Στήν Σκήτη τής Αγίας Άννης κάπου ψηλά είχε τήν Καλύβη του ένας Πνευματικός. Πνευματικός κι αύτός, αλλά χωρίς τήν πείρα και τήν διάκρισι τού παπα-Σάββα. Στο έξομολογητήριό του κατέφθασε κάποια φορά ενας βαρειά, πολύ βαρειά αμαρτωλός. Άλλος μέ τόσα μεγάλα κρίματα δέν τού ξανάτυχε.
Εκείνος, σωστός κάλαμος συντετριμμένος, άρχισε τήν έξαγόρευσι. Ο Πνευματικός καθώς τόν άκουγε κυριεύθηκε από φρίκη. Αναταράχθηκαν τά σωθικά του. «Θεέ μου! Πώ, πώ,φρικαλεότητες! Τί ακούω! Τί σατανας είναι τούτος»!
Δέν πρόλαβε ο δυστυχής ν’ άποτελειώση και ο Πνευματικός γεμάτος ταραχή:
—Σταμάτησε, τού λέει εχωφρίξει. Θάχάσωτό μυαλό μου. Δέν είναι άνθρώπινες αμαρτίες αυτές. Σατανικές είναι. Φύγε. Ή συγχώρησι σού έλειψε! Φύγε. Δέν μπορώ άλλο νά σέ άκούω. Φύγε.
Τό μόνο πού τού είχε άπομείνει στον κόσμο ήταν τό έλεος τού Θεού, άφού όμως και ή πόρτα αυτή έκλεισε, δέν τού άπέμενε τίποτε. Άντικρύζοντας κάτω τήν θάλασσα σκεπτόταν τήν μόνη λύσι: Νά όρμήση δηλαδή νά πνιγή. Νά θέση τέρμα στις τραγωδίες του.
Ο Θεός όμως είναι μεγάλος. Στήν κατάστασι αυτή τόν είδε κάποιος Άγιαννανίτης, πού έτυχε νά είναι και γνώριμος.
—”Ε! τί συμβαίνει; Πώς είσαι έτσι; Τί έχεις;
Εκείνος δέν μιλούσε.
—”Ε! τί έπαθες; Γιατί δέν μιλάς;
Μέ τά πολλά κατώρθωσε νά μάθη τά καθέκαστα. Στενοχωρήθηκε, πικράθηκε ή ψυχή του. Πώς νά τόν βοηθήση; Σκέφθηκε πώς μία μόνο λύσις άπέμενε, νά τόν οδηγήση πάση θυσία στον παπα-Σάββα. Κουράσθηκε πολύ, άλλά στο τέλος νίκησε.
Σάν τόν άντίκρυσε ο παπα-Σάββας κατάλαβε όλο του τό δραμα. Ο αδελφός μου σκέφθηκε βρίσκεται στήν άβυσσο. Γιά νά τόν άνεβάσω χρειάζεται νά κατεβώ κι’ εγώ ώς εκεί.
— Πνευματικέ, υπάρχει γιά μένα σωτηρία;
— Γιά σένα, αδελφέ μου; Γιά όλους ύπάρχει σωτηρία. Ή ευσπλαγχνία τού Θεού είναι πιο πλατειά από τόν ουρανό καί πιο βαθειά από τήν άβυσσο.
— Μπά! Γιά μένα τόν αμαρτωλό δέν ύπάρχει σωτηρία. Αδύνατον. Δέν υπάρχει γιά μένα.
— Γιά σένα; Αστείο. Άφού, νά σκεφθής, ύπήρξε γιά μένα σωτηρία.
— Καί τί άμαρτίες έκανες έσύ;
— Μεγάλες, πολύ μεγάλες άμαρτίες.
— Τί μεγάλες! Ποιος μπορεί νά έχη φταίξει στον Θεόν σάν έμένα τόν ταλαίπωρο!
— Καί όμως! Νά, κάποτε δέν πρόσεξα, παρασύρθηκα κι’ έπεσα στήν έξης αμαρτία.
Καί ανέφερε έδώ ο παπα-Σάββας κάποια σοβαρή άμαρτία. Ο άλλος τότε σάν νά ζωντάνεψε. Πήρε θάρρος.
—Ά! Πνευματικέ μου, τήν άμαρτία αύτή έτσι άκριβώς τήν έχω κάνει κι’ εγώ.
— Κι’ έσύ; Μήν άνησυχής. Ο Θεός θά σέ συγχωρήση. Άρκεί πού τό ώμολόγησες.
Ο παπα-Σάββας προχώρησε μέ τόν ίδιο τρόπο. Τό τέχνασμα πέτυχε απόλυτα. Ξεθάρρεψε ο δυστυχής καί παρουσίασε μέ κάθε ειλικρίνεια όλο τόν θλιβερό κατάλογο των έγκλημάτων του. Τού έδινε κουράγιο ή ιδέα πώς καί ο Πνευματικός ήταν όμοιός του.
—Έγώ, τού λέει στό τέλος ο παπα-Σάββας, μετανόησα καί έκλαψα πικρά. Έχω δύο χρόνια τώρα πού άλλαξα ζωή. Μού έβαλαν κανόνα νά γίνω Πνευματικός. Τό έκανα κι’ αυτό. Έκανα ελεημοσύνες. Έκανα νηστείες. “Εγινα άλλος άνθρωπος.
—Κι’ έγώ, Πνευματικέ μου, μετανοώ μ’ όλη μου τήν ψυχή. Και νηστείες και ό,τι άλλο μου πής θά τό εφαρμόσω.
—Άφού αποφασίζεις ν’ άλλάξης ζωή, σκύψε νά σού διαβάσω τήν συγχωρητική ευχή, νά σού έξαλείψη ο Θεός όλες τις άμαρτίες
“Επειτα από λίγο ένας άνθρωπος φτερούγιζε από χαρά, γιατί πέταξε από πάνω του δυσβάσταχτα φορτία. Συναντώντας στήν Αγία Άννα τόν γνωστό του:
— Μ’ έσωσες, τού λέει. Έγινα άλλος άνθρωπος.
— Νά δοξάζης τόν Θεόν.
— Καλός Πνευματικός. Καλός. Πονετικός. Μόνο πού ο καημένος έκανε στήν ζωή του χειρότερα από μένα.
Ο άλλος πού μπήκε άμέσως στό νόημα:
— Χειρότερα από σένα; Νά γελάσω λίγο! Αυτός, Χριστιανέ μου, ζή από μικρός στό Άγιον “Ορος και είναι σωστός άγγελος. Γι’ αυτό άξιώθηκε νά γίνη και Ιερεύς.
Ο άλλος έμεινε άναυδος. Τί συνέβαινε; Μέ τις εξηγήσεις όμως πού τού έγιναν κατάλαβε τό τέχνασμα της άγάπης. Δοκίμασε μεγάλη έκπληξι. Πράγματι έπειτα από τό πλήγμα πού τού έφερε ο προηγούμενος Πνευματικός, δέν υπήρχε άλλος τρόπος νά σωθή από τό χείλος της άβύσσου. Και από τήν στιγμή αυτή κορυφώθηκε μέσα του ένας άπέραντος θαυμασμός και μία άπεριόριστη άγάπη γιά τόν υπέροχο αυτόν ιατρό και θεραπευτή τών ψυχών.
Μερικοί Αγιορείτες, άς τό σημειώσουμε κι’ αυτό, δέν συμφωνούσαν μέ τούτα τά τεχνάσματα τού Πνευματικού. Δέν είχαν όμως δίκηο, γιατί ο παπα-Σάββας, διακριτικός, διακριτικώτατος όπως ήταν, έγνώριζε πώς και πότε και πόσο και σέ ποιές περιπτώσεις νά τά χρησιμοποιή, χωρίς νά προκύπτη ή παραμικρή βλάβη, τό ελάχιστο σκάνδαλο.
Συνταγές θεραπευτικές
Ήξερε πολύ καλά ο παπα-Σάββας πότε θά φαινόταν επιεικής, πότε μέτριος, πότε αυστηρός και άκριβολόγος. Τις συντετριμμένες και τεταπεινωμένες ψυχές τις οικονομούσε μέ περισσή έπιείκεια. Όταν όμως έβλεπε ψυχική αντοχή, απέφευγε νά κάνη υποχωρήσεις. Θά κανόνιζε όπως έπρεπε, πάντα όμως μέ τρόπο γλυκύ, ώστε νά γίνεται. δεκτός ο κανόνας χωρίς τήν παραμικρή δυσανασχέτησα Σάν πολύπειρος καμηλιέρης άκριβοζύγιζε μέ μάτι έξησκημένο τί φορτίο αντέχει ή καμήλα.
Δειχνόταν αυστηρός σ’ όσους προξένησαν ζημίες στον πλησίον τους.
—Πνευματικέ μου, τού λέει έναε προσκυνητής. “Εχω καί κάτι άλλο. Περνώντας από τήν Καλύβη ένός γνωστού μου Γέροντα — αυτός έτυχε ν’ άπουσιάζη — έκοψα από τόν κήπο, μέ τό θάρρος πού είχα, μερικά πορτοκάλια.
—Ά, παιδί μου! Πρόσεξε! Όλα τά άλλα αμαρτήματα σου τά συγχωρεί δι’ έμού ο Θεός. Τά πορτοκάλια όμως πρέπει νά τά έπιστρέψης, γιατί διαφορετικά δέν συγχωρείσαι, καί παραμένουν άσυγχώρητες καί οί άλλες άμαρτίες σου.
Πολύ αυστηρός, άτεγκτος, παρουσιαζόταν σέ θέματα πού σχετίζονταν μέ τήν Ιερωσύνη. Άν ο υποψήφιος Ιερεύς έμποδιζόταν από κάποιο άμάρτημα, δέν ύπήρχε περίπτωσις νά τού πάρη συμμαρτυρία καί συγκατάθεσι. Άν πάλι κάποιος κληρικός έπεφτε σέ σοβαρό παράπτωμα, τό ήξερε έκ των προτέρων:
—Πάτερ μου, θά τού έλεγε, νά κρεμάσης τό πετραχήλι σου γιά νά μή βαρύνης άλλο τήν ψυχή σου.
Στις αρχές τής δράσεως του ώς Πνευματικού συνήθιζε κάθε Μεγάλη Τεσσαρακοστή, από τήν πρώτη εβδομάδα,νά περιοδεύη στά Μοναστήρια και νά έξομολογή. Συνέβη όμως στήν Μονή Ιβήρων νά βρεθή κάποτε στήν ανάγκη νά τιμωρήση αύστηρά δύο Ιερεϊς πού είχαν παρεκτροπή. Αυτό είχε άρκετά δυσάρεστες συνέπειες. Πικράθηκε πολύ από τήν στάσι τών Ιερέων αυτών και από τότε έπαψε τις περιοδείες. Περιωρίσθηκε στό εξομολογητήριο του. Πάντως τήν σημαία δέν τήν ύπέστελλε. Πάνω άπ’ όλα ή εύλάβεια και ή περιφρούρησις τού υψίστου αξιώματος της Ίερωσύνης.
***
Έγνώριζε πολύ καλά πόση παιδαγωγική και θεραπευτική άξία κρύβει ένα από πάσης πλευράς έπιτυχημένο και διαλεγμένο έπιτίμιο. Και όπως θά μας τό δείξη ή συνέχεια υπήρξε άσυναγώνιστος στήν επιλογή τών έπιτιμίων.
Πριν από πολλά χρόνια, έναν Όκτώβριο, μήνα ήσυχο και κατάλληλο, κινήσαμε γιά τό Άγιον “Ορος και σέ λίγες ήμέρες βρεθήκαμε στήν άξέχαστη Σκήτη της Αγίας Άννης, τήν πνευματική μας γενέτειρα. Μέσα στήν αγιασμένη της άτμόσφαιρα είχαμε νά συναντήσουμε τόσα προσφιλή πρόσωπα πού κρατούν, υπό τήν σκέπη της θεοπρομήτορος, άναμμένη τήν ορθόδοξη άσκητική δάδα.
— Βλέπετε τόν γερο-Άντώνιο, μας λέει κάποια ήμέρα φίλος μας Ιερομόναχος. Μαζεύει έκεϊ κάτω έληές. Ενενήντα χρονών πού είναι, θάχη πολλά στις άποθήκες τής μνήμης του γιά τούς παλαιούς Πατέρες. Μή χάσετε τήν ευκαιρία.
Άλλο πού δέν θέλαμε. Τόν πλησιάσαμε χωρίς καθυστέρησι. Ήταν ψηλός, άδύνατος, μέ φτωχική άμφίεσι και έλαττωματική από τό γήρας όρασι, και πρόσχαρος σάν μικρό παιδί.
— θυμάσαι τίποτε, πάτερ Αντώνιε, γιά τόν Πνευματικό, τόν παπα-Σάββα;
—Άλλοίμονο! Γιά τόν παπα-Σάββα τόν άγιο αυτόν Πνευματικό νά μή θυμάμαι! Σ’ αυτόν έξωμολογούμην.
— Τότε θά έχης πολλά νά μας εϊπής.
— Βεβαίως. Καί μάλιστα κάτι πού θά σας κάνη έντύπωσι. Έχει κάνει έντύπωσι καί στήν γλώσσα αυτή πού σας όμιλεϊ, στήν γλώσσα μου.
Τί νά ήταν άραγε αυτό; διερωτηθήκαμε. Καί πώς μπορούσε νά εχη κάνει έντύπωσι στήν γλώσσα; Αλλά μας τό έλυσε τό αίνιγμα ο ίδιος.
—”Ημουν νεαρό καλογέρι. Ακόμη δέν είχα ξεχάσει τις κακές συνήθειες τού κόσμου. Καί λιγάκι ευέξαπτος στόν χαρακτήρα. Στον κήπο τής Καλύβης κάποτε προέκυψε μία διαφορά μέ τόν γείτονα. Μπήκε ο πειρασμός στήν μέση. Κάπως απότομα μού μίλησε έκεϊνος. Αρπάχτηκα κι’ έγώ, ανοίγω τό στόμα μου καί χωρίς νά σκεφθώ τί κάνω τού λέω\..
Άπλούς σάν μικρό παιδί καί ταπεινός ο γερο-Άντώνιος μας άνέφερε τήν βαρειά πράγματι φράσι πού ξέφυγε από τό στόμα του.
— Μετά από λίγες ώρες άνηφόριζα γιά τήν Μικρά Αγία Άννα. Ο Γέροντάς μου μέ έστειλε στόν παπα-Σάββα νά έξομολογηθώ τό άμάρτημά μου. Μέ τήν πρώτη ματιά ο Πνευματικός κατάλαβε τήν έσωτερική μου άναταραχή. «Πνευματικέ μου, ήρθα νά έξομολογηθώ μία μεγάλη άμαρτία». «Νά τήν έξομολογηθής. Καλώς νά τήν έξομολογηθής. Μή βιάζεσαι όμως. Κάθισε νά πάρης ένα λουκουμάκι. Ιλαρίων, — φώναξε τόν ύποτακτικό του — φέρε τό κέρασμα». Μέ ρωτούσε διάφορα άλλα γιά τόν Γέροντά μου, τό έργόχειρό μας, τήν Καλύβη μας. Ήθελε νά διώξω από πάνω μου τήν ταραχή, καί έπειτα νά μέ δεχθή στήν Έξομολόγησι. Έπρεπε τό Μυστήριο νά διεξαχθή σέ ατμόσφαιρα ειρήνης. Ηρέμησα. Προχωρήσαμε τότε στό έξομολογητήριο. Ένα έξομολογητήριο μικρό, μικρότατο σάν κρύπτη. Έξαγόρευσα τό μεγάλο μου αμάρτημα. Μου είπε, θυμάμαι, λόγια πατρικά, σοφά. Ξεκαθάρισε ο σκοτεινιασμένος ορίζοντας της ψυχής μου.
Στο τέλος χαμογελαστός: «Νά βάλουμε, παιδί μου, λέει, κι’ ένα μικρό κανόνα στήν γλωσσά». «Νά βάλουμε, άγιε Πνευματικέ». · «Όχι μεγάλα πράγματα. Νά, γυρίζοντας στήν Αγία Άννα, θά πάς στό Κυριακό([*]), θά βγάλης τήν γλώσσα σου έξω καί θά τήν σύρης στό δάπεδο από τό κατώφλι μέχρι τήν εικόνα τού Χριστού. Και θά Τού ζητήσης συγγνώμη. Σύμφωνοι;». «Σύμφωνοι». Εκείνη τήν ώρα δέν μού φάνηκε πολύ σπουδαίο τό έπιτίμιο.
Πέρασαν λίγες ώρες καί ξαναβρέθηκα πάλι στήν Καλύβη τού παπα-Σάββα. «Πνευματικέ μου,τού λέω, έλα νά δής πώς έγινε ή γλώσσα μου μέ τόν κανόνα πού μού έβαλες. Γδάρθηκε, πρίσθηκε, κοκκίνισε, έγινε σάν τσαρούχι». Τού τήν έδειξα. Χαμογέλασε λίγο. «Έ, παιδί μου, τί νά κάνουμε; Τέτοια γλώσσα πού είναι, τέτοια της χρειάζονται». Καί από τότε δέν θυμάμαι νά βγήκε άλλη φορά άσχημος λόγος από τό στόμα μου.
Εκπλήξεις
Γιά νά φθάση κάποιος στήν Μικρά Αγία Άννα θά άποβιβασθή στό λιμάνι της Σκήτης της ‘Αγίας Άννης καί θ’ άκολουθήση ένα μικρό καί άνηφορικό μονοπάτι. Τό μονοπάτι αυτό στά χρόνια τού παπα-Σάββα πατήθηκε πολύ. Τήν περίοδο μάλιστα τών Τεσσαρακοστών μεταβαλλόταν σέ άτέλειωτη ανθρώπινη άλυσίδα. Κάθε κρίκος
κι’ ένας Χριστιανός πού πήγαινε γιά πνευματικό λουτρό.
—Ατέλειωτο κορδόνι ο κόσμος, μας είπαν παλαιοί Άγιαννανΐτες. Έτρεχε ο κόσμος ποτάμι. Μοναχοί, Ιερωμένοι, κοσμικοί, υπάλληλοι από τις Καρυές και τήν Δάφνη, από κάθε γωνιά τού Αγίου “Ορους, από τά πιό μακρινά Μοναστήρια, από τήν γειτονική Χαλκιδική, από παντού. Κάθε προσκυνητής τού Όρους τό θεωρούσε παράλειψι νά μή περάση από τό έξομολογητήριο του. Και πού νά τους προλάβη όλους! Ο Δίκαιος (ο μοναχός πού διοικεί τήν Σκήτη) τής Άγιας Άννης κάθε βράδυ φιλοξενούσε στό Κυριάκο αύτούς πού έπρεπε νά περιμένουν τήν σειρά τους τήν επομένη ήμέρα.
Άλλο έκπληκτικό φαινόμενο ήταν ή έκφρασις τού προσώπου αυτών πού έβγαιναν από τό έξομολογητήριο του. Σ’ έκανε νά δοκιμάζης έκπληξι πάνω στήν έκπληξι. «Τί στό καλό; θά έλεγες. Μεταμορφώσεις συντελούνται έδώ μέσα»;
Κάτι σχετικό μας διηγήθηκαν οί Άγιαννανΐτες Πατέρες οί λεγόμενοι Καρτσωναΐοι. Τούς έπισκέφθηκε από τά Άρφαρά τής Μεσσηνίας ο γέρων πατέρας τους. Σάν ήρθε ή συζήτησις γιά Έξομολόγήσι τού συνέστησαν νά έπισκεφθή τόν παπα-Σάββα, νά κάνη γενική έξομολόγήσι τής ζωής του, νά δροσισθή ή ψυχή του μέ τήν χάρι τού Θεού.
“Ετσι και έγινε. Απέναντι του ή σπάνια αύτή πνευματική κολυμβήθρα και νά τήν περιφρονήση; Έφθασε ώς εκεί. Παρέμεινε αρκετή ώρα στό έξομολογητήριο. Τελειώνοντας και βγαίνοντας άπ’ έκεϊ σκιρτούσε από ευφροσύνη. Λάμψις ειρήνης είχε σκορπισθή στό πρόσωπό του καί κάποια μυστική άλλοίωσι ένιωθε μέσα του. «όθνείαν άλλοίωσιν εύπρεπεστάτην», γιά νά χρησιμοποιήσουμε τήν φράσι τού υμνογράφου. Πήρε βαθειά ανάσα καί ξεφώνησε:
—Ά, παιδιά μου! Ξαλάφρωσα. Δέν πατάω στήν γη.
Πετάω ολόκληρος. “Ολος ο κόσμος μου φαίνεται αλλαγμένος. Δόξα νάχης, Χριστέ μου.
Κύριος οϊδε, πόσοι παρόμοιοι στεναγμοί άνακουφίσεως, πόσα δάκρυα χαρας, πόσα δοξολογικά επιφωνήματα αντήχησαν στον περίβολο της Αγιορείτικης αυτής κολυμβήθρας τού Σιλωάμ.
—Αγαπητέ Θεοφάνη, σκέπτομαι νά κινήσω γιά τόν Άθω. Ν’ άναπνεύσω λίγο άρωμα από τό Περιβόλι τής Παναγίας.
— Θά αισθανθώ μεγάλη χαρά, πάτερ Ιωακείμ, άν μπορούσα νά σας συνοδεύσω.
— Καί γιατί οχι; Άγαθοί οι δύο υπέρ τόν ένα», όπως λέει καί ή Γραφή.
Αυτά κουβέντιαζε τό 1896 στήν Αθήνα ο Αρχιμανδρίτης π. Ιωακείμ Σπετσιέρης, έφημέριος στό Άγιοταφικό Μετόχι, μέ τόν φίλο του Θεοφάνη Τρούγκα, έργοστασιάρχη.
Σύντομα κατέφθασαν ώς ταπεινοί προσκυνηταί στό Άγιώνυμο Όρος. Τό πρόγραμμά τους προέβλεπε άπαραιτήτως έπίσκεψι καί στόν άγιο Πνευματικό. Τόν είχε άπολαύσει πριν από έπτά χρόνια ο π. Ιωακείμ στούς Άγίους Τόπους καί δέν εύρισκε έγκώμια γιά νά τόν έκθειάζη στόν φίλο του. Καί έτρεφε μέσα του τήν ελπίδα πώς θά τόν έπειθε τόν κυρ-Θεοφάνη νά πλησιάση στό πνευματικό λουτρό.
Όταν βρέθηκαν στήν Μικρά ‘Αγία Άννα, στήν Καλύβη τής Αναστάσεως, έμειναν έκπληκτοι — ο εργοστασιάρχης κυρίως — από τόν κόσμο πού άντίκρυσαν.
— Περιμένουν όλοι τους γιά Έξομολόγησι, παρετήρησε ο π. Ιωακείμ. Μεγάλος καθοδηγητής ψυχών ο παπα-Σάββας. Ποιμήν θεοφώτιστος. Καί τρέχουν κοντά του τά πρόβατα τού Χριστού ωσάν σέ τόπο χλόης καί άναψύξεως. Κι’ έγώ δέν βλέπω τήν ώρα πού θά έρθη ή σειρά μου, ν’ άποτοξινώσω τόν ψυχικό μου οργανισμό από κάθε έπιβλαβή καί δηλητηριώδη ούσία. Ή άτμόσφαιρα τών Αθηνών πολύ έχει κουράσει τό πνεύμα μου.
Όλα αυτά πού έβλεπε και άκουγε ο κ. Θεοφάνης τόν έσπρωχναν στήν μεγάλη απόφασι. Νά τακτοποιήση δηλαδή τόσους καί τόσους εκκρεμείς λογαριασμούς μέ τόν Θεόν, νά ζητήση τήν συγγνώμη, νά είρηνεύση. Είχε χρόνια νά πλησιάση σέ Πνευματικό καθώς καί να κοινωνήση καί ή συνείδησίς του έπαναστατούσε γιά τήν τακτική του.
Βεβαίως ο πειρασμός τού έφερνε άντίθετες σκέψεις καί τόν απέτρεπε από τήν σωτήρια απόφασι. Τελικά όμως έκάμφθη από τήν χάρι τού Θεού, ένίκησε τούς δισταγμούς του καί προχώρησε άφοβα στό έξομολογητήριο. Πριν άπ’ αυτόν είχε έπισκεφθή τόν Πνευματικό ο φίλος του π. Ιωακείμ.
Κάθησε πολύ ώρα ο κ. Θεοφάνης στό πνευματικό ιατρείο. Είχε πολλές πληγές νά θεραπεύση. Αλλά τί τού συνέβη; “Ισως νά δοκίμασε στήν ζωή του εκπλήξεις, άλλά τήν φορά αυτή κινδύνευσε νά χάση τό μυαλό του. Θαμπώθηκε, έμεινε έμβρόντητος. «Θεέ μου, έλεγε, πού βρίσκομαι; Τί ακούω; Μήπως μέ γελούν τ’ αύτιά μου; Τί μυστήρια είναι αυτά»!
«’Εξωμολογήθην πρώτος έγώ, έγραφε άργότερα ο •π. Ιωακείμ, είτα ο φίλος μου Θεοφάνης… “Εμεινε παρά τω πνευματικώ Σάββα έπί πολύ. Ότε δέ έξήλθε καί έλάβομεν τήν όδόν διά τά Κατουνάκια, μοί έλεγεν ο φίλος Θεοφάνης:
— Τί άνθρωπος είναι ο πνευματικός Σάββας; Μή είναι άγγελος;
Εϊπον αύτω:
— Τί συνέβη;
»—’ίδού, λέγει μοι, κατά τήν έξομολόγησιν είπέ μοι, ό,τι έπραξα από εικοσαετίας και πλέον χωρίς νά είπον εγώ εις αυτόν τίποτε. Μοί είπε πράξεις παλαιάς τάς όποιας εγώ δέν ένθυμούμην πώς άραγε έγνώριζε τί έγώ έπραξα!
»— Μή άπορης, είπον αύτφ, φίλτατε Θεοφάνη. Ο πνευματικός Σάββας έχει προορατικόν.
»—Τί εννοείς προορατικόν;…»(*).
Ο π. Ιωακείμ του ελυσε τίς απορίες.
Στην ψυχή τού κυρ-Θεοφάνη συντελέσθηκε τήν ήμερα εκείνη σωστή κοσμογονία.
(*) Άρχ. “Ιωακείμ Σπετσιέρη, Απομνημονεύματα, Α’, σ. 21-22.
Αρχιμανδρίτου Χερουβείμ (+) Σύγχρονες Αγιορείτικες μορφές
Σάββας ο πνευματικός -Έκδοσις Η΄
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 1995
Εκείνος, σωστός κάλαμος συντετριμμένος, άρχισε τήν έξαγόρευσι. Ο Πνευματικός καθώς τόν άκουγε κυριεύθηκε από φρίκη. Αναταράχθηκαν τά σωθικά του. «Θεέ μου! Πώ, πώ,φρικαλεότητες! Τί ακούω! Τί σατανας είναι τούτος»!
Δέν πρόλαβε ο δυστυχής ν’ άποτελειώση και ο Πνευματικός γεμάτος ταραχή:
—Σταμάτησε, τού λέει εχωφρίξει. Θάχάσωτό μυαλό μου. Δέν είναι άνθρώπινες αμαρτίες αυτές. Σατανικές είναι. Φύγε. Ή συγχώρησι σού έλειψε! Φύγε. Δέν μπορώ άλλο νά σέ άκούω. Φύγε.
Τό μόνο πού τού είχε άπομείνει στον κόσμο ήταν τό έλεος τού Θεού, άφού όμως και ή πόρτα αυτή έκλεισε, δέν τού άπέμενε τίποτε. Άντικρύζοντας κάτω τήν θάλασσα σκεπτόταν τήν μόνη λύσι: Νά όρμήση δηλαδή νά πνιγή. Νά θέση τέρμα στις τραγωδίες του.
Ο Θεός όμως είναι μεγάλος. Στήν κατάστασι αυτή τόν είδε κάποιος Άγιαννανίτης, πού έτυχε νά είναι και γνώριμος.
—”Ε! τί συμβαίνει; Πώς είσαι έτσι; Τί έχεις;
Εκείνος δέν μιλούσε.
—”Ε! τί έπαθες; Γιατί δέν μιλάς;
Μέ τά πολλά κατώρθωσε νά μάθη τά καθέκαστα. Στενοχωρήθηκε, πικράθηκε ή ψυχή του. Πώς νά τόν βοηθήση; Σκέφθηκε πώς μία μόνο λύσις άπέμενε, νά τόν οδηγήση πάση θυσία στον παπα-Σάββα. Κουράσθηκε πολύ, άλλά στο τέλος νίκησε.
Σάν τόν άντίκρυσε ο παπα-Σάββας κατάλαβε όλο του τό δραμα. Ο αδελφός μου σκέφθηκε βρίσκεται στήν άβυσσο. Γιά νά τόν άνεβάσω χρειάζεται νά κατεβώ κι’ εγώ ώς εκεί.
— Πνευματικέ, υπάρχει γιά μένα σωτηρία;
— Γιά σένα, αδελφέ μου; Γιά όλους ύπάρχει σωτηρία. Ή ευσπλαγχνία τού Θεού είναι πιο πλατειά από τόν ουρανό καί πιο βαθειά από τήν άβυσσο.
— Μπά! Γιά μένα τόν αμαρτωλό δέν ύπάρχει σωτηρία. Αδύνατον. Δέν υπάρχει γιά μένα.
— Γιά σένα; Αστείο. Άφού, νά σκεφθής, ύπήρξε γιά μένα σωτηρία.
— Καί τί άμαρτίες έκανες έσύ;
— Μεγάλες, πολύ μεγάλες άμαρτίες.
— Τί μεγάλες! Ποιος μπορεί νά έχη φταίξει στον Θεόν σάν έμένα τόν ταλαίπωρο!
— Καί όμως! Νά, κάποτε δέν πρόσεξα, παρασύρθηκα κι’ έπεσα στήν έξης αμαρτία.
Καί ανέφερε έδώ ο παπα-Σάββας κάποια σοβαρή άμαρτία. Ο άλλος τότε σάν νά ζωντάνεψε. Πήρε θάρρος.
—Ά! Πνευματικέ μου, τήν άμαρτία αύτή έτσι άκριβώς τήν έχω κάνει κι’ εγώ.
— Κι’ έσύ; Μήν άνησυχής. Ο Θεός θά σέ συγχωρήση. Άρκεί πού τό ώμολόγησες.
Ο παπα-Σάββας προχώρησε μέ τόν ίδιο τρόπο. Τό τέχνασμα πέτυχε απόλυτα. Ξεθάρρεψε ο δυστυχής καί παρουσίασε μέ κάθε ειλικρίνεια όλο τόν θλιβερό κατάλογο των έγκλημάτων του. Τού έδινε κουράγιο ή ιδέα πώς καί ο Πνευματικός ήταν όμοιός του.
—Έγώ, τού λέει στό τέλος ο παπα-Σάββας, μετανόησα καί έκλαψα πικρά. Έχω δύο χρόνια τώρα πού άλλαξα ζωή. Μού έβαλαν κανόνα νά γίνω Πνευματικός. Τό έκανα κι’ αυτό. Έκανα ελεημοσύνες. Έκανα νηστείες. “Εγινα άλλος άνθρωπος.
—Κι’ έγώ, Πνευματικέ μου, μετανοώ μ’ όλη μου τήν ψυχή. Και νηστείες και ό,τι άλλο μου πής θά τό εφαρμόσω.
—Άφού αποφασίζεις ν’ άλλάξης ζωή, σκύψε νά σού διαβάσω τήν συγχωρητική ευχή, νά σού έξαλείψη ο Θεός όλες τις άμαρτίες
“Επειτα από λίγο ένας άνθρωπος φτερούγιζε από χαρά, γιατί πέταξε από πάνω του δυσβάσταχτα φορτία. Συναντώντας στήν Αγία Άννα τόν γνωστό του:
— Μ’ έσωσες, τού λέει. Έγινα άλλος άνθρωπος.
— Νά δοξάζης τόν Θεόν.
— Καλός Πνευματικός. Καλός. Πονετικός. Μόνο πού ο καημένος έκανε στήν ζωή του χειρότερα από μένα.
Ο άλλος πού μπήκε άμέσως στό νόημα:
— Χειρότερα από σένα; Νά γελάσω λίγο! Αυτός, Χριστιανέ μου, ζή από μικρός στό Άγιον “Ορος και είναι σωστός άγγελος. Γι’ αυτό άξιώθηκε νά γίνη και Ιερεύς.
Ο άλλος έμεινε άναυδος. Τί συνέβαινε; Μέ τις εξηγήσεις όμως πού τού έγιναν κατάλαβε τό τέχνασμα της άγάπης. Δοκίμασε μεγάλη έκπληξι. Πράγματι έπειτα από τό πλήγμα πού τού έφερε ο προηγούμενος Πνευματικός, δέν υπήρχε άλλος τρόπος νά σωθή από τό χείλος της άβύσσου. Και από τήν στιγμή αυτή κορυφώθηκε μέσα του ένας άπέραντος θαυμασμός και μία άπεριόριστη άγάπη γιά τόν υπέροχο αυτόν ιατρό και θεραπευτή τών ψυχών.
Μερικοί Αγιορείτες, άς τό σημειώσουμε κι’ αυτό, δέν συμφωνούσαν μέ τούτα τά τεχνάσματα τού Πνευματικού. Δέν είχαν όμως δίκηο, γιατί ο παπα-Σάββας, διακριτικός, διακριτικώτατος όπως ήταν, έγνώριζε πώς και πότε και πόσο και σέ ποιές περιπτώσεις νά τά χρησιμοποιή, χωρίς νά προκύπτη ή παραμικρή βλάβη, τό ελάχιστο σκάνδαλο.
Συνταγές θεραπευτικές
Ήξερε πολύ καλά ο παπα-Σάββας πότε θά φαινόταν επιεικής, πότε μέτριος, πότε αυστηρός και άκριβολόγος. Τις συντετριμμένες και τεταπεινωμένες ψυχές τις οικονομούσε μέ περισσή έπιείκεια. Όταν όμως έβλεπε ψυχική αντοχή, απέφευγε νά κάνη υποχωρήσεις. Θά κανόνιζε όπως έπρεπε, πάντα όμως μέ τρόπο γλυκύ, ώστε νά γίνεται. δεκτός ο κανόνας χωρίς τήν παραμικρή δυσανασχέτησα Σάν πολύπειρος καμηλιέρης άκριβοζύγιζε μέ μάτι έξησκημένο τί φορτίο αντέχει ή καμήλα.
Δειχνόταν αυστηρός σ’ όσους προξένησαν ζημίες στον πλησίον τους.
—Πνευματικέ μου, τού λέει έναε προσκυνητής. “Εχω καί κάτι άλλο. Περνώντας από τήν Καλύβη ένός γνωστού μου Γέροντα — αυτός έτυχε ν’ άπουσιάζη — έκοψα από τόν κήπο, μέ τό θάρρος πού είχα, μερικά πορτοκάλια.
—Ά, παιδί μου! Πρόσεξε! Όλα τά άλλα αμαρτήματα σου τά συγχωρεί δι’ έμού ο Θεός. Τά πορτοκάλια όμως πρέπει νά τά έπιστρέψης, γιατί διαφορετικά δέν συγχωρείσαι, καί παραμένουν άσυγχώρητες καί οί άλλες άμαρτίες σου.
Πολύ αυστηρός, άτεγκτος, παρουσιαζόταν σέ θέματα πού σχετίζονταν μέ τήν Ιερωσύνη. Άν ο υποψήφιος Ιερεύς έμποδιζόταν από κάποιο άμάρτημα, δέν ύπήρχε περίπτωσις νά τού πάρη συμμαρτυρία καί συγκατάθεσι. Άν πάλι κάποιος κληρικός έπεφτε σέ σοβαρό παράπτωμα, τό ήξερε έκ των προτέρων:
—Πάτερ μου, θά τού έλεγε, νά κρεμάσης τό πετραχήλι σου γιά νά μή βαρύνης άλλο τήν ψυχή σου.
Στις αρχές τής δράσεως του ώς Πνευματικού συνήθιζε κάθε Μεγάλη Τεσσαρακοστή, από τήν πρώτη εβδομάδα,νά περιοδεύη στά Μοναστήρια και νά έξομολογή. Συνέβη όμως στήν Μονή Ιβήρων νά βρεθή κάποτε στήν ανάγκη νά τιμωρήση αύστηρά δύο Ιερεϊς πού είχαν παρεκτροπή. Αυτό είχε άρκετά δυσάρεστες συνέπειες. Πικράθηκε πολύ από τήν στάσι τών Ιερέων αυτών και από τότε έπαψε τις περιοδείες. Περιωρίσθηκε στό εξομολογητήριο του. Πάντως τήν σημαία δέν τήν ύπέστελλε. Πάνω άπ’ όλα ή εύλάβεια και ή περιφρούρησις τού υψίστου αξιώματος της Ίερωσύνης.
***
Έγνώριζε πολύ καλά πόση παιδαγωγική και θεραπευτική άξία κρύβει ένα από πάσης πλευράς έπιτυχημένο και διαλεγμένο έπιτίμιο. Και όπως θά μας τό δείξη ή συνέχεια υπήρξε άσυναγώνιστος στήν επιλογή τών έπιτιμίων.
Πριν από πολλά χρόνια, έναν Όκτώβριο, μήνα ήσυχο και κατάλληλο, κινήσαμε γιά τό Άγιον “Ορος και σέ λίγες ήμέρες βρεθήκαμε στήν άξέχαστη Σκήτη της Αγίας Άννης, τήν πνευματική μας γενέτειρα. Μέσα στήν αγιασμένη της άτμόσφαιρα είχαμε νά συναντήσουμε τόσα προσφιλή πρόσωπα πού κρατούν, υπό τήν σκέπη της θεοπρομήτορος, άναμμένη τήν ορθόδοξη άσκητική δάδα.
— Βλέπετε τόν γερο-Άντώνιο, μας λέει κάποια ήμέρα φίλος μας Ιερομόναχος. Μαζεύει έκεϊ κάτω έληές. Ενενήντα χρονών πού είναι, θάχη πολλά στις άποθήκες τής μνήμης του γιά τούς παλαιούς Πατέρες. Μή χάσετε τήν ευκαιρία.
Άλλο πού δέν θέλαμε. Τόν πλησιάσαμε χωρίς καθυστέρησι. Ήταν ψηλός, άδύνατος, μέ φτωχική άμφίεσι και έλαττωματική από τό γήρας όρασι, και πρόσχαρος σάν μικρό παιδί.
— θυμάσαι τίποτε, πάτερ Αντώνιε, γιά τόν Πνευματικό, τόν παπα-Σάββα;
—Άλλοίμονο! Γιά τόν παπα-Σάββα τόν άγιο αυτόν Πνευματικό νά μή θυμάμαι! Σ’ αυτόν έξωμολογούμην.
— Τότε θά έχης πολλά νά μας εϊπής.
— Βεβαίως. Καί μάλιστα κάτι πού θά σας κάνη έντύπωσι. Έχει κάνει έντύπωσι καί στήν γλώσσα αυτή πού σας όμιλεϊ, στήν γλώσσα μου.
Τί νά ήταν άραγε αυτό; διερωτηθήκαμε. Καί πώς μπορούσε νά εχη κάνει έντύπωσι στήν γλώσσα; Αλλά μας τό έλυσε τό αίνιγμα ο ίδιος.
—”Ημουν νεαρό καλογέρι. Ακόμη δέν είχα ξεχάσει τις κακές συνήθειες τού κόσμου. Καί λιγάκι ευέξαπτος στόν χαρακτήρα. Στον κήπο τής Καλύβης κάποτε προέκυψε μία διαφορά μέ τόν γείτονα. Μπήκε ο πειρασμός στήν μέση. Κάπως απότομα μού μίλησε έκεϊνος. Αρπάχτηκα κι’ έγώ, ανοίγω τό στόμα μου καί χωρίς νά σκεφθώ τί κάνω τού λέω\..
Άπλούς σάν μικρό παιδί καί ταπεινός ο γερο-Άντώνιος μας άνέφερε τήν βαρειά πράγματι φράσι πού ξέφυγε από τό στόμα του.
— Μετά από λίγες ώρες άνηφόριζα γιά τήν Μικρά Αγία Άννα. Ο Γέροντάς μου μέ έστειλε στόν παπα-Σάββα νά έξομολογηθώ τό άμάρτημά μου. Μέ τήν πρώτη ματιά ο Πνευματικός κατάλαβε τήν έσωτερική μου άναταραχή. «Πνευματικέ μου, ήρθα νά έξομολογηθώ μία μεγάλη άμαρτία». «Νά τήν έξομολογηθής. Καλώς νά τήν έξομολογηθής. Μή βιάζεσαι όμως. Κάθισε νά πάρης ένα λουκουμάκι. Ιλαρίων, — φώναξε τόν ύποτακτικό του — φέρε τό κέρασμα». Μέ ρωτούσε διάφορα άλλα γιά τόν Γέροντά μου, τό έργόχειρό μας, τήν Καλύβη μας. Ήθελε νά διώξω από πάνω μου τήν ταραχή, καί έπειτα νά μέ δεχθή στήν Έξομολόγησι. Έπρεπε τό Μυστήριο νά διεξαχθή σέ ατμόσφαιρα ειρήνης. Ηρέμησα. Προχωρήσαμε τότε στό έξομολογητήριο. Ένα έξομολογητήριο μικρό, μικρότατο σάν κρύπτη. Έξαγόρευσα τό μεγάλο μου αμάρτημα. Μου είπε, θυμάμαι, λόγια πατρικά, σοφά. Ξεκαθάρισε ο σκοτεινιασμένος ορίζοντας της ψυχής μου.
Στο τέλος χαμογελαστός: «Νά βάλουμε, παιδί μου, λέει, κι’ ένα μικρό κανόνα στήν γλωσσά». «Νά βάλουμε, άγιε Πνευματικέ». · «Όχι μεγάλα πράγματα. Νά, γυρίζοντας στήν Αγία Άννα, θά πάς στό Κυριακό([*]), θά βγάλης τήν γλώσσα σου έξω καί θά τήν σύρης στό δάπεδο από τό κατώφλι μέχρι τήν εικόνα τού Χριστού. Και θά Τού ζητήσης συγγνώμη. Σύμφωνοι;». «Σύμφωνοι». Εκείνη τήν ώρα δέν μού φάνηκε πολύ σπουδαίο τό έπιτίμιο.
Πέρασαν λίγες ώρες καί ξαναβρέθηκα πάλι στήν Καλύβη τού παπα-Σάββα. «Πνευματικέ μου,τού λέω, έλα νά δής πώς έγινε ή γλώσσα μου μέ τόν κανόνα πού μού έβαλες. Γδάρθηκε, πρίσθηκε, κοκκίνισε, έγινε σάν τσαρούχι». Τού τήν έδειξα. Χαμογέλασε λίγο. «Έ, παιδί μου, τί νά κάνουμε; Τέτοια γλώσσα πού είναι, τέτοια της χρειάζονται». Καί από τότε δέν θυμάμαι νά βγήκε άλλη φορά άσχημος λόγος από τό στόμα μου.
Εκπλήξεις
Γιά νά φθάση κάποιος στήν Μικρά Αγία Άννα θά άποβιβασθή στό λιμάνι της Σκήτης της ‘Αγίας Άννης καί θ’ άκολουθήση ένα μικρό καί άνηφορικό μονοπάτι. Τό μονοπάτι αυτό στά χρόνια τού παπα-Σάββα πατήθηκε πολύ. Τήν περίοδο μάλιστα τών Τεσσαρακοστών μεταβαλλόταν σέ άτέλειωτη ανθρώπινη άλυσίδα. Κάθε κρίκος
κι’ ένας Χριστιανός πού πήγαινε γιά πνευματικό λουτρό.
—Ατέλειωτο κορδόνι ο κόσμος, μας είπαν παλαιοί Άγιαννανΐτες. Έτρεχε ο κόσμος ποτάμι. Μοναχοί, Ιερωμένοι, κοσμικοί, υπάλληλοι από τις Καρυές και τήν Δάφνη, από κάθε γωνιά τού Αγίου “Ορους, από τά πιό μακρινά Μοναστήρια, από τήν γειτονική Χαλκιδική, από παντού. Κάθε προσκυνητής τού Όρους τό θεωρούσε παράλειψι νά μή περάση από τό έξομολογητήριο του. Και πού νά τους προλάβη όλους! Ο Δίκαιος (ο μοναχός πού διοικεί τήν Σκήτη) τής Άγιας Άννης κάθε βράδυ φιλοξενούσε στό Κυριάκο αύτούς πού έπρεπε νά περιμένουν τήν σειρά τους τήν επομένη ήμέρα.
Άλλο έκπληκτικό φαινόμενο ήταν ή έκφρασις τού προσώπου αυτών πού έβγαιναν από τό έξομολογητήριο του. Σ’ έκανε νά δοκιμάζης έκπληξι πάνω στήν έκπληξι. «Τί στό καλό; θά έλεγες. Μεταμορφώσεις συντελούνται έδώ μέσα»;
Κάτι σχετικό μας διηγήθηκαν οί Άγιαννανΐτες Πατέρες οί λεγόμενοι Καρτσωναΐοι. Τούς έπισκέφθηκε από τά Άρφαρά τής Μεσσηνίας ο γέρων πατέρας τους. Σάν ήρθε ή συζήτησις γιά Έξομολόγήσι τού συνέστησαν νά έπισκεφθή τόν παπα-Σάββα, νά κάνη γενική έξομολόγήσι τής ζωής του, νά δροσισθή ή ψυχή του μέ τήν χάρι τού Θεού.
“Ετσι και έγινε. Απέναντι του ή σπάνια αύτή πνευματική κολυμβήθρα και νά τήν περιφρονήση; Έφθασε ώς εκεί. Παρέμεινε αρκετή ώρα στό έξομολογητήριο. Τελειώνοντας και βγαίνοντας άπ’ έκεϊ σκιρτούσε από ευφροσύνη. Λάμψις ειρήνης είχε σκορπισθή στό πρόσωπό του καί κάποια μυστική άλλοίωσι ένιωθε μέσα του. «όθνείαν άλλοίωσιν εύπρεπεστάτην», γιά νά χρησιμοποιήσουμε τήν φράσι τού υμνογράφου. Πήρε βαθειά ανάσα καί ξεφώνησε:
—Ά, παιδιά μου! Ξαλάφρωσα. Δέν πατάω στήν γη.
Πετάω ολόκληρος. “Ολος ο κόσμος μου φαίνεται αλλαγμένος. Δόξα νάχης, Χριστέ μου.
Κύριος οϊδε, πόσοι παρόμοιοι στεναγμοί άνακουφίσεως, πόσα δάκρυα χαρας, πόσα δοξολογικά επιφωνήματα αντήχησαν στον περίβολο της Αγιορείτικης αυτής κολυμβήθρας τού Σιλωάμ.
—Αγαπητέ Θεοφάνη, σκέπτομαι νά κινήσω γιά τόν Άθω. Ν’ άναπνεύσω λίγο άρωμα από τό Περιβόλι τής Παναγίας.
— Θά αισθανθώ μεγάλη χαρά, πάτερ Ιωακείμ, άν μπορούσα νά σας συνοδεύσω.
— Καί γιατί οχι; Άγαθοί οι δύο υπέρ τόν ένα», όπως λέει καί ή Γραφή.
Αυτά κουβέντιαζε τό 1896 στήν Αθήνα ο Αρχιμανδρίτης π. Ιωακείμ Σπετσιέρης, έφημέριος στό Άγιοταφικό Μετόχι, μέ τόν φίλο του Θεοφάνη Τρούγκα, έργοστασιάρχη.
Σύντομα κατέφθασαν ώς ταπεινοί προσκυνηταί στό Άγιώνυμο Όρος. Τό πρόγραμμά τους προέβλεπε άπαραιτήτως έπίσκεψι καί στόν άγιο Πνευματικό. Τόν είχε άπολαύσει πριν από έπτά χρόνια ο π. Ιωακείμ στούς Άγίους Τόπους καί δέν εύρισκε έγκώμια γιά νά τόν έκθειάζη στόν φίλο του. Καί έτρεφε μέσα του τήν ελπίδα πώς θά τόν έπειθε τόν κυρ-Θεοφάνη νά πλησιάση στό πνευματικό λουτρό.
Όταν βρέθηκαν στήν Μικρά ‘Αγία Άννα, στήν Καλύβη τής Αναστάσεως, έμειναν έκπληκτοι — ο εργοστασιάρχης κυρίως — από τόν κόσμο πού άντίκρυσαν.
— Περιμένουν όλοι τους γιά Έξομολόγησι, παρετήρησε ο π. Ιωακείμ. Μεγάλος καθοδηγητής ψυχών ο παπα-Σάββας. Ποιμήν θεοφώτιστος. Καί τρέχουν κοντά του τά πρόβατα τού Χριστού ωσάν σέ τόπο χλόης καί άναψύξεως. Κι’ έγώ δέν βλέπω τήν ώρα πού θά έρθη ή σειρά μου, ν’ άποτοξινώσω τόν ψυχικό μου οργανισμό από κάθε έπιβλαβή καί δηλητηριώδη ούσία. Ή άτμόσφαιρα τών Αθηνών πολύ έχει κουράσει τό πνεύμα μου.
Όλα αυτά πού έβλεπε και άκουγε ο κ. Θεοφάνης τόν έσπρωχναν στήν μεγάλη απόφασι. Νά τακτοποιήση δηλαδή τόσους καί τόσους εκκρεμείς λογαριασμούς μέ τόν Θεόν, νά ζητήση τήν συγγνώμη, νά είρηνεύση. Είχε χρόνια νά πλησιάση σέ Πνευματικό καθώς καί να κοινωνήση καί ή συνείδησίς του έπαναστατούσε γιά τήν τακτική του.
Βεβαίως ο πειρασμός τού έφερνε άντίθετες σκέψεις καί τόν απέτρεπε από τήν σωτήρια απόφασι. Τελικά όμως έκάμφθη από τήν χάρι τού Θεού, ένίκησε τούς δισταγμούς του καί προχώρησε άφοβα στό έξομολογητήριο. Πριν άπ’ αυτόν είχε έπισκεφθή τόν Πνευματικό ο φίλος του π. Ιωακείμ.
Κάθησε πολύ ώρα ο κ. Θεοφάνης στό πνευματικό ιατρείο. Είχε πολλές πληγές νά θεραπεύση. Αλλά τί τού συνέβη; “Ισως νά δοκίμασε στήν ζωή του εκπλήξεις, άλλά τήν φορά αυτή κινδύνευσε νά χάση τό μυαλό του. Θαμπώθηκε, έμεινε έμβρόντητος. «Θεέ μου, έλεγε, πού βρίσκομαι; Τί ακούω; Μήπως μέ γελούν τ’ αύτιά μου; Τί μυστήρια είναι αυτά»!
«’Εξωμολογήθην πρώτος έγώ, έγραφε άργότερα ο •π. Ιωακείμ, είτα ο φίλος μου Θεοφάνης… “Εμεινε παρά τω πνευματικώ Σάββα έπί πολύ. Ότε δέ έξήλθε καί έλάβομεν τήν όδόν διά τά Κατουνάκια, μοί έλεγεν ο φίλος Θεοφάνης:
— Τί άνθρωπος είναι ο πνευματικός Σάββας; Μή είναι άγγελος;
Εϊπον αύτω:
— Τί συνέβη;
»—’ίδού, λέγει μοι, κατά τήν έξομολόγησιν είπέ μοι, ό,τι έπραξα από εικοσαετίας και πλέον χωρίς νά είπον εγώ εις αυτόν τίποτε. Μοί είπε πράξεις παλαιάς τάς όποιας εγώ δέν ένθυμούμην πώς άραγε έγνώριζε τί έγώ έπραξα!
»— Μή άπορης, είπον αύτφ, φίλτατε Θεοφάνη. Ο πνευματικός Σάββας έχει προορατικόν.
»—Τί εννοείς προορατικόν;…»(*).
Ο π. Ιωακείμ του ελυσε τίς απορίες.
Στην ψυχή τού κυρ-Θεοφάνη συντελέσθηκε τήν ήμερα εκείνη σωστή κοσμογονία.
(*) Άρχ. “Ιωακείμ Σπετσιέρη, Απομνημονεύματα, Α’, σ. 21-22.
Αρχιμανδρίτου Χερουβείμ (+) Σύγχρονες Αγιορείτικες μορφές
Σάββας ο πνευματικός -Έκδοσις Η΄
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 1995
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου