Ἀκόμη δὲν μπήκαμε στὴν πορεία της. Ἀκόμη ἔχομε τὶς προϋποθέσεις, ἔχομε τὶς προετοιμασίες, γιὰ ν᾽ ἀποφασίση ἡ ψυχὴ νὰ ζήση μία ζωὴ χριστιανική. Ἔχομε τώρα τὴν ἔναρξι αὐτῆς τῆς πορείας. Αὐτὴ ἡ πορεία εἶναι μία ἀνωστική, εἶναι μία ἄνω ὠθοῦσα δύναμις, ἢ καλύτερα, εἶναι μία ἐπιστροφικὴ κίνησις, εἶναι πλέον μία ἐκτίναξις τῆς ψυχῆς, τὴν ὁποία τὴν κάνει μόνη της. Πῶς, ὅταν μοῦ πεῖς κάτι ποὺ θὰ μὲ θίξη, ἀμέσως τινάζομαι καὶ ἀντιδρῶ χωρὶς νὰ τὸ σκεφθῶ; Ἔτσι καὶ ἐδῶ, εἶναι μία ἐκτίναξις τοῦ εἶναι μου. Μία στιγμιαία, μία πηγαία, μία ἐσωτερικὴ ἀντίδρασις.
. Ἡ ψυχή, ἑπομένως, πρέπει νὰ κάνη μίαν τοιαύτη ἐκτίναξι τοῦ εἶναι της. Εἶναι ἐπιστροφικὴ θὰ πῆ: νὰ ἐπιστρέψη ἐκεῖ ἀπ᾽ ὅπου ἐξῆλθε, νὰ ἐπιστρέψη εἰς τὰς χεῖρας τοῦ Θεοῦ, νὰ ἐπιστρέψη μέσα στὴν πτωχεία της. Θὰ μοῦ πεῖτε: “Πτωχὸς ἦταν ὁ ἄνθρωπος στὸν παράδεισο;”.
. Θυμηθεῖτε τὸν πρωτόπλαστο. Ἦταν πλούσιος, εἶχε τὰ σύμπαντα δικά του. Τοῦ λέγει ὁ ὄφις: “Τί σοῦ εἶπε ὁ Θεός; Νὰ κάνης ἔτσι καὶ ἔτσι, νὰ μὴ φᾶς ἀπὸ τὸν καρπὸ γιὰ νὰ γίνης θεός; Ἂν θὲς νὰ γίνης θεός, ἂν θὲς νὰ κατακτήσης τὸν ὁρίζοντα, νὰ φᾶς ἀπὸ τὸν καρπὸ αὐτόν”.
. Τοῦ δεικνύει ἕναν ἄλλο δρόμο. Ἀναγκάζεται τώρα ἡ ψυχὴ νὰ ἀναγνωρίση ὅτι εἶναι πολὺ πτωχὴ μπροστὰ στὴ σοφία ἑνὸς ὄφεως καὶ τρώγει, γιὰ νὰ γίνη πλουσία, γιὰ νὰ γίνη θεός! Εἰς τὴν θέσι αὐτὴν βρίσκεται τώρα καὶ ἡ δική μας ψυχή, μόλις ἔφαγε τὸν καρπό, μόλις κατάλαβε ὅτι ἔτρωγε τὸν καρπό. Θὰ πρέπει, λοιπόν, τώρα ἡ ψυχὴ νὰ ἐπιστρέψη εἰς τὴν προτέρα πτωχεία της. Δηλαδὴ ἐκεῖ ποὺ ἐνόμιζε ὅτι ἦταν πτωχεία, νὰ καταλάβη ὅτι ἡ πτωχεία της ἦταν ἡ ὀμορφιά της, ἦταν ἡ θεότητά της, ἦταν ὁ προθάλαμος γιὰ τὸν οὐρανό. Θὰ κάνει ἐπιστροφικὴ κίνηση. Ἂς τὸ πῶ διαφορετικά: θὰ κάνει μίαν κυκλικὴ κίνησι.
. Τί σημαίνει κυκλική; Γιατί λέγω κυκλική; Μία κίνησις μπορεῖ νὰ εἶναι εὐθεία. Μία εὐθεία ὅμως εἶναι μὲν ταχυτέρα πάσης ὁδοῦ, ἀλλὰ σὲ ἀπομακρύνει. Μπορεῖ ἐπίσης νὰ εἶναι μία τεθλασμένη κίνησις. Μπορεῖ νὰ εἶναι μία κυκλική, ποὺ σὲ φέρνει πάλι στὸν ἑαυτό σου. Σὲ κυκλώνει. Ὁπότε ἡ κίνησις αὐτὴ ἡ κυκλική, ἀφ᾽ ἑνὸς μὲν ἔχει τὴν τάσι τῆς ψυχῆς πρὸς τὰ ἔξω, ἀφ᾽ ἑτέρου ὅμως σὲ ἐπαναφέρει πάλι σὲ σένα.
. Ἑπομένως, ἔχομε τὴν κίνησι τῆς ἐπιστροφῆς, τῆς ἀπωθήσεώς μας, γιὰ νὰ ξαναπᾶμε ἐκεῖ ἀπ᾽ ὅπου εἴχαμε ἐκτιναχθῆ, καὶ γι᾽ αὐτὸ εἴμεθα πάλι μέσα στὸν ἑαυτόν μας. Δὲν ξεφεύγομε ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μας. Ὅπως εἶναι ἡ ἀπώθησις, ποὺ λέγαμε προηγουμένως, ὅπως εἶναι ὑποκατάστασις ὅλα ἐκεῖνα τὰ μέσα ποὺ χρησιμοποιοῦμε, ὅπως εἶναι ἡ ἔνδυσις δι᾽ ἄλλων πραγμάτων: τῆς σοφίας, τῆς δυνάμεως, τῆς γνώσεως, τῶν σχεδίων μας, τῆς ἀρετῆς μας. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἐπικαλύμματα, εἶναι φυγὴ ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μας.
. Ἡ κυκλικότης μᾶς κρατάει μέσα στὸ πλαίσιο τοῦ Θεοῦ καὶ ταυτόχρονα εἴμεθα πάλι μέσα στὴν δική μας τὴν ζωή. Γι᾽ αὐτὸ τὴν ὀνόμασα ἐπιστρεπτική, διότι μᾶς ἐπιστρέφει. Καὶ κυκλική, διότι μένομε στὸν πραγματικὸ ἑαυτόν μας, μένομε στὸ δικό μας τὸ εἶναι.
. Ἀρχίζομε ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει. Ἡ ψυχὴ μένει καθ᾽ ἑαυτήν. Μένει – προσέξτε – μόνη της, χωρὶς τὸν Θεόν. Ὅταν κάνης κυκλικὴ στροφή, ἔχεις τὴν τάσι νὰ φύγης πρὸς τὰ ἔξω – φυγόκεντρος κίνησις -, ἀπὸ ἐκεῖ ἀπ᾽ ὅπου εἶχες ἐκτιναχθεῖ. Τελικῶς, ὅμως ἐπειδὴ εἶσαι γερὰ δεμένος, παραμένεις ἐκεῖ πάλι, γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτόν σου. Αὐτὸ μᾶς ἐνδιαφέρει: μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεόν, νὰ μείνω μὲ τὸν ἑαυτόν μου, γιὰ νὰ ἰδῶ τὴν γύμνωσίν μου, τὴν ὁποίαν, ὅπως λέγαμε, πρέπει νὰ κατανοήσω προηγουμένως.
Αὐτὴ τώρα ἡ τάσις τῆς ἐπαναστροφῆς στὸν ἑαυτόν μου, αὐτὴ ἡ ἐπιστρεπτικὴ κίνησις, αὐτὴ ἡ κυκλικὴ κίνησις, αὐτὴ ἡ πορεία τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς γυμνότητός μου, ἂς τὸ ποῦμε ἔτσι, μοῦ δημιουργεῖ μίαν ἄλλη τάσι: τὴν τάσι τῆς φυγῆς. Δηλαδὴ ὅταν στέκομαι στὸν ἑαυτόν μου, θέλω νὰ τὸν περιποιηθῶ πλέον, νὰ ἀπασχοληθῶ μαζί του. Ποῦ ἀπασχολεῖσαι καλύτερα, μέσα στὸν θόρυβο ἢ μέσα στὴν ἡσυχία; Ὅταν σὲ κοιτάζουν ὅλα τὰ μάτια ἢ ὅταν εἶσαι μόνος σου; Προφανῶς μέσα στὴν ἀπομόνωσι.
. Ἡ ψυχή, λοιπόν, ἡ ὁποία φθάνει στὸ στάδιο αὐτὸ καὶ ἐπιθυμεῖ τὴν ἐπιστροφὴ διὰ μιᾶς φυγῆς, ἔχει μίαν ἰσχυρὰ τάσι πρὸς τὴν φυγή. Ἔχει μίαν ἰσχυρὰ ἕλξι ἀπὸ ἕναν ἄλλον πόλο.
. Ἡ φυγὴ αὐτὴ μᾶς πάει στὸ χαρακτηριστικὸ τῆς ξενιτείας. Γιὰ νὰ φύγω ἀπὸ ἐδῶ μέσα, πρέπει νὰ σᾶς ξεχάσω, νὰ γίνω ξένος ἀπὸ ἐσᾶς. Ὁπότε τὸ αἴσθημα, ἡ ἕλξις, ἡ διάθεσις, ἡ ροπή, ἡ τάσις τῆς φυγῆς μᾶς φέρνουν στὴν ἀνάγκη τῆς ξενιτείας, διότι δὲν γίνεται ἄνευ ξενιτείας, ὅπως ἀντιλαμβάνεσθε καμία φυγή. Ἡ αἴσθησις, ἡ ἀνάγκη, ἡ τάσις πάλι τῆς ξενιτείας θὰ μὲ ὁδηγήση στὴν αἴσθησι τῆς μονώσεως. Τῆς μονώσεως ὄχι τῆς ψυχικῆς ἀλλὰ τῆς πραγματικῆς, τῆς πνευματικῆς. Διότι ἡ ψυχικὴ ἀπομόνωσις εἶναι πλασματικὴ ἀπομόνωσις.
. Ὅταν εἶμαι στὴν ψυχικὴ ἀπομόνωσι, λέγω ὅτι κανεὶς δὲν μὲ ἀγαπᾶ, κανεὶς δὲν μὲ σκέπτεται, κανεὶς δὲν μὲ προσέχει κτλ. Εἴμαστε ὅλοι μαζὶ καὶ ἐσὺ σκέπτεσαι: “Εἶδες; Καθόλου δὲν κοίταξε ἐμένα. Ἐνῶ κοιτοῦσε συνεχῶς τὶς ἄλλες”. Ψυχικὴ ἀπομόνωσις. Εἶναι μία κατάστασις, εἶναι μία ψευτιά, εἶναι μία ψευδαίσθησις. Μὲ ψευδαισθήσεις δὲν μπορεῖ νὰ τραφεῖ ἡ ψυχή. Διότι ἡ ψευτιὰ εἶναι πάλι μία ἀπόκρυψις τοῦ πραγματικοῦ μας ἑαυτοῦ. Εἶναι ἕνα φύλλον συκῆς.
. Ἡ πραγματικὴ ἀπομόνωσις εἶναι ἡ πνευματική, μόνος ἐγὼ μὲ μόνον τὸν Θεόν. Παύεις νὰ ἔχης γιὰ μένα ἐσὺ σημασία. Μὰ δὲν μὲ ἐνδιαφέρει, ἂν δὲν μὲ σκέπτεσαι, ἂν μὲ ἀγαπᾶς. Δὲν μὲ ἐνδιαφέρει κἂν ἂν ὑπάρχεις πλάι μου ἐσύ. Μὲ ἐνδιαφέρει μόνον ὁ ἐαυτός μου, ὄχι μὲ τὴν ἔννοια ποὺ λέγαμε στὴν ἀρχή, ἀλλὰ μὲ τὴν ἔννοια τὴν πραγματική: γιὰ νὰ ἀνακαλύψω τὴν γυμνότητά μου.
. Ἐγὼ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἐγὼ καὶ σύ, Θεέ μου. Ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐπιτύχω αὐτὴν τὴν πραγματικὴ ἀπομόνωσι, ποὺ εἶναι βασικὸ στοιχεῖο πνευματικῆς ζωῆς – δὲν μπορῶ νὰ γίνω ἅγιος, ἅμα δὲν γίνω μόνος, ἀπομονωμένος – , πρέπει νὰ κάνω μίαν φυγή, πρέπει νὰ πετύχω τὴν ἀποξένωσι, ὅπως λέγαμε προηγουμένως, τὴν ξενιτεία. Ὁ σκοπός μας εἶναι νὰ γνωρίσω τὸν Θεὸν καὶ νὰ μείνω μόνο μόνῳ τῷ Θεῷ. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν εἶναι κάτι τὸ εὔκολο, διότι ἔχομε μάθει νὰ ζῶμεν μὲ αἰσθήσεις σωματικὲς καὶ πρέπει τώρα νὰ ζῶμεν καὶ νὰ νοιώθωμε μὲ αἰσθήσεις νοερές, πνευματικές. Αὐτὸ γιὰ νὰ γίνη, γιὰ νὰ γίνη δηλαδὴ μία μετάνοια, μία ἀνακαίνισις, ἕνα ξανακαινούργωμα, μία πέρα γιὰ πέρα ἀλλαγὴ μέσα στὴν ψυχή μου, ἐγὼ ὁ ἴδιος νὰ γίνω κάτι τὸ ἄλλο, ἕνα καινὸν πράγμα, πρέπει νὰ νοιώσω τὸν Θεόν.
. Ὅταν λέμε τώρα – προσέξτε – φυγή, εἴπαμε ὅτι ἡ φυγὴ αὐτὴ εἶναι κάτι τὸ οὐσιαστικό, δὲν εἶναι κάτι τὸ τοπικό. Ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος ἐπειδὴ εἶναι αἰσθητός, ἔχει καὶ τὴν τάσι τῆς αἰσθητῆς φυγῆς, διότι νοιώθει ὅτι, ὅταν τὸν βλέπουν, ὅταν γίνεται θόρυβος, ὅταν εἶναι μὲ ἄλλους, εἶναι πιὸ δύσκολο νὰ νοιώση μόνος. Ὁπότε, ἀφοῦ εἶναι αὐτὸ πιὸ εὔκολο στὴν ἀπομόνωσι τὴν τοπική, μέσα στὴν ἐρημία, θὰ πεῖ: “Διατὶ οὐχὶ μᾶλλον ἀναχωρῶ διὰ τὴν ἐρημίαν καὶ ἡσυχίαν; Διατί, λοιπόν, ἀφοῦ εἶναι πιὸ εὔκολο ἐκεῖ, νὰ μὴν πάω εἰς τὴν ἡσυχίαν;”. Ἐντεῦθεν ἡ τάσις τῆς μοναστικῆς ζωῆς, ποὺ ἔρχεται τόσο αὐθόρμητα σὲ μίαν ψυχή, ὅταν σκεφθῆ τὸν Θεόν.
. Συνήθως τὴν τάσι πρὸς τὴν ἐρημία τὴν θεωροῦν οἱ ἄνθρωποι σὰν κάτι τὸ ἐπικίνδυνο, διότι μπορεῖ νὰ παραπλανηθῆ ὁ ἄνθρωπος καὶ νὰ θρέψη μέσα του ἰδέες φανταστικὲς καὶ πράγματα ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὰ κάνη. Τίποτε. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν θὰ σκεφθῆ τὴν φυγὴ κάποτε, ἀκόμη καὶ μὲ τὴν εἰδικὴ ἔννοια τοῦ μοναχισμοῦ, σημαίνει ἢ ὅτι εἶναι ἄρρωστος ἢ ὅτι οὐδέποτε οὐσιαστικὰ ἀπησχολήθη μὲ τὴν ψυχή του. Κάποιος ποὺ θὰ ἀπασχοληθῆ ἔστω καὶ ἐπὶ πέντε λεπτὰ μὲ τὸν Θεόν, νὰ εἶσθε βέβαιες ὅτι τὸ πιὸ πολὺ διάστημα τῶν πέντε λεπτῶν θὰ εἶναι σκέψεις νὰ πάη στὸ μοναστήρι. Ἔτσι εἶναι. Εἶναι ἡ ψυχὴ ποὺ σκέπτεται, εἴπαμε, τὸν ἑαυτόν της, ἀγαπᾶ τὴν ἄνεσί της καὶ ἐκεῖ εὑρίσκει τὴν ἄνεσί της νὰ ἐπικοινωνήση μὲ Αὐτὸν τὸν ὁποῖον ζητεῖ, ποὺ θέλει νὰ τὸν ἀνακαλύψη, τὸν Θεὸν δηλαδή.
. Τελικῶς, μπορεῖ νὰ ἀρνηθῆ αὐτὴν τὴν φυγὴ τὴν τοπική. Δὲν θὰ ἀρνηθεῖ ὅμως, ἐφ᾽ ὅσον θὰ συνεχίση νὰ ζῆ ζωὴ ἀνάγουσα ἑαυτήν, δὲν θὰ ἀποφύγει τὴν φυγὴ τὴν οὐσιαστική, τὴν φυγὴ τὴν τροπική, τὴν φυγὴ τὴν βιοτική.
Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ (Σιμωνοπετρίτου),
«Ζωὴ ἐν πνεύματι» [Κατηχήσεις καὶ λόγοι -2]
ἐκδ. «Ὀρμύλια» 2003, σελ. 17 ἑπ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου