Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018

Μετάνοια και εξομολόγηση



Μπορεί να εξομολογείται κανείς, χωρίς να έχει μετάνοια. Και αυτό να το προσέξουμε. Όταν όμως αληθινά μετανοεί κανείς, είναι αδύνατον να μην εξομολογείται· διότι δεν σώζει τον άνθρωπο αυτή καθ’ εαυτήν η μετάνοια. Η μετάνοια κάνει τον άνθρωπο δεκτικό της συγχωρήσεως που θα του δώσει ο Θεός, αλλά η συγχώρηση αυτή δίνεται από την Εκκλησία. Δεν είπε έτσι τυχαία ο Χριστός στους αποστόλους: «Λάβετε Πνεύμα Άγιον· αν τινων αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς· αν 
τινων κρατήτε, κεκράτηνται». Δεν είπε μόνο το ένα, είπε και το άλλο· και δεν τα είπε τυχαία.
Ο Κύριος ίδρυσε την Εκκλησία και έδωσε στην Εκκλησία την εξουσία αυτή. Εξ όσων γνωρίζω, ιδιαίτερα από τον άγιο Συμεών τον Θεσσαλονίκης, που τα λέει πολύ καθαρά, την εξουσία αυτή την έδωσε ο Κύριος μόνο στους αποστόλους και φυσικά δια των αποστόλων στους διαδόχους των αποστόλων, που είναι οι επίσκοποι. Επομένως, την εξουσία αυτή, του δεσμείν και λύειν, την έχουν μόνο οι επίσκοποι. Επειδή όμως δεν είναι εύκολο οι επίσκοποι να αναλάβουν την εξομολόγηση όλων των πιστών, γι’ αυτό εκχωρούν την εξουσία αυτή με τη σχετική ακολουθία σε ορισμένους ιερείς –όχι σε όλους– δηλαδή τους χειροθετούν πνευματικούς και τους δίνουν την άδεια και την ευλογία να δέχονται την εξομολόγηση των πιστών και να δίνουν την άφεση των αμαρτιών. Δεν το έκανε ο Κύριος αυτό τυχαία. Και επομένως, όλοι πρέπει να περάσουμε από κει –δεν γίνεται διαφορετικά– για να βεβαιωθούμε ότι ο Κύριος δια μέσου της Εκκλησίας, δια μέσου του πνευματικού, μας συγχωρεί.
Άλλο τώρα ότι δεν θα βρίσκεται κανείς κάθε τόσο στον πνευματικό, διότι η μετάνοια είναι ένα διαρκές βίωμα. Κάποια στιγμή ο άνθρωπος, χωρίς να προσέξει, κάτι έκανε, αμάρτησε, έπεσε και αισθάνεται ύστερα την ανάγκη πιο συγκεκριμένα να πάει να εξομολογηθεί στον πνευματικό. Γενικότερα όμως καιροφυλακτεί το κακό μέσα μας, και πρέπει κανείς συνεχώς να βρίσκεται σε μετάνοια. Διότι η μετάνοια δεν είναι απλώς: Είπα ψέμα και πάω να το εξομολογηθώ ή είπα ένα λόγο κάπως βαρύ στον άλλο και πάω να το εξομολογηθώ ή πήρα κρυφά κάτι και πάω να το εξομολογηθώ. Δεν είναι αυτά η αμαρτία. Είναι και αυτά αμαρτία, αλλά η αμαρτία είναι βαθύτερη· το θέμα είναι κατά πόσο ο άνθρωπος αποφάσισε να επιστρέψει στον Θεό.
Με την αμαρτία έφυγε ο άνθρωπος από τον Θεό, στράφηκε προς τον εαυτό του, έκανε κύριο τον εαυτό του και από κει και πέρα κάνει ό,τι θέλει. Και μετάνοια είναι ακριβώς αυτή η επιστροφή· επιστρέφει κανείς στον Θεό και βάζει κύριο της ζωής του τον Θεό. Και όσο βλέπει μέσα του ότι όλο και ξεφυτρώνει ο εγωισμός, η φιλαυτία και γενικά όλα αυτά τα κακά, τόσο ακριβώς αισθάνεται την ανάγκη συνέχεια να βρίσκεται σε μετάνοια. Και όταν συλλάβει τον εαυτό του να κάνει πιο συγκεκριμένα αμαρτήματα, πηγαίνει και εξομολογείται. Αλλά πάντοτε στην εξομολόγηση, νομίζω, το πρώτο-πρώτο που πρέπει κανείς να πει στον πνευματικό είναι: «Και αυτή τη φορά, πάτερ μου, το πρώτο που έχω να σας πω είναι ότι υπάρχει ένα σκουλήκι μέσα μου, που όλο και θέλει να με απομακρύνει από τον Θεό, που όλο και θέλει να με κάνει να έχω κύριο του εαυτού μου τον εαυτό μου και όχι τον Θεό…»

Θα ήθελα να τονίσω αυτή τη στιγμή ότι, καθώς βρίσκεται κανείς συνεχώς σε μετάνοια, δημιουργείται, τρόπον τινά, ένας ποταμός μετανοίας μέσα στην ψυχή και συμπαρασύρει τα πάντα. Γι’ αυτό δεν είναι ανάγκη για μικροπταίσματα να τρέχει κανείς στον πνευματικό. Και ο ίδιος θα είναι σε δυσκολία, και τον πνευματικό μπορεί να τον φέρει σε δυσκολία ή να μην τον βρίσκει. Όταν όμως έχει σοβαρά θέματα, ας πούμε έπεσε κανείς σε θανάσιμο αμάρτημα, τότε, ει δυνατόν, να πάει την ίδια στιγμή.
Ας υποθέσουμε ότι δεν πέφτει κανείς σε θανάσιμα αμαρτήματα και έχει εκείνα τα συγγνωστά αμαρτήματα· αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα πάει να εξομολογηθεί. Κάποτε θα πάει να φρεσκάρει την ψυχή του.
Να αναφέρω ένα παράδειγμα: Όταν μέσα στο σπίτι το παιδί θα σπάσει κάτι ή θα ρίξει κάτω το πιάτο, και θα πέσουν στο πάτωμα σούπα, γιαούρτι, γάλα κτλ., η νοικοκυρά δεν έχει περιθώρια να περιμένει. Δεν μπορεί να αναβάλει. Ό,τι κι αν συμβαίνει, πρέπει αμέσως να καθαρίσει. Γενικότερα όμως, καθώς λερώνεται το σπίτι με σκόνες, δεν είναι ανάγκη, μόλις δει μια σκονίτσα, αμέσως να πάρει το ξεσκονόπανο ή το φτερό και να αρχίσει να ξεσκονίζει. Όμως σκέπτεται: «Έχω μια εβδομάδα να το καθαρίσω το σπίτι». Δεν βλέπει τίποτε σοβαρό, αλλά γενικά το σπίτι είναι μια εβδομάδα ακαθάριστο, και σκέπτεται να το καθαρίσει και καλά θα κάνει.
Με αυτή λοιπόν την έννοια, στις σοβαρές περιπτώσεις, ει δυνατόν, την ίδια στιγμή να πάμε στον πνευματικό, ενώ στις άλλες περιπτώσεις θα έλθει η ώρα που θα πάμε να τακτοποιηθούμε.

 Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, «Αδάμ, που ει;», Δ’ έκδ., Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2013, σελ. 59 (αποσπάσματα).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...