Δεν είναι αυτονόητο (ούτε εύκολο) να ξεχωρίζουμε την εμπειρία του πραγματικού από ψυχολογικά υποκατάστατα της πραγματικής εμπειρίας. Να διακρίνουμε την πραγματικότητα από την ψευδαίσθηση.
Παράδειγμα κοινότοπο, τα ερωτικά βιώματα. Ανθρωποι «νιώθουν» ερωτευμένοι, ζουν την ευφροσύνη της ερωτικής συναρπαγής, σίγουροι για την αλήθεια, την πραγματικότητα των βιωμάτων τους. Και σε σύντομο χρόνο η μεθυστική πληρότητα έχει χαθεί, η οπτική έχει ριζικά μεταβληθεί. Ηταν έκρηξη επιπόλαιων αισθημάτων (μια ψευδαίσθηση), όχι η πραγματικότητα του έρωτα.
Παράδειγμα δεύτερο: τα θρησκευτικά βιώματα. Αδιατάρακτες βεβαιότητες μεταφυσικών πεποιθήσεων, εξάρσεις κατάνυξης, μεταρσιώσεις συγκινησιακής έντασης. Και αν «εξαίφνης» η υγεία ραγίσει, επέρχεται ανεπίσχετη η αγωνία του θανάτου – πραγματική εμπειρία πρόγευσης του τέλεια άγνωστου, του τέλεια άσχετου, του απόλυτα μοναχικού. Ηταν ψευδαίσθηση ο θησαυρισμός των μεταφυσικών βεβαιοτήτων, των θρησκευτικών εξάρσεων, των πνευματικών συγκινήσεων; Σε ποια πραγματικότητα αναφέρονται τα θρησκευτικά βιώματα, όταν η προοπτική του θανάτου βιώνεται δίχως γαλήνη ελπίδας για μετάβαση σε κάτι οικείο και ποθητό;
Τα παραδείγματα θα μπορούσαν να πληθυνθούν: ποια πραγματικότητα βιώνει ο φανατικός μιας ιδεολογίας, ο θυσιαστικά στρατευμένος σε πολιτική παράταξη, ο γενναίος πολεμιστής παράλογου πολέμου; Ποιο το κριτήριο διάκρισης της πραγματικής φιλίας από την ψυχολογική εξάρτηση, της αυτοπροαίρετης υπακοής από την εξασφαλιστική της αβουλίας πειθαρχία;
Ακόμα και πράξεις έσχατης αυτοθυσίας είναι ενδεχόμενο να υπηρετούν ένα υπερτροφικό υπερεγώ: «Εάν ψωμίσω πάντα τα υπάρχοντά μου, εάν παραδώ το σώμα μου ίνα καυθήσομαι, αγάπην δε μη έχω».
Είναι ενδεχόμενο η γνώση να εξαντλείται στην κατανόηση πληροφοριών, που αντιπροσωπεύουν διανοητικές μόνο συλλήψεις. Είναι πιθανό να υποκαθιστά η κατανόηση με κοινά αποδεκτές σημασίες, την απουσία εμπειρίας σχέσεων με τα σημαινόμενα, την απουσία μετοχής σε διαπροσωπικές σχέσεις κοινωνίας της γνώσης. Πώς θα αποφύγουμε την ταύτιση των σημαινομένων με μόνη την αυτονόμηση των σημαινόντων σε νοητά είδωλα; Πώς θα διακριθεί η εμπειρική αναφορά στο υπαρκτό, αλλά μη αισθητό, από την ψυχολογική ανάγκη να εκδεχόμαστε ως υπαρκτό το ανύπαρκτο;
Μας ζητούν: «Μίλησέ μας για τον Μέγα Αλέξανδρο». Ανακαλούμε αμέσως όλες τις πληροφορίες (από διαβάσματα, ακούσματα, θεάματα) που συγκροτούν τη μνημονική μας εικόνα του Μεγαλέξανδρου, ενδεχομένως επενδύουμε στις πληροφορίες και ατομικά συναισθήματα. «Μίλησέ μας για τη μητέρα σου». Τώρα στις μνημονικές εικόνες επενδύεται μια βιωμένη, άμεση αναφορά, η ανάκληση αμοιβαιότητας σχέσεων, η εμπειρία της γνωστικής αμεσότητας. «Μίλησέ μας για τον Θεό». Αν ανακαλούμε μνημονικές εικόνες νοητικών μόνο πληροφοριών και ατομοκεντρικών ψυχολογικών βιωμάτων, τότε η γλώσσα φανερώνει ότι μιλάμε για κάτι ανύπαρκτο.
Ας σταθούμε σε ένα παράδειγμα αντίθετης προς την αφελή ευπιστία ακρότητας. Στον άνθρωπο που εκδέχεται ως υπαρκτό και πραγματικό, μόνο ό,τι γίνεται προσιτό στην αισθητή πιστοποίηση. Ο άνθρωπος αυτός αυτοκαταδικάζεται να αγνοεί την πραγματικότητα που δηλώνεται με σημαίνοντα ανυπότακτα στη σταθερή περιγραπτή προφάνεια, στην «ευκλείδεια» αναπαραστατική μας ικανότητα. Να αγνοεί την πραγματικότητα που δηλώνεται και κοινωνείται με τη γλώσσα της Τέχνης (της ποίησης, της αλληγορίας) – να αγνοεί σήμερα τη γλώσσα της κβαντικής φυσικής.
Ο «δυϊσμός σωματιδίου-κύματος», η «ατοπική ολιστική διασύνδεση στοιχειωδών σωματιδίων», ο «χώρος των δέκα(!) διαστάσεων, όπου κινούνται οι αφετηριακές διεγέρσεις του κβαντικού πεδίου», η κίνηση του ηλεκτρονίου «προς τα πίσω στον χρόνο» (κίνηση που το ηλεκτρόνιο το καθιστά ποζιτρόνιο), η ταυτόχρονη διέλευση του ίδιου φωτόνιου από δύο διαφορετικές σχισμές πολωτή, κ.λπ. κ.λπ. Είναι παραδείγματα από γλωσσικά σημαίνοντα που δεν παραπέμπουν σε σημαινόμενα προσιτά στην αισθητή σχέση, ούτε σε αλληγορίες, ούτε σε αυθαίρετα πλάσματα της νόησης. Είναι ενδείξεις πιστοποίησης δεδομένων της πραγματικότητας ανυπότακτων στην αισθητή ή αναπαραστατική μας αντίληψη.
Ονομάζουμε «Θεό» την αιτιώδη αρχή του είναι και του γίγνεσθαι, τον «λογικό» τρόπο, που μας επιτρέπει να αναφέρουμε σε αυτόν την «προσωπική» (έλλογη και κοινωνούμενη) αιτία των όντων και γινομένων. Ο ίδιος, ως αιτία του είναι και του γίγνεσθαι, ούτε είναι ούτε γίγνεται – δεν σημαίνεται με τις σημασίες της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας, του όντος ή του μη όντος.
Η αναφορά μας στον Θεό γίνεται δυνατή μόνο χάρη στον τρόπο με τον οποίο ενεργείται η ύπαρξή μας (η ύπαρξη του κτιστού) ως λογική κλήση σε δυνατότητα έλλογης σχέσης μαζί του. Η σχέση ενεργείται με δεδομένη την απερινόητη διαφορά της κτιστής από την άκτιστη ενέργεια, χωρίς να αίρεται για τον κτιστό άνθρωπο η εμπειρία της γνωστικής αμεσότητας, της αναφορικής (ως και πραγματικά ερωτικής) αμοιβαιότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου