Πνευματική ζωή. Τί νά εἶναι ἄραγε;
Πνευματική ζωή. Ἕνας ὁρισμός ζωῆς, πού ὁρίζει τίς ζωές μας. Πῶς ὁρίζεται ἄραγε ἡ πνευματική ζωή; Μήπως σάν ζωή γιά τήν τέχνη, τήν ἐπιστήμη, τά γράμματα, τόν πολιτισμό, τή θρησκεία; Ἔννοιες ὄμορφες πλήν ὅμως καί ἄμορφες; Παίρνουν μορφή ἀπό τό περιεχόμενο καί τόν στόχο τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Ὁ πολιτισμός, ἡ τέχνη, ἡ ἐπιστήμη, ἡ θρησκεία εἶναι ἐργαλεῖα πού στά χέρια ἀνθρώπων μέ πνεῦμα ἀλλά χωρίς Πνεῦμα ἀποτέλεσαν ὄπλα μαζικῆς καταστροφῆς τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς καί ἀξιοπρέπειας. Κατέστρεψαν ἀνθρώπους, οἰκογένειες, ἔθνη ὁλόκληρα.
Πνευματική ζωή. Ἕνας ὁρισμός ζωῆς πού ὅρισε τίς ζωές πολλῶν ἀνθρώπων. Ἀνθρώπων τοῦ Πνεύματος, τῶν γνήσιων φίλων τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου, τῶν ἁγίων ἀλλά καί ἀνθρώπων τοῦ «πνεύματος» πού μᾶς ἀπογοήτευσαν μέ τό ἐπίπλαστο καί τό ἐκκωφαντικά ἄδειο τῆς ζωῆς τους. Πνευματική ζωή. Ἕνας ὁρισμός ζωῆς. Ἴσως καί τῆς δικῆς μας ζωῆς. Ἴσως ψευδαίσθηση μιᾶς τέτοιας ζωῆς. Ἴσως πόθος ζωῆς ἀπραγματοποίητος.
Πνευματική ζωή. Ἕνας ὁρισμός ζωῆς τόσο συγκεχυμένος, τόσο ἀφηρημένος ἀλλά καί τόσο καθοριστικός γιά τό παρόν καί τό μέλλον μας, γιά τήν ποιότητα ζωῆς μας, γιά τήν ποιότητα τῶν σχέσεών μας. Κάθε της στιγμή ὁρίζει τό εἶναι μας, τό « γιατί καί τό διότι» τῆς ὕπαρξής μας. Ἕνας ὁρισμός ζωῆς πού δοκιμάζεται καί καθορίζεται κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μας, στήν κάθε σκέψη καί τήν κάθε πράξη της.
Εἶναι ἔρωτας
Ἄν τολμοῦσα νά διατυπώσω ἕναν ὁρισμό τῆς πνευματικῆς ζωῆς θά ἔλεγα ὅτι ἡ πνευματική ζωή εἶναι ἕνας ἀέναος ἐρωτικός διάλογος, μία ἀμετάπτωτη ἐρωτική κίνηση, ἀνάμεσα στόν Θεό πού συνεχῶς κινεῖται ἐρωτικά πρός τό πλάσμα του, καί τόν ἄνθρωπο πού συνηθίζει νά κινεῖτε ἐρωτικά πρός τά δῶρα τοῦ Θεοῦ, τή δημιουργία, τό ὑλικό σύμπαν, τόν ἐμπαθῆ ἑαυτό του. Λατρεύει τήν κτίση καί ὄχι τόν Κτίστη. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη νά ἐνεργοποιεῖ σῶμα, νοῦ, ψυχή καί καρδιά σέ ὅ,τι θεωρεῖ ὅτι ἱκανοποιεῖ τίς ψυχοσωματικές ἀνάγκες του. Ὅ,τι δηλαδή θεωρεῖ σάν πηγή ζωῆς, δύναμη πραγματοποίησης τῶν ἐπιθυμιῶν του. Τό μυστικό ὅμως στήν πνευματική ζωή τό ἔδειξε μέ τό παράδειγμά Του ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς. Μποροῦσε νά πραγματοποιήσει κάθε ἀνάγκη Του καί κάθε ἐπιθυμία, ἀφοῦ ἦταν ἑνωμένος μέ τήν Θεότητα, ἐντούτοις ἀφέθηκε ἕρμαιο στήν κακία καί τό μίσος τῶν ἀνθρώπων.
Θέλοντας νά δείξει πώς ὁ δρόμος γιά τήν ὁλοκλήρωση τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι ἡ στροφή πρός τόν ἑαυτό του καί τίς ἐπιθυμίες του, ἀλλά τό ἄδειασμα, ἡ κένωση τοῦ ἑαυτοῦ, ἡ θυσία, ὁ πόνος, ὁ ἔρωτας, ἡ ἀγάπη. Μόνο ἕνας ἐρωτευμένος μπορεῖ νά δεῖ πώς ὑπάρχει χαρά στήν θυσία καί στόν πόνο. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, μόνο ἕνας πού πόνεσε γιά κάποιον. Μόνο ἕνας πού συνειδητά ὑπέμεινε τίς ἀδυναμίες ἀκόμη καί τήν ἄδικη συμπεριφορά τοῦ ἄλλου, συνεχίζοντας νά τόν ἀγαπᾶ, μπορεῖ νά πεῖ τί εἶναι ἔρωτας καί ἀγάπη. Καί κυρίως μόνο ἕνας πού θυσίασε κάτι ἀπό τόν ἑαυτό του καί τίς ἐπιθυμίες του, προκειμένου νά κερδίσει αὐτόν, πού ἀγαπᾶ, μπορεῖ νά πεῖ ὅτι πραγματικά γεύτηκε τόν ἔρωτα.
Αὐτός εἶναι ὁ Θεός μας πού χωρίς νά χάσει αὐτό πού ἦταν (Θεός) ἑνώθηκε μέ αὐτό πού δέν ἦταν (ἄνθρωπος). Καί ἀπό τότε μπορεῖ τό κτίσμα (ὁ ἄνθρωπος) νά ἑνώνεται μέ τό ἄκτιστο (τίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ). Σέ τέτοιο ἐπίπεδο ἀνεβάζει τόν ἄνθρωπο ὁ ἔρωτας τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο, ἐάν βέβαια ὁ ἄνθρωπος ἀνταποκριθεῖ σέ αὐτό τό ἐρωτικό κάλεσμα τοῦ Θεοῦ.
Αὐτό πού λέει ὁ ἐρωτευμένος στήν ἀγαπημένη του «σέ λατρεύω» καί δέν χορταίνει νά τό λέει, κάθε ὥρα καί στιγμή εἶναι ὁ ὁρισμός τῆς πνευματικῆς ζωῆς ὡς λατρείας τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ ἐρωτευμένος λέει καί ξαναλέει «σέ ἀγαπῶ» γεννιοῦνται μέσα του τέτοια αἰσθήματα χαρᾶς, τόση εὐφροσύνη πού νοιώθει σάν νά ζεῖ ἀπό τώρα στόν παράδεισο. Τά ἴδια αἰσθήματα πρός τόν Θεό ἔνοιωσαν οἱ ἅγιοί μας, ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καί αὐτά τά αἰσθήματα τά μετέφεραν σέ λόγια λατρευτικά.
Δέν μπορεῖ νά βιωθεῖ ἡ θεία Λειτουργία, παρά μόνο ἄν ἰδωθεῖ μέσα ἀπό τό πρίσμα τοῦ ἐρωτευμένου, πού ἀπευθύνει λόγια λατρείας στόν ἀγαπημένο του Θεό. Τό «Κύριε ἐλέησον», ἡ μονολόγιστη εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ μέ πόνο ἐκζήτηση συγνώμης ἑνός ἐρωτευμένου πού ἀνακαλύπτει ὅτι πλήγωσε Αὐτόν πού τόσο τόν ἀγάπησε πού ἔδω- σε ἀκόμη καί τήν ἴδια τή ζωή Του. Αἰσθήματα εὐγνωμοσύνης, θαυμασμοῦ, δικῆς μας ἀνεπάρκειας μπροστά στό μέγεθος τῆς ἀγάπης Του, τῆς ἀνεκτικότητάς Του, τῆς ἀνεξικακίας Του, τῆς συνεχοῦς προσφορᾶς Του στή ζωή μας, εἶναι αἰσθήματα ὑγιοῦς πνευματικῆς ζωῆς ἀλλά καί αἰσθήματα κάθε ὑγιοῦς ἐρωτικῆς σχέσης.
Γενικότερα δέν μπορεῖ νά κατανοήσει κανείς τήν στάση ἑνός μάρτυρα, ἑνός ἀσκητῆ, ἑνός ἁγίου οἰκογενειάρχη, ἑνός ἁγίου μοναχοῦ, ἄν δέν τή δεῖ σάν ὑπέρβαση μέ κίνητρο τόν ἔρωτα. Εἶναι αὐτό πού λέμε θεῖος ἔρωτας. Καί ἐν γένει ἡ πνευματική ζωή, ἡ ἀπάρνηση τοῦ θελήματός μας, ἡ ἄσκηση, ἡ νηστεία, ἡ συγχώρηση τοῦ ἐχθροῦ, ἡ φιλαδελφεία καί ἡ ἐλεημοσύνη, εἶναι ὅλα παράλογα ἄν δέν τά δεῖ κανείς μέσα ἀπό τή χαρά τοῦ ἔρωτα, τό ἄνοιγμα καί τό ρίσκο πού παίρνει ἕνας ἐρωτευμένος γιά νά ἱκανοποιήσει τόν ἐραστή του. Τό δόσιμο τοῦ ἑαυτοῦ του χωρίς προϋποθέσεις, τήν ἠθελημένη αὐτοπαράδοση, τό «πᾶσαν τήν ζωήν παραθώμεθα» μόνο ἕνας ἐρωτευμένος ἔχει τήν δύναμη νά τολμήσει.
Ὅπως ἔλεγε ὁ Γέροντας Πορφύριος «Ἡ σχέση μὲ τὸν Χριστὸ εἶναι ἀγάπη, εἶναι ἔρωτας, εἶναι ἐνθουσιασμός, εἶναι λαχτάρα τοῦ θείου. Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ πᾶν. Αὐτὸς εἶναι ἡ ἀγάπη μας, αὐτὸς ὁ ἔρωτάς μας. Εἶναι ἔρωτας ἀναφαίρετος ὁ ἔρωτας τοῦ Χριστοῦ ... Ἡ οὐσία εἶναι νὰ εἴμαστε μαζὶ μὲ τὸν Χριστό. Νὰ ξυπνήσει ἡ ψυχὴ καὶ ν’ ἀγαπήσει τὸν Χριστό, νὰ γίνει ἁγία. Νὰ ἐπιδοθεῖ στὸν θεῖο ἔρωτα...». Ὅτι λοιπόν κάνουμε στήν πνευματική ζωή, ὅπως ἐγκράτεια, νηστεία, μετάνοιες, ἐλεημοσύνη, ἄσκηση, προσευχή, θεία λατρεία, εἶναι ἡ ἀνταπόκριση στὸ ἐρωτικό κάλεσμα τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι ἡ λαχτάρα μας νά ἑνωθοῦμε μαζί Του, νά τόν κοινωνήσουμε, νά τόν ἀγαπήσουμε. «Ἕνας νὰ εἶναι ὁ στόχος μας, ἡ ἀγάπη στὸν Χριστό, στὴν Ἐκκλησία, στὸν πλησίον. Ἡ ἀγάπη, ἡ λατρεία πρὸς τὸν Θεό, ἡ λαχτάρα, ἡ ἕνωση μὲ τὸν Χριστὸ καὶ μὲ τὴν Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἐπὶ γῆς Παράδεισος».
Πῶς ξεκινάει αὐτή ἡ σχέση;
Ὅμως στήν πράξη πολλές φορές στρέφουμε τή λατρεία μας, τόν ἔρωτά μας στά δῶρα τοῦ Θεοῦ καί ὄχι στήν ἴδια τήν πηγή τῶν ἀγαθῶν, κάτι τό παράλογο καί ἀφύσικο. Αὐτό ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νά πληγωνόμαστε καί νά ἀπογοητευόμαστε ἀπό τούς ὅποιους ἔρωτές μας (χρῆμα, σαρκικές ἡδονές, φιλοδοξία). Ἐδῶ ἔχουμε δυό ἐπιλογές. Ἤ συνεχίζουμε στόν ἴδιο ἀδιέξοδο τρόπο ζωῆς ἤ τολμᾶμε νά
κάνουμε τό ἄλμα καί νά δοῦμε κατάματα τόν ἑαυτό μας, ὅπως ἔχει, χωρίς ὡραιοποιήσεις καί δικαιολογίες, ἀλλά καί χωρίς αἴσθηση ἀπελπισίας. Ἀπό τή στιγμή πού ὁ ἄνθρωπος ἔχει τήν δύναμη νά βιώσει τήν πραγματική ἐμπειρία τοῦ ἑαυτοῦ του, κυρίως τίς ἀστοχίες του, τίς ἀποτυχίες του, τά ἀδιέξοδα πού τόν ὁδήγησαν οἱ ψεύτικες θεότητες καί λατρεῖες του, ἀρχίζει νά εἰσέρχεται στή σφαίρα τῆς πνευματικῆς ζωῆς ἤ τουλάχιστον στήν ἀναζήτησή της.
Αὐτό πού ἡ Ἐκκλησία ὁρίζει ὡς μετάνοια δέν εἶναι μία συναίσθηση ἐνοχῆς, οὔτε κἄν μεταμέλεια γι’ αὐτό πού σκεφτήκαμε ἤ πράξαμε, εἶναι κυρίως ἡ πλήρης καί ἀμετάθετη ἀποδοχή τῆς πνευματικῆς μας ἀνεπάρκειας καί τῆς πλήρους ἀποτυχίας μας νά ἀγαπήσουμε ἀληθινά τόν ἑαυτό μας, νά σχετιστοῦμε ἰσορροπημένα καί ἐπιτυχημένα μέ ὅ,τι μᾶς περιβάλλει, νά στρέψουμε τήν ἐρωτική ἐνέργειά μας πρός τόν Θεό. Μετά τήν ἀπογοήτευση ἀρχίζει ἕνας ἐσωτερικός διάλογος. Καί τότε σοῦ ἔρχεται ἡ ὄρεξη νά μιλήσεις μέ τόν Θεό πού τό νοιώθεις πώς ἄν καί τόν ξέχασες καί τόν πρόδωσες, εἶναι ἕτοιμος ἀνά πᾶσα στιγμή νά σοῦ μιλήσει. Ἀφοῦ σταυρώθηκε ἀκόμη καί γι’ αὐτούς πού τόν σταύρωσαν, δέν σοῦ «κρατᾶ καμία κακία», ἀλλά περιμένει μία σου κίνηση, ἕνα σκίρτημα τῆς ψυχῆς σου γιά νά σοῦ προσφέρει τήν ἀγάπη Του.
Σάν κραυγή ἀγωνίας, σάν προσευχή.
Ἔτσι ἀρχίζει ἕνας διάλογος μέ τόν Θεό στόν ὁποῖο βέβαια ὁ ἄνθρωπος συντετριμμένος ἀπό τήν «ἀρχοντιά» τοῦ Θεοῦ κρέμεται ἀπό τά χείλη τοῦ Ἀγαπημένου καί περιμένει νά ἀκούσει τί ἔχει νά τοῦ πεῖ καί ἀφήνεται μέ ἐμπιστοσύνη νά ὁδηγηθεῖ ἀπό Αὐτόν. Καί τότε ζητᾶ ἀπό τό Πανάγιο Πνεῦμα τό: «Ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ὑμῖν καί καθάρισον ὑμᾶς ἀπό πάσης κηλίδος». Νά ἔλθει δηλαδή τό Πνεῦμα τό Ἅγιο καί νά ἄρει τά ἐμπόδια, πού ἐμποδίζουν τή σχέση μέ τόν ἀγαπημένο κάθε καρδιᾶς, τόν Θεό. Ἄς ἀρχίσουμε νά τοῦ μιλᾶμε
Ἡ Πνευματική ζωή, ὅπως καί κάθε ἀγάπη, προϋποθέτει διάλογο. Ἕνα συνεχῆ, εἰλικρινῆ, ἀγαπητικό καί ἐρωτικό διάλογο μέ τόν Τριαδικό Θεό. Αὐτό πού λέμε προσευχή. Ἡ ποιότητα αὐτοῦ τοῦ διαλόγου καθορίζει τά πάντα στή ζωή μας. Μέ ὅση εἰλικρίνεια διαλεγόμαστε μέ τόν Θεό, μέ τέτοια εἰλικρίνεια διαλεγόμαστε μέ τόν ἑαυτό μας καί τό συνάνθρωπο. Ὅσο ἀγαπητικά διαλεγόμαστε μέ τόν Θεό τόσο ἀγαπητικά ἑνωνόμαστε μέ τόν ἑαυτό μας καί ὅ,τι μᾶς περιβάλλει.
Ἄν λοιπόν ψάχνουμε νά ἀγαπήσουμε πραγματικά τόν ἑαυτό μας, τούς ἀνθρώπους, τό περιβάλλον, ἄς ξεκινήσουμε ἕνα τέτοιο διάλογο. Ἄν θέλουμε νά συναντήσουμε τήν ἐλπίδα, τή χαρά, τό φῶς, τήν ἐλευθερία, ἄς ἀρχίσουμε νά τοῦ μιλᾶμε. Ἄς ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας σέ λατρευτική κοινωνία μέ τόν Θεό καί τόν κάθε ἄνθρωπο, πού εἶναι δίπλα μας, στήν οἰκογένειά μας, στήν Ἐκκλησία καί στήν ἐργασία. Ἄς πάρουμε τά ὑπέρλογα ρίσκα ἑνός ἐρωτευμένου πού παραθεωρεῖ τά πάντα, δέν τόν νοιάζει ἄν πεινάσει, δέν δέχεται περιορισμούς στήν ἔκφραση τοῦ ἔρωτά του, καί κανένα ἐμπόδιο δέν στέκεται τόσο ἰσχυρό πού νά νικήσει τήν ἀγάπη του.
Καί ἄς θεωροῦμε πώς ἡ κάθε προσπάθεια καί ὁ κάθε ἀγώνας πού τόν ὀνομάζουμε πνευματικό, δέν εἶναι παρά μία προσπάθεια νά ἀνανεώσουμε τόν ἔρωτά μας πρός Αὐτόν πού ἐρωτικά κινούμενος πρός ἐμᾶς τούς ἀνάξιους καί προδότες τῆς ἀγάπης Του, οὐσιώθηκε τήν φύση μας, τήν φύση πού Αὐτός δημιούργησε καί πού ἐμεῖς ἀμαυρώσαμε, τόν Θεό πού ὄντας ἀπαθής ἔπαθε ὡς ἄνθρωπος γιά ἐμᾶς ἐπάνω στό Σταυρό. Ἡ ἀνείπωτη ἀρχοντιά Του, οὐδέποτε μᾶς ἐξανάγκασε νά γυρίσουμε πίσω. Οὐδέποτε μᾶς ἔψεξε, μᾶς κόλασε. Ἀντίθετα θυσιάστηκε γιά τή δική μας σωτηρία. Ἔρωτας ἕως Σταυροῦ, ὡς ἀντίδωρο σ’ ἐμᾶς πού τόν ποτίσαμε τήν ἀβάσταχτη πίκρα τῆς ἀχαριστίας.
Ἄχ, νά εἴχαμε κι ἐμεῖς αὐτή τήν τρέλα
Γιά αὐτό ἄς παρακαλοῦμε Αὐτόν πού τόσο πολύ μᾶς ἀγάπησε, νά μᾶς φωτίζει νά κατανοοῦμε ὅσο μποροῦμε τό ὕψος τῆς ἀγάπης Του. Καί νά ζοῦμε πλέον μόνο γιά τόν Θεό καί μέ τόν Θεό. Νά βιώσουμε αὐτό πού ἔζησαν καί οἱ ἅγιοί μας καί ἀποτελεῖ τήν ἀρχή, τό τέλος καί τό περιεχόμενο τῆς πνευματικῆς ζωῆς: «Ἔχω κι ἐγώ μία μικρή πείρα ἀπό τήν πνευματική τρέλα, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπό τόν θεῖο ἔρωτα. Φθάνει τότε ὁ ἄνθρωπος στήν θεία ἀφηρημάδα καί δέν θέλει νά σκέφτεται τίποτε ἐκτός ἀπό τόν Θεό, τά θεῖα, τά πνευματικά, τά οὐράνια. Ἐρωτευμένος πιά θεϊκά, καίγεται ἐσωτερικά, γλυκά, καί ξεσπάει ἐξωτερικά, παλαβά, μέσα στόν θεῖο χῶρο τῆς σεμνότητος δοξολογώντας σάν ἄγγελος μέρα-νύχτα τόν Θεό καί Πλάστη του» (Γέροντας Παΐσιος).
Πρωτοπρ. Νεκταρίου Κάνια,
Ἐφημερίου Ἱ. Ναοῦ Ἁγίων Ἀναργύρων Ρόδου
πηγή : Η ΟΔΟΣ
ΤETΡAΜΗΝΙΑΙΟ ΦΥΛΛΑΔΙΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΔΑΧΗΣ
ΕΚΔΟΣΗ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΡΟΔΟΥ
Πνευματική ζωή. Ἕνας ὁρισμός ζωῆς, πού ὁρίζει τίς ζωές μας. Πῶς ὁρίζεται ἄραγε ἡ πνευματική ζωή; Μήπως σάν ζωή γιά τήν τέχνη, τήν ἐπιστήμη, τά γράμματα, τόν πολιτισμό, τή θρησκεία; Ἔννοιες ὄμορφες πλήν ὅμως καί ἄμορφες; Παίρνουν μορφή ἀπό τό περιεχόμενο καί τόν στόχο τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Ὁ πολιτισμός, ἡ τέχνη, ἡ ἐπιστήμη, ἡ θρησκεία εἶναι ἐργαλεῖα πού στά χέρια ἀνθρώπων μέ πνεῦμα ἀλλά χωρίς Πνεῦμα ἀποτέλεσαν ὄπλα μαζικῆς καταστροφῆς τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς καί ἀξιοπρέπειας. Κατέστρεψαν ἀνθρώπους, οἰκογένειες, ἔθνη ὁλόκληρα.
Πνευματική ζωή. Ἕνας ὁρισμός ζωῆς πού ὅρισε τίς ζωές πολλῶν ἀνθρώπων. Ἀνθρώπων τοῦ Πνεύματος, τῶν γνήσιων φίλων τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου, τῶν ἁγίων ἀλλά καί ἀνθρώπων τοῦ «πνεύματος» πού μᾶς ἀπογοήτευσαν μέ τό ἐπίπλαστο καί τό ἐκκωφαντικά ἄδειο τῆς ζωῆς τους. Πνευματική ζωή. Ἕνας ὁρισμός ζωῆς. Ἴσως καί τῆς δικῆς μας ζωῆς. Ἴσως ψευδαίσθηση μιᾶς τέτοιας ζωῆς. Ἴσως πόθος ζωῆς ἀπραγματοποίητος.
Πνευματική ζωή. Ἕνας ὁρισμός ζωῆς τόσο συγκεχυμένος, τόσο ἀφηρημένος ἀλλά καί τόσο καθοριστικός γιά τό παρόν καί τό μέλλον μας, γιά τήν ποιότητα ζωῆς μας, γιά τήν ποιότητα τῶν σχέσεών μας. Κάθε της στιγμή ὁρίζει τό εἶναι μας, τό « γιατί καί τό διότι» τῆς ὕπαρξής μας. Ἕνας ὁρισμός ζωῆς πού δοκιμάζεται καί καθορίζεται κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μας, στήν κάθε σκέψη καί τήν κάθε πράξη της.
Εἶναι ἔρωτας
Ἄν τολμοῦσα νά διατυπώσω ἕναν ὁρισμό τῆς πνευματικῆς ζωῆς θά ἔλεγα ὅτι ἡ πνευματική ζωή εἶναι ἕνας ἀέναος ἐρωτικός διάλογος, μία ἀμετάπτωτη ἐρωτική κίνηση, ἀνάμεσα στόν Θεό πού συνεχῶς κινεῖται ἐρωτικά πρός τό πλάσμα του, καί τόν ἄνθρωπο πού συνηθίζει νά κινεῖτε ἐρωτικά πρός τά δῶρα τοῦ Θεοῦ, τή δημιουργία, τό ὑλικό σύμπαν, τόν ἐμπαθῆ ἑαυτό του. Λατρεύει τήν κτίση καί ὄχι τόν Κτίστη. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη νά ἐνεργοποιεῖ σῶμα, νοῦ, ψυχή καί καρδιά σέ ὅ,τι θεωρεῖ ὅτι ἱκανοποιεῖ τίς ψυχοσωματικές ἀνάγκες του. Ὅ,τι δηλαδή θεωρεῖ σάν πηγή ζωῆς, δύναμη πραγματοποίησης τῶν ἐπιθυμιῶν του. Τό μυστικό ὅμως στήν πνευματική ζωή τό ἔδειξε μέ τό παράδειγμά Του ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς. Μποροῦσε νά πραγματοποιήσει κάθε ἀνάγκη Του καί κάθε ἐπιθυμία, ἀφοῦ ἦταν ἑνωμένος μέ τήν Θεότητα, ἐντούτοις ἀφέθηκε ἕρμαιο στήν κακία καί τό μίσος τῶν ἀνθρώπων.
Θέλοντας νά δείξει πώς ὁ δρόμος γιά τήν ὁλοκλήρωση τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι ἡ στροφή πρός τόν ἑαυτό του καί τίς ἐπιθυμίες του, ἀλλά τό ἄδειασμα, ἡ κένωση τοῦ ἑαυτοῦ, ἡ θυσία, ὁ πόνος, ὁ ἔρωτας, ἡ ἀγάπη. Μόνο ἕνας ἐρωτευμένος μπορεῖ νά δεῖ πώς ὑπάρχει χαρά στήν θυσία καί στόν πόνο. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, μόνο ἕνας πού πόνεσε γιά κάποιον. Μόνο ἕνας πού συνειδητά ὑπέμεινε τίς ἀδυναμίες ἀκόμη καί τήν ἄδικη συμπεριφορά τοῦ ἄλλου, συνεχίζοντας νά τόν ἀγαπᾶ, μπορεῖ νά πεῖ τί εἶναι ἔρωτας καί ἀγάπη. Καί κυρίως μόνο ἕνας πού θυσίασε κάτι ἀπό τόν ἑαυτό του καί τίς ἐπιθυμίες του, προκειμένου νά κερδίσει αὐτόν, πού ἀγαπᾶ, μπορεῖ νά πεῖ ὅτι πραγματικά γεύτηκε τόν ἔρωτα.
Αὐτός εἶναι ὁ Θεός μας πού χωρίς νά χάσει αὐτό πού ἦταν (Θεός) ἑνώθηκε μέ αὐτό πού δέν ἦταν (ἄνθρωπος). Καί ἀπό τότε μπορεῖ τό κτίσμα (ὁ ἄνθρωπος) νά ἑνώνεται μέ τό ἄκτιστο (τίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ). Σέ τέτοιο ἐπίπεδο ἀνεβάζει τόν ἄνθρωπο ὁ ἔρωτας τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο, ἐάν βέβαια ὁ ἄνθρωπος ἀνταποκριθεῖ σέ αὐτό τό ἐρωτικό κάλεσμα τοῦ Θεοῦ.
Αὐτό πού λέει ὁ ἐρωτευμένος στήν ἀγαπημένη του «σέ λατρεύω» καί δέν χορταίνει νά τό λέει, κάθε ὥρα καί στιγμή εἶναι ὁ ὁρισμός τῆς πνευματικῆς ζωῆς ὡς λατρείας τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ ἐρωτευμένος λέει καί ξαναλέει «σέ ἀγαπῶ» γεννιοῦνται μέσα του τέτοια αἰσθήματα χαρᾶς, τόση εὐφροσύνη πού νοιώθει σάν νά ζεῖ ἀπό τώρα στόν παράδεισο. Τά ἴδια αἰσθήματα πρός τόν Θεό ἔνοιωσαν οἱ ἅγιοί μας, ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καί αὐτά τά αἰσθήματα τά μετέφεραν σέ λόγια λατρευτικά.
Δέν μπορεῖ νά βιωθεῖ ἡ θεία Λειτουργία, παρά μόνο ἄν ἰδωθεῖ μέσα ἀπό τό πρίσμα τοῦ ἐρωτευμένου, πού ἀπευθύνει λόγια λατρείας στόν ἀγαπημένο του Θεό. Τό «Κύριε ἐλέησον», ἡ μονολόγιστη εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ μέ πόνο ἐκζήτηση συγνώμης ἑνός ἐρωτευμένου πού ἀνακαλύπτει ὅτι πλήγωσε Αὐτόν πού τόσο τόν ἀγάπησε πού ἔδω- σε ἀκόμη καί τήν ἴδια τή ζωή Του. Αἰσθήματα εὐγνωμοσύνης, θαυμασμοῦ, δικῆς μας ἀνεπάρκειας μπροστά στό μέγεθος τῆς ἀγάπης Του, τῆς ἀνεκτικότητάς Του, τῆς ἀνεξικακίας Του, τῆς συνεχοῦς προσφορᾶς Του στή ζωή μας, εἶναι αἰσθήματα ὑγιοῦς πνευματικῆς ζωῆς ἀλλά καί αἰσθήματα κάθε ὑγιοῦς ἐρωτικῆς σχέσης.
Γενικότερα δέν μπορεῖ νά κατανοήσει κανείς τήν στάση ἑνός μάρτυρα, ἑνός ἀσκητῆ, ἑνός ἁγίου οἰκογενειάρχη, ἑνός ἁγίου μοναχοῦ, ἄν δέν τή δεῖ σάν ὑπέρβαση μέ κίνητρο τόν ἔρωτα. Εἶναι αὐτό πού λέμε θεῖος ἔρωτας. Καί ἐν γένει ἡ πνευματική ζωή, ἡ ἀπάρνηση τοῦ θελήματός μας, ἡ ἄσκηση, ἡ νηστεία, ἡ συγχώρηση τοῦ ἐχθροῦ, ἡ φιλαδελφεία καί ἡ ἐλεημοσύνη, εἶναι ὅλα παράλογα ἄν δέν τά δεῖ κανείς μέσα ἀπό τή χαρά τοῦ ἔρωτα, τό ἄνοιγμα καί τό ρίσκο πού παίρνει ἕνας ἐρωτευμένος γιά νά ἱκανοποιήσει τόν ἐραστή του. Τό δόσιμο τοῦ ἑαυτοῦ του χωρίς προϋποθέσεις, τήν ἠθελημένη αὐτοπαράδοση, τό «πᾶσαν τήν ζωήν παραθώμεθα» μόνο ἕνας ἐρωτευμένος ἔχει τήν δύναμη νά τολμήσει.
Ὅπως ἔλεγε ὁ Γέροντας Πορφύριος «Ἡ σχέση μὲ τὸν Χριστὸ εἶναι ἀγάπη, εἶναι ἔρωτας, εἶναι ἐνθουσιασμός, εἶναι λαχτάρα τοῦ θείου. Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ πᾶν. Αὐτὸς εἶναι ἡ ἀγάπη μας, αὐτὸς ὁ ἔρωτάς μας. Εἶναι ἔρωτας ἀναφαίρετος ὁ ἔρωτας τοῦ Χριστοῦ ... Ἡ οὐσία εἶναι νὰ εἴμαστε μαζὶ μὲ τὸν Χριστό. Νὰ ξυπνήσει ἡ ψυχὴ καὶ ν’ ἀγαπήσει τὸν Χριστό, νὰ γίνει ἁγία. Νὰ ἐπιδοθεῖ στὸν θεῖο ἔρωτα...». Ὅτι λοιπόν κάνουμε στήν πνευματική ζωή, ὅπως ἐγκράτεια, νηστεία, μετάνοιες, ἐλεημοσύνη, ἄσκηση, προσευχή, θεία λατρεία, εἶναι ἡ ἀνταπόκριση στὸ ἐρωτικό κάλεσμα τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι ἡ λαχτάρα μας νά ἑνωθοῦμε μαζί Του, νά τόν κοινωνήσουμε, νά τόν ἀγαπήσουμε. «Ἕνας νὰ εἶναι ὁ στόχος μας, ἡ ἀγάπη στὸν Χριστό, στὴν Ἐκκλησία, στὸν πλησίον. Ἡ ἀγάπη, ἡ λατρεία πρὸς τὸν Θεό, ἡ λαχτάρα, ἡ ἕνωση μὲ τὸν Χριστὸ καὶ μὲ τὴν Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἐπὶ γῆς Παράδεισος».
Πῶς ξεκινάει αὐτή ἡ σχέση;
Ὅμως στήν πράξη πολλές φορές στρέφουμε τή λατρεία μας, τόν ἔρωτά μας στά δῶρα τοῦ Θεοῦ καί ὄχι στήν ἴδια τήν πηγή τῶν ἀγαθῶν, κάτι τό παράλογο καί ἀφύσικο. Αὐτό ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νά πληγωνόμαστε καί νά ἀπογοητευόμαστε ἀπό τούς ὅποιους ἔρωτές μας (χρῆμα, σαρκικές ἡδονές, φιλοδοξία). Ἐδῶ ἔχουμε δυό ἐπιλογές. Ἤ συνεχίζουμε στόν ἴδιο ἀδιέξοδο τρόπο ζωῆς ἤ τολμᾶμε νά
κάνουμε τό ἄλμα καί νά δοῦμε κατάματα τόν ἑαυτό μας, ὅπως ἔχει, χωρίς ὡραιοποιήσεις καί δικαιολογίες, ἀλλά καί χωρίς αἴσθηση ἀπελπισίας. Ἀπό τή στιγμή πού ὁ ἄνθρωπος ἔχει τήν δύναμη νά βιώσει τήν πραγματική ἐμπειρία τοῦ ἑαυτοῦ του, κυρίως τίς ἀστοχίες του, τίς ἀποτυχίες του, τά ἀδιέξοδα πού τόν ὁδήγησαν οἱ ψεύτικες θεότητες καί λατρεῖες του, ἀρχίζει νά εἰσέρχεται στή σφαίρα τῆς πνευματικῆς ζωῆς ἤ τουλάχιστον στήν ἀναζήτησή της.
Αὐτό πού ἡ Ἐκκλησία ὁρίζει ὡς μετάνοια δέν εἶναι μία συναίσθηση ἐνοχῆς, οὔτε κἄν μεταμέλεια γι’ αὐτό πού σκεφτήκαμε ἤ πράξαμε, εἶναι κυρίως ἡ πλήρης καί ἀμετάθετη ἀποδοχή τῆς πνευματικῆς μας ἀνεπάρκειας καί τῆς πλήρους ἀποτυχίας μας νά ἀγαπήσουμε ἀληθινά τόν ἑαυτό μας, νά σχετιστοῦμε ἰσορροπημένα καί ἐπιτυχημένα μέ ὅ,τι μᾶς περιβάλλει, νά στρέψουμε τήν ἐρωτική ἐνέργειά μας πρός τόν Θεό. Μετά τήν ἀπογοήτευση ἀρχίζει ἕνας ἐσωτερικός διάλογος. Καί τότε σοῦ ἔρχεται ἡ ὄρεξη νά μιλήσεις μέ τόν Θεό πού τό νοιώθεις πώς ἄν καί τόν ξέχασες καί τόν πρόδωσες, εἶναι ἕτοιμος ἀνά πᾶσα στιγμή νά σοῦ μιλήσει. Ἀφοῦ σταυρώθηκε ἀκόμη καί γι’ αὐτούς πού τόν σταύρωσαν, δέν σοῦ «κρατᾶ καμία κακία», ἀλλά περιμένει μία σου κίνηση, ἕνα σκίρτημα τῆς ψυχῆς σου γιά νά σοῦ προσφέρει τήν ἀγάπη Του.
Σάν κραυγή ἀγωνίας, σάν προσευχή.
Ἔτσι ἀρχίζει ἕνας διάλογος μέ τόν Θεό στόν ὁποῖο βέβαια ὁ ἄνθρωπος συντετριμμένος ἀπό τήν «ἀρχοντιά» τοῦ Θεοῦ κρέμεται ἀπό τά χείλη τοῦ Ἀγαπημένου καί περιμένει νά ἀκούσει τί ἔχει νά τοῦ πεῖ καί ἀφήνεται μέ ἐμπιστοσύνη νά ὁδηγηθεῖ ἀπό Αὐτόν. Καί τότε ζητᾶ ἀπό τό Πανάγιο Πνεῦμα τό: «Ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ὑμῖν καί καθάρισον ὑμᾶς ἀπό πάσης κηλίδος». Νά ἔλθει δηλαδή τό Πνεῦμα τό Ἅγιο καί νά ἄρει τά ἐμπόδια, πού ἐμποδίζουν τή σχέση μέ τόν ἀγαπημένο κάθε καρδιᾶς, τόν Θεό. Ἄς ἀρχίσουμε νά τοῦ μιλᾶμε
Ἡ Πνευματική ζωή, ὅπως καί κάθε ἀγάπη, προϋποθέτει διάλογο. Ἕνα συνεχῆ, εἰλικρινῆ, ἀγαπητικό καί ἐρωτικό διάλογο μέ τόν Τριαδικό Θεό. Αὐτό πού λέμε προσευχή. Ἡ ποιότητα αὐτοῦ τοῦ διαλόγου καθορίζει τά πάντα στή ζωή μας. Μέ ὅση εἰλικρίνεια διαλεγόμαστε μέ τόν Θεό, μέ τέτοια εἰλικρίνεια διαλεγόμαστε μέ τόν ἑαυτό μας καί τό συνάνθρωπο. Ὅσο ἀγαπητικά διαλεγόμαστε μέ τόν Θεό τόσο ἀγαπητικά ἑνωνόμαστε μέ τόν ἑαυτό μας καί ὅ,τι μᾶς περιβάλλει.
Ἄν λοιπόν ψάχνουμε νά ἀγαπήσουμε πραγματικά τόν ἑαυτό μας, τούς ἀνθρώπους, τό περιβάλλον, ἄς ξεκινήσουμε ἕνα τέτοιο διάλογο. Ἄν θέλουμε νά συναντήσουμε τήν ἐλπίδα, τή χαρά, τό φῶς, τήν ἐλευθερία, ἄς ἀρχίσουμε νά τοῦ μιλᾶμε. Ἄς ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας σέ λατρευτική κοινωνία μέ τόν Θεό καί τόν κάθε ἄνθρωπο, πού εἶναι δίπλα μας, στήν οἰκογένειά μας, στήν Ἐκκλησία καί στήν ἐργασία. Ἄς πάρουμε τά ὑπέρλογα ρίσκα ἑνός ἐρωτευμένου πού παραθεωρεῖ τά πάντα, δέν τόν νοιάζει ἄν πεινάσει, δέν δέχεται περιορισμούς στήν ἔκφραση τοῦ ἔρωτά του, καί κανένα ἐμπόδιο δέν στέκεται τόσο ἰσχυρό πού νά νικήσει τήν ἀγάπη του.
Καί ἄς θεωροῦμε πώς ἡ κάθε προσπάθεια καί ὁ κάθε ἀγώνας πού τόν ὀνομάζουμε πνευματικό, δέν εἶναι παρά μία προσπάθεια νά ἀνανεώσουμε τόν ἔρωτά μας πρός Αὐτόν πού ἐρωτικά κινούμενος πρός ἐμᾶς τούς ἀνάξιους καί προδότες τῆς ἀγάπης Του, οὐσιώθηκε τήν φύση μας, τήν φύση πού Αὐτός δημιούργησε καί πού ἐμεῖς ἀμαυρώσαμε, τόν Θεό πού ὄντας ἀπαθής ἔπαθε ὡς ἄνθρωπος γιά ἐμᾶς ἐπάνω στό Σταυρό. Ἡ ἀνείπωτη ἀρχοντιά Του, οὐδέποτε μᾶς ἐξανάγκασε νά γυρίσουμε πίσω. Οὐδέποτε μᾶς ἔψεξε, μᾶς κόλασε. Ἀντίθετα θυσιάστηκε γιά τή δική μας σωτηρία. Ἔρωτας ἕως Σταυροῦ, ὡς ἀντίδωρο σ’ ἐμᾶς πού τόν ποτίσαμε τήν ἀβάσταχτη πίκρα τῆς ἀχαριστίας.
Ἄχ, νά εἴχαμε κι ἐμεῖς αὐτή τήν τρέλα
Γιά αὐτό ἄς παρακαλοῦμε Αὐτόν πού τόσο πολύ μᾶς ἀγάπησε, νά μᾶς φωτίζει νά κατανοοῦμε ὅσο μποροῦμε τό ὕψος τῆς ἀγάπης Του. Καί νά ζοῦμε πλέον μόνο γιά τόν Θεό καί μέ τόν Θεό. Νά βιώσουμε αὐτό πού ἔζησαν καί οἱ ἅγιοί μας καί ἀποτελεῖ τήν ἀρχή, τό τέλος καί τό περιεχόμενο τῆς πνευματικῆς ζωῆς: «Ἔχω κι ἐγώ μία μικρή πείρα ἀπό τήν πνευματική τρέλα, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπό τόν θεῖο ἔρωτα. Φθάνει τότε ὁ ἄνθρωπος στήν θεία ἀφηρημάδα καί δέν θέλει νά σκέφτεται τίποτε ἐκτός ἀπό τόν Θεό, τά θεῖα, τά πνευματικά, τά οὐράνια. Ἐρωτευμένος πιά θεϊκά, καίγεται ἐσωτερικά, γλυκά, καί ξεσπάει ἐξωτερικά, παλαβά, μέσα στόν θεῖο χῶρο τῆς σεμνότητος δοξολογώντας σάν ἄγγελος μέρα-νύχτα τόν Θεό καί Πλάστη του» (Γέροντας Παΐσιος).
Πρωτοπρ. Νεκταρίου Κάνια,
Ἐφημερίου Ἱ. Ναοῦ Ἁγίων Ἀναργύρων Ρόδου
πηγή : Η ΟΔΟΣ
ΤETΡAΜΗΝΙΑΙΟ ΦΥΛΛΑΔΙΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΔΑΧΗΣ
ΕΚΔΟΣΗ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΡΟΔΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου