Cronin A. J.
Θὰ πρέπει ἕνας ἄνθρωπος νὰ εἶναι τυφλὸς καὶ ἀπίστευτα ἀνόητος ἄν, φτάνοντας στὰ χρόνια της ὡριμότητας, δὲν ἀναρωτιέται πότε-πότε, μὲς στὴν παραζάλη τῆς ζωῆς: «Γιὰ ποιὸ σκοπὸ ἦρθα στὸν κόσμο; Γιατί ζῶ;»
Ὅταν εἶναι κανεὶς νέος, ὁ καιρὸς κυλάει τόσο γρήγορα, οἱ διασκεδάσεις εἶναι τόσο πολλές, καὶ τὸ τέρμα τοῦ δρόμου τῆς ζωῆς μοιάζει νά εἶναι τόσο μακριά, ὥστε δὲν ὑπάρχει καιρὸς γιὰ τέτοιες αὐτοαναλύσεις. Τουλάχιστον, σὲ μένα, αὐτὸ εἶχε συμβεῖ. Οἱ φοιτητὲς τῆς ἰατρικῆς, συνήθως, δὲ διακρίνονται γιὰ τὴν εὐσέβειά τους καί, φυσικά, οὔτε ἐγώ ἦταν δυνατὸν νὰ ἀποτελῶ ἐξαίρεση σ' αὐτὸ τὸν κανόνα. Στὰ ἐργαστήρια τῆς ἀνατομίας, ὅπου διαμελίζονται σὲ χίλια-δυὸ κομμάτια τὰ ἀπομεινάρια τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ἀνθρώπινο σῶμα δέ μοῦ φάνηκε τίποτα περσότερο ἀπὸ μία πολύπλοκη μηχανή. Στὶς αὐτοψίες ποὺ εἶχα παρακολουθήσει, τίποτα δὲν εἶδα ποὺ νὰ μὲ κάμει νὰ πιστέψω ὅτι ὑπάρχει μὲς στὸ κορμὶ μία ψυχὴ ἀθάνατη. Ὅταν συλλογιόμουν τὸν Θεό, ἄθελά μου στὸ στόμα μου χάραζε ἕνα χαμόγελο ἀνωτερότητας, ποὺ ἔδειχνε τὴν περιφρόνηση ποὺ αἰσθανόμουν γιὰ ἕναν τόσο παμπάλαιο μῦθο.
Ὅταν ὅμως πῆρα τὸ πτυχίο τοῦ γιατροῦ καὶ βγῆκα στὴ βιοπάλη, στὶς κοιλάδες τῆς Νότιας Οὐαλλίας, μὲ τὰ ἀνθρακωρυχεῖα, καὶ ἐξασκώντας τὸ ἐπάγγελμά μου εἶδα τὴ ζωὴ ἀπὸ κοντά, ἀπὸ πρῶτο χέρι, ὅπως λένε, καὶ πρόσεξα, τὸ θάρρος καὶ τὴν καλὴ θέληση τῶν ἄλλων συνανθρώπων μου ποὺ ἀγωνίζονταν μέσα σὲ μεγάλες δυσκολίες, τότε, μόνο, γιὰ πρώτη φορά, ἄρχισα νὰ εἰσχωρῶ στὸ βασίλειο τοῦ πνεύματος. Ὅταν παρευρισκόμουν στὸ θαῦμα τῆς γέννησης τοῦ ἄνθρωπου, ὅταν καθόμουν πλάι στὸ νεκρὸ τὶς ἥσυχες ὧρες τῆς νύχτας, ὅταν ἄκουγα τὸ σιγανὸ μὰ ἀνελέητο χτύπημα ἀπὸ τὶς φτεροῦγες τοῦ θανάτου, τότε, οἱ ἀπόψεις μου γιὰ τὴ ζωὴ ἔγιναν κάπως ἀλλιώτικες. Ἡ πεῖρα ποὺ μὲ τόσην ἀγωνία κερδίζεις, ἀργά-ἀργά, παρουσίασε μπροστά μου καινούργιες ἀξίες. Ἔτσι κατάλαβα πώς, στὴ ζωή, ὑπάρχουν πολὺ περισσότερα πράγματα ἀπὸ ὅσα μπορεῖ κανεὶς νὰ βρεῖ στὰ βιβλία, πολὺ περισσότερα κι ἀπὸ ὅσα μπορεῖ ποτὲ νὰ ὀνειρευτεῖ. Μὲ λίγα λόγια ἔχασα τὴ μεγάλη ἰδέα ποὺ εἶχα γιὰ τὸν ἑαυτό μου κι αὐτό, μ’ ὅλο ποὺ τότε δὲν τόξερα ἀκόμα, εἶναι τὸ πρῶτο βῆμα γιὰ νὰ βρεῖ κανεὶς τὸν Κύριο.
Σὲ κάποιο κεφάλαιο μίλησα γιὰ τὴν Ὄλγουεν Νταίηβις, τὴ μεσόκοπη νοσοκόμο, ποὺ πάνω ἀπὸ εἴκοσι χρόνια, μὲ δύναμη καὶ ὑπομονή, μὲ ἠρεμία καὶ αἰσιοδοξία, ἐξυπηρετοῦσε τὸν κόσμο στὴν περιοχὴ τοῦ Τρέτζενυ. Αὐτὸς ὁ ἀνυστερόβουλος ἀλτρουισμός, ποὺ ἔδειχνε νὰ εἶναι τὸ κλειδὶ τοῦ χαρακτῆρα της, εἶχε τόσο γλίσχρα ἀνταμοιβή, ὥστε, ἔμενα τουλάχιστον, πολὺ μὲ στενοχωροῦσε. Μ’ ὅλο ποὺ ὁ κόσμος τὴν ἀγάπαγε πάρα πολύ, ὁ μισθὸς τῆς ἦταν τιποτένιος. Στὸ τέλος, ἕνα βράδυ ποὺ εἴχαμε παρασταθεῖ σὲ μία πολὺ δύσκολη κ’ ἐπίμονη περίπτωση, τόλμησα νὰ τῆς πῶ δυὸ λόγια τὴν ὥρα ποὺ πίναμε μαζὶ ἕνα φλυτζάνι τσάι.
— Ἀδελφή, γιατί δὲν τοὺς ζητᾶτε νὰ σᾶς δίνουν κάτι περσότερο; Εἶναι πολὺ κωμικὸ νὰ ξέρει κανεὶς πὼς κάθεστε καὶ τσακιζόσαστε γιὰ τρεῖς κ’ ἑξήντα.
Σούφρωσε πολὺ τὰ φρύδια της, ἀλλά, πάντως, χαμογέλασε:
— Ὅσα παίρνω, μοῦ φτάνουν γιὰ νὰ ζῶ.
— Ὄχι δά! ἐπέμεινα. Ἐσεῖς ἔπρεπε νὰ παίρνετε, τὸ λιγότερο, μία λίρα τὴν ἑβδομάδα παραπάνω. Ἕνας Θεὸς τὸ ξέρει πόσο σᾶς ἀξίζει αὐτό!
Σιωπὴ ἁπλώθηκε ξαφνικά. Τὸ χαμόγελό της δὲν ἔσβησε, ὅμως ἡ ματιὰ της σιγά-σιγὰ πῆρε μίαν αὐστηρότητα καὶ ἕνα βάθος ποὺ μὲ τρόμαζε.
— Γιατρέ, εἶπε, ἕνα πρᾶγμα μ’ ἐνδιαφέρει ἐμένα. Νὰ ξέρει ὁ Θεὸς πὼς κάτι ἀξίζω. Ἂν τὸ πετυχαίνω αὐτό, δέ μοῦ χρειάζεται τίποτ’ ἄλλο.
Αὐτὰ πού μοῦ εἶπε, γιὰ νὰ μοῦ ἐξηγήσει, ἦταν ἐλάχιστα, τὸ νόημά τους ὅμως διαβαζόταν ὁλοκάθαρα μὲς στὰ μάτια της. Ποτέ, οὔτε γιὰ μία στιγμή, δὲν εἶχε παραστήσει τὴ θρησκευάμενη, κι ὅμως ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀπόδειξε ἀνάγλυφα πὼς ὅλη της ἡ ὕπαρξη, ἡ αὐτοθυσία καὶ ἡ ἐξυπηρετικότητα ποὺ ἀνάβλυζε ἀπ' ὅλο της τὸ εἶναι ἦταν ἀποτέλεσμα ἀφιέρωσης, ὕψιστη ἀπόδειξη πὼς πίστευε στὸν Χριστό. Σὲ μία στιγμὴ κατανόησης, ἔνιωσα τὸ βαθύτατο νόημα τῆς ζωῆς της καί, συγκρίνοντάς τη μὲ τὴ δική μου, εἶδα τὸ προσωπικό μου κενό.
Δὲν παριστάνω τὸν καθηγητὴ τῆς Θεολογίας. Ποτέ μου δὲν ἔνιωσα πὼς εἶμαι φτιαγμένος γιὰ νὰ κάμω κήρυγμα σὲ κάποια δημόσια πλατεία. Οὔτε ἀνήκω σὲ καμιὰν ὁμάδα ἤ δόγμα ἰδιαίτερο, ποὺ ἀποκλείει ὅλους ὅσους δὲν τὸ ξέρουν ἤ δὲν τὸ πιστεύουν. Μιλάω ἁπλῶς γιὰ τὴν πίστη στὸν Θεό, ἕνα θέμα ποὺ πολλοὶ παραγνωρίζουν τὴ σημασία του, ἀλλὰ ποὺ σήμερα εἶναι ἀνάγκη νὰ τὸ προσέξουν οἱ ἄνθρωποι περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλην περίοδο τῆς ἱστορίας τοῦ Κόσμου.
Ὁ μισὸς σχεδὸν πληθυσμὸς τῆς γῆς ἔχει παραδεχτεῖ μίαν ἀθεϊστικὴ ἰδεολογία, ἔχει καταπιαστεῖ μὲ μίαν ἀνελέητη ἐπίθεση, ἐναντίον τῆς θρησκείας, ἔχει ξεσηκώσει μίαν ἄγρια κι ἀκούραστη ἐκστρατεία γιὰ νὰ πνίξει ὁριστικὰ μὲς στὴ λάσπη τὴν ἰδέα ἑνὸς Θεοῦ δημιουργοῦ. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πάλι μεριὰ ἐμεῖς, οἱ ἄλλοι μισοί, μ’ ὅλη τὴν πνευματικὴ δίψα ποὺ νιώθουμε τόσο ἔντονα, μέσα στὴν καρδιά μας, εἴμαστε — οἱ περισσότεροι — καταπληκτικὰ ἀδιάφοροι ἀπέναντι τῆς ἰδέας τῆς ὕπαρξης Θεοῦ, εἴμαστε σά νεκροὶ ἀπέναντι στὸ ἀληθινὸ νόημα τῆς ζωῆς. Πραγματικά, γιὰ πολλούς, ἡ τάση τῆς σύγχρονης σκέψης, ποὺ τονίζει τὴν πρόοδο τῆς ἐπιστήμης καὶ τὸ ξεπέρασμα τῆς παράδοσης, ἔφερε πολὺ σοβαρὰ στὴν ἐπιφάνεια τὸ πρόβλημα τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ. Ἄλλοι, πάλι, γεμάτοι δυσπιστία γιὰ ἕναν κόσμο ποὺ φαίνεται χαμένος μέσα στὶς συγκρούσεις, τὶς ἀγωνίες, τὴν ἀμφιβολία καὶ τὸ φόβο, κάνουν τὰ στραβὰ μάτια μπρὸς στὴν ἀβεβαιότητα τοῦ μέλλοντος, καὶ πέφτουν μὲ τὰ μοῦτρα σ’ ἕνα σωρὸ ποικιλόμορφες διασκεδάσεις.
Αὐτὸ ἀκριβῶς, ἡ συνείδηση αὐτῆς τῆς κρίσης στὰ ἀνθρώπινα πράγματα, αὐτὸ μὲ κάνει νὰ νιώθω τὴν ἀνάγκη νὰ καθορίσω μερικοὺς δρόμους τῆς σκέψης καὶ τῆς ψυχῆς, ποὺ ἔδωσαν ἀφορμὴ νὰ πάρει συγκεκριμένη μορφὴ ἡ πίστη μου.
Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀκόμα πρέπει νὰ εἰπωθεῖ πὼς ἡ μόνη κινοῦσα δύναμη στὴν ὑπερφυσικὴ πίστη πρέπει νὰ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ὑπαχθεῖ σὲ ἔλεγχο σὰ μαθηματικὴ ἐξίσωση, οὔτε καὶ νὰ ἀποδειχθεῖ σὰν πρόβλημα ἀπὸ ἕνα-κάποιο βιβλίο τοῦ Εὐκλείδη. Εἶναι φανερὸ πὼς ἕνα Ὂν ἄπειρο δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ περιληφθεῖ σὲ ὅρια πεπερασμένα - ἡ ἀνθρωπίνη ἀδυναμία μας εἶναι ἐντελῶς ἀνίσχυρη νὰ τὸν κατανοήσει ἀπολύτως. Ὑπάρχουν, ὡστόσο, μερικὰ ἁπλὰ στοιχεῖα πού μᾶς βοηθοῦν νὰ τὸν ἀνακαλύψουμε.
Ἂν προσέξουμε τὸ φυσικὸ σύμπαν, τὸ μυστήριο καὶ τὸ μεγαλεῖο του, τὴν τάξη καὶ τὴν πολλαπλή του σύνθεση, τὴ φοβερή του ἀπεραντοσύνη, δὲ μποροῦμε νὰ μὴν καταλήξουμε στὴν ἰδέα ἑνὸς ἀρχικοῦ Δημιουργοῦ. Ποιὸς εἶναι κεῖνος ὁ ἄνθρωπος ποὺ θὰ τολμοῦσε νὰ κοιτάξει ψηλὰ τ’ ἀμέτρητα, τ’ ἀτέλειωτα ἀστέρια, μία καλοκαιριάτικη νύχτα, χωρὶς νὰ συλλογιστεῖ ἐντονότατα πὼς ἕνας τέτοιος κόσμος δὲν εἶναι δυνατὸν vα ἔχει γίνει ἔτσι ἁπλὰ ἀπὸ μίαν ἀφορμὴ τυφλὴ κι ἀκαθόριστη, ἕνα ἁπλὸ μόριο ὕλης ποὺ ξέφυγε τοῦ ἥλιου ὓστερ’ ἀπὸ κάποιο ἁπλούστατο περιστατικό.
Ἂν θέλετε, παραμερίστε ὡς καθαρὴ φαντασία ὅσα μᾶς λέει ἡ Βίβλος γιὰ τὸν Θεό, ποὺ ἔπλασε τὸν κόσμο, μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια μέσα σὲ ἕξι μέρες. Ἂν νιώθετε τὴν ἀνάγκη, χαμογελάστε γιὰ τὴ λευκοφόρο πατριαρχικὴ μορφὴ ποὺ ζωγράφισε ὁ Μιχαὴλ Ἄγγελος στὴν Capella Sixtina, ποὺ εἶναι μία ἀπεικόνιση τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ, ἔτσι ὅπως τὸν παραδέχονταν οἱ ἄνθρωποι μὲ τὴν ἀφελῆ πίστη, παλιότερα. Μεταδίδει ὁ Θεὸς αὐτὸς τὸν σπινθῆρα τῆς ζωῆς μὲ τὸ δάχτυλό Του, στὸν Ἀδάμ. Μπορεῖ νὰ παραδέχεστε τὴν ἐξέλιξη, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὰ προκατακλυσμιαῖα εἴδη καὶ τὴν ἐπιστημονικὴ ἐξήγηση τῶν φυσικῶν αἰτίων. Καὶ θὰ βρεθεῖτε πάλι μπροστὰ στὸ ἴδιο μυστήριο τὸ πρωταρχικὸ καὶ τὸ βαθύ: Ex nihilo nihil («Μηδὲν ἐκ τοῦ μηδενός»). Τίποτα δὲ μπορεῖ νὰ δημιουργηθεῖ ἀπὸ τὸ τίποτα.
Ἐδῶ καὶ λίγα χρόνια, στὸ Λονδίνο, εἶχα καταπιαστεῖ, τὶς ἐλεύθερες ὧρες μου, μὲ τὴν ὀργάνωση μίας Λέσχης Ἐργαζομένων Παιδιῶν, καὶ κάλεσα ἕνα γνωστὸ ζωολόγο νὰ κάμει μία διάλεξη στὰ παιδιά. Ἦταν περίφημος τύπος, μονάχα κάπως διαφορετικὸς ἀπ’ ὅ,τι τὸν φανταζόμουνα. Φαίνεται πὼς ξεκινοῦσε ἀπὸ τὴν ἰδέα πὼς στὰ παιδιὰ πρέπει νὰ λέει κανεὶς τὴν «ἀλήθεια», καὶ γι’ αὐτὸ διάλεξε γιὰ θέμα του «τὴν ἀρχὴ τοῦ Κόσμου μας». Ἀναπτύσσοντας μὲ εἰλικρίνεια τὴν ἀθεϊστική του ἰδεολογία, περιέγραφε πῶς, αἰῶνες πολλοὺς πρωτύτερα, κινήθηκαν τὰ νερὰ τῆς θάλασσας, πῶς ἔγιναν οἱ μεταβολὲς τοῦ φλοιοῦ τῆς γῆ, μὲ τί κινήσεις καὶ φυσικοχημικὲς ἀντιδράσεις εἶχε ξεφυτρώσει - χωρὶς ὅμως νὰ πεῖ καὶ πῶς - ἡ πρώτη πρωτόγονη μορφὴ ζωῆς, τὰ πρωτοπλασμιακὸ κύτταρο. Ἦταν πολὺ βαρὺ θέμα γιὰ νέους ποὺ εἶχαν μεγαλώσει μὲ πολὺ ἐλαφριὰ πνευματικὴ τροφή. Ὅταν τελείωσε, ἀκούστηκαν ἀρκετὰ εὐγενικὰ χειροκροτήματα. Ὕστερα, στὴν ἐνοχλητικὴ σιωπὴ ποὺ ἀκολούθησε, ἕνας ἄγουρος συνηθισμένος τύπος νεαροῦ, σηκώθηκε κάπως νευρικά:
— Μὲ συγχωρεῖτε, κύριε, εἶπε τραυλίζοντας ἐλαφριά. Μᾶς ἐξηγήσατε πῶς οἱ θάλασσες χτυποῦσαν πάνω στὴν παραλία, δέ μᾶς εἴπατε ὅμως τί ἔγινε καὶ δημιουργήθηκε ὅλο ἐκεῖνο τὸ νερὸ τῆς θάλασσας;
Ἡ ἁπλοϊκὴ ἐρώτηση, ποὺ ἦταν τόσο ἀντίθετη στὸν ἐπιστημονικὸ τόνο τῆς ὁμιλίας, ἔκαμε σ’ ὅλους κατάπληξη. Σιωπὴ ἁπλώθηκε γιὰ πολλὴν ὥρα. Ὁ ὁμιλητής φαινόταν πολὺ ἐνοχλημένος, δισταχτικός, καὶ σιγά-σιγὰ ἔγινε κατακόκκινος. Καὶ τότε, πρὶν προλάβει ν' ἀποκριθεῖ, ὅλο τὸ ἀκροατήριο ξέσπασε σ’ ἕνα δυνατὸ γέλιο. Τὸ περίτεχνο λογικὸ κατασκεύασμα ποὺ παρουσίασε αὐτὸς ὁ ἐπιστήμονας μὲ τὸ ρεαλισμό του, ἀναποδογυρίστηκε ὁλόκληρο καὶ ἐκμηδενίστηκε ἀπὸ μία φράση μονάχα, ποὺ τὴν εἶπε γιὰ πρόκληση ἕνα ἀγόρι μὲ πολὺ ἀφελῆ σκέψη.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς, παρ’ ὅλες τὶς ἔρευνες τῆς ἐπιστήμης γύρω ἀπὸ τὴ φύση καὶ τοὺς σκοποὺς ποὺ εἶχαν οἱ τεράστιες καὶ τρομαχτικές της πορεῖες, ποὺ ἐκτείνονται μέσα στὸ ἀπέραντο βάθος τοῦ χρόνου, ἐμεῖς μόνο μία φευγαλέα λάμψη μποροῦμε νὰ γνωρίσουμε. Σ’ ὅλ’ αὐτὰ δὲν ὑπάρχει σοβαρὴ βάση γιὰ ν’ ἀρνηθεῖ κανεὶς τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. Μᾶλλον ὁδηγεῖται νὰ δεχθεῖ ὅτι στὴν πρωταρχικὴ δημιουργία, στὴ μεταβολὴ τοῦ σύμπαντος καὶ στὴ λειτουργία τῶν φυσικῶν νόμων ὑπάρχει, ὑπῆρξε καὶ πάντοτε θὰ ὑπάρχει ἕνας Ὕψιστος Νοῦς.
Ἡ πέτρα τοῦ σκανδάλου σ’ αὐτὴ τὴν πίστη, γιὰ πολλοὺς σοβαροὺς καὶ καλοπροαίρετους ἀνθρώπους, εἶναι πὼς στὴ ζωὴ πάντοτε νικάει τὸ κακὸ κι ὁ πόνος. Πῶς νὰ πιστέψει κανεὶς τὸ Θεό, λένε, ὅταν ἔχει ἀπέναντί του ἕναν κόσμο ὁλότελα ἀνάστατο, γεμάτο θλίψη, ποὺ τὸν τυραννοῦν οἱ θύελλες καὶ οἱ πλημμύρες, ἡ πεῖνα, ἡ φτώχεια καὶ ἡ δυστυχία, οἱ σεισμοί, φοβέρες καὶ τρομερὲς ἀρρώστιες, κι ὁ θάνατος στὶς χειρότερές του μορφές; Φυσικά, λένε ὅλοι αὐτοὶ πὼς ὁ Θεὸς δὲν εἶναι διόλου τέλειος ἀρχιτέκτων, γιὰ νὰ ἔχει πλάσει ἕνα τόσο μίζερο κόσμο!
Κι ὅμως, ὑπάρχει σ’ αὐτὴ τὴ δύσκολη παρατήρηση μία ἀπάντηση, καὶ πουθενὰ αὐτὴ δὲν ἐκφράστηκε πιὸ ἁπλά ἤ μὲ ὀμορφότερα λόγια, ἀπὸ κεῖνα ποὺ βρίσκει κανείς, βγαλμένα ἀληθινὰ μὲς ἀπὸ τὴν ψυχή, στὸ βιβλίο τοῦ Ἰώβ. Πραγματικά, φαίνεται πὼς ὑπῆρξε κάποιος πού, ἐπιτέλους, κατανόησε τὸ ἀληθινὸ νόημα καὶ τὸ σκοπὸ τοῦ σύντομου περάσματος τοῦ ἄνθρωπου ἀπὸ τὴ γῆ. Ἀλλοίμονο, ὅμως, ἐμεῖς, μέσα στὴν ἀπέραντα ὑλιστικὴ ἐποχή μας, κυνηγημένοι ἀπὸ τὴν ἰδέα ν’ ἀναζητήσουμε μὲ κάθε τρόπο τὴ χαρά, ὁδηγημένοι ἀπὸ τὴν ἀχόρταγη μανία νὰ διασκεδάσουμε, ξεχνοῦμε πὼς αὐτὰ δὲν εἶναι καὶ τὸ ἅπαν τῆς ζωῆς, ἡ οὐσία της. Ἂν παραδεχτοῦμε τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ δική μας ἀθανασία, τότε καταλαβαίνουμε πὼς δὲν γεννιόμαστε οὔτε κ’ ἐρχόμαστε στὸν κόσμο ἁπλῶς γιὰ νὰ περάσουμε εὐχάριστα τὸν καιρό μας, ἀλλὰ - μὲ πολὺ λίγα λόγια - γιὰ νὰ προετοιμαστοῦμε. Τὸ πέρασμά μας ἀπὸ τὴ ζωὴ εἶναι μία στιγμὴ - μιλάμε μὲ ὁρολογία αἰωνιότητας - δοκιμασίας καὶ καρτερίας πού, ὅταν τὴν ξεπεράσουμε, βρισκόμαστε πάνω στὸ κατῶφλι τῆς αἰωνιότητας. Βέβαια, εἶναι σίγουρο πὼς θὰ ὑποφέρουμε· ὅμως ὅσο περισσότερο προσπαθήσουμε ν’ ἀπομονώσουμε τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ τὸν πόνο, τόσο περισσότερό μᾶς μέλλεται νὰ ὑποφέρουμε.
Περνώντας τὴ θλίψη καὶ τὸ σπαραγμό, τὴ δυστυχία καὶ τὴν ἀπελπισία μὲ τὴ θέλησή μας, πίνοντας ὡς τὸν πάτο τὸ ποτήρι τῆς λύπης, καταφέρνουμε νὰ ὑποταχτοῦμε στὴ θέληση τοῦ Θεοῦ. Ἀναγνωρίζουμε τὴ ματαιότητα τῶν ἐπιθυμιῶν μας, καὶ τῶν γήινων ἀγαθῶν, ποὺ μὲ τόση λαχτάρα ἀναζητοῦμε καὶ κοιτάζουμε νὰ ἀποχτήσομε. Ὅσο δυναμώνει τὸ πνεῦμα μας, τόσο ἡ ὑποταγή μας εἶναι μεγαλύτερη. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἔτυχε καὶ στὸν Ἰώβ, ὅταν ἀνέκραξε δυνατὰ ἐκεῖνο τὸ ὑπέροχο: «Στεῖλε μου ὅ,τι θέλεις, Κύριε... κι ἂν ἀκόμα μὲ θανατώσεις, ἐγὼ θὰ ὑποταχθῶ στὴ θέλησή σου». Ὕστερα, ἐξακολουθεῖ πιὰ μὲ χαρά, συνεπαρμένος ἀπὸ ἕνα καινούργιο δρᾶμα: «Σὲ ἄκουσα, Κύριε, μὲ τὸν ἦχο τῶν αὐτιῶν μου, ἀλλά, τώρα, σὲ βλέπουν καὶ τὰ μάτια μου».
Μ’ αὐτὴ τὴν τελευταία φράση θέλει νὰ τονίσει τὴν ἐσωτερικὴ ἀκτινοβολία, ποὺ αὐτὴ μονάχα μπορεῖ νὰ μᾶς δείξει τὸν Θεό, γιατί, σὲ τελευταία ἀνάλυση, τὸ μυαλό μας, μὲ τὰ ἀδύναμα ἐφόδια τῆς φτωχῆς μας σκέψης, δὲ μπορεῖ νὰ συλλάβει τίποτα ἀπὸ τὸ βαθὺ νόημα τοῦ Ἀπείρου, οὔτε τὴν ἐπιφάνεια. Ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ἔρχεται ἀπὸ τὴν καρδιὰ μονάχα.
Στὸ τελευταῖο ταξίδι ποὺ ἔκαμα στὴ Φλωρεντία, ἕνα θαυμάσιο ἀπόγεμα, πῆγα σ’ ἕνα περίφημο μοναστῆρι ποὺ βρίσκεται στὰ περίχωρα, στοὺς λόφους κοντὰ στὸ Φιέζολε. Ἔτσι εἶχα τὴν τύχη νὰ μπορέσω νὰ ἰδῶ τὴν ἐκκλησία της ποὺ εἶναι χτισμένη πρὶν ἀπὸ δεκαπέντε αἰῶνες, νὰ κοιτάξω τὰ ἔξοχα χειρόγραφα καὶ νὰ ἰδῶ καλὰ ὅλα τὰ θαυμάσια ἔργα τέχνης ποὺ ὑπάρχουν ἐκεῖ, ὅπου ὅλα «ἔγιναν γιὰ νὰ τιμήσουν καὶ νὰ δοξάσουν τὸν Κύριο». Ἀργά, καθὼς περιτριγύριζα στὸ μικρὸ κῆπο τοῦ μοναστηριοῦ, μόνο τότε ἀνακάλυψα τὸ μεγαλύτερο θησαυρό. Ἔπιασα κουβέντα μ’ ἕνα γεροντάκι, μίαν εὐγενέστατη ψυχή, ποὺ εἶχε καμπουριάσει ἀπὸ τοὺς ρευματισμοὺς καὶ τὸ δούλεμα τοῦ φτυαριοῦ του, γιατί πάνω ἀπὸ τριάντα χρόνια σκάλιζε τοῦτο τὸ κομμάτι τῆς γῆς, μουρμουρίζοντας ὁλοένα τὶς προσευχές του, καὶ πού, ἀπαντώντας στὴν ἐρώτησή μου, ἔριξε μία ματιὰ στὸ παρτέρι ποὺ τὸ φρόντιζε χρόνια, καὶ χαμογέλασε.
— Βλέπω τὶς κερασιές μου πρῶτα-πρῶτα νὰ πετοῦν μάτια, ὕστερα νὰ ἀνθίζουν καὶ ὕστερα νὰ βγάζουν τὸν καρπό. Καὶ τότε πιστεύω στὸν Θεό.
Ἂν ἦταν δυνατὸ νὰ διαθέτουμε τὸ ἕνα ἑκατοστὸ ἀπὸ αὐτὴ τὴν πίστη, ἀπ’ αὐτὴ τὴν μακάρια πεποίθηση κ’ ἐμπιστοσύνη, ἂν μπορούσαμε νὰ ἀφεθοῦμε μὲ τόση πληρότητα, τότε θὰ βρίσκαμε μονάχοι μας τὸ μονοπάτι ποὺ φέρνει πρὸς τὸν Θεό. Τὸ πρῶτο βῆμα εἶναι ἡ τέλεια ἀπάρνηση: «Δὲν εἶμαι τίποτα, δὲν ξέρω τίποτα». Κι ὅσο ἐξακολουθοῦμε νὰ βαδίζουμε σ’ αὐτὸ τὸ μονοπάτι, τόσο νιώθουμε ν’ αὐξάνει μέσα μας, νὰ πληθαίνει ἡ γνώση μας, ὥσπου στὸ τέλος φτάνει στὴν τελική, στὴ σίγουρη πίστη. Κι ὅταν κανεὶς ἀντικρύσει ἔστω καὶ πολὺ ἀσθενικὰ τὴν πρώτη λάμψη τοῦ ὕστατου ὁράματος, τότε ἀποκτάει τὴ φρικτὴ γνώση τῆς τυφλῆς ματαιότητας, τῆς ἔλλειψης κάθε ἀξίας ἀπὸ τὴ ζωὴ χωρὶς αὐτό.
Ὅταν ἤμουν ἀκόμα γιατρός, γνώρισα ἕναν ἄνθρωπο - ἦταν πολιτευόμενος σὲ μία πόλη τοῦ βορρᾶ - ποὺ σ’ ὅλη του τὴ ζωὴ περηφανευόταν γιατί ἦταν ἄθεος. Εἶχε τσακωθεῖ μὲ τὴ μοναδική του κόρη, καὶ τὴν ἀποκλήρωσε γιατί παντρεύτηκε ἕνα δάσκαλο ποὺ ἦταν πολὺ θεοφοβούμενος. Πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ὡστόσο, ὅταν τὸν βρῆκε μία ἀνίατη ἀρρώστια, αὐτὸς ὁ γεροσκεπτικιστὴς ἔπαθε μία παράξενη ἀλλαγή. Τώρα ποὺ ἡ σκιὰ τοῦ θανάτου βάραινε πάνω του, τὸν ἔπιασε μία ἀπίστευτη μανία, μία ἀκράτητη ἐπιθυμία νὰ δικαιολογήσει τὴ στάση του στὸ γαμπρό του. Πῆγε πολλὲς φορὲς στὸ σπίτι τῆς κόρης του γιὰ νὰ κουβεντιάσει μὲ τὸν ἄντρα της. Κι ὅταν εἶχε τὶς ἀμφιβολίες του δὲν τὸ ἔδειχνε, γιατί πάντα τελείωνε μὲ τὴν παρακάτω φράση:
— Μὴ γελιέσαι. Δὲ μετάνιωσα. Δὲν πιστεύω οὔτε τώρα στὸν Θεό.
Αὐτὴ ἡ ἁπλὴ παρατήρηση ἐξαφάνισε τὰ τελευταῖα ἴχνη τῆς ἀντίστασης τοῦ γέρου. Καί, πραγματικά, αὐτὴ ἡ σκέψη θὰ μποροῦσε νὰ χρησιμέψει σὲ ὅλους μας. Ὅ,τι καὶ νὰ συλλογιζόμαστε, ὅ,τι καὶ νὰ κάνουμε, ὅπως καὶ νάχει τὸ πρᾶγμα, εἴμαστε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος μᾶς περιμένει. Λίγη πίστη φτάνει γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσει κοντά Του.
Ὁ Ἀβραὰμ Λίνκολν κάθε βράδυ γονάτιζε κ’ ἔστρεφε τὴ σκέψη του πρὸς τὸν Θεό. Τόσο πιὸ ἔξυπνοι ἀπ’ αὐτὸν εἴμαστε ἐμεῖς, ὥστε τὸ μεγάλο του παράδειγμα νὰ μᾶς ἀφήσει ἀδιάφορους; Στὸ πέρασμα τόσων αἰώνων, ἀμέτρητες ἀνθρώπινες ὑπάρξεις διαμόρφωσαν τὸ βίο τους πάνω στὰ χνάρια τῆς ἀληθινῆς ζωῆς τοῦ Χριστιανοῦ, παρέχοντας ἕνα φωτεινότατο παράδειγμα. Ἐκεῖνο εἶναι ποὺ δίνει κουράγιο στὸ φοβισμένο, δύναμη στὸν ἀδύναμο, ἐλπίδα σ’ αὐτοὺς ποὺ χάνονται στὰ σκοτάδια τῆς ἀπελπισίας. Ἐκεῖνος εἶναι παντοῦ, πάνω μας καὶ ὁλόγυρά μας, στὴ θάλασσα καὶ στὸν οὐρανό. Ἐκεῖνος βρίσκεται μέσα μας, στὸν καθένα ἀπό μας, φτάνει μονάχα νὰ Τὸν ζητήσουμε.
Ὅταν, ὥριμος πιὰ ἄντρας, στρέψει κανεὶς τὸ βλέμμα στὰ χρόνια της νεότητάς του, εἶναι πολὺ φυσικὸ νὰ ἀναρωτηθεῖ τί τοῦ δίδαξαν ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια ποὺ πέρασαν ἀπὸ πάνω του. Ἂν ἔμαθα κάτι στὸ βιαστικὸ ξεδίπλωμα τοῦ καιροῦ εἶναι ἡ ἀρετὴ τῆς ἀνεκτικότητας, τὸ μέτρο στὴ σκέψη καὶ τὴν πράξη, ἡ μακροθυμία πρὸς τὸν πλησίον. Ὅλα αὐτὰ ἦταν ἰδιότητες πού μοῦ ἔλειπαν κατὰ τραγικὸ τρόπο στὴν παράφορη νειότη μου.
Κατάλαβα πόσο μάταιο πρᾶγμα εἶναι τὸ κυνήγημα ἑνὸς καθαρὰ ὑλικοῦ σκοποῦ. Πόσο ἀδύναμη ἱκανοποίηση δίνουν οἱ κοσμικὲς διακρίσεις καὶ τὰ πρόσκαιρα μεγαλεῖα! Πόσο μελαγχολικὰ μάταιη εἶναι ἡ ξέφρενη μανία γιὰ ὑλικὰ κέρδη, ἔτσι ὅπως τὴ νιώθουν ὅσοι καταγίνονται μὲ χρηματιστήρια, καὶ μὲ λεφτὰ γενικῶς, σ’ ὅλο τὸν κόσμο, ποὺ κοιτᾶνε ν’ ἁρπάξουν, ὅπου τὰ βροῦν, λίγα ἀποκόμματα τυπωμένου χαρτιοῦ, γιὰ νὰ ταΐσουν τὴν ἀχόρταγη ὄρεξή τους ποὺ μὲ τίποτα δὲν ἱκανοποιεῖται. Ὅλα τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ποὺ τόσο πολὺ μόχθησα γιὰ νὰ τ’ ἀποχτήσω, τώρα δέ μου λένε τίποτα μπροστὰ σὲ ἕνα βλέμμα ἀγάπης ἑνὸς ἀνθρώπου πού μοῦ εἶναι ἀγαπητός.
Ἀκόμα, ἔχω πιὰ πειστεῖ πὼς ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, θὰ νιώσει κάποτε μέσα της βαθύτατα καὶ πολὺ ἔντονα, τὴν ἀνάγκη τοῦ Θεοῦ, ἀδιάφορο ἂν προσπαθοῦμε ὅλοι μας νὰ ξεφύγουμε, νὰ καταπιαστοῦμε μὲ χίλια-δυὸ ἄλλα πράματα ξένα, - πάντως δὲν μπροῦμε νὰ διαχωρίσουμε τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ τὴ θεϊκή μας πηγή. Τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ ὑποκαταστήσει τὸν Θεό. Μ’ ὅλο ποὺ δὲν τὸ παραδεχόμαστε ἀπολύτως, γιὰ τὸν Θεὸ ὑπάρχουμε. Οἱ ἄνθρωποι πλάστηκαν «κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν» τοῦ Θεοῦ.
Παρ' ὅλα αὐτά, ὑπάρχουν μερικοὶ πού, σὰν τυφλοὶ ἀπέναντι στὴν αἰωνιότητα, δὲν θέλουν νὰ παραδεχτοῦν αὐτὴ τὴν ταυτότητα μὲ τὸν Θεό, ποὺ ἐπιμένουν πὼς σίγουρα ὁ ἄνθρωπος κατάγεται ἀπὸ τὰ ζῷα καὶ πὼς ὓστερ’ ἀπὸ τὸ θάνατο δὲν ὑπάρχει τίποτα, πὼς κι αὐτοὶ οἱ ἴδιοι εἶναι τυχαῖα παιγνιδάκια, θύματα μιᾶς τυφλῆς ἀναγκαιότητας. Ἐγὼ προσωπικὰ ποτὲ δὲν πίστεψα κάτι τέτοιο. Πίσω καὶ πέρα ἀπὸ τὰ κάθε λογῆς περιστατικά της, στὴ ζωή μου βλέπω ἕνα ὁρισμένο διάγραμμα πού, ἀκολουθώντας το, βαδίζω πρὸς ἕνα τέλος.
Σ’ ὅλη μου τὴ ζωὴ στάθηκα ἀνίκανος νὰ ξεφύγω ἀπὸ τὴν πίστη τῶν πατέρων μου. Καὶ τώρα, ὕστερα ἀπὸ πολλὲς περιπέτειες, τίποτα στὸν κόσμο δὲ θὰ μποροῦσε νὰ μὲ κάνει νὰ τὴν ἀπαρνηθῶ. Τῆς ἔχω παραδοθεῖ «ψυχῆ τε καὶ σώματι». Αὐτὴ ἡ παράδοση ἡ πλήρης, ἡ ἀνεξέταστη, μὲ τέλεια καὶ ἀπόλυτη ταπείνωση, αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ οὐσία, τὸ νόημα τῆς πίστης.
Ὁ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, ὁ Θωμᾶς, ποὺ πρὶν πιστέψει ἐπέμενε ν’ ἀγγίξει τὶς πληγὲς τοῦ ἀναστάντος Κυρίου, εἶναι τὸ πρότυπο ὅλων ἐκείνων ποὺ στὰ θέματα τῆς πίστης ἀνακατεύουν καὶ τὴ λογική, αὐτῶν ποὺ ξεχνοῦν τὸ βαθὺ νόημα τοῦ θείου λόγου:
«Μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες».
Κάθε προσπάθεια νὰ διαμορφώσουν τὸ Χριστιανισμό, νὰ τὸν ἀναγκάσουν νὰ προσαρμοστεῖ στὶς σημερινὲς ἀπαιτήσεις τῆς ζωῆς, κάθε προσπάθεια νὰ παρουσιάσουν τὸ Χριστὸ σὰν προφήτη, σὰν ἕνα μεγάλον ἄνθρωπο, νὰ ἐξηγήσουν τὰ θαύματά Του μὲ τὴ βοήθεια τῆς ἐπιστήμης - ὁ Λάζαρος δὲν ἦταν νεκρός, ἀλλὰ βρισκόταν σὲ κωμματώδη κατάσταση, ὁ τυφλὸς ποὺ βρῆκε τὸ φῶς του ἦταν κάποιος ποὺ ὑπόφερε ἀπὸ παροδικὴ ἀμαύρωση - ὅλα αὐτὰ δὲν εἶναι τίποτε περισσότερο ἀπὸ θλιβερὲς ἐπινοήσεις, ποὺ ἔχουν σκοπὸ νὰ ξεφύγουν ἀπὸ κάτι ποὺ εἶναι ὁλοφάνερο.
Ὅταν ἦρθαν οἱ λεπροὶ καὶ Τὸν παρακάλεσαν νὰ τοὺς γιατρέψει, Ἐκεῖνος τοὺς ἀποκρίθηκε: Ἡ πίστη σας σᾶς ἔσωσε. Καὶ τὴν ὥρα τῆς Σταύρωσης ἀκόμα, ὁ σκοπὸς τοῦ Σωτῆρος ἦταν νὰ μᾶς ἀφήσει σὲ μίαν ἀκαθόριστη ἀβεβαιότητα, πὼς ἡ πίστη στὴ θεότητά Του χρειαζόταν καὶ αὐτὴ μία προσπάθεια. Ὅταν ξεφωνίζουμε καὶ ζητοῦμε θετικὲς ἀποδείξεις γι’ αὐτὸ τὸ θέμα, μοιάζουμε μὲ κείνους τοὺς Ρωμαίους στρατιῶτες ποὺ κορόιδευαν, μ’ ὅλο πού ἦταν μισοτρομαγμένοι, καὶ τόλμησαν νὰ ὑψώσουν ὡς τὰ θεϊκά Του χείλη τὸ σφουγγάρι τὸ μουσκεμένο στὸ ξύδι, ἀποζητώντας ἕνα θαῦμα ποὺ θὰ ἔκανε τὴν πίστη ἄχρηστη. Ἂν στ’ ἀλήθεια εἶσαι υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἂς κατέβεις τώρα ἀπὸ τὸν Σταυρό.
Σ’ αὐτὸ λοιπὸν συνίσταται ἡ τελικὴ ἐκλογὴ - ἤ ὅλα ἤ τίποτα. Ὅταν ξεκινοῦμε ὁ καθένας ἀπό μᾶς, γιὰ τὸ σύντομο, τὸ μυστηριώδη δρόμο πρὸς τοὺς Ἐμμαούς, βαδίζουμε πλάι σ' ἕναν Ξένο. Ὡστόσο, σ’ ἐκεῖνα τ’ ἄγνωστα χαρακτηριστικά, ἐμεῖς πρέπει νὰ μπορέσουμε νὰ ξεχωρίσουμε τὴν ἀκτινοβόλα ὄψη τοῦ ἀναστάντος Κυρίου.
Παρ’ ὅλη τὴν ἔνταση καὶ τὸ βάθος τῆς πίστης μου, δὲν παριστάνω τὸν ἱεραπόστολο. Δὲν ἔχω διόλου τὴν ἐπιθυμία νὰ ἀναγκάσω τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἀκολουθήσουν τὴ δική μου θρησκεία καὶ νὰ τοὺς φοβερίσω μὲ τὴν αἰώνια κόλαση, ἂν δὲ θελήσουν νὰ μὲ ἀκούσουν. Ἂν κάτι μὲ δίδαξαν τὰ παθήματα τῆς νειότης μου, εἶναι ἡ ἀπέχθεια γιὰ τὶς ἀντιδικίες καὶ τὴ γεμάτη μῖσος ἔχθρα ποὺ συνάντησα σὲ ὁρισμένους πιστοὺς ἀντίζηλων δογμάτων. Ἡ πίστη τοῦ κάθε ἀνθρώπου εἶναι ἕνα γεγονὸς ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὸν τόπο ὅπου κανεὶς θὰ γεννηθεῖ, μὲ τὴ φυλὴ καὶ πολλὰ ἄλλα τέτοια, εἶναι ζήτημα γεωγραφικοῦ πλάτους καὶ μήκους θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ πεῖ. Γι’ αὐτό, φυσικά, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ εἶναι τὸ στοιχεῖο ποὺ ἀποκλειστικὰ αὐτὸ θὰ καθορίσει τὴ σωτηρία μας. Ἐγώ, τουλάχιστον, ἔχω τὴν πεποίθηση ὅτι κάθε καλοπροαίρετος ἄνθρωπος, εἴτε καθολικὸς εἴτε διαμαρτυρόμενος εἶναι, ἔχει τὴν ἴδια τὴν πλήρη καὶ ἀμείωτη εὐκαιρία νὰ κερδίσει τὴν αἰώνια ἀνταμοιβή του.
Αὐτὸ τὸ ὄνειρο, ποὺ ὅλοι μας τὸ ἀγαποῦμε, ἡ ἀδελφότητα τῶν ἀνθρώπων, μπορεῖ νὰ γίνει πραγματικότητα μονάχα ἂν ἡ συνεργασία ἀποδιώξει τὸν ἀνταγωνισμὸ ἀνάμεσα στὶς πίστεις. Τότε, πραγματικά, θὰ σωθεῖ ἡ ἀνθρωπότητα. Ὅμως, μία τέτοια ἀλλαγὴ στὴν καρδιὰ τοῦ κόσμου, θὰ πρέπει ν’ ἀρχίσει ἀπὸ τὴν καρδία τοῦ κάθε ἀνθρώπου, καὶ θὰ ἐπιτύχει μονάχα ἂν ὁ καθένας ποὺ λέει πὼς εἶναι Χριστιανὸς πάψει νὰ νοιάζεται καὶ νὰ φροντίζει τὸν ἑαυτὸ του μονάχα κι ἀρχίσει νὰ βλέπει τὸ ἄτομό του σὰν ὄργανο ἐξυπηρέτηση τῶν συνανθρώπων του. Ἂν μπορούσαμε νὰ πραγματώσουμε τὴν ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλία, τότε ὅλα τὰ προβλήματα τοῦ φτωχοῦ βασανισμένου κόσμου μας θὰ χάνονταν ἀμέσως, ὅλες οἱ δυσκολίες ποὺ τώρα φαίνονται ἀνυπέρβλητες, ποὺ τυραννοῦν τὴν ἀνθρωπότητα, θὰ διαλύονταν ὅπως ἡ ἀχλὺ τοῦ ὄρθου σκορπίζει τὴν ὥρα ποὺ ἀνατέλλει ὁ ἥλιος. Γιὰ ἕνα πρᾶγμα εἶμαι σίγουρος: ὅτι τίποτα, οὔτε ἡ φιλοσοφία, οὔτε καμιὰ ἄλλη δύναμη στὸν κόσμο, δὲ θὰ μπορέσει νὰ στηρίξει ξανὰ στὰ πόδια του τὸν κλονισμένο καὶ συντριμμένο μας κόσμο, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ διδασκαλία Ἐκείνου ποὺ ἔφερε στοὺς ὤμους του ὡς τὸ Γολγοθᾶ τὸ βάρος ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες ὁλόκληρης τῆς ἀνθρωπότητας.
Ὅταν ὁ κόσμος δείχνει νὰ εἶναι ἕνας τόπος γεμάτος κούραση καὶ ταραχή, τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ φωτεινὴ ἀχτίνα στὸ σκοτεινὸ ὁρίζοντα, τὸ φάρμακο ποὺ ἀνακουφίζει ἀπὸ τὴ μιζέρια καὶ τὴ διαμάχη. Θὰ μᾶς δοθεῖ ἡ χάρη νὰ τὸ δοῦμε αὐτὸ τὸ φῶς, νὰ μεταχειριστοῦμε τὸ φάρμακο γιὰ τὶς ψυχές μας; Ἡ ἀνάγκη εἶναι κάτι περισσότερο κι ἀπὸ ἐπιτακτική, εἶναι ἀπελπιστικὰ ἐπείγουσα.
Ὁ ἀνθρώπινος πόνος εἶναι πράξη μεταμέλειας. Ἕνα μονάχο δάκρυ συντριβῆς, μία φωνὴ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς εἶναι ἀρκετή. O τελώνης τοῦ Εὐαγγελίου γονατίζοντας στὸ σκοτάδι τοῦ ναοῦ, τὸ μόνο ποὺ ἔκαμε ἦταν νὰ σκύψει περίλυπος τὸ κεφάλι καὶ νὰ πεῖ: «Ὦ Κύριε, συγχώρεσέ με, τὸν ἁμαρτωλό»... αὐτὴ εἶναι ἡ ὑπέρτατη προσευχή… ἡ προσευχὴ πού μοῦ ταιριάζει... ἡ προσευχὴ πού, σίγουρα, ταιριάζει σ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου