Θεοδόσιος Μαρτζοῦχος (Πρωτοσύγκελλος Ἱ. Μ. Νικοπόλεως καὶ Πρεβέζης)
Γιὰ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει ἔστω καὶ στοιχειώδη σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία, εἶναι συνηθισμένος ὅρος καὶ ἐπαναλαμβανόμενη λέξη, ἡ λέξη ἅγιος. Τὸν ἀκούει νὰ ἐπαναλαμβάνεται κατὰ κόρον σὲ ὅλες τὶς λατρευτικὲς εὐκαιρίες. Τὰ τροπάρια ἐπαναφέρουν σὲ ὅλους τοὺς χρόνους τὶς πτώσεις καὶ τὰ πρόσωπα τὸ ρῆμα ἁγιάζω καὶ τὸ οὐσιαστικὸ ἁγιασμός, ἐνῶ στὶς ἀναγνώσεις τῶν ἀποστολικῶν περικοπῶν ὁ χριστιανὸς ἀκούει ἔκπληκτος τὴν προσφώνηση: "ἀδελφοὶ ἅγιοι" νὰ ἀπευθύνεται σ' αὐτόν.
Τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, "ὁ ἁγιασμὸς ἡμῶν ἐστὶν" (Α΄ Θεσ. 4,3) καὶ "ἅγιοι γίνεσθε ὅτι ἐγὼ ἅγιος εἰμὶ" (Α΄ Πετρ. 1, 15), εἶναι δύο θεμελιακὲς βάσεις πάνω στὶς ὁποῖες οἱ χριστιανοὶ χτίζουν τὴν σχέση πίστεως μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἀρχίζουν νὰ ἀγωνίζονται ἵνα σωτηρίας τύχωσιν (Β΄ Τιμ. 2,10).
Οἱ παραπάνω προτροπὲς εἶναι ἡ πυξίδα πλεύσεως γιὰ τοὺς χριστιανούς, ἀποτελοῦν ὄχι ἀπαίτηση τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ θεραπευτικὴ ἀγωγὴ ὑγείας. Ἔτσι ἄλλωστε ἐκλαμβάνει ἡ Ἐκκλησία τὶς "ἐντολὲς" τοῦ Θεοῦ. Ὄχι ὡς πρόσταγμα στρατιωτικῆς πειθαρχίας, ἀλλὰ ὡς πρόταση ἐλεύθερης ἐπιλογῆς καὶ ἀνταπόκρισης στὴν σταδιακὴ θεραπευτικὴ ἀποκατάσταση τῆς "ὑγείας".
Ἀτυχῶς, ἡ πλειονότητα τῶν σημερινῶν χριστιανῶν σκέφτεται διαφορετικά. Ἀξιολογεῖ τοὺς ἁγίους (τῶν ὁποίων μνημονεύει καὶ ἐπαναλαμβάνει τὰ ὀνόματα ἐξ αἰτίας τῶν τόσων ναῶν τους) ὡς ξένη ὑπόθεση. Κάτι σὰν τοὺς ἡμίθεους τῆς ἀρχαιότητας. Μία ὑπόθεση, μὲ τὴν ὁποία συνήθως σχετίζεται, γιὰ νά... ζητήσει ὑγεία (τὸ μεγαλύτερο ἀγαθό!!) καλὴ πρόοδο τοῦ σπιτιοῦ καὶ τῶν παιδιῶν του, γιατί ὄχι καί... λίγα χρήματα γιὰ τὸ ἐξοχικὸ καὶ τὸ δεύτερο ἁμάξι! Δηλαδὴ μία συναλλακτικὴ καὶ εἰδωλολατρικὴ σχέση. Οἱ προσφορὲς (κεριὰ -πρόσφορα - λάδι - ἀρτοκλασίες - εἰκόνες) ἔπαψαν πλέον νὰ εἶναι ἔκφραση ἀγάπης καὶ διάθεσης καὶ ἔγιναν .. "λάδωμα" γιὰ ἐπίτευξη σκοπῶν!
Ἁγιότητα, εἶναι ἡ ὁλοκάρδια ἀποδοχὴ τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ γιὰ ὅλες τὶς φάσεις καὶ τὶς στιγμὲς τῆς ζωῆς μας. Ὅπου κι ἂν βρίσκομαι, πάντοτε στὶς διλημματικὲς ἀποφάσεις, θὰ γίνεται φανερὴ ἡ κατεύθυνση τῆς ζωῆς μου. Κάθε περιβάλλον, ἀπὸ τὸ οἰκογενειακὸ μέχρι τὸ ὅποιο ἐργασιακὸ καὶ κοινωνικό, θὰ εἶναι δοκιμασία τῆς "ἁγιότητάς" μου. Τὸ "μὴ φοβεῖσθε, τοῦ γὰρ Θεοῦ εἰμὶ ἐγὼ" (Γεν. 50, 19) θὰ μένει αἰώνιο κριτήριο τῆς ποιότητος τοῦ κάθε χριστιανοῦ.
Ἂν αὐτὴ ἡ στάση δὲν εἶναι δεκτὴ καὶ κατανοητή, εἶναι ἀκύρωση τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ καὶ ἄρνηση τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν ἦρθε ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ αὐξήσει τὶς τόσες θρησκεῖες ποὺ ὑπῆρχαν. Γιὰ νὰ καθιερώσει τυπικὰ καὶ μοτίβα ἄλλης (μιᾶς ἀκόμη) λατρείας. Ὁ Χριστὸς ἦρθε στὸν κόσμο καὶ ἔγινε ἄνθρωπος "ἵνα ζωὴν ἔχωμεν καὶ περισσὸν ἔχωμεν" (Ἰωαν. 10,10). Δηλαδή, ἢ ὁ Χριστὸς εἶναι Ζωὴ καὶ ὁ τρόπος ποὺ ὑποδεικνύει εἶναι ζωογόνος καὶ ζωοποιός, ἢ τί μὲ ἐνδιαφέρει μία ἀκόμη θρησκευτικὴ ἄποψη;!
Ὅλων τῶν ἀνθρώπων οἱ καρδιὲς θέλουν νὰ ζήσουν. Οἱ νεαροί μας τὸ γράφουν ὡς προτροπὴ καὶ στοὺς τοίχους: "κάνε κάτι περισσότερο ἀπὸ τὸ νὰ ὑπάρχεις & ΖΗΣΕ". Αὐτὸ ἀκριβῶς ἔφερε ὁ Χριστὸς γενόμενος ἄνθρωπος τὴν δυνατότητα νὰ κληρονομήσουμε αἰώνια ζωή. Ὁλόκληρο τὸ κατὰ Ἰωάννη Εὐαγγέλιο μὲ ἀπόλυτη σαφήνεια μιλάει γι΄ αὐτὴ τὴν ζωή. "Ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωὴν" (Ἰωαν. 5, 24). "Ὁ πιστεύων εἰς τὸν υἱὸν ἔχει ζωὴν αἰώνιον, ὁ δὲ ἀπειθὼν οὐκ ὄψεται ζωὴν" (Ἰωαν. 3,36).
Δὲν ὑπάρχουν δύο ζωές, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχουν "δύο Χριστοί". Ὁ Χριστὸς εἶναι ζωὴ καὶ Τὸν γνωρίζει κανεὶς καὶ Τὸν ὑπακούει ἐμπιστευόμενος τὸν λόγο Του τώρα, ὥστε νὰ ἰσχύσει τώρα, ὄχι ὅταν πεθάνει, τό: "μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν".
Ἁγιότητα, λοιπόν, εἶναι ὁ κόπος πρόσληψης τῆς Ζωῆς. Εἶναι ἡ θυσία ὑπακοῆς στὴν ζωοποιὸ ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἐγείρει "τοὺς νεκροὺς ἐκ τῶν μνημάτων τῶν παθῶν καὶ τῆς ἁμαρτίας". Εἶναι ἡ ἐλευθερία ἀπὸ τὴν αὐταπάτη τῆς ἰδιοτελοῦς ἀγάπης καὶ ἡ ἔμπονη πρόσληψη τῆς ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης τῆς θυσίας τοῦ Χρίστου. Εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Σταυροῦ, στὸν ὀποῖο καὶ μὲ τὸν ὁποῖο οἱ χριστιανοὶ σταυρώνουν τὸν "παλαιὸ ἄνθρωπο" μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες τους προκειμένου νὰ μὴ "σταυρώνουν" τοὺς συνανθρώπους τους. Εἶναι ἡ συνειδητοποίηση ὅτι ὁ Χριστὸς πέθανε "ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς" (Ἰωαν. 6,51).
Γιὰ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει ἔστω καὶ στοιχειώδη σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία, εἶναι συνηθισμένος ὅρος καὶ ἐπαναλαμβανόμενη λέξη, ἡ λέξη ἅγιος. Τὸν ἀκούει νὰ ἐπαναλαμβάνεται κατὰ κόρον σὲ ὅλες τὶς λατρευτικὲς εὐκαιρίες. Τὰ τροπάρια ἐπαναφέρουν σὲ ὅλους τοὺς χρόνους τὶς πτώσεις καὶ τὰ πρόσωπα τὸ ρῆμα ἁγιάζω καὶ τὸ οὐσιαστικὸ ἁγιασμός, ἐνῶ στὶς ἀναγνώσεις τῶν ἀποστολικῶν περικοπῶν ὁ χριστιανὸς ἀκούει ἔκπληκτος τὴν προσφώνηση: "ἀδελφοὶ ἅγιοι" νὰ ἀπευθύνεται σ' αὐτόν.
Τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, "ὁ ἁγιασμὸς ἡμῶν ἐστὶν" (Α΄ Θεσ. 4,3) καὶ "ἅγιοι γίνεσθε ὅτι ἐγὼ ἅγιος εἰμὶ" (Α΄ Πετρ. 1, 15), εἶναι δύο θεμελιακὲς βάσεις πάνω στὶς ὁποῖες οἱ χριστιανοὶ χτίζουν τὴν σχέση πίστεως μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἀρχίζουν νὰ ἀγωνίζονται ἵνα σωτηρίας τύχωσιν (Β΄ Τιμ. 2,10).
Οἱ παραπάνω προτροπὲς εἶναι ἡ πυξίδα πλεύσεως γιὰ τοὺς χριστιανούς, ἀποτελοῦν ὄχι ἀπαίτηση τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ θεραπευτικὴ ἀγωγὴ ὑγείας. Ἔτσι ἄλλωστε ἐκλαμβάνει ἡ Ἐκκλησία τὶς "ἐντολὲς" τοῦ Θεοῦ. Ὄχι ὡς πρόσταγμα στρατιωτικῆς πειθαρχίας, ἀλλὰ ὡς πρόταση ἐλεύθερης ἐπιλογῆς καὶ ἀνταπόκρισης στὴν σταδιακὴ θεραπευτικὴ ἀποκατάσταση τῆς "ὑγείας".
Ἀτυχῶς, ἡ πλειονότητα τῶν σημερινῶν χριστιανῶν σκέφτεται διαφορετικά. Ἀξιολογεῖ τοὺς ἁγίους (τῶν ὁποίων μνημονεύει καὶ ἐπαναλαμβάνει τὰ ὀνόματα ἐξ αἰτίας τῶν τόσων ναῶν τους) ὡς ξένη ὑπόθεση. Κάτι σὰν τοὺς ἡμίθεους τῆς ἀρχαιότητας. Μία ὑπόθεση, μὲ τὴν ὁποία συνήθως σχετίζεται, γιὰ νά... ζητήσει ὑγεία (τὸ μεγαλύτερο ἀγαθό!!) καλὴ πρόοδο τοῦ σπιτιοῦ καὶ τῶν παιδιῶν του, γιατί ὄχι καί... λίγα χρήματα γιὰ τὸ ἐξοχικὸ καὶ τὸ δεύτερο ἁμάξι! Δηλαδὴ μία συναλλακτικὴ καὶ εἰδωλολατρικὴ σχέση. Οἱ προσφορὲς (κεριὰ -πρόσφορα - λάδι - ἀρτοκλασίες - εἰκόνες) ἔπαψαν πλέον νὰ εἶναι ἔκφραση ἀγάπης καὶ διάθεσης καὶ ἔγιναν .. "λάδωμα" γιὰ ἐπίτευξη σκοπῶν!
Ἁγιότητα, εἶναι ἡ ὁλοκάρδια ἀποδοχὴ τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ γιὰ ὅλες τὶς φάσεις καὶ τὶς στιγμὲς τῆς ζωῆς μας. Ὅπου κι ἂν βρίσκομαι, πάντοτε στὶς διλημματικὲς ἀποφάσεις, θὰ γίνεται φανερὴ ἡ κατεύθυνση τῆς ζωῆς μου. Κάθε περιβάλλον, ἀπὸ τὸ οἰκογενειακὸ μέχρι τὸ ὅποιο ἐργασιακὸ καὶ κοινωνικό, θὰ εἶναι δοκιμασία τῆς "ἁγιότητάς" μου. Τὸ "μὴ φοβεῖσθε, τοῦ γὰρ Θεοῦ εἰμὶ ἐγὼ" (Γεν. 50, 19) θὰ μένει αἰώνιο κριτήριο τῆς ποιότητος τοῦ κάθε χριστιανοῦ.
Ἂν αὐτὴ ἡ στάση δὲν εἶναι δεκτὴ καὶ κατανοητή, εἶναι ἀκύρωση τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ καὶ ἄρνηση τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν ἦρθε ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ αὐξήσει τὶς τόσες θρησκεῖες ποὺ ὑπῆρχαν. Γιὰ νὰ καθιερώσει τυπικὰ καὶ μοτίβα ἄλλης (μιᾶς ἀκόμη) λατρείας. Ὁ Χριστὸς ἦρθε στὸν κόσμο καὶ ἔγινε ἄνθρωπος "ἵνα ζωὴν ἔχωμεν καὶ περισσὸν ἔχωμεν" (Ἰωαν. 10,10). Δηλαδή, ἢ ὁ Χριστὸς εἶναι Ζωὴ καὶ ὁ τρόπος ποὺ ὑποδεικνύει εἶναι ζωογόνος καὶ ζωοποιός, ἢ τί μὲ ἐνδιαφέρει μία ἀκόμη θρησκευτικὴ ἄποψη;!
Ὅλων τῶν ἀνθρώπων οἱ καρδιὲς θέλουν νὰ ζήσουν. Οἱ νεαροί μας τὸ γράφουν ὡς προτροπὴ καὶ στοὺς τοίχους: "κάνε κάτι περισσότερο ἀπὸ τὸ νὰ ὑπάρχεις & ΖΗΣΕ". Αὐτὸ ἀκριβῶς ἔφερε ὁ Χριστὸς γενόμενος ἄνθρωπος τὴν δυνατότητα νὰ κληρονομήσουμε αἰώνια ζωή. Ὁλόκληρο τὸ κατὰ Ἰωάννη Εὐαγγέλιο μὲ ἀπόλυτη σαφήνεια μιλάει γι΄ αὐτὴ τὴν ζωή. "Ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωὴν" (Ἰωαν. 5, 24). "Ὁ πιστεύων εἰς τὸν υἱὸν ἔχει ζωὴν αἰώνιον, ὁ δὲ ἀπειθὼν οὐκ ὄψεται ζωὴν" (Ἰωαν. 3,36).
Δὲν ὑπάρχουν δύο ζωές, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχουν "δύο Χριστοί". Ὁ Χριστὸς εἶναι ζωὴ καὶ Τὸν γνωρίζει κανεὶς καὶ Τὸν ὑπακούει ἐμπιστευόμενος τὸν λόγο Του τώρα, ὥστε νὰ ἰσχύσει τώρα, ὄχι ὅταν πεθάνει, τό: "μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν".
Ἁγιότητα, λοιπόν, εἶναι ὁ κόπος πρόσληψης τῆς Ζωῆς. Εἶναι ἡ θυσία ὑπακοῆς στὴν ζωοποιὸ ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἐγείρει "τοὺς νεκροὺς ἐκ τῶν μνημάτων τῶν παθῶν καὶ τῆς ἁμαρτίας". Εἶναι ἡ ἐλευθερία ἀπὸ τὴν αὐταπάτη τῆς ἰδιοτελοῦς ἀγάπης καὶ ἡ ἔμπονη πρόσληψη τῆς ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης τῆς θυσίας τοῦ Χρίστου. Εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Σταυροῦ, στὸν ὀποῖο καὶ μὲ τὸν ὁποῖο οἱ χριστιανοὶ σταυρώνουν τὸν "παλαιὸ ἄνθρωπο" μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες τους προκειμένου νὰ μὴ "σταυρώνουν" τοὺς συνανθρώπους τους. Εἶναι ἡ συνειδητοποίηση ὅτι ὁ Χριστὸς πέθανε "ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς" (Ἰωαν. 6,51).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου