- Άγιε Γέροντα, άρχισα με φωνή χαμηλή, αυτόν τον καιρό με κατέλαβε πολύ δυνατά
μια επιθυμία. Πιστεύω πως ο Θεός την έχει φυτεύσει. Θέλω να καθαριστώ. Βλέπω
μέσα μου να οργιάζουν τα πάθη. Θεωρώ την καρδιά μου σαν μια ζούγκλα, που
συντηρεί πολλά άγρια θηρία, και τον διάβολο να είναι άρχοντας και να κάνει ό,τι
θέλει. Θέλω να απαλλαγώ απ' αυτή την φρικτή κατάσταση. Να παραδώσω την ψυχή μου
ολόκληρη στον Θεό και αυτός να την φωτίσει. Δική του να είναι. Αρκετά την έχει
καταληστεύσει ο Διάβολος, ο πονηρός. Θέλω λοιπόν να καθαριστώ, αλλά δεν ξέρω
πώς. Ακούτε Γέροντα; ΘΕΛΩ ΝΑ ΚΑΘΑΡΙΣΤΩ! Πέστε μου τρόπους. Είμαι έτοιμος να τους
δεχθώ και να υπακούσω τυφλά σ' όσα μου πείτε.
- Όταν ζούμε αυτές τις καταστάσεις, είπε, είναι φανερό πως το Άγιο Πνεύμα υπάρχει και ενεργεί μέσα μας. Αρχίζουμε να προχωρούμε τον δρόμο της θεωρίας του Θεού. Είναι το πρώτο στάδιο της θεωρίας. Αν η τέλεια θεωρία του ακτίστου φωτός είναι «φως καταθέλγον» την ψυχή, η μετάνοια και η αίσθηση της αμαρτωλότητός μας είναι «πυρ καταφλέγον» την ψυχή. Επομένως η μετάνοια και η επιθυμία καθαρισμού της ψυχής από τα πάθη είναι ώρα της Χάριτος. Μόνο όταν αυτή εισέλθει μέσα μας μπορούμε να δούμε την ερήμωσή μας, νοσταλγούμε τον Θεό και αγωνιζόμαστε να ενωθούμε μαζί Του. Δεν μπορούμε ποτέ να κάνουμε αυτές τις σκέψεις και να έχουμε αυτές τις επιθυμίες, αν δεν έλθει η Χάρι του Θεού.
Σοφός καθοδηγός, έμπειρος πνευματικός, πράγματι «χαριτωμένος» άνθρωπος. Ξέρει σαν άριστος γιατρός να καθησυχάζει, να ειρηνεύει, να σου δίδει ένα φάρμακο καταπραϋντικό όχι για να αναπαύσει... εγωιστικά, αλλά για να μπορέσει να προχωρήσει στην εγχείρηση και να σε θεραπεύσει.
- Αφού ξεκαθαρίσουμε αυτό το σημείο, συνέχισε, θα πρέπει να σου υποδείξω και μερικούς τρόπους, ή μάλλον ένα απλούστατο τρόπο. Μη περιμένεις να σου αναθέσω βαρύτατα πράγματα. Μόνο η «ευχή» του Ιησού, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με» καθαρίζει την ψυχή μας. Δηλαδή η ακατάπαυστη κραυγή προς τον Θεό, τον Σωτήρα μας. Στην επίκληση και ένωση με τον Ιησού βρίσκεται όλη η σωτηρία μας. Εμείς να φωνάζουμε να έλθει και Εκείνος ερχόμενος θα μας θεραπεύσει. Εμείς σαν άρρωστοι να βογκάμε και Εκείνος σαν γιατρός γεμάτος αγάπη θα έρχεται σε βοήθεια. Εμείς, όπως ο «περιπεσών εις τους ληστές», να φωνάζουμε και ο καλός Σαμαρείτης θα έρχεται να μας καθαρίζει τις πληγές και να μας οδηγεί στο Πανδοχείο, δηλαδή στην θεωρία του Φωτός, που πυρπολεί όλο μας το είναι. Όταν ο Θεός έρχεται στην καρδιά μας, νικά τον διάβολο και καθαρίζει τις ακαθαρσίες, που αυτός έχει δημιουργήσει. Επομένως η νίκη εναντίον του διαβόλου είναι νίκη του Χριστού δι' ημών. Εμείς να κάνουμε το ανθρώπινο (δηλαδή να προσκαλούμε τον Χριστό) και εκείνος θα κάνει το θείο (θα νικά τον διάβολο και θα καθαρίζει). Επομένως να μη θέλουμε να κάνουμε εμείς το θείο και ο Θεός το ανθρώπινο. Να το καταλάβουμε καλά ότι εμείς θα κάνουμε το ανθρώπινο (την «ευχή») και ο Θεός θα κάνει το θείο (την σωτηρία). Η όλη προσπάθεια της Εκκλησίας είναι θεανθρώπινη.
- Αν κατάλαβα καλά, αυτό επιτυγχάνεται κυρίως με την άσκηση, την νήψη και την «ευχή» του Ιησού. Επιτρέψτε μου όμως μια ερώτηση, όχι γιατί την πιστεύω, αλλά επειδή ακούω συχνά από διαφόρους ανθρώπους της εποχής μας αντιρρήσεις για την «χαριτωμένη ευχή». Λένε ότι η «ευχή» και ο τρόπος με τον οποίο γίνεται είναι ένα χριστιανικό γιόγκα και συνδέεται με πρότυπα ανατολικών θρησκειών. Τι έχετε να πείτε στο θέμα αυτό;
- Αυτοί που τα λένε αυτά φαίνεται ότι έχουν πλήρη άγνοια της χαρισματικής καταστάσεως της Εκκλησίας μας, αφού με την «ευχή» αποκτούμε την Θεία Χάρι. Δεν το έζησαν γι' αυτό δεν το ξέρουν, όμως δεν πρέπει ποτέ να κατηγορούν αυτούς που έχουν εμπειρία. Βλασφημούν όμως και τους Αγίους Πατέρας. Πολλοί Πατέρες αγωνίστηκαν γι' αυτήν και μίλησαν ζωηρά για την αξία της. Αυτοί λοιπόν έπεσαν σε πλάνη; Σε πλάνη έπεσε ένας άγιος Γρηγόριος Παλαμάς; Έχουν ακόμη άγνοια και της Αγίας Γραφής. Την φράση «Υιέ Δαυίδ ελέησον ημάς», που σημαίνει Ιησού ελέησον ημάς, την είπαν οι τυφλοί και βρήκαν το φως, οι λεπροί και θεραπεύτηκαν από την λέπρα τους κ.λπ. Η «ευχή» «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με» αποτελείται από δύο κεντρικά σημεία. Από το δογματικό (αναγνώριση της Θεότητος του Χριστού) και το ικετευτικό (παράκληση για την σωτηρία μας). Δηλαδή η ομολογία πίστεως στον Θεάνθρωπο συνδέεται με την ομολογία της αδυναμίας να σωθούμε μόνοι μας. Αυτό τα λέγει όλα και πάνω στα δύο αυτά σημεία στηρίζεται όλος ο αγώνας του Χριστιανού. Πίστη στον Θεάνθρωπο και συναίσθηση της αμαρτωλότητάς μας. Έτσι η «ευχή» εκφράζει μέσα σε λίγες λέξεις όλη την προσπάθεια του πιστού και συνοψίζει ολόκληρη την δογματική της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας.
- Ξέρω, Γέροντα, πως απαραίτητη προϋπόθεση ορθοδόξου ήθους είναι να μη ξεχωρίζουμε τον Χριστό ποτέ από τα άλλα πρόσωπα της Παναγίας Τριάδος. Γι' αυτό και στην Θεία Λειτουργία συχνά επικαλούμεθα και δοξάζουμε ολόκληρη την αγία Τριάδα, σε όλες τις εκφωνήσεις και τις ακροτελεύτιες αιτιολογίες. «Ότι πρέπει πάσα δόξα τιμή και προσκύνησις τω Πατρί και τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι νυν και αεί...», «η Χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και η αγάπη του Θεού του Πατρός και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος είη μετά πάντων υμών» κ.λπ. Μήπως η «ευχή» που αναφέρεται μόνον στο Δεύτερο Πρόσωπο της Παναγίας Τριάδος εκτρέπεται από την ορθή αυτή διδασκαλία;
- Οπωσδήποτε όχι και θα το εξηγήσω περισσότερο. Η «ευχή» λέγεται «ευχή» του Ιησού, αλλά βρίσκεται σε μια Τριαδολογική βάση. Άλλωστε ο Χριστός «εις ων της Αγίας Τριάδος» δεν υπάρχει ποτέ άνευ του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος και αποτελεί με τα άλλα Πρόσωπα «Τριάδα ομοούσιον και αχώριστον». Η Χριστολογία συνδέεται στενά με την Τριαδολογία. Ας έλθω στο θέμα της «ευχής». Ο Πατήρ ο ουράνιος δια του αγγέλου έδωσε παραγγελία στον Ιωσήφ να ονομάσει τον Χριστόν Ιησούν. «...και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν...» (Ματθ. α' 21). Ο Ιωσήφ κάνοντας υπακοή στον Πατέρα κάλεσε τον υιόν της Παρθένου Ιησούν. Ακόμη σύμφωνα με το Πνεύμα το Άγιον, που φώτισε τον απόστολο Παύλο, «ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν ει μη εν Πνεύματι Αγίω» (Α' Κορ. ιβ' 3). Άρα λέγοντας την «ευχή» «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με» αναγνωρίζουμε τον Πατέρα και κάνουμε υπακοή σ' αυτόν και επί πλέον αισθανόμαστε τις ενέργειες και την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος. Οι Πατέρες φωτισθέντες από το Άγιο Πνεύμα, μας είπαν ότι ο «Πατήρ δι' Υιού εν Πνεύματι Αγίω ποιεί τα πάντα». Όλη η Αγία Τριάδα δημιούργησε τον κόσμο και έπλασε τον άνθρωπο και πάλι όλη η Αγία Τριάδα αναδημιούργησε και ανέπλασε τον άνθρωπο και τον κόσμο. «Ο Πατήρ ηυδόκησεν, ο Λόγος σάρξ εγένετο» και «εγένετο σάρξ» «εκ Πνεύματος Αγίου». Δηλαδή η ενανθρώπηση του Χριστού έγινε «ευδοκία του Πατρός και συνεργία του Αγίου Πνεύματος». Γι' αυτό και λέμε ότι η σωτηρία του ανθρώπου και η πρόσκτηση των θείων Χαρίτων είναι κοινή ενέργεια της Παναγίας Τριάδος. Δύο χαρακτηριστικές διδασκαλίες των Αγίων Πατέρων θα σας αναφέρω.
- Θα ήθελα ακόμη, Γέροντα, να μου εξηγήσετε περισσότερο και να μου αναπτύξετε αυτό που έλεγα προηγουμένως, τις διαφορές μεταξύ της «ευχής» και της μεθόδου γιόγκα και να μου φανερώσετε την ανωτερότητά της έναντι και των άλλων ανατολικών θρησκειών, αφού μάλιστα διαθέτετε πολλή πείρα.
- Το θέμα είναι πολύ μεγάλο, παιδί μου, και πολλά μπορεί κανείς να πει. Απ' αυτά που είπα προηγουμένως φαίνονται μερικά:
- Γέροντα, ευχαριστώ πάρα πολύ για τις διαφωτιστικές αυτές σκέψεις. Έχουν μεγάλη σημασία, γιατί προέρχονται από σας, που τα ζείτε. Μια ερώτηση επιτρέψτε μου. Μόνο με την «ευχή» («Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με») επιτυγχάνεται η κάθαρση και η σωτηρία, δηλαδή η θέωση; Οι άλλες προσευχές δεν είναι κατάλληλες; Δεν βοηθούν;
- Κάθε προσευχή έχει τεράστια δύναμη. Είναι μια κραυγή της ψυχής. Ανάλογα με την πίστη και την θερμότητα έρχεται και η θεία βοήθεια. Είναι η λατρευτική προσευχή, ατομική προσευχή κ.λπ. Η «ευχή» όμως του Ιησού έχει μεγάλη αξία, γιατί, όπως λέγει ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, είναι το μικρό εκείνο κλειδί με την βοήθεια του οποίου μπορούμε να εισέλθουμε στα μυστήρια «α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη». Δηλαδή συγκρατεί περισσότερο τον νου και τον κάνει να προσεύχεται αφάνταστα, τον κάνει δηλαδή «άχροον», «ανείδεον», «ασχημάτιστον» και σε σύντομο χρονικό διάστημα μέρει πολλή Χάρι. Φέρει δε πολλή Χάρι και περισσότερη από την ψαλμωδία, γιατί συνδέεται στενά με την ταπείνωση και την επίγνωση των αμαρτιών μας. Έτσι λέγουν οι Πατέρες.
- Η «ευχή» αυτή είναι αρκετά στενή, πολύ μικρή. Μπορεί εκεί να καθηλωθεί ο νους;
- Στις μικρές φράσεις προσηλώνεται περισσότερο ο νους. Όμως η «ευχή» έχει τεράστιο βάθος, που δεν φαίνεται εξωτερικά. Όπου στέκεται ο νους έχει το ιδίωμα να εμβαθύνει και εκεί οδηγεί την επιθυμία και την αγάπη. Αυτά λέγει ο άγιος Μάξιμος: «Είωθε ο νους εν οις χρονίζει πράγμασι εν αυτοίς και πλατύνεσθαι· εν οις δε πλατύνεται, εν αυτοίς και την επιθυμίαν και την αγάπην τρέψαι, είτε εν τοις θείοις και οικείοις και νοητοίς, είτε εν τοις της σαρκός πράγμασι τε και πάθεσι». Όπως, άλλωστε, συμβαίνει και με την γνώση. Ένα απλό πράγμα εκ πρώτης όψεως μπορεί να αποτελέσει μελέτη και έρευνα ετών. Πόσο μάλλον το γλυκύτατο όνομα του Ιησού. Μπορεί κανείς να το μελετά σ' όλη του την ζωή.
- Αφού τέτοια δύναμη διαθέτει, επιτρέψτε μου, Γέροντα, να ρωτήσω πώς γίνεται. Πώς μπορεί κανείς να την απολαύσει; Ξέρω ότι σας στενοχωρώ, γιατί γνωρίζετε ότι μπροστά σας έχετε ένα αδαή και... αγράμματο στα θέματα αυτά, αλλά λέγοντας θα με βοηθήσετε πολύ.
- Η «ευχή» είναι η μεγαλύτερη επιστήμη, παιδί μου. Δεν μπορεί κανείς να την περιγράψει ακριβώς, ούτε να την καθορίσει, γιατί κινδυνεύει να παρεξηγηθεί ή να μη εννοηθεί απ' αυτούς που δεν έχουν έστω και λίγη πείρα. Είναι ακόμη ένας πραγματικός άθλος. Θα έλεγα ακόμη ότι είναι η ακροτάτη μορφή απ’ όπου αποκτούμε την θεολογία ή μάλλον την θεοπτία. Η Θεολογία είναι γέννημα και απότοκος της καθαράς προσευχής, εύχυμος και ευλογημένος καρπός της. Το κλίμα της αναπτύξεώς της και της βιώσεώς της είναι η ησυχία της γλυκυτάτης ερήμου, μ' όλο το δυναμικό της περιεχόμενο και η κάθαρση από τα πάθη...
... Είχα αρχίσει με
χαμηλή φωνή και είχα καταλήξει με πολλή δυνατή και κλαυθμηρή. Σαν κεραυνός θα
ακούστηκαν στα αυτιά του ερημίτη τα τελευταία μου λόγια. Τόσο δυνατά ήταν.
Σώπασε για λίγο. Με κοίταξε με πολλή αγάπη· σαν κι' αυτή, που μόνον οι μοναχοί
ξέρουν να δείχνουν. Μου έδωσε την εντύπωση ότι δεν πρέπει να ανησυχώ γι' αυτή
την ανησυχία, γιατί είναι ευλογημένη.
- Όταν ζούμε αυτές τις καταστάσεις, είπε, είναι φανερό πως το Άγιο Πνεύμα υπάρχει και ενεργεί μέσα μας. Αρχίζουμε να προχωρούμε τον δρόμο της θεωρίας του Θεού. Είναι το πρώτο στάδιο της θεωρίας. Αν η τέλεια θεωρία του ακτίστου φωτός είναι «φως καταθέλγον» την ψυχή, η μετάνοια και η αίσθηση της αμαρτωλότητός μας είναι «πυρ καταφλέγον» την ψυχή. Επομένως η μετάνοια και η επιθυμία καθαρισμού της ψυχής από τα πάθη είναι ώρα της Χάριτος. Μόνο όταν αυτή εισέλθει μέσα μας μπορούμε να δούμε την ερήμωσή μας, νοσταλγούμε τον Θεό και αγωνιζόμαστε να ενωθούμε μαζί Του. Δεν μπορούμε ποτέ να κάνουμε αυτές τις σκέψεις και να έχουμε αυτές τις επιθυμίες, αν δεν έλθει η Χάρι του Θεού.
Σοφός καθοδηγός, έμπειρος πνευματικός, πράγματι «χαριτωμένος» άνθρωπος. Ξέρει σαν άριστος γιατρός να καθησυχάζει, να ειρηνεύει, να σου δίδει ένα φάρμακο καταπραϋντικό όχι για να αναπαύσει... εγωιστικά, αλλά για να μπορέσει να προχωρήσει στην εγχείρηση και να σε θεραπεύσει.
- Αφού ξεκαθαρίσουμε αυτό το σημείο, συνέχισε, θα πρέπει να σου υποδείξω και μερικούς τρόπους, ή μάλλον ένα απλούστατο τρόπο. Μη περιμένεις να σου αναθέσω βαρύτατα πράγματα. Μόνο η «ευχή» του Ιησού, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με» καθαρίζει την ψυχή μας. Δηλαδή η ακατάπαυστη κραυγή προς τον Θεό, τον Σωτήρα μας. Στην επίκληση και ένωση με τον Ιησού βρίσκεται όλη η σωτηρία μας. Εμείς να φωνάζουμε να έλθει και Εκείνος ερχόμενος θα μας θεραπεύσει. Εμείς σαν άρρωστοι να βογκάμε και Εκείνος σαν γιατρός γεμάτος αγάπη θα έρχεται σε βοήθεια. Εμείς, όπως ο «περιπεσών εις τους ληστές», να φωνάζουμε και ο καλός Σαμαρείτης θα έρχεται να μας καθαρίζει τις πληγές και να μας οδηγεί στο Πανδοχείο, δηλαδή στην θεωρία του Φωτός, που πυρπολεί όλο μας το είναι. Όταν ο Θεός έρχεται στην καρδιά μας, νικά τον διάβολο και καθαρίζει τις ακαθαρσίες, που αυτός έχει δημιουργήσει. Επομένως η νίκη εναντίον του διαβόλου είναι νίκη του Χριστού δι' ημών. Εμείς να κάνουμε το ανθρώπινο (δηλαδή να προσκαλούμε τον Χριστό) και εκείνος θα κάνει το θείο (θα νικά τον διάβολο και θα καθαρίζει). Επομένως να μη θέλουμε να κάνουμε εμείς το θείο και ο Θεός το ανθρώπινο. Να το καταλάβουμε καλά ότι εμείς θα κάνουμε το ανθρώπινο (την «ευχή») και ο Θεός θα κάνει το θείο (την σωτηρία). Η όλη προσπάθεια της Εκκλησίας είναι θεανθρώπινη.
Η
αξία της «ευχής»
- Αν κατάλαβα καλά, αυτό επιτυγχάνεται κυρίως με την άσκηση, την νήψη και την «ευχή» του Ιησού. Επιτρέψτε μου όμως μια ερώτηση, όχι γιατί την πιστεύω, αλλά επειδή ακούω συχνά από διαφόρους ανθρώπους της εποχής μας αντιρρήσεις για την «χαριτωμένη ευχή». Λένε ότι η «ευχή» και ο τρόπος με τον οποίο γίνεται είναι ένα χριστιανικό γιόγκα και συνδέεται με πρότυπα ανατολικών θρησκειών. Τι έχετε να πείτε στο θέμα αυτό;
- Αυτοί που τα λένε αυτά φαίνεται ότι έχουν πλήρη άγνοια της χαρισματικής καταστάσεως της Εκκλησίας μας, αφού με την «ευχή» αποκτούμε την Θεία Χάρι. Δεν το έζησαν γι' αυτό δεν το ξέρουν, όμως δεν πρέπει ποτέ να κατηγορούν αυτούς που έχουν εμπειρία. Βλασφημούν όμως και τους Αγίους Πατέρας. Πολλοί Πατέρες αγωνίστηκαν γι' αυτήν και μίλησαν ζωηρά για την αξία της. Αυτοί λοιπόν έπεσαν σε πλάνη; Σε πλάνη έπεσε ένας άγιος Γρηγόριος Παλαμάς; Έχουν ακόμη άγνοια και της Αγίας Γραφής. Την φράση «Υιέ Δαυίδ ελέησον ημάς», που σημαίνει Ιησού ελέησον ημάς, την είπαν οι τυφλοί και βρήκαν το φως, οι λεπροί και θεραπεύτηκαν από την λέπρα τους κ.λπ. Η «ευχή» «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με» αποτελείται από δύο κεντρικά σημεία. Από το δογματικό (αναγνώριση της Θεότητος του Χριστού) και το ικετευτικό (παράκληση για την σωτηρία μας). Δηλαδή η ομολογία πίστεως στον Θεάνθρωπο συνδέεται με την ομολογία της αδυναμίας να σωθούμε μόνοι μας. Αυτό τα λέγει όλα και πάνω στα δύο αυτά σημεία στηρίζεται όλος ο αγώνας του Χριστιανού. Πίστη στον Θεάνθρωπο και συναίσθηση της αμαρτωλότητάς μας. Έτσι η «ευχή» εκφράζει μέσα σε λίγες λέξεις όλη την προσπάθεια του πιστού και συνοψίζει ολόκληρη την δογματική της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας.
Με την «ευχή»
αποκτούμε την διπλή γνώση. Ο άγιος Μάξιμος αναφέρει πως το πάθος της
υπερηφάνειας συνίσταται από δυο άγνοιες,
την άγνοια της θείας δυνάμεως και την άγνοια της ανθρωπίνης ασθενείας. Και αυτή
η διπλή άγνοια δημιουργεί «φρόνησιν συγκεχυμένην». Ο υπερήφανος λοιπόν είναι
άνθρωπος της αγνοίας, ενώ αντίθετα ο ταπεινός είναι ο άνθρωπος της διπλής γνώσεως. Γνωρίζει την δική του αδυναμία
και την δύναμη του Χριστού. Επομένως με την «ευχή» του Ιησού αναγνωρίζουμε και
ομολογούμε την δύναμη του Χριστού (Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού) και την
δική μας αδυναμία (ελέησόν με). Έτσι αποκτούμε την μακαρία κατάσταση της
ταπεινώσεως. Εκεί που υπάρχει ταπείνωση, υπάρχει και η Χάρι του Χριστού και αυτή
η Χάρι είναι η Βασιλεία των Ουρανών. Βλέπετε λοιπόν την αξία της «ευχής»;
Βλέπετε πώς με τη δύναμή της μπορούμε να αποκτήσουμε την Βασιλεία του Θεού;
- Ξέρω, Γέροντα, πως απαραίτητη προϋπόθεση ορθοδόξου ήθους είναι να μη ξεχωρίζουμε τον Χριστό ποτέ από τα άλλα πρόσωπα της Παναγίας Τριάδος. Γι' αυτό και στην Θεία Λειτουργία συχνά επικαλούμεθα και δοξάζουμε ολόκληρη την αγία Τριάδα, σε όλες τις εκφωνήσεις και τις ακροτελεύτιες αιτιολογίες. «Ότι πρέπει πάσα δόξα τιμή και προσκύνησις τω Πατρί και τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι νυν και αεί...», «η Χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και η αγάπη του Θεού του Πατρός και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος είη μετά πάντων υμών» κ.λπ. Μήπως η «ευχή» που αναφέρεται μόνον στο Δεύτερο Πρόσωπο της Παναγίας Τριάδος εκτρέπεται από την ορθή αυτή διδασκαλία;
- Οπωσδήποτε όχι και θα το εξηγήσω περισσότερο. Η «ευχή» λέγεται «ευχή» του Ιησού, αλλά βρίσκεται σε μια Τριαδολογική βάση. Άλλωστε ο Χριστός «εις ων της Αγίας Τριάδος» δεν υπάρχει ποτέ άνευ του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος και αποτελεί με τα άλλα Πρόσωπα «Τριάδα ομοούσιον και αχώριστον». Η Χριστολογία συνδέεται στενά με την Τριαδολογία. Ας έλθω στο θέμα της «ευχής». Ο Πατήρ ο ουράνιος δια του αγγέλου έδωσε παραγγελία στον Ιωσήφ να ονομάσει τον Χριστόν Ιησούν. «...και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν...» (Ματθ. α' 21). Ο Ιωσήφ κάνοντας υπακοή στον Πατέρα κάλεσε τον υιόν της Παρθένου Ιησούν. Ακόμη σύμφωνα με το Πνεύμα το Άγιον, που φώτισε τον απόστολο Παύλο, «ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν ει μη εν Πνεύματι Αγίω» (Α' Κορ. ιβ' 3). Άρα λέγοντας την «ευχή» «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με» αναγνωρίζουμε τον Πατέρα και κάνουμε υπακοή σ' αυτόν και επί πλέον αισθανόμαστε τις ενέργειες και την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος. Οι Πατέρες φωτισθέντες από το Άγιο Πνεύμα, μας είπαν ότι ο «Πατήρ δι' Υιού εν Πνεύματι Αγίω ποιεί τα πάντα». Όλη η Αγία Τριάδα δημιούργησε τον κόσμο και έπλασε τον άνθρωπο και πάλι όλη η Αγία Τριάδα αναδημιούργησε και ανέπλασε τον άνθρωπο και τον κόσμο. «Ο Πατήρ ηυδόκησεν, ο Λόγος σάρξ εγένετο» και «εγένετο σάρξ» «εκ Πνεύματος Αγίου». Δηλαδή η ενανθρώπηση του Χριστού έγινε «ευδοκία του Πατρός και συνεργία του Αγίου Πνεύματος». Γι' αυτό και λέμε ότι η σωτηρία του ανθρώπου και η πρόσκτηση των θείων Χαρίτων είναι κοινή ενέργεια της Παναγίας Τριάδος. Δύο χαρακτηριστικές διδασκαλίες των Αγίων Πατέρων θα σας αναφέρω.
Ο Άγιος Συμεών ο
νέος Θεολόγος γράφει κάπου ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού είναι η θύρα της
σωτηρίας σύμφωνα με την διακήρυξή Του: «Εγώ είμι η θύρα· δι' εμού εάν τις
εισέλθη, σωθήσεται, και εισελεύσεται και εξελεύσεται, και νομήν ευρήσει» (Ιωάν.
ι' 9). Αν ο Χριστός είναι η θύρα, ο Πατήρ είναι η οικία. «Εν τη οικία του Πατρός
μου μοναί πολλαί είσιν» (Ιωάν. ιδ' 2). Δια του Χριστού λοιπόν εισερχόμεθα στον
Πατέρα. Και για να ανοίξει η Θύρα (ο Χριστός) απαιτείται το κλειδί, που είναι το
Άγιο Πνεύμα, γιατί με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος γνωρίζουμε την αλήθεια,
που είναι ο Χριστός. Ο Πατήρ έστειλε τον Υιόν Του στον κόσμο, ο Υιός και Λόγος
του Θεού αποκαλύπτει τον Πατέρα και το Πνεύμα το Άγιο, το οποίον εκπορεύεται εκ
του Πατρός και πέμπεται δι' Υιού, μορφώνει τον Χριστόν «εν ταις καρδίαις ημών».
Επομένως γνωρίζουμε τον Πατέρα «δι' Υιού εν Πνεύματι Αγίω».
Επίσης ο άγιος
Μάξιμος ομιλεί συχνά στα έργα του για τις μυστικές σαρκώσεις του Λόγου. Γράφει
κάπου ότι, όπως οι λόγοι του νόμου και των Προφητών ήταν πρόδρομοι της κατά
σάρκα παρουσίας του Λόγου, έτσι και ο Υιός και Λόγος του Θεού σαρκωθείς έγινε
πρόδρομος της «πνευματικής αυτού παρουσίας», «...παιδαγωγών τας ψυχάς δια των
οικείων λόγων προς υποδοχήν της εμφανούς αυτού θεϊκής παρουσίας». Με άλλα λόγια
πρέπει να σαρκωθεί μέσα μας ο Χριστός, γιατί διαφορετικά δεν μπορούμε να δούμε
την δόξα Του στους Ουρανούς. Η σάρκωση όμως του Χριστού μέσα μας γίνεται ευδοκία
του Πατρός και συνεργία του Αγίου Πνεύματος. Βλέπετε πώς εκφράζεται η κοινή
ενέργεια της Αγίας Τριάδος, πώς αναγνωρίζουμε και ομολογούμε το μέγα Μυστήριο
που ο Κύριος φανέρωσε με την ενανθρώπισή Του; Αυτός λοιπόν που αρνείται και δεν
αναγνωρίζει την «ευχή» του Ιησού κάνει μεγάλο λάθος. Αρνείται την Αγία Τριάδα.
Κάνει ανυπακοή στον Πατέρα και δεν δέχεται τις ελλάμψεις του Αγίου Πνεύματος και
άρα δεν έχει πραγματική κοινωνία με τον Χριστό. Πρέπει επομένως ν' αμφιβάλλει,
αν είναι Ορθόδοξος Χριστιανός.
- Θα ήθελα ακόμη, Γέροντα, να μου εξηγήσετε περισσότερο και να μου αναπτύξετε αυτό που έλεγα προηγουμένως, τις διαφορές μεταξύ της «ευχής» και της μεθόδου γιόγκα και να μου φανερώσετε την ανωτερότητά της έναντι και των άλλων ανατολικών θρησκειών, αφού μάλιστα διαθέτετε πολλή πείρα.
- Το θέμα είναι πολύ μεγάλο, παιδί μου, και πολλά μπορεί κανείς να πει. Απ' αυτά που είπα προηγουμένως φαίνονται μερικά:
Πρώτον. Στην «ευχή» εκφράζεται έντονα η πίστη στον Θεό, ο Οποίος δημιούργησε τον κόσμο,
τον κυβερνά και τον αγαπά. Είναι Πατέρας στοργικός, που ενδιαφέρεται να σώσει το
πλάσμα Του. Η σωτηρία επιτυγχάνεται «εν τω Θεώ». Γι' αυτό και προσευχόμενοι Τον
παρακαλούμε λέγοντες· «ελέησόν με». Βρίσκεται μακριά από τον αθλητή της νοεράς
προσευχής η αυτολύτρωση και αυτοθέωση, γιατί αυτή ήταν η αμαρτία του Αδάμ, η
αμαρτία της πτώσεως. Θέλησε να γίνει Θεός έξω από εκείνο που ο Θεός του είπε
ορίσει. Η σωτηρία δεν επιτυγχάνεται «δι' εαυτού και εξ εαυτού», όπως λέγουν τα
ανθρώπινα αυτά συστήματα, αλλά «εν τω Θεώ».
Δεύτερον. Με την «ευχή» δεν αγωνιζόμαστε να
συναντήσουμε έναν απρόσωπο Θεό. Δεν επιδιώκουμε την ανύψωσή μας εις το «απόλυτον
μηδέν», αλλά η προσευχή μας συγκεντρώνεται στον
προσωπικό Θεό, τον Θεάνθρωπο Ιησού, εξ ου και το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ
του Θεού». Στον Χριστό συναντάται η θεία και ανθρώπινη φύση, δηλαδή όλος ο Θεός
Λόγος και όλος ο άνθρωπος, «εν αυτώ κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος
σωματικώς». Επομένως η ανθρωπολογία και σωτηριολογία του ορθοδόξου μοναχισμού
συνδέεται στενά με την Χριστολογία. Εμείς αγαπούμε τον Χριστό και τηρούμε τις
εντολές Του. Στο θέμα αυτό δίδουμε μεγάλη βαρύτητα. Επιμένουμε στην εφαρμογή των
εντολών του Χριστού. Ο Ίδιος είπε· «εάν αγαπάτε με τας εντολάς τας εμάς
τηρήσατε». Αγαπώντας τον Χριστό και τηρώντας τις εντολές Του, ενούμεθα με
ολόκληρη την Παναγία Τριάδα.
Τρίτον. Με την νοερά και αδιάλειπτη προσευχή
δεν ερχόμαστε σε κατάσταση υπερηφάνειας. Τα συστήματα που μου ανέφερες προ
ολίγου διακατέχονται από μια υπερηφάνεια. Εμείς με την «ευχή» αποκτούμε την μακαρία κατάσταση της
ταπεινοφροσύνης. «Ελέησόν με» λέμε και θεωρούμε τον εαυτό μας χειρότερο
απ' όλους. Δεν περιφρονούμε κανένα αδελφό. Κάθε υπερηφάνεια είναι ξένη από τον
αθλητή της «ευχής». Και όποιος την έχει είναι ανόητος.
Τέταρτον. Η σωτηρία, όπως είπαμε, δεν είναι
αφηρημένη κατάσταση, αλλά ένωση με τον Τριαδικό Θεό «εν τω προσώπω» του Κυρίου
ημών Ιησού Χριστού. Αλλά αυτή η ένωση δεν
εξαλείφει τον ανθρώπινο παράγοντα. Δεν αφομοιούμεθα, εφ' όσον είμαστε και
μεις ιδιαίτερα πρόσωπα.
Πέμπτον. Κατά την πορεία της προσευχής αποκτούμε την ικανότητα να διακρίνουμε την
πλάνη. Βλέπουμε και διακρίνουμε τις κινήσεις του Σατανά, αλλά και τις
ενέργειες του Χριστού. Αναγνωρίζουμε δηλαδή το πνεύμα της πλάνης, που πολλές
φορές μετασχηματίζεται και σε Άγγελον φωτός. Άρα ξεχωρίζουμε το καλό από το
πονηρό, το άκτιστο από το κτιστό.
Έκτον. Ο αγώνας για την «ευχή» συνδέεται με την κάθαρση της ψυχής και του
σώματος από την φθοροποιό επίδραση των παθών. Δεν επιδιώκουμε να φθάσουμε
στην απάθεια την στωική, αλλά την δυναμική, δηλαδή όχι στην νέκρωση του πάθους,
αλλά στην μεταμόρφωση αυτού. Χωρίς το «απαθές πάθος» δεν μπορεί κανείς ν'
αγαπήσει τον Θεό και να σωθεί. Αλλά επειδή αυτή η αγάπη έχει διαφθαρεί και
διαστραφεί, γι' αυτό και επιδιώκουμε την μεταμόρφωση. Αγωνιζόμαστε να
μεταμορφωθούμε από τις παραμορφωτικές καταστάσεις, που δημιούργησε ο Διάβολος.
Δίχως αυτόν τον προσωπικό αγώνα που γίνεται με την Χάρι του Χριστού, δεν
μπορούμε να σωθούμε. «Δαιμόνων εστί θεολογία η δίχα πράξεως γνώσις» κατά τον
Άγιο Μάξιμο.
Έβδομον. Με την «ευχή» δεν επιδιώκουμε να
οδηγήσουμε τον νου στο απόλυτο μηδέν, αλλά να τον στρέψουμε στην καρδιά και να
φέρουμε την Χάρι του Θεού μέσα στην ψυχή, από την οποία θα επεκταθεί και στο
σώμα. «Η βασιλεία του Θεού εντός ημών εστι». Το
σώμα, κατά την διδασκαλία της Εκκλησίας μας, δεν είναι κακό, αλλά κακό είναι το σαρκικό
φρόνημα. Δεν είναι το «ένδυμα της ψυχής», όπως λέγουν τα φιλοσοφικά συστήματα,
που πρέπει να επιδιώξουμε να το πετάξουμε, αλλά να το σώσουμε. Άλλωστε σωτηρία
σημαίνει λύτρωση όλου του ανθρώπου (ψυχής και σώματος). Επομένως δεν επιδιώκουμε την καταστροφή του σώματος,
αλλά πολεμούμε την σωματολατρεία. Ούτε θέλουμε την καταστροφή της ζωής.
Δεν επιδιώκουμε να φθάσουμε στο σημείο να μη επιθυμούμε την ζωή, ώστε να παύσει
η οδύνη. Ασκούμεθα στην «ευχή» γιατί διψάμε από ζωή και θέλουμε να ζούμε αιώνια
με τον Θεό.
Όγδοον. Δεν υπάρχει σε μας αδιαφορία για τον γύρω
κόσμο. Τα διάφορα συστήματα που ανέφερες αποφεύγουν να σκεφθούν τα
προβλήματα των ανθρώπων, ώστε να διατηρήσουν την ειρήνη τους και την απάθεια.
Εμείς το αντίθετο επιδιώκουμε· προσευχόμαστε διαρκώς για όλους. Είμαστε ικέτες
για όλο τον κόσμο. Άλλωστε σωτηρία είναι η ένωση με τον Χριστό, ενώ είμαστε σε
κοινωνία με τα άλλα πρόσωπα (ανθρώπους). Δεν μπορούμε να σωθούμε μόνον εμείς.
Μια χαρά, που είναι μόνο δική μας, χωρίς να είναι και του κόσμου, δεν είναι
πραγματική χαρά.
Ένατον. Δεν δίδουμε μεγάλη σημασία στις ψυχοτεχνικές
μεθόδους, ούτε στις διάφορες στάσεις του σώματος. Μερικά απ' αυτά τα
θεωρούμε υποβοηθητικά με σκοπό να συγκεντρωθεί ο νους στην καρδιά, δηλαδή στην
ουσία του, οπότε αμέσως καταργούνται. Επαναλαμβάνω, δεν επιδιώκουμε την απάθεια
(αρνητική κατάσταση), αλλά την απόκτηση της θείας Χάριτος...
- Γέροντα, ευχαριστώ πάρα πολύ για τις διαφωτιστικές αυτές σκέψεις. Έχουν μεγάλη σημασία, γιατί προέρχονται από σας, που τα ζείτε. Μια ερώτηση επιτρέψτε μου. Μόνο με την «ευχή» («Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με») επιτυγχάνεται η κάθαρση και η σωτηρία, δηλαδή η θέωση; Οι άλλες προσευχές δεν είναι κατάλληλες; Δεν βοηθούν;
- Κάθε προσευχή έχει τεράστια δύναμη. Είναι μια κραυγή της ψυχής. Ανάλογα με την πίστη και την θερμότητα έρχεται και η θεία βοήθεια. Είναι η λατρευτική προσευχή, ατομική προσευχή κ.λπ. Η «ευχή» όμως του Ιησού έχει μεγάλη αξία, γιατί, όπως λέγει ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, είναι το μικρό εκείνο κλειδί με την βοήθεια του οποίου μπορούμε να εισέλθουμε στα μυστήρια «α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη». Δηλαδή συγκρατεί περισσότερο τον νου και τον κάνει να προσεύχεται αφάνταστα, τον κάνει δηλαδή «άχροον», «ανείδεον», «ασχημάτιστον» και σε σύντομο χρονικό διάστημα μέρει πολλή Χάρι. Φέρει δε πολλή Χάρι και περισσότερη από την ψαλμωδία, γιατί συνδέεται στενά με την ταπείνωση και την επίγνωση των αμαρτιών μας. Έτσι λέγουν οι Πατέρες.
Πράγματι, ο άγιος
Γρηγόριος ο Σιναΐτης λέγει ότι η ψαλμωδία είναι για τους πρακτικούς και
αρχαρίους, ενώ η «ευχή» γι' αυτούς που γεύθηκαν την θεία Χάρι, για τους
ησυχαστές: «Συ δε μήτε πολλάκις ψάλλε, σύγχυσις γαρ... το γαρ πολλά ψάλλειν των
πρακτικών έστι, δια την αγνωσίαν και τον κόπον, ου των ησυχαστών, αρκουμένων εν
Θεώ μόνω προσεύχεσθαι εν καρδία και απέχεσθαι νοημάτων... ο δε γευσάμενος της
Χάριτος οφείλει συμμέτρως ψάλλειν, κατά τους Πατέρας, το πλείστον ασχολούμενους
εις την προσευχήν· ραθυμών δε ψάλλειν η αναγινώσκειν τα πρακτικά των Πατέρων».
- Συνήθως, πάτερ
μου, συνέχισε, με την ψαλμωδία επέρχεται σύγχυση, αλλά και υπεισέρχεται ο
εγωισμός και η υπερηφάνεια για την ωραία φωνή, για τις εντυπώσεις, που οι άλλοι
εκφράζουν, ενώ, όταν ο πιστός στο κελλί του λέγει το «ελέησόν με», δεν υπάρχουν
εκεί εξωτερικοί παράγοντες για την εμφάνιση της υπερηφάνειας. Γι' αυτό και οι
ησυχαστές περισσότερο εξασκούνται σ' αυτό το είδος, που οι Πατέρες μας δίδαξαν
και κάνουν τον όρθρο και τον εσπερινό με το κομποσχοίνι, λέγοντας δηλαδή την
«ευχή».
- Η «ευχή» αυτή είναι αρκετά στενή, πολύ μικρή. Μπορεί εκεί να καθηλωθεί ο νους;
- Στις μικρές φράσεις προσηλώνεται περισσότερο ο νους. Όμως η «ευχή» έχει τεράστιο βάθος, που δεν φαίνεται εξωτερικά. Όπου στέκεται ο νους έχει το ιδίωμα να εμβαθύνει και εκεί οδηγεί την επιθυμία και την αγάπη. Αυτά λέγει ο άγιος Μάξιμος: «Είωθε ο νους εν οις χρονίζει πράγμασι εν αυτοίς και πλατύνεσθαι· εν οις δε πλατύνεται, εν αυτοίς και την επιθυμίαν και την αγάπην τρέψαι, είτε εν τοις θείοις και οικείοις και νοητοίς, είτε εν τοις της σαρκός πράγμασι τε και πάθεσι». Όπως, άλλωστε, συμβαίνει και με την γνώση. Ένα απλό πράγμα εκ πρώτης όψεως μπορεί να αποτελέσει μελέτη και έρευνα ετών. Πόσο μάλλον το γλυκύτατο όνομα του Ιησού. Μπορεί κανείς να το μελετά σ' όλη του την ζωή.
- Αφού τέτοια δύναμη διαθέτει, επιτρέψτε μου, Γέροντα, να ρωτήσω πώς γίνεται. Πώς μπορεί κανείς να την απολαύσει; Ξέρω ότι σας στενοχωρώ, γιατί γνωρίζετε ότι μπροστά σας έχετε ένα αδαή και... αγράμματο στα θέματα αυτά, αλλά λέγοντας θα με βοηθήσετε πολύ.
- Η «ευχή» είναι η μεγαλύτερη επιστήμη, παιδί μου. Δεν μπορεί κανείς να την περιγράψει ακριβώς, ούτε να την καθορίσει, γιατί κινδυνεύει να παρεξηγηθεί ή να μη εννοηθεί απ' αυτούς που δεν έχουν έστω και λίγη πείρα. Είναι ακόμη ένας πραγματικός άθλος. Θα έλεγα ακόμη ότι είναι η ακροτάτη μορφή απ’ όπου αποκτούμε την θεολογία ή μάλλον την θεοπτία. Η Θεολογία είναι γέννημα και απότοκος της καθαράς προσευχής, εύχυμος και ευλογημένος καρπός της. Το κλίμα της αναπτύξεώς της και της βιώσεώς της είναι η ησυχία της γλυκυτάτης ερήμου, μ' όλο το δυναμικό της περιεχόμενο και η κάθαρση από τα πάθη...
Αντιγραφή από το βιβλίο
«Μια βραδιά στην έρημο του Αγίου Όρους», σελ. 40-51
του
ΜητροπολίτουΝαυπάκτου κ' Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
ΜητροπολίτουΝαυπάκτου κ' Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου