Λοιπόν; Θὰ μπορέσει ἡ ψυχὴ νὰ νοιώσει αὐτὴ τὴν ἁμαρτία; Δὲν μπορῶ νὰ σοῦ πῶ: “Νοιῶσε τὴν ἁμαρτία!”. Δὲν μπορῶ νὰ σοῦ τὸ ἐπιτάξω. Εἶναι μία ἐνέργεια, ἕνα διάβημα τῆς ἴδιας τῆς ψυχῆς. Ἂν ἡ ψυχὴ δὲν καταλάβη, ἂν ἡ ψυχὴ δὲν τὸ χωρέση, ἂν ἡ ψυχὴ δὲν θελήση νὰ τὸ καταλάβει, οὐδεμία δύναμις ὑπάρχει, οὔτε καὶ ὁ Θεὸς ἀκόμη, ποὺ νὰ μπορῆ νὰ τὴν κάνη νὰ τὸ νοιώση. Μπορεῖ νὰ ἐξομολογῆται, μπορεῖ νὰ διαβάζη, μπορεῖ νὰ προσεύχεται, μπορεῖ νὰ χύνη δάκρυα, εἶναι δυνατὸν ὅμως ὅλα αὐτὰ νὰ γίνωνται χωρὶς καμία αἴσθησι τῆς ἁμαρτίας.
. Ὅταν θὰ ἀποκτήση ἡ ψυχὴ τὴν αἴσθησι αὐτὴν τῆς γυμνότητος καὶ θὰ πεῖ: “Γυμνὸς εἶμαι, πρέπει νὰ ντυθῶ”, τότε ἔρχεται μέσα ἡ ἀνάγκη τῆς μετάνοιας, δηλαδὴ τοῦ ντυσίματος. Ἀλλά, γιὰ νὰ φθάσωμε στὴν μετάνοια, εἶναι ἕνα πρόβλημα ἄλλο. Ἄλλο εἶμαι γυμνὸς καὶ ἄλλο ἑτοιμάζω φόρεμα νὰ φορέσω. Πόρρω ἀπέχουν τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο.
. Ἡ ὥρα ποὺ θὰ αἰσθανθῶ – ἡ ὥρα αὐτὴ μπορεῖ νὰ εἶναι χρόνια, μπορεῖ νὰ εἶναι στιγμὴ – ὅτι εἶμαι γυμνός, εἶναι ἡ πιὸ κρίσιμη καμπὴ τῆς ζωῆς μου, διότι ἕνα ἀπὸ τὰ δύο θὰ γίνει: ἢ θὰ σηκωθῶ καὶ θὰ ντυθῶ, ἢ θὰ μείνω γυμνός. Δηλαδή, ἢ θὰ συνεχίσω καὶ θὰ παρουσιασθῶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γυμνὸς καὶ θὰ πῶ “ἥμαρτον”, ἢ θὰ κάνω ὅ,τι ἔκανε ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα: θὰ κρυφθῶ. Καὶ ὅταν θὰ πῆ ὁ Θεός: “Ἀδὰμ ποῦ εἶ;”, θὰ πῶ: “Κρύφθηκα, γιατί ἤμουν γυμνός”. Καὶ ὅταν θὰ παρουσιασθῶ ἐνώπιόν του, θὰ δῆ τὰ φύλλα τῆς συκῆς.
. Πῶς μπορεῖ νὰ γίνη αὐτὸ τὸ κρύψιμο; Αὐτὸ τὸ κρύψιμο μπορεῖ νὰ γίνη μὲ χίλιους δύο τρόπους, π.χ. μία στάσις μειονεκτική. Εἶναι φοβερό, ὅταν ἀνακαλύψω ὅτι εἶμαι ἕνα τίποτε. Ξέρεις, ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ νόμιζες ὅτι εἶσαι σπουδαῖος καὶ μεγάλος, ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ σὲ προσκυνοῦσαν οἱ ἄνθρωποι, ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ νόμιζες ὅτι φθάνεις τὰ οὐράνια, ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ ἤσουν ὁ ταλαντοῦχος, ὁ ὑπέροχος, ὁ ὄμορφος, ὁ χαριτωμένος, δὲν ξέρω τί, νὰ ἀναγνωρίσης ὅτι εἶσαι γυμνός, ὅτι εἶσαι ἕνα τίποτε. Θέλει δύναμι γιὰ νὰ τὸ παραδεχθῆς αὐτό. Θέλει πολλὴ δύναμι. Μὰ δὲν μποροῦμε νὰ παραδεχθοῦμε οὔτε μίαν ἀσχήμια ποὺ ἔχομε, δὲν παραδεχόμεθα ἕνα ἐλάττωμα, μίαν ἀποτυχία μας, ἕνα σφάλμα μας, ἕνα συγκεκριμένο ἁμάρτημα, τὸ ὁποῖο κάνομε καὶ τὸ καλύπτομε μὲ ἕνα ψέμα, ἐν συνεχείᾳ τὸ ψέμα μὲ ἕνα δεύτερο ψέμα, μὲ ἕνα τρίτο ψέμα. Μπορεῖ λοιπόν, νὰ εἶναι μία μειονεκτικὴ στάσις καὶ ἀντιμετώπισις, μία ἀδυναμία νὰ ὁμολογήσω τὴν γυμνότητά μου, μπορεῖ νὰ εἶναι μία δικαιολόγησις, μπορεῖ νὰ εἶναι μία ἐπικάλυψις μὲ κάτι ἄλλο. Νὰ πῶ ἕνα παράδειγμα, τὸ ὁποῖο θὰ εἶναι ἐξωτερικό. Δὲν μπορῶ νὰ πῶ κάτι τὸ ἐσωτερικό, διότι αὐτὸ εἶναι κάτι τὸ πολὺ βαθύ. Σὲ σηκώνει ἡ καθηγήτριά σου γιὰ μάθημα καὶ σὲ γιουχαΐζουν οἱ συμμαθήτριες, διότι δὲν λὲς τίποτε. Σηκώνεσαι ἀπὸ τὸ μάθημα, φεύγεις ἀμέσως, πηγαίνεις στὸ σπίτι σου, στέκεσαι ἐνώπιον τοῦ καθρέπτου, ἑτοιμάζεσαι, μακιγιαρίζεσαι… Μὰ δὲν εἶναι κανείς, δὲν σὲ βλέπει κανείς! Ναί, μὰ τὴν ὥρα ἐκείνη μπροστὰ στὸν καθρέπτη ποὺ εἶσαι μόνη σου, ὁ ἐαυτός σου ποὺ εἶναι τὸ πᾶν γιὰ σένα πληροφορεῖται ὅτι “ἐγώ, ποὺ μὲ γιουχάισαν, ἐγὼ εἶμαι τόσο ὄμορφη!”. Μπῆκε ἀμέσως τὸ ἀντιστάθμισμα στὴν ἀδυναμία μου, τὴν ὁποίαν μοῦ ἀπεκάλυψαν ἡ καθηγήτριά μου καὶ οἱ συμμαθήτριές μου. Τὴν ὥρα ἐκείνη, ποὺ στέκομαι στὸν καθρέπτη, δὲν στέκομαι στὴν γυμνότητά μου, στὴν ἀδυναμία μου νὰ πῶ μάθημα, ἀλλὰ στέκομαι στὸ προσόν μου, στὴν ὀμορφιά μου τὴν τεχνητή, τὴν μακιγιαρισμένη ἢ τὴν ἀληθινὴ ἐξωτερική. Μπορεῖ νὰ εἶναι ὀμορφιὰ καὶ ψυχική, μπορεῖ νὰ εἶναι διανοητική, πνευματική, ὅπως λέμε σήμερα ἐμεῖς, δὲν παίζει ρόλο. Πάντως εἶναι ἕνα ὑποκατάστατο αὐτῆς μου τῆς γυμνότητος.
. Μπορεῖ ἀκόμη νὰ εἶναι ἕνα κρύψιμο ἀπὸ ἐμένα τὸν ἴδιο. Δηλαδή, ἐνῶ εἶμαι γυμνός, νὰ ζῶ σὰν νὰ μὴν εἶμαι γυμνὸς καὶ νὰ ἔχω μία διπλὴ ζωή. Ἢ μπορεῖ νὰ ἀρνοῦμαι νὰ προχωρήσω ὡσὰν νὰ μὴν ἤμουν γυμνός. Αὐτὸ εἶναι πολὺ φοβερότερο. Αὐτὸ εἶναι μία ἀπώθησις, μία ἀπώθησις μίας τραγικῆς πραγματικότητος, ποὺ θὰ μὲ ὁδηγήση κάποτε σὲ ἕνα τραγικὸ ἀποτέλεσμα.
. Γεμάτη ἡ ζωὴ ἀπὸ τέτοιους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι τὸ ξέρουν ὅτι εἶναι ἁμαρτωλοί, ὅτι εἶναι γυμνοὶ καὶ βαδίζουν πολλάκις διαπράττοντας ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα μισοῦν καὶ τὰ ὁποῖα σιχαίνονται καὶ τὰ ὁποῖα ξέρουν πὼς εἶναι κατώτερα, καὶ οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν πὼς πρέπει νὰ ξεπεράσουν αὐτὴν τὴν κραυγὴ τῆς συνειδήσεώς τους, ποὺ τοὺς εἶναι κάτι τὸ φοβερό.
Τὸ ἄλλο ποὺ θὰ μπορεῖ νὰ κάνη ἡ ψυχὴ εἶναι νὰ παραδεχθῆ καὶ νὰ πῆ: “Ἐγὼ θὰ μεριμνήσω γιὰ τὴν γυμνότητά μου. Ἐγὼ θὰ ἀναγγείλω τὴν ἁμαρτία μου, θὰ ὁμολογήσω τὴν ἁμαρτία μου, τὴν γυμνότητά μου. Καὶ ὅπως εἶμαι γυμνός, ἔτσι θὰ παρουσιασθῶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Θὰ τοῦ πῶ: “Ντύσε μὲ Σύ”. Αὐτὸ χρειάζεται, καταλαβαίνετε, πάρα πολὺ μεγάλη δύναμι. Χρειάζεται μίαν αὐθεντικότητα ἐσωτερική, γιὰ νὰ μπορέσω νὰ βγῶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ σὰν νὰ μὴν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο. Ποιό θὰ εἶναι τὸ μέτρο, τὸ ὁποῖο θὰ μὲ πάει ἀπὸ ἐδῶ ἢ ἀπὸ ἐκεῖ; Αὐτὸ ποὺ τὸ ὀνομάζουμε ἐγωισμός. Ὄχι ἐγωισμὸς μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἁμαρτίας ἀλλὰ μὲ τὴν ἔννοια τῆς πλάστιγγος, αὐτῆς τῆς ζυγαριᾶς ποὺ εἶναι μέσα μας καὶ ποὺ λέγεται ἐγώ.
. Θυμηθῆτε τὸν ἅγιο τῆς Ἰππῶνος, τὸν ἱερὸ Αὐγουστίνο. Πόσα χρόνια ὑπέφερε καὶ ἤθελε νὰ μετανοήση! Γιατί; Ἐρχόταν σὲ σύγκρουσι μὲ τὸ ἐγώ του. Πότε ἔβαζε τὸ ἐγὼ μπροστὰ στὴ φιλοσοφία. Ἡ φιλοσοφία τοῦ ἔκλεινε τὸ δρόμο. Πότε ἔμπαινε μπροστὰ ἡ αἵρεσις, ὅπως ὁ Μανιχαϊσμός, σὰν γνῶσις. Ἡ γνῶσις ἔμπαινε μπροστά, γινόταν ἕνα κάλυμμα, ποὺ τοῦ σκέπαζε τὴν γυμνότητα. Ὅταν ἔσκυψε, ὅταν ταπεινώθηκε, τότε βαπτίσθηκε μαζὶ μὲ τὸ νέο παιδί του. Τότε ἀπεκάλυψε τὴν γυμνότητά του καὶ τότε ἐνεδύθη τὸ ἔνδυμα τῆς δικαιοσύνης, ποὺ τοῦ ἐφόρεσε ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Κατόπιν, βλέπετε, ἔγινε καὶ ἐπίσκοπος!
. Εἶναι, λοιπόν, αὐτὴ ἡ πλάστιγγα αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἐμεῖς τὸ λέγομε ἐσωτερικὴ διάθεσις. Ἡ διάθεσις, τὸ ὑπομόχλιο αὐτό, εἶναι τὸ ἐγώ μου. Πάνω σὲ αὐτὸ στηρίζομαι. Τί θὰ θελήση τὸ ἐγώ; Νὰ στηρίξη τὸν ἑαυτό μου ἢ νὰ ἀρνηθῆ τὸν ἑαυτό του, τὸ “ἀπαρνησάσθω”, ποὺ λέγει ὁ Χριστός; Εἶναι ἡ στιγμὴ ποὺ θὰ ἀπαρνηθῶ ἢ θὰ δεχθῶ τὸν ἑαυτό μου, τὸν κατώτερο ἑαυτό μου.
. Λοιπόν, ἢ γυμνὸς ἢ θὰ ράψω φύλλα συκῆς. Ἐὰν θὰ μείνω γυμνὸς – προσέξτε νὰ δεῖτε -, ὅταν θὰ παρουσιασθῶ γυμνὸς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, τότε ἀρχίζει ἕνα τρίτο στάδιο τῆς πορείας τῆς ψυχῆς.
Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ (Σιμωνοπετρίτου),«Ζωὴ ἐν πνεύματι» [Κατηχήσεις καὶ λόγοι -2]
ἐκδ. «Ὀρμύλια» 2003, σελ. 17 ἑπ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου