Ὁ κυρ Μανώλης ἦταν ἤσυχος ἄνθρωπος. ἀγαθός καί λιγάκι ἀφελής. Εἶχε δέκα τέσσερα χρόνια νεωκόρος στούς Ἁγίους Ταξιάρχες. Πρίν ἦταν σέ ἄλλη ἐπαρχία κι ἦταν κι ἐκεῖ νεωκόρος, ἔτσι εἶχε πεῖ. Ὄχι πώς ἔνοιαζε καί κανένα… Ἦταν κι ὁ ἐφημέριος πού τόν προσέλαβε, ὁ παπα-Θεοδόσης, ἄνθρωπος ἄδολος. Κάποια Κυριακή, ξεκίνησε ὁ νεωκόρος πρωί-πρωί γιά τόν ναό. Θά εἶχαν μουσαφιραίους παπάδες ἀπό ἄλλη Μητρόπολη. Ὁ Δεσπότης εἶχε ζητήσει ἀπό τόν παπα-Θεοδόση νά τούς φιλοξενήσει συλλειτουργούς στόν ναό του.
Ὁ ἀγαθός νεωκόρος ἔφτασε ἀξημέρωτα στόν ναό. Τό κρύο τσουχτερό. Καθώς ἔκανε νά βάλει τό κλειδί στήν εἴσοδο, διέκρινε λίγο ἀπόμερα στό σκοτάδι κάτι νά κινεῖται. Τόν πλησίασε ἕνα παλληκάρι στό μπόι του. Ἦταν διπλωμένος ἀπό τή στέρηση καί μελανιασμένος ἀπό τό κρύο. Φοροῦσε μονάχα τά ἐσώρουχά του! Κύριος οἶδε σέ τί εἶχε μπλεχτεῖ ἤ ἀπό τί εἶχε ξεμπλέξει…
Ὁ κύρ Μανώλης τρόμαξε ἀρχικά, ἀλλά μετά σάστισε.
«Τί συνέβη ρέ παιδί; Γιατί εἶσαι ἔτσι;».
«Ἄστα μπάρμπα… Ἔχεις τίποτα νά μοῦ δώσεις νά φορέσω;».
«Ποῦ νά βρῶ ρέ παιδί;… Κάτσε, στάσου. Ἔλα μέσα…».
Μπῆκαν στόν πρόναο. Ὁ κύρ Μανώλης, χωρίς δεύτερη κουβέντα, βγάζει πανωφόρι, πουλόβερ, πουκάμισο, παντελόνι καί τοῦ τά δίνει. Σάστισε τώρα ὁ νεαρός.
«Τί κάνεις ἐκεῖ ρέ μπάρμπα;».
«Μή σέ νοιάζει… Ἐγώ φοράω τό ρασάκι μου πάνω ἀπό τά ροῦχα κι εἶναι μακρύ, δέν θά φαίνεται… Κι ὕστερα ἐδῶ μέσα θά ἔχει ζέστη σέ λίγο… Μή σέ νοιάζει… Δέν κάθεσαι κι ἐσύ; Θά ζεσταθεῖς…».
Ὁ νεαρός εἶχε ἤδη γυρίσει τήν πλάτη του καί κατέβαινε τά σκαλιά μέ τά ξένα ροῦχα φορεμένα.
Ἡ Λειτουργία προχωροῦσε. Ὁ παπα-Θεοδόσης καί ἄλλοι τρεῖς ἱερεῖς, μέ τά ἄμφιά τους, συλλειτουργοῦσαν ὄρθιοι γύρω ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα. Κάποια στιγμή, ἐκεῖ γύρω ἀπό τό «πρόσχωμεν τά ἅγια τοῖς ἁγίοις…», ὁ παπα-Θεοδόσης σήκωσε τό κεφάλι καί πρόσεξε σέ μιά γωνιά τοῦ ἱεροῦ τόν κύρ Μανώλη, πού μόλις εἶχε μπεῖ, ἐμπερίστατος καί ἀγχωμένος ὅπως πάντα, γιά νά τά προλάβει ὅλα.
«Βρέ σέ καλό του… », εἶπε ἀπό μέσα του ὁ καλόβουλος ἱερέας, «σήμερα βρῆκε ὁ εὐλογημένος νά κάνει τίς κορδέλες του; Σήμερα πού ἔχουμε κόσμο;… Ἀντί νά βάλει τό κλασικό του μαῦρο ρασάκι, πῆγε κι ἔβαλε αὐτή τή λευκή κελεμπία; Σήμερα βρῆκε;… Ἴσα δηλαδή νά τόν δοῦν οἱ ξένοι καί νά βροῦμε κάνα μπελά μέ τέτοια καμώματα… Θές νά φτάσει καί στ’ αὐτιά τοῦ Δεσπότη κάνα τέτοιο: “Στούς Ταξιάρχες τό ρίξανε στά παρδαλά…”».
Μέχρι τό τέλος τῆς ἀκολουθίας, ὁ παπα-Θεοδόσης δέν μποροῦσε νά ἠρεμήσει. «Ρέ πειρασμός πού μᾶς βρῆκε Κυριακάτικα… Κι ἀπό κεῖ πού δέν τό περιμέναμε…».
Κήρυξε ἕνας ἀπό τούς φιλοξενούμενους ἱερεῖς. Κοινώνησαν τόν κόσμο. Ἔβαλαν ἀπόλυση.
Ὁ παπα-Θεοδόσης πήγαινε νά σκάσει. Κάθε πού ἔβλεπε τόν κύρ Μανώλη νά πηγαινοέρχεται μπροστά στούς ξένους παπάδες, δαγκωνόταν…
Οἱ ἱερεῖς ἔβγαλαν τά ἄμφιά τους, ἑτοιμάστηκαν.
«Πατέρες, θέλετε νά κατεβεῖτε στό ὑπόγειο; Θά ᾽χουμε καφέδες καί κέρασμα. Θά χαροῦμε νά μείνετε… Νά, κύρ Μανώλη», ἔκανε νά φωνάξει τόν νεωκόρο, «ἤ μᾶλλον ἄσε», μουρμούρισε μέσα ἀπό τά δόντια του. «Ἀντώνη, Ἀντώνη», φώναξε τόν ψάλτη, «πάρε τούς πατέρες κάτω, μέχρι νά τελειώσω κι ἐγώ ἐδῶ… Πατέρες, τελειώνω κι ἔρχομαι… ».
Οἱ ἱερεῖς φύγανε. Ἔμεινε στό ἱερό μονάχος του. Καί νά σου κι ὁ κύρ Μανώλης, φουριόζος, μέ χέρια φορτωμένα.
«Ἔλα δῶ, βρέ Μανώλη, ἔλα δῶ… Τί σοῦ ᾽ρθε βρέ εὐλογημένε καί μοῦ σημαιοστολίστηκες σήμερα;».
«Πῶς;», ἔκανε ὁ κύρ Μανώλης μέ τό χαρακτηριστικό βλέμμα τοῦ ἀνθρώπου πού σέ κοιτάει ἀπό τό βάθος τῆς ἀφέλειας.
«Ποῦ πῆγες καί τό βρῆκες βρέ ἄνθρωπέ μου αὐτό τό ράσο; Μά ρεζίλι θέλεις νά μᾶς κάνεις;».
«Πάτερ μου ἐσεῖς μοῦ τό δώσατε… Εἶναι λίγο ἄπλυτο βέβαια… ἀλλά κεριά εἶναι, μή νομίζετε ὅτι φεύγουν καί εὔκολα…».
«Ἐγώ σοῦ τό ᾽δωσα; Πότε μωρέ σοῦ τό ᾽δωσα ἐγώ;».
«Ὅταν πρωτοῆρθα βρέ πάτερ μου, πρίν δεκατέσσερα χρόνια… Μπάααα, τί πάθατε σήμερα;».
Θόλωσε ὁ παπα-Θεοδόσης. «Θά μέ τρελάνεις μωρέ; Δέν σοῦ μιλάω γιά τό μαῦρο σου τό ράσο… Γιά τοῦτο ᾽δῶ σοῦ μιλάω… », καί κάνει μιά μέ θυμό καί ἁρπάζει τό ράσο τοῦ κύρ Μανώλη…
Σάν λέπι ἔπεσε ἀπ’ τά μάτια του ἡ ἀστραφτερή λευκάδα κι εἶδε στά χέρια του ἕνα μαῦρο τριμμένο ρασάκι, θαμπό ἀπό τή χρήση καί τά κεριά. Κι ἔτσι ὅπως τό ἀνασήκωσε, βλέπει γυμνά τά πόδια τοῦ κύρ Μανώλη, σάν νά φοροῦσε ἀπό μέσα κοντό παντελονάκι.
«Τί ἔγινε βρέ Μανώλη;», ρώτησε μέ φωνή ξεψυχισμένη, σάν νά τοῦ ᾽χε ἔρθει ζαλάδα.
Ὁ ἀφελής νεωκόρος τοῦ τά εἶπε ὅλα μέ ἁπλότητα.
Ὁ παπα-Θεοδόσης εἶχε καταπιεῖ τή γλώσσα του. Ἔνιωθε μέσα του κάτι σάν ταπείνωση πού ἐντούτοις τόν γλύκαινε…
Ὁ ἀγαθός νεωκόρος ἔφτασε ἀξημέρωτα στόν ναό. Τό κρύο τσουχτερό. Καθώς ἔκανε νά βάλει τό κλειδί στήν εἴσοδο, διέκρινε λίγο ἀπόμερα στό σκοτάδι κάτι νά κινεῖται. Τόν πλησίασε ἕνα παλληκάρι στό μπόι του. Ἦταν διπλωμένος ἀπό τή στέρηση καί μελανιασμένος ἀπό τό κρύο. Φοροῦσε μονάχα τά ἐσώρουχά του! Κύριος οἶδε σέ τί εἶχε μπλεχτεῖ ἤ ἀπό τί εἶχε ξεμπλέξει…
Ὁ κύρ Μανώλης τρόμαξε ἀρχικά, ἀλλά μετά σάστισε.
«Τί συνέβη ρέ παιδί; Γιατί εἶσαι ἔτσι;».
«Ἄστα μπάρμπα… Ἔχεις τίποτα νά μοῦ δώσεις νά φορέσω;».
«Ποῦ νά βρῶ ρέ παιδί;… Κάτσε, στάσου. Ἔλα μέσα…».
Μπῆκαν στόν πρόναο. Ὁ κύρ Μανώλης, χωρίς δεύτερη κουβέντα, βγάζει πανωφόρι, πουλόβερ, πουκάμισο, παντελόνι καί τοῦ τά δίνει. Σάστισε τώρα ὁ νεαρός.
«Τί κάνεις ἐκεῖ ρέ μπάρμπα;».
«Μή σέ νοιάζει… Ἐγώ φοράω τό ρασάκι μου πάνω ἀπό τά ροῦχα κι εἶναι μακρύ, δέν θά φαίνεται… Κι ὕστερα ἐδῶ μέσα θά ἔχει ζέστη σέ λίγο… Μή σέ νοιάζει… Δέν κάθεσαι κι ἐσύ; Θά ζεσταθεῖς…».
Ὁ νεαρός εἶχε ἤδη γυρίσει τήν πλάτη του καί κατέβαινε τά σκαλιά μέ τά ξένα ροῦχα φορεμένα.
Ἡ Λειτουργία προχωροῦσε. Ὁ παπα-Θεοδόσης καί ἄλλοι τρεῖς ἱερεῖς, μέ τά ἄμφιά τους, συλλειτουργοῦσαν ὄρθιοι γύρω ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα. Κάποια στιγμή, ἐκεῖ γύρω ἀπό τό «πρόσχωμεν τά ἅγια τοῖς ἁγίοις…», ὁ παπα-Θεοδόσης σήκωσε τό κεφάλι καί πρόσεξε σέ μιά γωνιά τοῦ ἱεροῦ τόν κύρ Μανώλη, πού μόλις εἶχε μπεῖ, ἐμπερίστατος καί ἀγχωμένος ὅπως πάντα, γιά νά τά προλάβει ὅλα.
«Βρέ σέ καλό του… », εἶπε ἀπό μέσα του ὁ καλόβουλος ἱερέας, «σήμερα βρῆκε ὁ εὐλογημένος νά κάνει τίς κορδέλες του; Σήμερα πού ἔχουμε κόσμο;… Ἀντί νά βάλει τό κλασικό του μαῦρο ρασάκι, πῆγε κι ἔβαλε αὐτή τή λευκή κελεμπία; Σήμερα βρῆκε;… Ἴσα δηλαδή νά τόν δοῦν οἱ ξένοι καί νά βροῦμε κάνα μπελά μέ τέτοια καμώματα… Θές νά φτάσει καί στ’ αὐτιά τοῦ Δεσπότη κάνα τέτοιο: “Στούς Ταξιάρχες τό ρίξανε στά παρδαλά…”».
Μέχρι τό τέλος τῆς ἀκολουθίας, ὁ παπα-Θεοδόσης δέν μποροῦσε νά ἠρεμήσει. «Ρέ πειρασμός πού μᾶς βρῆκε Κυριακάτικα… Κι ἀπό κεῖ πού δέν τό περιμέναμε…».
Κήρυξε ἕνας ἀπό τούς φιλοξενούμενους ἱερεῖς. Κοινώνησαν τόν κόσμο. Ἔβαλαν ἀπόλυση.
Ὁ παπα-Θεοδόσης πήγαινε νά σκάσει. Κάθε πού ἔβλεπε τόν κύρ Μανώλη νά πηγαινοέρχεται μπροστά στούς ξένους παπάδες, δαγκωνόταν…
Οἱ ἱερεῖς ἔβγαλαν τά ἄμφιά τους, ἑτοιμάστηκαν.
«Πατέρες, θέλετε νά κατεβεῖτε στό ὑπόγειο; Θά ᾽χουμε καφέδες καί κέρασμα. Θά χαροῦμε νά μείνετε… Νά, κύρ Μανώλη», ἔκανε νά φωνάξει τόν νεωκόρο, «ἤ μᾶλλον ἄσε», μουρμούρισε μέσα ἀπό τά δόντια του. «Ἀντώνη, Ἀντώνη», φώναξε τόν ψάλτη, «πάρε τούς πατέρες κάτω, μέχρι νά τελειώσω κι ἐγώ ἐδῶ… Πατέρες, τελειώνω κι ἔρχομαι… ».
Οἱ ἱερεῖς φύγανε. Ἔμεινε στό ἱερό μονάχος του. Καί νά σου κι ὁ κύρ Μανώλης, φουριόζος, μέ χέρια φορτωμένα.
«Ἔλα δῶ, βρέ Μανώλη, ἔλα δῶ… Τί σοῦ ᾽ρθε βρέ εὐλογημένε καί μοῦ σημαιοστολίστηκες σήμερα;».
«Πῶς;», ἔκανε ὁ κύρ Μανώλης μέ τό χαρακτηριστικό βλέμμα τοῦ ἀνθρώπου πού σέ κοιτάει ἀπό τό βάθος τῆς ἀφέλειας.
«Ποῦ πῆγες καί τό βρῆκες βρέ ἄνθρωπέ μου αὐτό τό ράσο; Μά ρεζίλι θέλεις νά μᾶς κάνεις;».
«Πάτερ μου ἐσεῖς μοῦ τό δώσατε… Εἶναι λίγο ἄπλυτο βέβαια… ἀλλά κεριά εἶναι, μή νομίζετε ὅτι φεύγουν καί εὔκολα…».
«Ἐγώ σοῦ τό ᾽δωσα; Πότε μωρέ σοῦ τό ᾽δωσα ἐγώ;».
«Ὅταν πρωτοῆρθα βρέ πάτερ μου, πρίν δεκατέσσερα χρόνια… Μπάααα, τί πάθατε σήμερα;».
Θόλωσε ὁ παπα-Θεοδόσης. «Θά μέ τρελάνεις μωρέ; Δέν σοῦ μιλάω γιά τό μαῦρο σου τό ράσο… Γιά τοῦτο ᾽δῶ σοῦ μιλάω… », καί κάνει μιά μέ θυμό καί ἁρπάζει τό ράσο τοῦ κύρ Μανώλη…
Σάν λέπι ἔπεσε ἀπ’ τά μάτια του ἡ ἀστραφτερή λευκάδα κι εἶδε στά χέρια του ἕνα μαῦρο τριμμένο ρασάκι, θαμπό ἀπό τή χρήση καί τά κεριά. Κι ἔτσι ὅπως τό ἀνασήκωσε, βλέπει γυμνά τά πόδια τοῦ κύρ Μανώλη, σάν νά φοροῦσε ἀπό μέσα κοντό παντελονάκι.
«Τί ἔγινε βρέ Μανώλη;», ρώτησε μέ φωνή ξεψυχισμένη, σάν νά τοῦ ᾽χε ἔρθει ζαλάδα.
Ὁ ἀφελής νεωκόρος τοῦ τά εἶπε ὅλα μέ ἁπλότητα.
Ὁ παπα-Θεοδόσης εἶχε καταπιεῖ τή γλώσσα του. Ἔνιωθε μέσα του κάτι σάν ταπείνωση πού ἐντούτοις τόν γλύκαινε…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου