Αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος Γκουτζίνης
Το αίτημα περί αποφυγής της κατακρίσεως, έρχεται ως τελευταίο αίτημα της ευχής, όχι γιατί είναι αξιολογικά ελάχιστο, αλλά διότι αποτελεί το επιστέγασμα όλης της πνευματικής πορείας που αναπτύχθηκε στις προηγούμενες προτάσεις της ευχής. Εκεί ο Αγιος ζήτησε από τον Θεό να μην επιτρέψει να καταληφθεί από πνεύμα αργίας, περιεργείας, φιλαρχίας και αργολογίας, αλλά να τύχει, ως δούλος του Θεού, των θείων δωρεών της σωφροσύνης, της ταπεινοφροσύνης, της υπομονής και της αγάπης. Αυτή η τελευταία, είναι ένας τρόπος ζωής: εκφράζεται με την επίγνωση, αποδοχή και ομολογία των αμαρτιών μας και στην άρνησή μας να κατακρίνουμε τον οποιοδήποτε αδελφό μας.
Ας εξετάσουμε όμως το ζήτημα της κατακρίσεως όχι σε ό,τι αφορά την ατομική ευσέβεια και ηθική, αλλά σε ένα ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο. Ο κοινωνικός θεσμός ο οποίος είναι επιφορτισμένος με το να κρίνει υποθέσεις και γεγονότα είναι η δικαιοσύνη. Σε χώρες όπου κυριαρχεί η δημοκρατία, η κοσμική δικαιοσύνη διέπεται από την αρχή της αθωότητος. Δηλαδή κάθε κατηγορούμενος είναι αθώος, μέχρι δικαστικά να αποδειχθεί η ενοχή του. Ακόμη όμως κι αν ο κατηγορούμενος καταδικαστεί, εφαρμόζεται η ελαφρότερη των ποινών, ιδιαίτερα μάλιστα σε περιπτώσεις «προτέρου εντίμου βίου», λευκού ποινικού μητρώου κλπ. Μάλιστα ο γνωστός ρήτορας Κικέρων επισημαίνει πως «άκρα δικαιοσύνη, άκρα αδικία». Αυτή η επισήμανση του Κικέρωνα βρήκε την απόλυτη εφαρμογή της στην περίπτωση της καταδίκης του Κυρίου μας από τον Πιλάτο. Το τελειότερο δικαιϊκό σύστημα, το Ρωμαϊκό, επέβαλε τη μεγαλύτερη ποινή στον Μεγαλύτερο Αθώο…
Εκτός της δικαιοσύνης όμως, υπάρχουν και άλλοι θεσμοί, όπως τα υπηρεσιακά συμβούλια, οι επιτροπές προσλήψεων, τα πειθαρχικά συμβούλια, οι διάφορες εταιρείες αξιολογήσεως στελεχών, ακόμη και αυτή η αξιολόγηση στην εκκλησιαστική διοίκηση, όπου άνθρωποι σε θέσεις ευθύνης καλούνται να εκφέρουν κρίσεις, οι οποίες θα επηρεάσουν όχι μόνο την υπηρεσιακή πορεία οργανισμών και επιχειρήσεων, αλλά και την προσωπική εργασιακή και επαγγελματική σταδιοδρομία των υπό κρίσιν προσώπων. Τι γίνεται στην περίπτωση αυτή, έχουμε δικαίωμα να κρίνουμε; Επίσης έχουμε δει και μάλιστα πρόσφατα στην εποχή της κρίσης να γίνονται ευκαίρως -ακαίρως- όχι απλά επικριτικές αναφορές αλλά απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί όπως «δοσίλογοι», «προδότες», «γερμανοτσολιάδες», αλλά και «κατσαπλιάδες», «απάτριδες», «διεθνιστές», «εθνομηδενιστές» και άλλα αντίστοιχα «κοσμητικά επίθετα». Ως χριστιανοί, έχουμε άραγε δικαίωμα να εκφέρουμε τέτοιες κρίσεις;
Σε μια εποχή ρευστότητας όπως η δική μας, το φαινόμενο της κατακρίσεως είναι καθημερινό. Πώς λοιπόν θα σταθούμε απέναντί του; Εδώ έρχεται η πατερική σοφία για να μας δώσει ένα μέτρο με το οποίο οφείλουμε να εναρμονιζόμαστε. Συγκεκριμένα ο Αββάς Δωρόθεος στην ΣΤ’ Διδασκαλία του αναφέρεται στο ζήτημα που εξετάζουμε και κάνει μία τριμερή διάκριση μεταξύ καταλαλιάς, κατακρίσεως και εξουδενώσεως:
Καταλαλιά σημαίνει να διαδίδουμε στις συζητήσεις μας τα σφάλματα και τις αμαρτίες του αδελφού μας. Κατάκριση σημαίνει να χαρακτηρίζουμε τον πλησίον μας από τα λάθη του (π.χ. ο τάδε ή ο δείνα είναι κλέφτης). Με τον τρόπο αυτό αποφαινόμαστε για τη ζωή του άλλου με απόλυτο τρόπο. Είναι σίγουρα βαρύτερη από την καταλαλιά.
Εξουδένωση σημαίνει να εκμηδενίζουμε, να διαγράφουμε από τη ζωή μας, να αποστρεφόμαστε τον πλησίον.
Στην παραπάνω διάκριση που εισάγει ο Αββάς Δωρόθεος είναι φανερό ότι η εξουδένωση είναι το χειρότερο και από τα τρία αυτά κακά. Ενδεχομένως όμως ακόμη χειρότερη, εφάμιλλη σχεδόν με το φόνο, να είναι και η κακία της συκοφαντίας.
Η τριπλή αυτή διάκριση του Αββά Δωρόθεου μπορεί να μας χρησιμεύσει όταν από υπεύθυνες θέσεις καλούμαστε να αξιολογήσουμε ή να εκφέρουμε γνώμη για κάποιον. Είναι βέβαιο ότι ο Θεός δεν μας εμποδίζει να έχουμε κρίση και άποψη για την οικονομική και εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης ή της αντιπολίτευσης, για διάφορα κοινωνικά θέματα κοκ. Δεν μπορούμε όμως να εκφέρουμε κρίσεις και μάλιστα απαξιωτικές για τα συγκεκριμένα πρόσωπα. Ας αποφύγουμε τις κρίσεις που αφορούν στα πρόσωπα, για να μπορούμε να έχουμε πάντοτε διαύλους επικοινωνίας και συνάντησης, ώστε να πρυτανεύει η αγάπη.
Συμπερασματικά μπορούμε να τονίσουμε πως εκτός από την κατάκριση υπάρχουν η σωστή κρίση και η διάκριση. Η σωστή και δίκαιη κρίση είναι σεβαστή και επιτρέπεται. Η διάκριση είναι η μέγιστη αρετή. Η κατάκριση, τέλος, είναι η χειρότερη αμαρτία, όχι μόνο γιατί σφετερίζεται το δικαίωμα του Θεού, αλλά γιατί αναιρεί την ίδια την ύπαρξη του αδελφού. Αν θέλουμε να γλυτώσουμε την αιώνια καταδίκη, ας οικειοποιηθούμε, αγαπητοί αναγνώστες, το αίτημα του Αγίου Εφραίμ του Σύρου: «μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου…».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου