Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

Ο κόσμος των Αγγέλων (Αρχιμανδρίτου Ιωάννου Καραμούζη)

Η Α­γί­α Γρα­φή και η Ι­ε­ρά Πα­ρά­δο­ση φι­λο­ξε­νούν πο­λυ­ά­ριθ­μες μαρ­τυ­ρί­ες σχε­τι­κά με την ύ­παρ­ξη και τη δρά­ση των αγ­γέ­λων. Με­τά α­πό τη πτώ­ση των πρω­το­πλά­στων άγ­γε­λοι φυ­λάσ­σουν το Πα­ρά­δει­σο, άγ­γε­λοι δι­δά­σκουν στον Α­δάμ τον τρό­πο καλ­λι­έρ­γειας της γης, ε­νώ άγ­γε­λοι εμ­φα­νί­ζον­ται στον Α­βρα­άμ, το Λωτ, κα­τά την έ­ξο­δο των Ισ­ρα­η­λι­τών α­πό την Αί­γυ­πτο και σε πολ­λούς α­πό τους προ­φή­τες. Στο κεί­με­νο της Και­νής Δι­α­θή­κης οι άγ­γε­λοι μνη­μο­νεύ­ον­ται σε πολ­λά χω­ρί­α, εκ των ο­ποί­ων τα εν­δει­κτι­κό­τε­ρα εί­ναι κα­τά τον Ευ­αγ­γε­λι­σμό της Θε­ο­τό­κου και καθ΄ ό­λη τη πο­ρεί­α του Ι­η­σού α­πό τη Γέν­νη­ση μέ­χρι και την Α­νά­λη­ψή του.

Δη­μι­ουρ­γί­α και σκο­πός ύ­παρ­ξης των αγ­γέ­λων
Οι άγ­γε­λοι δη­μι­ουρ­γή­θη­καν πριν α­πό τον υ­λι­κό κό­σμο, α­φού στο βι­βλί­ο της Π.Δ. «Ι­ώβ» πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ο Θε­ός να μι­λά και να ο­μο­λο­γεί ό­τι μό­λις δη­μι­ούρ­γη­σε τα ά­στρα, ό­λοι οι άγ­γε­λοι τον ύ­μνη­σαν με δο­ξο­λο­γί­ες.

Ε­νώ και ο Μέ­γας Βα­σί­λει­ος α­να­φέ­ρει ό­τι πριν τη δη­μι­ουρ­γί­α του υ­λι­κού κό­σμου υ­πήρ­χε υ­πέρ­χρο­νη και πρε­σβύ­τε­ρη κα­τά­στα­ση, που εί­ναι ο κό­σμος των αγ­γέ­λων.
Ο τρό­πος με τον ο­ποί­ο δη­μι­ουρ­γή­θη­καν α­πό το Θε­ό δεν μας εί­ναι γνω­στός. Ω­στό­σο μπο­ρού­με να λά­βου­με μί­α ει­κό­να γι΄ αυ­τόν μέ­σα α­πό την δι­δα­σκα­λί­α του α­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου του Θε­ο­λό­γου, ο ο­ποί­ος λέ­γει ό­τι οι αγ­γε­λι­κές δυ­νά­μεις δη­μι­ουρ­γή­θη­καν μό­λις ο Θε­ός συ­νέ­λα­βε την ι­δέ­α της δη­μι­ουρ­γί­ας τους. Δη­λα­δή η α­πό­φα­ση του Θε­ού να δη­μι­ουρ­γή­σει τον αγ­γε­λι­κό κό­σμο, σή­μα­νε ταυ­τό­χρο­να και τη δη­μι­ουρ­γί­α του.
Ο σκο­πός της δη­μι­ουρ­γί­ας των αγ­γέ­λων δεν έ­χει να κά­νει με κά­ποι­α α­νάγ­κη του Θε­ού. Δεν εί­ναι δυ­να­τό ο υ­λι­κός ή α­κό­μη και αυ­τός ο πνευ­μα­τι­κός κό­σμος να μπο­ρεί να προ­σφέ­ρει κά­τι ε­πι­πλέ­ον στη δό­ξα του Θε­ού. Ο σκο­πός της δη­μι­ουρ­γί­ας των αγ­γέ­λων φα­νε­ρώ­νε­ται α­πό τον ά­γιο Ι­ω­άν­νη τον Χρυ­σό­στο­μο, ο ο­ποί­ος λέ­γει ό­τι ο Θε­ός τους έ­δω­σε ύ­παρ­ξη και ζω­ή γι΄ αυ­τούς τους ί­διους, με κί­νη­τρο την «εκ­στα­τι­κή» του α­γά­πη και α­γα­θό­τη­τα και με σκο­πό να συμ­με­ρι­στούν ως λο­γι­κά όν­τα τη μα­κα­ρι­ό­τη­τά του. Με­τέ­χουν στη Θεί­α μα­κα­ρι­ό­τη­τα και τρέ­φον­ται με τη δια­ρκή θέ­α του προ­σώ­που του Θε­ού. Ω­στό­σο αυ­τή η συμ­με­το­χή στη θεί­α μα­κα­ρι­ό­τη­τα ω­θεί τις αγ­γε­λι­κές δυ­νά­μεις σε μί­α συ­νε­χή α­νο­δι­κή πο­ρεί­α, σε μί­α πο­ρεί­α προς τη πνευ­μα­τι­κή τε­λει­ό­τη­τα.

Φύ­ση και Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά των αγ­γέ­λων
Ο ά­γιος Ι­ω­άν­νης ο Δα­μα­σκη­νός προ­σπα­θών­τας να δώ­σει έ­ναν ο­ρι­σμό πε­ρί των αγ­γέ­λων λέ­γει ό­τι εί­ναι φύ­σεις νο­ε­ρές, α­ει­κί­νη­τες, αυ­τε­ξού­σι­ες, α­σώ­μα­τες. Υ­πη­ρε­τούν το θε­ό και εί­ναι κα­τά χά­ριν α­θά­να­τες. Η φύ­ση των αγ­γέ­λων εί­ναι πνευ­μα­τι­κή. Ε­πει­δή ό­μως α­πο­λύ­τως ά­ϋ­λος και α­σώ­μα­τος νο­εί­ται μό­νο ο θε­ός, γι΄ αυ­τό το αγ­γε­λι­κό σώ­μα νο­εί­ται ως αι­θέ­ριο, πυ­ρο­ει­δές, τα­χύ­τα­το και πο­λύ λε­πτό­τε­ρο α­πό τη γνω­στή μας ύ­λη.
Οι άγ­γε­λοι ως προς τη προ­αί­ρε­ση εί­ναι ε­λεύ­θε­ροι και τρε­πτοί, έ­χον­τας δυ­να­τό­τη­τα να προ­κό­πτουν στο α­γα­θό, αλ­λά και να τρέ­πον­ται στο κα­κό. Οι νο­ε­ρές δυ­νά­μεις δι­α­θέ­τουν σύμ­φω­να με τον ά­γιο Γρη­γό­ριο Πα­λα­μά νου και λό­γο, δί­χως ό­μως «πνεύ­μα ζω­ο­ποι­ό» ε­πει­δή δεν έ­χουν σώ­μα. Γι΄ αυ­τό δεν συ­νά­γουν τη θεί­α γνώ­ση μέ­σα α­πό τις αι­σθή­σεις ή α­πό α­να­λύ­σεις λο­γι­σμών, αλ­λά μέ­νον­τας κα­θα­ροί α­πό κά­θε υ­λι­κό στοι­χεί­ο συλ­λαμ­βά­νουν τα νο­η­τά νο­ε­ρώς και α­ϋ­λως. Παρ΄ ό­λη τη κα­θα­ρό­τη­τα και α­πλό­τη­τα της αγ­γε­λι­κής φύ­σης, οι άγ­γε­λοι εί­ναι δε­κτι­κοί της κα­κί­ας. Έ­τσι μπο­ρούν να ε­πι­λέ­ξουν τη συ­νε­χή προ­α­γω­γή στην ά­νω­θεν Γνώ­ση και τη κοι­νω­νί­α της Α­γά­πης ή την άρ­νη­ση αυ­τής της Α­γα­θό­τη­τας. Α­πο­τέ­λε­σμα της ε­λευ­θε­ρί­ας τους εί­ναι και η πτώ­ση του τάγ­μα­τος του Ε­ω­σφό­ρου. Αυ­τό το αγ­γε­λι­κό τάγ­μα δεν αρ­κέ­στη­κε στη θαυ­μα­στή λαμ­πρό­τη­τά του, αρ­νή­θη­κε την ι­ε­ραρ­χη­μέ­νη πρό­ο­δο της θεί­ας γνώ­σης και θέ­λη­σε τη πλή­ρη και ά­με­ση ε­ξο­μοί­ω­σή του με το Θε­ό. Γι΄ αυ­τό το λό­γο η­θε­λη­μέ­να δό­θη­κε στη κα­κί­α, στε­ρή­θη­κε την α­λη­θι­νή ζω­ή, την ο­ποί­α μό­νο του (το τάγ­μα των δαι­μό­νων) αρ­νή­θη­κε. Κατ΄ αυ­τό τον τρό­πο έ­γι­ναν πνεύ­μα­τα νε­κρά α­φού α­πέ­βα­λαν την α­λη­θι­νή ζω­ή και δεν αι­σθά­νον­ται κό­ρο α­πό την ορ­μή τους προς τη κα­κί­α προ­σθέ­τον­τας με ά­θλιο τρό­πο δια­ρκώς κα­κί­α ε­πά­νω στην ή­δη υ­πάρ­χου­σα.
Οι άγ­γε­λοι ό­μως που δεν α­κο­λού­θη­σαν τον Ε­ω­σφό­ρο στην α­πο­στα­σί­α του, α­πέ­κτη­σαν το χά­ρι­σμα της τέ­λειας α­τρε­ψί­ας και α­κι­νη­σί­ας προς το κα­κό. Αυ­τό συ­νέ­βη με την ε­ναν­θρώ­πη­ση, τη σταυ­ρι­κή θυ­σί­α και την α­νά­στα­ση του Χρι­στού, α­φού έ­μα­θαν ό­τι ο δρό­μος που ο­δη­γεί στην ο­μοί­ω­ση με το Θε­ό δεν εί­ναι η έ­παρ­ση, αλ­λά η τα­πεί­νω­ση.
Η α­κι­νη­σί­α των αγ­γέ­λων προς το κα­κό δεν ση­μαί­νει ό­τι ε­ξα­φα­νί­ζε­ται το αυ­τε­ξού­σιό τους, αλ­λά ό­τι ε­ξα­γι­ά­ζε­ται με τη χά­ρη του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος.
Οι άγ­γε­λοι έ­χουν με­γα­λύ­τε­ρες και α­νώ­τε­ρες γνω­στι­κές ι­κα­νό­τη­τες α­πό τους αν­θρώ­πους. Βέ­βαι­α δεν εί­ναι ού­τε παν­το­γνώ­στες, ού­τε παν­το­δύ­να­μοι ό­πως ο Θε­ός.
Δεν προ­γνω­ρί­ζουν τα μέλ­λον­τα, πα­ρά μό­νο αν τους τα α­πο­κα­λύ­ψει ο Θε­ός, ού­τε γνω­ρί­ζουν τι α­κρι­βώς κρύ­βε­ται στη καρ­διά κά­θε αν­θρώ­που. Δεν γνω­ρί­ζουν πό­τε θα γί­νει η συν­τέ­λεια του κό­σμου και η Δευ­τέ­ρα πα­ρου­σί­α του Χρι­στού. Η με­τα­κί­νη­σή τους γί­νε­ται τα­χύ­τα­τα, αλ­λά δεν εί­ναι παν­τα­χού πα­ρόν­τες. Κά­θε φο­ρά βρί­σκον­ται σε συγ­κε­κρι­μέ­νο τό­πο, δί­χως να γνω­ρί­ζουν το τι συμ­βαί­νει αλ­λού.
Δεν έ­χουν φύ­λο, για­τί η φύ­ση τους εί­ναι πνευ­μα­τι­κή, ε­νώ δεν χρει­ά­ζον­ται τρο­φή για να ζή­σουν, ή α­νά­παυ­ση για να ξε­κου­ρα­στούν, αλ­λά ού­τε πε­θαί­νουν και ού­τε πολ­λα­πλα­σι­ά­ζον­ται. Η α­θα­να­σί­α τους δεν πη­γά­ζει α­πό τη φύ­ση τους, αλ­λά ε­πει­δή με­τέ­χουν «κα­τά χά­ριν» στην α­γι­ό­τη­τα του Θε­ού.

Δι­ά­τα­ξη των αγ­γέ­λων
Ο α­ριθ­μός των αγ­γε­λι­κών όν­των εί­ναι α­νυ­πο­λό­γι­στος και α­προ­σμέ­τρη­τος. Ο ί­διος ο Ι­η­σούς ο­μι­λεί στη Γε­σθη­μα­νή για πε­ρισ­σό­τε­ρες α­πό δώ­δε­κα λε­γε­ώ­νες αγ­γέ­λων, ε­νώ ο Ευ­αγ­γε­λι­στής Ι­ω­άν­νης μαρ­τυ­ρεί ό­τι εί­δε και ά­κου­σε γύ­ρω α­πό το Θε­ϊ­κό θρό­νο χο­ρω­δί­α α­πό μυ­ριά­δες μυ­ριά­δων και χι­λιά­δες χι­λιά­δων αγ­γέ­λων.
Ό­λοι αυ­τοί οι α­να­ρίθ­μη­τοι άγ­γε­λοι εί­ναι ορ­γα­νω­μέ­νοι σε τάγ­μα­τα ή αλ­λι­ώς σε τά­ξεις. Συγ­κεν­τρώ­νον­τας τις α­να­φο­ρές σε αυ­τό το θέ­μα του Προ­φή­τη Η­σα­ϊ­α, του προ­φή­τη Ι­ε­ζε­κι­ήλ, του α­πο­στό­λου Παύ­λου, του α­γί­ου Δι­ο­νυ­σί­ου του α­ρε­ο­πα­γί­τη και του Ο­σί­ου Νι­κή­τα Στη­θά­του, μπο­ρού­με να κα­τα­λή­ξου­με στα ε­ξής:
Τα τάγ­μα­τα των αγ­γέ­λων εί­ναι εν­νέ­α, τα ο­ποί­α τα­ξι­νο­μούν­ται σε τρεις τρί­χο­ρες ι­ε­ραρ­χί­ες ή τα­ξι­αρ­χί­ες, κα­τά τον α­κό­λου­θο τρό­πο: Σε­ρα­φείμ, Χε­ρου­βείμ, Θρό­νοι - Κυ­ρι­ό­τη­τες, Δυ­νά­μεις, Ε­ξου­σί­ες - Αρ­χές, Αρ­χάγ­γε­λοι, Άγ­γε­λοι.
Ι­δί­ω­μα της πρώ­της ι­ε­ραρ­χί­ας εί­ναι η πύ­ρι­νη σο­φί­α και η γνώ­ση των ου­ρα­νί­ων, ε­νώ έρ­γο τους ο θε­ο­πρε­πής ύ­μνος του «γελ». Η δεύ­τε­ρη ι­ε­ραρ­χί­α έ­χει ως ι­δί­ω­μα τη δι­ευ­θέ­τη­ση των με­γά­λων πραγ­μά­των και την δι­ε­νέρ­γεια των θαυ­μά­των, ε­νώ έρ­γο τους εί­ναι ο τρι­σά­γιος ύ­μνος «Ά­γιος, Ά­γιος, Ά­γιος». Τέ­λος ι­δί­ω­μα της τρί­της ι­ε­ραρ­χί­ας εί­ναι να ε­κτε­λούν θεί­ες υ­πη­ρε­σί­ες και έρ­γο τους α­πο­τε­λεί ο ύ­μνος «Αλ­λη­λού­ϊ­α».
Πέ­ρα α­πό τα ο­νό­μα­τα των εν­νέ­α τά­ξε­ων, η Α­γί­α Γρα­φή μας φα­νε­ρώ­νει και τα προ­σω­πι­κά ο­νό­μα­τα ο­ρι­σμέ­νων αγ­γέ­λων. Γνω­ρί­ζου­με το Γα­βρι­ήλ, που ση­μαί­νει «ή­ρω­ας του Θε­ού», α­πό την εμ­φά­νι­σή του στο προ­φή­τη Δα­νι­ήλ, στο προ­φή­τη Ζα­χα­ρί­α και στη Θε­ο­τό­κο. Γνω­ρί­ζου­με το Μι­χα­ήλ, που ση­μαί­νει «τις ως ο Θε­ός η­μών», ε­νώ εμ­φα­νί­ζε­ται πολ­λές φο­ρές στη Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη. Ο Ρα­φα­ήλ εί­ναι ο τρί­τος άγ­γε­λος που γνω­ρί­ζου­με, το ό­νο­μά του ση­μαί­νει «ο Κύ­ριος θε­ρα­πεύ­ει» και εμ­φα­νί­ζε­ται στον Τω­βίτ με­τα­φέ­ρον­τας τις αν­θρώ­πι­νες προ­σευ­χές στο θρό­νο του Θε­ού. Τέ­λος γνω­στός α­πό την ε­βρα­ϊ­κή πα­ρά­δο­ση εί­ναι και ο Ου­ρι­ήλ.

Έρ­γο των αγ­γέ­λων
Οι άγ­γε­λοι πραγ­μα­το­ποι­ούν τρι­πλό έρ­γο. Πρώ­τα απ΄ ό­λα δο­ξο­λο­γούν α­κα­τά­παυ­στα το Θε­ό. Αυ­τή η δο­ξο­λο­γί­α δεν τους έ­χει ε­πι­βλη­θεί ως εν­το­λή, αλ­λά εί­ναι τε­λεί­ως αυ­θόρ­μη­τη, που ξε­πη­γά­ζει α­πό τους ί­διους, ό­ταν αν­τι­κρύ­ζουν το κάλ­λος του Θε­ϊ­κού προ­σώ­που και τα με­γα­λεί­α της δη­μι­ουρ­γί­ας του. Τη νύ­χτα των Χρι­στου­γέν­νων π.χ. εμ­φα­νί­σθη­κε πλή­θος στρα­τιάς ου­ρα­νί­ου που αι­νού­σε το Θε­ό για το γε­γο­νός της θεί­ας εν­σαρ­κώ­σε­ως.
Το δεύ­τε­ρο έρ­γο τους εί­ναι η δι­α­κο­νί­α στη Θεί­α Οι­κο­νο­μί­α. Νι­ώ­θουν τό­ση α­γά­πη και ευ­γνω­μο­σύ­νη προς το Πλά­στη τους και σφο­δρή ε­πι­θυ­μί­α για τη δι­κή τους πρό­ο­δο, ώ­στε να δι­α­κο­νούν τα μυ­στή­ρια της Θεί­ας Οι­κο­νο­μί­ας. Τα αγ­γε­λι­κά τάγ­μα­τα με­τα­δί­δουν ι­ε­ραρ­χι­κά το φω­τι­σμό και τη γνώ­ση το έ­να στο άλ­λο. Τις α­πο­κα­λύ­ψεις του Θε­ού τις δι­δά­σκουν οι α­νώ­τε­ρες τά­ξεις στις κα­τώ­τε­ρες και ό­ταν ε­πι­τρέ­ψει ο Θε­ός να α­πο­κα­λυ­φθεί κά­ποι­ο μυ­στή­ριο σε νου α­γί­ου αν­θρώ­που, αυ­τό θα γί­νει ι­ε­ραρ­χι­κά.
Το τρί­το έρ­γο των αγ­γε­λι­κών δυ­νά­με­ων α­φο­ρά τη σω­τη­ρί­α των αν­θρώ­πων. Με αυ­τό ε­πι­φορ­τί­σθη­καν με­τά την δη­μι­ουρ­γί­α του αν­θρώ­που και το ε­πι­τε­λούν με ι­δι­αί­τε­ρη προ­θυ­μί­α και χα­ρά, α­φού κά­θε φο­ρά που με­τα­νο­εί έ­νας άν­θρω­πος για τις α­μαρ­τί­ες του, πα­νη­γυ­ρί­ζουν και χαί­ρον­ται στον ου­ρα­νό.
Στο αρ­χαι­ό­τα­το έρ­γο «ποι­μήν» του Ερ­μά, γί­νε­ται λό­γος για τον προ­σω­πι­κό φύ­λα­κα άγ­γε­λο κά­θε αν­θρώ­που. Αυ­τός μά­λι­στα εί­ναι τρυ­φε­ρός, σε­μνός, πρά­ος, δι­δά­σκει στην αν­θρώ­πι­νη καρ­διά τη δι­και­ο­σύ­νη και το δρό­μο προς το α­γα­θό. Και άλ­λοι πα­τέ­ρες της εκ­κλη­σί­ας μας δι­δά­σκουν ό­τι α­πα­ραί­τη­τη προ­ϋ­πό­θε­ση πα­ρα­μο­νής του φύ­λα­κα αγ­γέ­λου δί­πλα στον άν­θρω­πο, εί­ναι ο ά­γιος βί­ος, δι­α­φο­ρε­τι­κά α­πο­μα­κρύ­νε­ται εξ΄ αι­τί­ας των πο­νη­ρών και α­μαρ­τω­λών έρ­γων. Ο άγ­γε­λος αυ­τός πα­ρη­γο­ρεί στις θλί­ψεις, βο­η­θά στους πό­νους, συμ­πά­σχει με τον άν­θρω­πο, τον ο­δη­γεί στη με­τά­νοι­α και τον προ­στα­τεύ­ει α­πό ο­ρα­τούς και α­ό­ρα­τους ε­χθρούς.
Ε­κτός ό­μως α­πό το φύ­λα­κα άγ­γε­λο του κά­θε αν­θρώ­που, υ­πάρ­χουν και οι φύ­λα­κες άγ­γε­λοι των ε­θνών, των πό­λε­ων και των κα­τά τό­πους εκ­κλη­σι­ών. Στη Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη στο βι­βλί­ο του Δευ­τε­ρο­νο­μί­ου ο Θε­ός δι­α­μοι­ρά­ζει τα έ­θνη και το­πο­θε­τεί τα ό­ρια των ε­θνών σύμ­φω­να με τον α­ριθ­μό των αγ­γέ­λων του. Έ­πει­τα ο ά­γιος Ι­ω­άν­νης ο Χρυ­σό­στο­μος πα­ρα­τη­ρεί ό­τι ο Θε­ός έ­χει εγ­κα­τα­στή­σει σε κά­θε πό­λη στρα­τό­πε­δα αγ­γέ­λων που α­να­χαι­τί­ζουν τις ε­πι­θέ­σεις των δαι­μό­νων. Ε­νώ τέ­λος ο ά­γιος Ιπ­πό­λυ­τος εί­ναι ι­δι­αί­τε­ρα σα­φής, ό­ταν πα­ρο­μοιά­ζει την εκ­κλη­σί­α με πλοί­ο που έ­χει ναύ­τες τους αγ­γέ­λους.

Τι­μή των αγ­γέ­λων
Η ορ­θό­δο­ξη εκ­κλη­σί­α τι­μού­σε πάν­το­τε τους αγ­γέ­λους. Η δε τι­μη­τι­κή τους προ­σκύ­νη­ση δι­α­κη­ρύ­χθη­κε ε­πί­ση­μα α­πό τη Ζ΄ οι­κου­με­νι­κή σύ­νο­δο σε αν­τι­δι­α­στο­λή προς τη λα­τρεί­α που α­φο­ρά μό­νο το πρό­σω­πο του Θε­ού.
Στον ε­βδο­μα­δια­ίο λει­τουρ­γι­κό κύ­κλο των α­κο­λου­θι­ών, η Δευ­τέ­ρα α­φι­ε­ρώ­νε­ται στις αγ­γε­λι­κές δυ­νά­μεις. Δύ­ο πα­ρα­κλη­τι­κοί κα­νό­νες α­φο­ρούν το φύ­λα­κα άγ­γε­λο και τις ε­που­ρά­νι­ες Δυ­νά­μεις.
Ο ε­τή­σιος λει­τουρ­γι­κός κύ­κλος ση­μα­το­δο­τεί­ται α­πό έ­ξι ε­ορ­τές α­φι­ε­ρω­μέ­νες στον αγ­γε­λι­κό κό­σμο, με κυ­ρί­αρ­χη ε­κεί­νη της 8ης Νο­εμ­βρί­ου, κα­τά την ο­ποί­α ε­ορ­τά­ζε­ται η σύ­να­ξη των αγ­γέ­λων υ­πό τον αρ­χάγ­γε­λο Μι­χα­ήλ ως αν­τί­στα­ση κα­τά της α­πο­στα­σί­ας του Ε­ω­σφό­ρου.
Αλ­λά η κα­τε­ξο­χήν τι­μή των αγ­γέ­λων γί­νε­ται στη Θεί­α Λει­τουρ­γί­α. Ε­κεί, ο λα­ός του Θε­ού στη γη και οι στρα­τι­ές του ου­ρα­νού με έ­να στό­μα, σε μί­α κοι­νή λει­τουρ­γι­κή σύ­να­ξη προ­σφέ­ρουν στο Θε­ό δο­ξο­λο­γί­α. Μα­ζί με τους ι­ε­ρείς συ­νέρ­χον­ται στο θυ­σι­α­στή­ριο και συλ­λει­τουρ­γούν τη θε­ϊ­κή α­γα­θό­τη­τα. Μα­ζί κυ­κλώ­νουν την α­γί­α Τρά­πε­ζα και τα τί­μια δώ­ρα, διά χει­ρός αγ­γέ­λου α­να­φέ­ρον­ται εις ο­σμήν ευ­ω­δί­ας πνευ­μα­τι­κής στο υ­πε­ρου­ρά­νιο και νο­ε­ρό θυ­σι­α­στή­ριο.
Ω­στό­σο, ε­κεί­νοι που τι­μούν ι­δι­αί­τε­ρα τους αγ­γέ­λους εί­ναι οι μο­να­χοί. Μέ­σα α­πό την δια­ρκή προ­σευ­χή τους, την υ­πε­ράν­θρω­πη ά­σκη­σή τους, α­γω­νί­ζον­ται να ο­μοιά­σουν στους αγ­γέ­λους και να α­να­πλη­ρώ­σουν το εκ­πε­σόν τάγ­μα των δαι­μό­νων. Γι΄ αυ­τό και η α­κο­λου­θί­α της μο­να­χι­κής κου­ράς φέ­ρει το ό­νο­μα: «Α­κο­λου­θί­α του με­γά­λου και αγ­γε­λι­κού Σχή­μα­τος».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...