Ἐπιμέλεια κειμένου: Χριστόδουλος Ἠλιάδης
Ὁ ἀββᾶς Μακάριος περπατοῦσε κάποτε στὴν
ἔρημο, καὶ βρῆκε ἕνα κρανίο νεκροῦ πεταμένο στὸ ἔδαφος καὶ ὅταν τὸ
κούνησε μὲ τὴν ράβδο του, τοῦ μίλησε τὸ κρανίο καὶ ὁ Ἅγιος του
ἀπάντησε...
- Ἐγὼ ἤμουν ἀρχιερέας τῶν εἰδώλων καὶ
τῶν εἰδωλολατρῶν ποὺ ἀπέμειναν σὲ αὐτὸν τὸν τόπο. Ἐσὺ δὲν εἶσαι ὁ
Μακάριος ὁ πνευματοφόρος, ποὺ ὅποια ὥρα σπλαγχνισθεῖς τοὺς εὑρισκόμενους
στὴν κόλαση καὶ εὐχηθεῖς γιὰ αὐτούς, ἀνακουφίζονται λίγο;
- Ποιὰ εἶναι ἡ ἀνακούφιση καὶ ποιὰ ἡ τιμωρία;
- Ὅσο ἀπέχει ὁ οὐρανὸς ἀπὸ τὴ γῆ, τόσο
εἶναι τὸ πῦρ ἀπὸ κάτω μας, ἐνῶ στεκόμαστε μέσα στὸ πῦρ ἀπὸ τὰ ποδιὰ ἕως
τὸ κεφάλι καὶ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ δεῖ κανεὶς τὸν ἄλλον πρόσωπο μὲ
πρόσωπο, ἀλλὰ τὸ πρόσωπο τοῦ καθενὸς εἶναι κολλημένο πρὸς τὴν πλάτη τοῦ
ἄλλου. Ὅταν λοιπὸν ἐσὺ εὔχεσαι γιὰ μᾶς, τότε βλέπει κανεὶς λίγο το πρόσωπο τοῦ ἄλλου. Αυτή εἶναι ἡ ἀνακούφιση.