Θεού και διατύπωνε υπεύθυνα, όταν έπρεπε, λόγον Κυρίου. Κυρίως όμως διατύπωνε καθαρό, επίκαιρο και ακαινοτόμητο τον ορθόδοξο θεολογικό λόγο μέσα στη σύγχρονη κοινωνία με την τόση ασυναρτησία.
Στην αδιέξοδη προσπάθεια του ανθρώπου της εποχής μας να προσεγγίσει και να παρουσιάσει την αλήθεια του προσώπου, ο Γέροντας Σωφρόνιος πρόβαλε την απάντηση της ορθόδοξης θεολογίας, βιωμένη και βεβαιωμένη με την προσωπική του εμπειρία. Κινούμενος πέρα από περσοναλισμούς και θετικισμούς, δρασκελίζοντας με άνεση τους φιλοσοφικούς και ψυχολογικούς περιορισμούς, έβλεπε το ανθρώπινο πρόσωπο σε σχέση κοινωνίας όχι μόνο με τα άλλα ανθρώπινα πρόσωπα, αλλά πρωτίστως με το απόλυτο πρόσωπο του Θεού.
Θεμέλιο της ζωής και της διδασκαλίας του ήταν η αποκάλυψη του Θεού, που ξεκινάει με το Σιναϊτικό «Εγώ ειμι ο ων»[1], και συμπληρώνεται με την έλευση του Χριστού και την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος. Απέρριπτε τη φιλοσοφική μέθοδο προσεγγίσεως του Θεού, που στηρίζεται στην ανθρώπινη λογική και προβάλλει στη θεότητα ανθρώπινες κατηγορίες. Γι’ αυτό ήταν ξένος προς τους θεολογικούς ακροβατισμούς και τις ανθρωπολογικές τους συνέπειες, που αφθονούν στους νεώτερους θεολόγους.
Τα τρία πρόσωπα της Θεότητος, οι τρεις θείες υποστάσεις, δεν είναι ανούσιες παραστάσεις, αλλά υπαρκτοί φορείς της ουσίας τους. Τίποτε δεν υπάρχει έξω από την υπόσταση. Αυτή είναι η πρώτη και έσχατη αρχή που περιβάλλει τα πάντα. Έτσι δίκαια, νομίζω, μπορεί να χαρακτηρισθεί ο Γέροντας Σωφρόνιος ως θεολόγος της υποστατικής αρχής, η της αρχής του προσώπου. Η αρχή αυτή, που θεμελιώνεται στον Τριαδικό Θεό, καθιστά δυνατή και τη θέωση του ανθρώπου με το άνοιγμα της υποστάσεώς του προς τη θεία απειρότητα.
Ο Γέροντας Σωφρόνιος ζούσε με την παρουσία του Θεού. Γι’ αυτό όμως ήταν και πολύ κοντά στον κάθε άνθρωπο. Όταν μιλούσες μαζί του, μπορούσες να είσαι βέβαιος ότι σε καταλαβαίνει καλύτερα από τον εαυτό σου· ότι μπορεί να απαντήσει σε όλα τα ερωτήματά σου. Και αν συνέβαινε να μην απαντήσει σε κάτι, μπορούσες να ξέρεις ότι το σφάλμα βρισκόταν στην ερώτησή σου. Συνέβαινε ακόμα να ακούς πράγματα, που απορούσες γιατί σου τα λέει. Έπαιρνες όμως την απάντηση στην απορία σου αργότερα από τα ίδια τα πράγματα, από την εξέλιξη των γεγονότων η από την καλύτερη προσέγγιση και επίγνωση του εαυτού σου.
Στο πρόσωπο του Γέροντα έβλεπε κάποιος τον άνθρωπο του Θεού, τον «ζώντα μάρτυρα» της αυθεντικής θεογνωσίας[2]. Όπως οι άγιοι στην ιστορία της Εκκλησίας, έτσι και ο Γέροντας Σωφρόνιος ήταν το «σημείο του Θεού» για τη γενεά του[3]. Ο γραπτός, όπως και ο προφορικός λόγος του, έχει τη σφραγίδα της πατερικής γνησιότητας και ταυτόχρονα της άκρας επικαιρότητας.
Πολλοί ισχυρίζονται, και όχι αδικαιολόγητα, ότι γνωρίζουν εκ των προτέρων τις απαντήσεις των πνευματικών πατέρων τους στα ερωτήματά τους. Αυτό δεν ίσχυε για τον Γέροντα Σωφρόνιο. «Να ακολουθείτε τον Χριστόν αναβαίνοντα εις τον Γολγοθάν», έλεγε. Η γενική αλλά και ταυτόχρονα τόσο εξατομικευμένη αυτή προτροπή δίνει τον κανόνα για τη ζωή και τη συμπεριφορά του Χριστιανού. Μέτρο του ανθρώπου είναι ο Χριστός, «το άναρχο γεγονός του είναι». Δείκτης για τις ενέργειες του πιστού είναι η ζωή του Χριστού. Προϋπόθεση για την πνευματική προκοπή του η τήρηση των εντολών.
Έβλεπε τον άνθρωπο ως καθαρή δυνατότητα, που μπορεί βαθμηδόν κατά τη διάρκεια της ζωής να περιλάβει μέσα του ολόκληρο το θεανθρώπινο είναι. Ο οποιοσδήποτε αυτοπροσδιορισμός του ανθρώπου απέναντι στον Δημιουργό του, θετικός η αρνητικός, είναι υπόθεση της ελευθερίας του. Ο θετικός όμως αυτοπροσδιορισμός προϋποθέτει ορθή αντίληψη του προτύπου, ορθή θεωρία του Θεού, ορθόδοξο δόγμα.
Δόγμα και ήθος, πίστη και ζωή συνιστούσαν για τον Γέροντα ενιαία πραγματικότητα. Η αληθινή χριστιανική ζωή θεμελιώνεται στην ορθή αντίληψη για τον Χριστό και την Αγία Τριάδα. «Ολόκληρος η πορεία της εν Θεώ ζωής μου», γράφει, «ωδήγησεν εμέ εις την πεποίθησιν, ότι εκάστη παρέκκλισις της νοεράς ημών συνειδήσεως από της ορθής κατανοήσεως της αποκαλύψεως αντανακλά αναποφεύκτως επί των εκδηλώσεων του πνεύματος ημών εις την πράξιν της καθ’ ημέραν ημών υπάρξεως»[4].
Η εμπειρική βίωση της πίστεως τον οδήγησε στη διαμόρφωση αυτού που ο ίδιος ονόμαζε «δογματική συνείδηση». Η συνείδηση αυτή, που χαρακτηρίζει όλους τους αυθεντικούς Γέροντες, τους Στάρετς, τους Πατέρες της Ορθόδοξης Εκκλησίας, γίνεται ο απλανής οδηγός στην πίστη και τη ζωή των Χριστιανών.
Ο Γέροντας Σωφρόνιος ζούσε την πατρότητα ως συμπόρευση. Τον προσέγγιζες ως πνευματικό πατέρα και τον έβλεπες δίπλα σου ως πιστό συνοδοιπόρο. Δεν ήθελε να καθοδηγεί, αλλά να συνοδοιπορεί. Και η συνοδοιπορία του ήταν η καλύτερη προσωπική καθοδήγηση. Κοντά του ένιωθες άνεση και ελευθερία. Με κάθε λόγο και κάθε πράξη του, με κάθε ενέργεια και εκδήλωσή του προσπαθούσε να σε τιμήσει και να σε στηρίξει· να σε κάνει να αισθάνεσαι πολύτιμο πρόσωπο με ξεχωριστή αξία. Και τα χαριτολογήματά του ακόμα κινούνταν προς αυτήν την κατεύθυνση. Κάποτε τον επισκέφθηκε νεαρός θεολόγος, που υπηρετούσε ως βοηθός καθηγητού Θεολογικής Σχολής. Αυτοσυστήθηκε ως βοηθός του καθηγητού του, και ο Γέροντας στην απάντησή του είπε: Εσύ είσαι βοηθός του καθηγητού σου και σε εσένα βοηθός ο Θεός.
Κάθε συζήτηση μαζί του αποτελούσε πνευματικό γεγονός, που δημιουργούσε βαθύτατες εντυπώσεις στους συνομιλητές του. Εκείνος ήταν μετρημένος και ευχάριστος. Ανοικτός στη σκέψη και εγκάρδιος προς όλους. Σαφής στις θέσεις και επιγραμματικός στις απαντήσεις του. Τιμούσε όλους τους ανθρώπους, και το έκανε αυτό βάζοντας τον εαυτό του κάτω από όλους. Σεβόταν τον κάθε συνομιλητή ανεξάρτητα από τη θέση και την ηλικία του. Άκουγε με προσοχή τα λόγια του και απαντούσε με σοφία και χάρη στα ερωτήματά του.
Ο σεβασμός του προς την ανθρώπινη ελευθερία ήταν απεριόριστος. Απέφευγε όχι μόνο να επιβάλει τη γνώμη του στους άλλους, αλλά και ακόμα να επηρεάσει με οποιοδήποτε τρόπο την ελευθερία της σκέψεώς τους. Θυμάμαι τη συνομιλία που είχαμε κάποτε κατά την προετοιμασία της εκδόσεως του βιβλίου του Περί προσευχής. Μετά από εκτενή συζήτηση για τον προσδιορισμό του τίτλου του βιβλίου, κατά την οποία ακούστηκαν και οι διάφορες προτάσεις των συνομιλητών του, ο ίδιος είπε: Γιατί να επηρεάσουμε τους αναγνώστες εκ των προτέρων με τη διατύπωση κάποιου τίτλου που εκφράζει τη δική μας θέση για το βιβλίο; Σε τι αναφέρεται το βιβλίο; Στην προσευχή. Ας δώσουμε λοιπόν τον τίτλο Περί προσευχής.
Ήταν αληθινό πρόσωπο με καθαρότητα, που αγαπούσε και «συγχωρούσε» μέσα του ολόκληρη την ανθρωπότητα. Αλλά και σε όσους τον πλησίαζαν μετέδιδε τον πόθο για την καθολική αυτή αγάπη και «συγχώρηση». Κοντά του λησμονούσες τις διαιρέσεις και αντιθέσεις που ταλανίζουν την καθημερινή μας ζωή. Δοκίμαζες την ειρήνη και την ενότητα. Ανακάλυπτες τον παγκόσμιο άνθρωπο, που ξυπνούσε μέσα σου τον πόθο για αληθινή παγκοσμιότητα, για άδολη οικουμενικότητα.
Οι αληθινά οικουμενικοί ορίζοντές του συνυφαίνονταν με την απόλυτα ορθόδοξη δογματική συνείδησή του. Η συμπεριφορά του απέναντι στους ετεροδόξους, όπως και οι λίγες αλλά καίριες παρατηρήσεις του για την οικουμενική κίνηση και την προσπάθεια ενώσεως των Χριστιανών, που πρέπει κάποτε να αναλυθούν και να παρουσιαστούν στον ευρύτερο θεολογικό χώρο, μπορούν να βοηθήσουν σημαντικά για τη σωστή αντιμετώπιση του μεγάλου σκανδάλου της διαιρέσεως των Χριστιανών.
Ενώ κατά το δεύτερο μισό της μακροχρόνιας ζωής του έζησε μέσα στην καρδιά του ετερόδοξου και εκκοσμικευμένου χριστιανικού κόσμου της Δύσεως, διατήρησε και πρόβαλε απαραχάρακτα και δυναμικά την ορθόδοξη πίστη και ζωή. Είχε ακραιφνή εκκλησιαστική συνείδηση και αταλάντευτη προσήλωση στους θεσμούς της Εκκλησίας. Καμία προσωπική πικρία η εκκλησιαστικοπολιτική συγκυρία δεν κλόνιζε την προσήλωσή του στους εκκλησιαστικούς ταγούς. Σεβόταν τους επιστήμονες θεολόγους και είχε ζωηρό ενδιαφέρον για την εκκλησιαστική εκπαίδευση. Προσευχόταν διαρκώς για όλη την Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως και για τη σωτηρία της χειμαζόμενης Εκκλησίας της πατρίδας του Ρωσίας «μετά βαθέος κλαυθμού». Είχε πάθος για τη λειτουργική ζωή. Σε βαθιά γεράματα, και μέχρι δύο μήνες προ του θανάτου του, λειτουργούσε. Κοντολογίς ήταν ένας αυθεντικός εκκλησιαστικός άνδρας.
Έχοντας σεβασμό και ειλικρινή αγάπη προς όλους τους ανθρώπους, αλλά και σαφή τοποθέτηση απέναντι στις θρησκευτικές διαφορές τους, ενσάρκωνε το ορθόδοξο χριστιανικό φρόνημα και ήθος. Τρία πράγματα ήταν ακατανόητα για τον Γέροντα Σωφρόνιο: α) Η πίστη χωρίς δόγμα, β) ο Χριστιανισμός έξω από την Εκκλησία και γ) ο Χριστιανισμός χωρίς άσκηση[5].
Με μεγάλη συμπάθεια έβλεπε τους κοπιώδεις αγώνες και τις θυσίες του ανθρώπου στα διάφορα επίπεδα της ζωής. Ζούσε τους πόνους του. Μετείχε στις αγωνίες του. Έπασχε για τις αποτυχίες και τα αδιέξοδά του. Φρόντιζε με κάθε τρόπο να απαλύνει τη δυστυχία που έβλεπε γύρω του. Παράλληλα όμως σκεφτόταν και προσευχόταν για την επίδοση των πιστών στον μοναδικό αγώνα που καταξιώνει τον άνθρωπο· τον πνευματικό αγώνα.
Ο αγώνας αυτός είναι τραχύς και δύσκολος. Είναι αγώνας που υπερβαίνει τα ανθρώπινα μέτρα. Η προσωπική εμπειρία του Γέροντα τον έκανε πολύ διστακτικό να αναφέρεται στις μεγάλες δυσκολίες του, γιατί φοβόταν την ανθρώπινη αδυναμία. Αλλά και ο πόθος του για την οικείωση της μεγάλης δωρεάς του Θεού από κάθε άνθρωπο τον ωθούσε ακατάπαυστα στην προσευχή υπέρ όλου του κόσμου, όλου του Αδάμ.
Ο στόχος, προς τον οποίο στρέφεται ο πνευματικός αγώνας του ανθρώπου, είναι ουσιαστικά η θνητότητα. Ο αγώνας αυτός είναι αδύνατο να κερδηθεί με τις ανθρώπινες μόνο δυνάμεις. Είναι αδύνατο και να αναληφθεί ακόμα με την ανθρώπινη μόνο θέληση. Είναι αγώνας που αναλαμβάνεται και διεξάγεται με τη συνάντηση δύο θελήσεων, της θείας και της ανθρώπινης.
Ο Γέροντας Σωφρόνιος συνέδεε άρρηκτα τον πνευματικό αγώνα και την όλη ζωή του Χριστιανού με τη βίωση του περιεχομένου της πίστεώς του. Ο πνευματικός αγώνας δεν αποτελεί είδος πολυτελείας ούτε διεξάγεται στο περιθώριο της εκκλησιαστικής ζωής, αλλά διαδραματίζεται στο επίκεντρό της και αποτελεί ουσιώδες γνώρισμά της. Είναι ο καθημερινός αγώνας για την καταπολέμηση της αμαρτίας και τη βίωση της αγιότητας· η καθημερινή προσπάθεια αυτοεγκαταλείψεως στα χέρια του Θεού για την πραγματοποίηση του θελήματός του: «Την ημέραν πάσαν τελείαν, αγίαν, ειρηνικήν και αναμάρτητον αιτησάμενοι, εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα».
Όποιος ακολουθεί τον Χριστό αναβαίνοντα στον Γολγοθά αγωνίζεται σε τελική ανάλυση να φθάσει τον Άφθαστο. Αυτό όμως δεν δικαιολογεί δειλία η απογοήτευση ούτε επιτρέπει μετριασμό του στόχου. Ο ίδιος ο Χριστός είπε: «Θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον»[6]. Και η νίκη αυτή πραγματοποιήθηκε από τον Χριστό ως άνθρωπο. Όπως εμφαντικά τόνιζε ο Γέροντας Σωφρόνιος, ο Χριστός-Άνθρωπος εκπροσωπεί το πλήρωμα της ανθρώπινης φύσεως. Και η ζωή του Χριστού πρέπει να επαναληφθεί κατά τον ένα η τον άλλον τρόπο στη ζωή του κάθε Χριστιανού.
Τελικός σκοπός του πραγματικού Χριστιανού είναι η ομοίωση με τον Χριστό.Όποιος ομοιώνεται με τον Χριστό κατά τις επίγειες εκδηλώσεις του, εξομοιώνεται μαζί του και στο θείο επίπεδο. Τόνιζε ότι η εξομοίωση αυτή δεν πρέπει να μας φαίνεται παράδοξη ούτε να εκλαμβάνουμε τον εαυτό μας ως ασθενές ον και να δικαιολογούμε έτσι διάφορες παραβάσεις του θελήματος του Θεού. Με μια τέτοια νοοτροπία αρνούμαστε στην πραγματικότητα να ακολουθήσουμε «τον Χριστόν αναβαίνοντα εις τον Γολγοθάν».
Η ομοίωση προς τον Χριστό προϋποθέτει τη μετάνοια. Πολλοί συνδέουν τη μετάνοια με κάποιο προπαρασκευαστικό στάδιο, που προσιδιάζει στις χαμηλότερες βαθμίδες της πνευματικής ζωής. Γι’ αυτό θεωρούν ως υψηλότερη θεολογία την ενασχόληση με τη θέωση του ανθρώπου. Ο Γέροντας Σωφρόνιος σκεφτόταν διαφορετικά. Δεν περιόριζε τη μετάνοια στο ηθικό επίπεδο, αλλά την έβλεπε κυρίως ως οντολογικό γεγονός. Έτσι διέκρινε δύο είδη μετανοίας· α) την ατελή μετάνοια, που πραγματοποιείται στο ηθικό επίπεδο και β) την τέλεια μετάνοια, που συντελείται στο πνευματικό η οντολογικό επίπεδο με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος[7]. Γι’ αυτό η μετάνοια είναι η οδός προς τη θέωση. Με τίποτε άλλο δεν γνωρίζει ο άνθρωπος τόσο καλά τον Θεό ως Πατέρα, όσο με τη μετάνοια. Δεν υπάρχει τέλος στη μετάνοια, γιατί το τέλος της είναι η τέλεια ομοίωση προς τον Χριστό.
Περί τα τέλη της ζωής του ο Γέροντας Σωφρόνιος ήταν ο γεροντότερος πνευματικός της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Διέθετε βαθύτατη γνώση του ανθρώπου και είχε πλουσιότατη πνευματική εμπειρία, που ήταν ριζωμένη στο Άγιον Όρος, όπου έζησε ασκητικότατα για περισσότερα από είκοσι χρόνια ως κοινοβιάτης, ερημίτης, πνευματικός, αλλά και μύστης της θεωρίας του ακτίστου φωτός. Μπορούσε πλέον να υπερνικήσει τη συστολή και να μιλήσει για τις θαυμαστές επισκέψεις του Θεού στη ζωή του, με τρόπο που υπενθυμίζει τον όσιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο. Η θεολογική προσφορά που παρουσίασε και η μοναστική αδελφότητα που συνέστησε αποτελούν σήμερα τις πολυτιμότερες παρακαταθήκες του για τα πνευματικά του τέκνα, αλλά και για ολόκληρη την Ορθόδοξη Εκκλησία.
[1] Εξοδ. 3,14.
[2] Πρβλ. Αρχιμ. Σωφρονίου, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι, Έσσεξ Αγγλίας 21993, σ. 167.
[3] Πρβλ. Αρχιμ. Ζαχαρία Ζάχαρου, Αναφορά στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου, Έσσεξ Αγγλίας 2000, σ. 352.
[4] Αρχιμ. Σωφρονίου, ό.π., σ. 14.
[5] Αρχιμ. Σωφρονίου, Αγώνας θεογνωσίας, Έσσεξ Αγγλίας 2004, σ. 300.
[6] Ιω. 11,30.
[7] Βλ. Αρχιμ. Ζαχαρία Ζάχαρου, ό.π., σ. 244.
http://www.pemptousia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου