Ήρθε στο Άγιον Όρος και γύριζε στα μοναστήρια ένας νέος ηλικίας 16-17 χρόνων, ο Γιωργάκης. Από ηλικίας τριών ετών οι γονείς του τον έβαλαν σε βουδδιστικό μοναστήρι στο Θιβέτ. Προχώρησε πολύ στην Γιόγκα, έγινε τέλειος μάγος, μπορούσε να καλή όποιον δαίμονα ήθελε. Είχε μαύρη ζώνη και ήξερε τέλεια καράτε. Με την δύναμη του Σατανά έκανε επιδείξεις που προξενούσαν εντύπωση. Χτυπούσε με το χέρι του μεγάλες πέτρες και έσπαζαν σαν καρύδια. Μπορούσε να διαβάζη κλειστά βιβλία. Έσπαζε στην παλάμη του φουντούκια, έπεφταν κάτω τα τσόφλια και οι καρποί έμεναν κολλημένοι στο χέρι του.
Καποιοι μοναχοί έφεραν τον Γιωργάκη στον Γέροντα Παΐσιο για να τον βοηθήση. Ρώτησε τον Γέροντα, τι δυνάμεις είχε και τι μπορούσε να κάνη. Απάντησε ότι ο ίδιος δεν έχει καμμιά δύναμη και ότι όλη η δύναμη είναι του Θεού.
Ο Γιωργάκης θέλοντας να επιδείξη την δύναμή του συγκέντρωσε το βλέμμα του σε μια μεγάλη πέτρα που ήταν σε απόσταση και η πέτρα έγινε θρύψαλα. Τότε ο Γέροντας σταύρωσε μια μικρή πέτρα και του είπε να την σπάση και αυτή. Αυτός συγκεντρώθηκε, έκανε τα μαγικά του, αλλά δεν κατάφερε να την σπάση. Τότε άρχισε να τρέμη και οι σατανικές δυνάμεις, που νόμιζε ότι έλεγχε, μη μπορώντας να σπάσουν την πέτρα, στράφηκαν εναντίον του και τον εκσφενδόνισαν στην άλλη όχθη του ρέματος. Ο Γέροντας τον μάζεψε σε άθλια κατάσταση.
«Άλλη φορά», διηγήθηκε ο Γέροντας, «ενώ συζητούσαμε, ξαφνικά σηκώθηκε, μου έπιασε τα χέρια και μου τα γύρισε προς τα πίσω. «Αν μπορή, ας έρθη να σ’ ελευθερώση ο Χατζεφεντής», μου είπε. Το αισθάνθηκα σαν βλασφημία. Κούνησα έτσι λίγο τα χέρια μου και τινάχθηκε πέρα. Μετά σαν αντίδραση πήδησε ψηλά και πήγε να με χτυπήση με το πόδι του, αλλά το πόδι του σταμάτησε κοντά στο πρόσωπό μου, σαν να βρήκε ένα αόρατο εμπόδιο! Με φύλαξε ο Θεός.
»Τη νύχτα τον κράτησα και κοιμήθηκε στο Καλύβι. Οι δαίμονες τον έσυραν μέχρι κάτω στον λάκκο και τον έδειραν για την αποτυχία του. Το πρωί σε κακή κατάσταση, τραυματισμένος, γεμάτος αγκάθια και χώματα, ωμολογούσε: «Με έδειρε ο Σατάν, γιατί δεν μπόρεσα να σε νικήσω»».
Έπεισε τον Γιωργάκη να του φέρη τα μαγικά του βιβλία και τα έκαψε. «Όταν ήρθε εδώ», διηγήθηκε ο Γέροντας, «είχε μια Σολομωνική. Πήγα να την πάρω, δεν την έδινε με τίποτε. Πήρα ένα κερί και του είπα: «Σήκωσε λίγο το παντελόνι σου» και έβαλα το αναμμένο κερί στο πόδι του. Ξεφώνισε και πήδηξε πάνω από τον πόνο. «Ε, αν την φλόγα ενός μικρού κεριού δεν υπομένεις, πώς θα υπομείνεις το πυρ της κολάσεως μ’ αυτά που κάνεις;»»
Ο Γέροντας τον κράτησε λίγο κοντά του και τον βοήθησε, όσο έκανε υπακοή. Τον συμπόνεσε τόσο πολύ ώστε είπε: «Θα μπορούσα γι’ αυτό το παιδί ν’ αφήσω την έρημο και να βγω μαζί του στον κόσμο για να το βοηθήσω». Ενδιαφέρθηκε να μάθη αν είναι βαπτισμένος, και μάλιστα έμαθε και σε ποια Εκκλησία είχε βαπτισθή. Ο Γιωργάκης συγκλονισμένος από την δύναμη και την χάρι του Γέροντα, επιθυμούσε να γίνη μοναχός αλλά δεν μπόρεσε.
Ο Γέροντας χρησιμοποιούσε την περίπτωση του Γιωργάκη για να αποδείξη πόσο μεγάλη είναι η πλάνη αυτών που νομίζουν ότι όλες οι θρησκείες είναι ίδιες, όλες τον ίδιο Θεό πιστεύουν, και ότι δεν διαφέρουν οι Θιβετιανοί μοναχοί από τους Ορθοδόξους.
Από το βιβλίο: Ιερομονάχου Ισαάκ, ΒΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Στ’ έκδοσις, Άγιον Όρος 2008, σελ. 246
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου