Μ. Πέμπτη πρωί. «Μεταλαμβάνει η δούλη του Θεού…».
Χαρά αναστάσιμη στην ψυχή πού δέκα χρόνια τώρα, καθηλωμένη σ' ένα κρεβάτι, ανέβαινε το Γολγοθά της.
Συνεπαρμένος από την ύψιστη, ιερή διακονία του ο π. Κύριλλος επέστρεφε στο Ναό. Το βλέμμα του χαμηλωμένο έπεσε στο Πετραχήλι του και καθώς τα κρόσσια του έφεραν στο νου τις ψυχές του ποιμνίου του, πιο θερμή ανέβαινε στον Θεό η ικεσία του: Μνήσθητι, Κύριε…
Φοράς πετραχήλι, Πάτερ, δεν κάνω λάθος; Πετραχήλι δεν λέγεται αυτό πού φοράς;
Άγνωστη η φωνή και παράξενη η ερώτηση. Σάστισε ο Γέροντας και πριν προλάβει να γνέψει την καταφατική απάντησή του, δέχθηκε απροσδόκητα και την παράδοξη παράκληση:
- Μπορώ να εξομολογηθώ; Τώρα όμως… Σε παρακαλώ, Πάτερ, θέλω να εξομολογηθώ τώρα… εδώ… πριν πάλι το αναβάλω.
Ένα ψηλόλιγνο νεαρό παλληκάρι, με χλωμό πρόσωπο, που καθώς άρχισε να κοκκινίζει, πρόδιδε τη μεγάλη πάλη της ύπαρξής του. Μια ψυχή μετανιωμένη ζητούσε άφεση από τον Χριστό και μόνον ὁ Εξομολόγος Ιερέας μπορούσε να τη δώσει.
-Πάμε στο Ναό, παιδί μου. Δεν είναι μακριά…
Κάθισαν σε μία γωνιά και άρχισε την εξαγόρευσή του ο Πέτρος. Δεν έλεγε τι του έκαναν ή τι δεν του έκαναν οι άλλοι. Έλεγε μόνον όσα εκείνος έκανε στους άλλους… στον εαυτό του, σαν να μην υπήρχε ο Θεός κι ο νόμος Του.
Κάθε αμαρτία, φίδι φαρμακερό, έπεφτε πάνω στο πετραχήλι και νεκρωνόταν, ενώ το δηλητήριο πού είχε αφήσει στην ψυχή του, το ξέπλεναν τα άφθονα δάκρυα που κυλούσαν από τα μάτια του.
Έκλαιγε κι ο π. Κύριλλος από πόνο για τις πολλές πληγές του παιδιού που τόσο το έκαναν να υποφέρει. Έκλαιγε όμως κι από χαρά, γιατί ένα χαμένο πρόβατο βρισκόταν στην αγκαλιά του Ποιμένα Χριστού.
-Θα κοινωνήσεις την Ανάσταση, Πέτρο, είπε στο τέλος του Ι. Μυστηρίου ο Ιερέας.
-Την Ανάσταση; επανέλαβε ο νέος με φωνή πού φανέρωνε έκπληξη και φόβο και αγαλλίαση ψυχής. Ναι, το θέλω τόσο πολύ να κοινωνήσω την Ανάσταση.
Ένας ακόμη προσκεκλημένος στο Βασιλικό Δείπνο, ετοίμασε το ένδυμα της ψυχής του, για να παρακαθίσει σ' αυτό. Δοξάζοντας κι ευχαριστώντας τον Κύριο ο π. Κύριλλος βγήκε μαζί του, να τον ξεπροβοδίσει. Λίγα μέτρα πριν τον περίβολο του Ναού, βλέπει τον Γιάννη –πνευματικό του παιδί από τα μικρά του χρόνια, που τον τελευταίο χρόνο όμως δεν είχε φανεί στο Εξομολογητήρι.
-Καλή Ανάσταση, Γιάννη, φώναξε. Και με το θάρρος της πατρικής αγάπης πρόσθεσε με νόημα: Σε περιμένω…
-Τώρα; Όχι… Δεν μπορώ… όχι… είπε και εξαφανίστηκε σχεδόν τρέχοντας.
Ξαναμπήκε στο Ναό ο π. Κύριλλος. Στα αυτιά του αντηχούσε η φωνή του Γιάννη…
«Δεν μπορώ… να εξομολογηθώ, δεν θέλω.»
Κι ύστερα από λίγο του Πέτρου η φωνή: Θέλω να εξομολογηθώ τώρα…
Ύψωσε το βλέμμα του στη μεγάλη τοιχογραφία της Σταύρωσης, κοίταξε στον Εσταυρωμένο και ξέχυσε ενώπιόν Του την ιερατική του δέηση:
«Πανάγαθε Κύριε, Εσύ πού μας δημιούργησες χωρίς τη συνεργία μας, δεν μπορείς να μας σώσεις χωρίς αυτήν. Σ' ευχαριστώ, Πολυεύσπλαχνε, γιατί η θυσία Σου μαγνητίζει την ανθρώπινη θέληση και την ενισχύει να νικά τον φοβερό αντίδικό της.
Σε ικετεύω, Εσταυρωμένε, στερέωσε τα βήματα του Πέτρου στο δρόμο της μετανοίας και… περίμενε, Κύριε, του Γιάννη την επιστροφή… Μη στερήσεις την Χάρη σου από την αιχμάλωτη καρδιά του, για να ζήσει και πάλι την ελευθερία της…
Μακρόθυμε Κύριε, δόξα σοι…».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου