ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (Β´ Κορ. α´ 21- β´ 4)
Αδελφοί, ὁ βεβαιῶν ἡμᾶς σὺν ὑμῖν εἰς Χριστὸν καὶ χρίσας ἡμᾶς Θεός, ὁ καὶ σφραγισάμενος ἡμᾶς καὶ δοὺς τὸν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν. ᾿Εγὼ δὲ μάρτυρα τὸν Θεὸν ἐπικαλοῦμαι ἐπὶ τὴν ἐμὴν ψυχήν, ὅτι φειδόμενος ὑμῶν οὐκέτι ἦλθον εἰς Κόρινθον. Οὐχ ὅτι κυριεύομεν ὑμῶν τῆς πίστεως, ἀλλὰ συνεργοί ἐσμεν τῆς χαρᾶς ὑμῶν· τῇ γὰρ πίστει ἑστήκατε.
῎Εκρινα δὲ ἐμαυτῷ τοῦτο, τὸ μὴ πάλιν ἐν λύπῃ ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς. Εἰ γὰρ ἐγὼ λυπῶ ὑμᾶς, καὶ τίς ἐστιν ὁ εὐφραίνων με εἰ μὴ ὁ λυπούμενος ἐξ ἐμοῦ; Καὶ ἔγραψα ὑμῖν τοῦτο αὐτό, ἵνα μὴ ἐλθὼν λύπην ἔχω ἀφ᾿ ὧν ἔδει με χαίρειν, πεποιθὼς ἐπὶ πάντας ὑμᾶς ὅτι ἡ ἐμὴ χαρὰ πάντων ὑμῶν ἐστιν. ᾿Εκ γὰρ πολλῆς θλίψεως καὶ συνοχῆς καρδίας ἔγραψα ὑμῖν διὰ πολλῶν δακρύων, οὐχ ἵνα λυπηθῆτε, ἀλλὰ τὴν ἀγάπην ἵνα γνῶτε ἣν ἔχω περισσοτέρως εἰς ὑμᾶς.
Απόδοση σε απλή γλώσσα
Αδελφοί, ὁ Θεός, ποὺ στερεώνει κι ἐμᾶς κι ἐσᾶς στὸν Χριστὸ καὶ μᾶς ἔχρισε λαό του, εἶναι ὁ ἴδιος ποὺ μὲ τὴ σφραγίδα του μᾶς ἐγγυᾶται τὸ μέλλον καὶ σὰν πρόγευσή του δίνει μέσα στὶς καρδιές μας τὸ Πνεῦμα. Μάρτυς μου ὁ Θεός, ποὺ γνωρίζει τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου ὅτι δὲν λέω ψέματα. Δὲν ξανάρθα στὴν Κόρινθο, γιὰ νὰ μὴ σᾶς λυπήσω. Αὐτὸ δὲν σημαίνει πὼς θέλω νὰ σᾶς ἐπιβληθῶ σὲ ζητήματα τῆς πίστεως, γιατὶ σ’ αὐτὴ μένετε σταθεροί. ᾿Επειδὴ ὅμως θέλω νὰ συμβάλω στὴ χαρά σας, γι’ αὐτὸ ἔκρινα σωστὸ νὰ μὴ σᾶς φέρω λύπη, ὅταν θὰ ᾿ρθῶ ξανὰ κοντά σας. Γιατί, ἂν ἐγὼ σᾶς προκαλῶ λύπη, τότε θὰ πρέπει νὰ παίρνω χαρὰ ἀπὸ κείνους ποὺ στενοχωρῶ. Γι’ αὐτὸ σᾶς ἔγραψα ὅπως σᾶς ἔγραψα, ὥστε ὅταν ἔρθω, νὰ μὴ δοκιμάσω λύπη ἀπὸ κείνους ποὺ ἔπρεπε νὰ μοῦ δώσουν χαρά. Εἶμαι ἀπόλυτα βέβαιος πὼς ὅλοι σας πιστεύετε ὅτι ἡ δική μου χαρὰ εἶναι καὶ χαρὰ ὅλων σας. Σᾶς ἔγραψα μὲ πολλὴ ὀδύνη, μὲ πόνο στὴν καρδιὰ καὶ μὲ πολλὰ δάκρυα, ὄχι γιὰ νὰ σᾶς στενοχωρήσω, ἀλλὰ γιὰ νὰ γνωρίσετε τὴν περίσσια ἀγάπη ποὺ ἔχω γιὰ σᾶς.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (Λουκ. ε´ 1-11)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἑστὼς ὁ ᾿Ιησοῦς παρὰ τὴν λίμνην Γεννησαρέτ, εἶδε δύο πλοῖα ἑστῶτα παρὰ τὴν λίμνην· οἱ δὲ ἁλιεῖς ἀποβάντες ἀπ᾿ αὐτῶν ἀπέπλυναν τὰ δίκτυα. ᾿Εμβὰς δὲ εἰς ἓν τῶν πλοίων, ὃ ἦν τοῦ Σίμωνος, ἠρώτησεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον· καὶ καθίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους. ῾Ως δὲ ἐπαύσατο λαλῶν, εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα· ᾿Επανάγαγε εἰς τὸ βάθος καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν. Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Σίμων εἶπεν αὐτῷ· ᾿Επιστάτα, δι᾿ ὅλης τῆς νυκτὸς κοπιάσαντες οὐδὲν ἐλάβομεν· ἐπὶ δὲ τῷ ῥήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον. Καὶ τοῦτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων πολύ· διερρήγνυτο δὲ τὸ δίκτυον αὐτῶν. Καὶ κατένευσαν τοῖς μετόχοις τοῖς ἐν τῷ ἑτέρῳ πλοίῳ τοῦ ἐλθόντας συλλαβέσθαι αὐτοῖς· καὶ ἦλθον καὶ ἔπλησαν ἀμφότερα τὰ πλοῖα, ὥστε βυθίζεσθαι αὐτά. ᾿Ιδὼν δὲ Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοῖς γόνασιν ᾿Ιησοῦ λέγων· ῎Εξελθε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε· θάμβος γὰρ περιέσχεν αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τῶν ἰχθύων ᾗ συνέλαβον, ὁμοίως δὲ καὶ ᾿Ιάκωβον καὶ ᾿Ιωάννην, υἱοὺς Ζεβεδαίου, οἳ ἦσαν κοινωνοὶ τῷ Σίμωνι. Καὶ εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα ὁ ᾿Ιησοῦς· Μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν. Καὶ καταγαγόντες τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν, ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ.
Απόδοση σε απλή γλώσσα
Εκεῖνο τὸν καιρό, καθὼς στεκόταν ὁ ᾿Ιησοῦς στὴν ὄχθη τῆς λίμνης Γεννησαρέτ, εἶδε δύο ψαροκάικα στὴν ἄκρη τῆς λίμνης. Οἱ ψαράδες εἶχαν κατεβεῖ ἀπ’ αὐτὰ καὶ ἔπλεναν τὰ δίχτυα. ᾿Εκεῖνος ἀνέβηκε σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ ψαροκάικα, σ’ αὐτὸ ποὺ ἦταν τοῦ Σίμωνα, καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ τραβηχτεῖ λίγο ἀπὸ τὴν ξηρά. Κάθισε στὸ ψαροκάικο καὶ ἀπ’ αὐτὸ δίδασκε τὰ πλήθη. ῞Οταν τελείωσε τὴν ὁμιλία του, εἶπε στὸν Σίμωνα· «Πήγαινε στὰ βαθιὰ καὶ ρίξτε τὰ δίχτυα σας γιὰ ψάρεμα». ῾Ο Σίμων τοῦ ἀποκρίθηκε· «Διδάσκαλε, ὅλη τὴ νύχτα παιδευόμασταν καὶ δὲν πιάσαμε τίποτε· ἐπειδὴ ὅμως τὸ λὲς ἐσύ, θὰ ρίξω τὸ δίχτυ». Τὸ ἔριξαν κι ἔπιασαν πάρα πολλὰ ψάρια, τόσα ποὺ τὸ δίχτυ τους ἄρχισε νὰ σκίζεται. Μὲ νεύματα εἰδοποίησαν τοὺς συνεταίρους τους, ποὺ ἦταν στὸ ἄλλο πλοῖο νὰ ἔρθουν νὰ τοὺς βοηθήσουν. ᾿Εκεῖνοι ἦρθαν καὶ γέμισαν καὶ τὰ δύο ψαροκάικα σὲ σημεῖο ποὺ νὰ κινδυνεύουν νὰ βυθιστοῦν. ῞Οταν ὁ Σίμων Πέτρος εἶδε τί ἔγινε, ἔπεσε στὰ γόνατα τοῦ ᾿Ιησοῦ καὶ τοῦ εἶπε· «Βγὲς ἀπὸ τὸ καΐκι μου, Κύριε, γιατὶ εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός». Αὐτὰ τὰ εἶπε γιατὶ εἶχε κυριευτεῖ ἀπὸ δέος, αὐτὸς καὶ ὅλοι ὅσοι ἦταν μαζί του, γιὰ τὰ πολλὰ ψάρια ποὺ εἶχαν πιάσει. Τὸ ἴδιο συνέβη καὶ μὲ τὰ παιδιὰ τοῦ Ζεβεδαίου, τὸν ᾿Ιάκωβο καὶ τὸν ᾿Ιωάννη, ποὺ ἦταν συνεργάτες τοῦ Σίμωνα. ῾Ο ᾿Ιησοῦς τότε εἶπε στὸν Σίμωνα· . ῞Υστερα, ἀφοῦ τράβηξαν τὰ ψαροκάικα στὴ στεριά, ἄφησαν τὰ πάντα καὶ τὸν ἀκολούθησαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου