«Μη καταλαλείτε αλλήλων, αδελφοί, ο καταλαλών αδελφού και κρίνων τον αδελφόν αυτού καταλαλεί νόμου και κρίνει νόμον. Ει δε νόμου κρίνεις, ουκ ει ποιητής νόμου, αλλά κριτής. Εις εστίν ο νομοθέτης και κριτής, ο δυνάμενος σώσαι και απωλέσαι. Συ δε τις ει ος κρίνεις τον έτερον;»
Περί υπερηφάνειας, ο άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος, αναφέρεται και εις το θέμα της κατηγορίας ή της καταλαλιάς. Και λέγει, να μην καταλαλείτε ο ένας τον άλλον. Διότι πράγματι, όταν λέγη το «μη καταλαλείτε», έχει την εξής σχέση με την υπερηφάνεια. Γιατί καταλαλώ; Διότι θέλω να φαίνωμαι ανώτερος από εκείνον τον οποίο ήδη κατηγορώ. Και αφού θέλω να φαίνωμαι ανώτερος, τότε προφανώς ο Θεός θα με αποδοκιμάση. Αυτή είναι η σχέσις που υπάρχει ανάμεσα στην κατηγορία και την υπερηφάνεια.
Αλλά εκείνο που είναι αξιοπρόσεκτο και που οι πατέρες ιδιαιτέρως τονίζουν και που εκ πρώτης όψεως φαίνεται τι σχέση μπορεί να έχη, είναι ότι εκείνος που κατηγορεί δεν μπορεί να επιτύχη γενικά την λοιπήν αρετή, ειδικότερα δε την εγκράτεια. Και την εγκράτεια μάλιστα και γαστρός αλλά προπαντός όμως την σωφροσύνην. Δηλαδή το να μην έχει πειρασμούς, σαρκικούς πειρασμούς. Δηλαδή η κατηγορία, η καταλαλιά, με τους σαρκικούς πειρασμούς είναι τόσο στενά δεμένα, σαν αιτία και αποτέλεσμα. Αυτό μοιάζει εκ πρώτης όψεως περίεργο αλλά ο μηχανισμός όμως είναι ο εξής: Όταν κατηγορούμε τον άλλον επειδή θέλωμε να τον υποτιμήσωμε, εμείς εκδηλώνομε την υπερηφάνεια μας. Διότι πώς θα κατεβή ο άλλος; Πώς θα τον κατεβάσωμε; Όταν τον υποτιμήσωμε. Ο Θεός βλέποντας ότι εμείς υποτιμούμε τον άλλον υπερηφάνως, μας εγκαταλείπει. Διότι όλες οι αρετές, ειδικότερα δε η σωφροσύνη, θέλουν την χάρι του Θεού. Ο Κύριος είπε: «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείσε ουδέν». Αν λείπη λοιπόν η Χάρις του Θεού, πως θα επιτύχω την εγκράτειαν; Και τούτο λείπει, επειδή μ’ εγκατέλειψε η Χάρις του Θεού, επειδή είμαι υπερήφανος. Γι’ αυτό το λόγο, αγαπητοί, αν κάποιος έχει σαρκικούς πειρασμούς, να κάνη μια αυτοκριτική, μήπως είναι κατήγορος.
Μπορεί ακόμη αυτή η κατηγοροία, η καταλαλιά εναντίον άλλων, να μην είναι φανερά αλλά να είναι μυστική, να είναι μέσα στην καρδιά του ανθρώπου. Ο ίδιος ο άνθρωπος δηλαδή να βλέπει τον εαυτό του ότι υπερέχει έναντι των άλλων χωρίς να το εκδηλώνει αυτό. Να είναι δηλαδή υψηλοκάρδιος, όπως λέγει η Αγία Γραφή, άνθρωπος. Τότε βέβαια, ο ερευνών τις καρδιές των ανθρώπων Θεός, βλέπει την καρδιά σου. Κι έτσι αίρει την Χάρη του. Πρέπει λοιπόν να προσέξωμε. Κατηγορούμε τους άλλους; Είναι αξιοπρόσεκτο, όταν λέγει εδώ το εξής: «Μη καταλαλείτε αλλήλων αδελφοί». Και τούτο διότι θέλει να τονίση αυτήν την αμαρτία, που μπορούσε να υπάρχει μέσα στην εκκλησιαστική κοινότητα. Δυστυχώς, διότι πολύ θα πρεπε να προσέχωμε, μέσα σε μια εκκλησιαστική κοινότητα, δηλαδή μέσα στην Εκκλησία, μέσα στο Σώμα του Χριστού, να μην υπάρχει αυτό το κλίμα της αλληλοκατηγορίας. Είναι πάρα πολύ κακό πράγμα αυτό. Γι’ αυτό, εδώ τονίζει ιδιαίτερα το θέμα του αδελφού. Κι ευθύς παρακάτω θα πη: «ο καταλαλών αδελφού και κρίνων τον αδελφόν…», αναφέρεται στο θέμα «αδελφός» τρεις φορές. Για να τονίση ότι πρέπει να υπάρχη προσοχή στο σημείο τούτο.
Βέβαια εμείς το λέμε «κουτσομπολιό» το θέμα «καταλαλώ ή κατηγορώ». Και το κουτσομπολιό βεβαίως είναι, θα λέγαμε, μια μορφή κατηγορίας. Μπορεί να έχη ίσως μια αθώα διάσταση. Έτσι το λέμε τουλάχιστον εμείς. Μέχρι του να είναι κάτι πολύ βαρύτερο. Μέχρι που να σέρνωμε και συκοφαντίες. Ας το προσέξουμε, αγαπητοί μου, γιατί είναι πάρα πολύ κακό πράγμα, μια κακή συνήθεια, σε μια κοινότητα ανθρώπων, που ζουν μαζί, κινούνται μαζί, σκέπτονται μαζί, έχουν τα ίδια φρονήματα, τις ίδιες κατευθύνσεις, όταν υπάρχουν τέτοιου είδους πάθη. Είναι δε ανασταλτικά της προκοπής της ομάδος, της Εκκλησιαστικής αυτής κοινότητος. Θα λέγαμε ότι είναι μια απήχησις των όσων ο Κύριος είπε στο Μυστικό Δείπνο, στους μαθητάς του: «Από τούτο θα γνωρίσουν ότι είσαστε μαθηταί μου, εάν έχετε αγάπη μεταξύ σας». Δεν είπε «εάν έχετε αγάπη στους εχθρούς σας» αλλά «εάν έχετε αγάπη μεταξύ σας». Και δεν αναφέρεται γενικά στην αγάπη αλλά ειδικά στην φιλαδελφία, η οποία φιλαδελφία είναι μια μορφή της αγάπης. Συνεπώς όταν λέγη εδώ «μη καταλαλείτε αλλήλων, αδελφοί», αυτό θέλει να πη. Αν έχεις αγάπη, δεν μπορείς να κατηγορήσεις. Είναι αλήθεια, ας ρωτήσετε τη συνείδησή σας, ένα πρόσωπο που αληθινά το αγαπάτε, το κατηγορείτε; Όχι. Εάν κατηγορούμε ένα πρόσωπο, σημαίνει ότι δεν το αγαπάμε. Εμείς βέβαια θα ισχυριζόμεθα και θα λέμε ότι το αγαπάμε. Φοβούμαι ότι τα πράγματα δεν είναι σωστά μέσα μας.
Και εδώ έρχεται να δικαιολογήση ο άγιος Ιάκωβος, το γιατί δεν πρέπει να καταλαλούμε. «Ο καταλαλών αδελφού και κρίνων τον αδελφόν αυτού καταλαλεί νόμον και κρίνει νόμο;». Εκείνος ο οποίος λέγει, κατηγορεί τον αδελφό του, είναι ως να κατηγορεί τον νόμον. Ποίον νόμον; Ο Κύριος είπε: «Μη κρίνετε ίνα μη κριθείτε». Δηλαδή μη κατηγορείτε, μη καταδικαστείτε. Αλλού ο Απόστολος Παύλος λέγει: «Συ ποιος είσαι που κρίνεις αλλότριον ικέτην εάν στέκεται ή πέφτει στον ίδιον τον Κύριον;». Ποιος είσαι εσύ που κρίνεις; Και δεν αναφέρεται βέβαια στο θέμα του να ενδιαφερθώ για τον άλλον. Δεν είναι εκεί. Αλλά είναι η διάθεσις η φιλοκατήγορος. Όταν λοιπόν λέγει ο Κύριος «μη κρίνετε ίνα μη κριθείτε», και γενικά «αγαπάτε τον πλησίον σας όπως τον εαυτό σας», σημαίνει ότι, όταν εσύ κατηγορείς, καταργείς το νόμο του Χριστού. Έρχεσαι να κρίνης τον νόμο του Χριστού, ότι εσύ καλώς πράττεις. Και ο νόμος που λέγει ότι πρέπει να αγαπάς τον αδελφό σου και να μην τον κατηγορείς; Γι’ αυτό λέγει εδώ ο Άγιος Ιάκωβος «αυτός που κρίνει τον αδελφόν, κρίνει νόμον και καταλαλεί νόμον».
«Ει δε νόμον κρίνεις, ου ει ποιητής νόμου, αλλά κριτής». Τότε δεν είσαι εφαρμοστής του νόμου του Θεού αλλά είσαι κριτής του νόμου του Θεού. Σ’ αυτό το «κριτής του νόμου του Θεού», θα ήθελα λίγο να μείνω. Θα μου πείτε… είναι δυνατόν ποτέ, το μυαλό μας δεν πήγε στο ότι μπορούμε να κρίνωμε τον νόμο του Θεού, ώστε αν κατηγορώ τον αδελφό μου, κρίνω τον νόμο του Θεού! Και ότι η δική μου γνώμη ότι πρέπει να κρίνω είναι σωστή; Και ο νόμος του Θεού ότι δεν πρέπει να κρίνω, δεν είναι σωστός; Δεν πήγε το μυαλό μου εκεί, θα μου πείτε. Αγαπητοί μου, άνθρωποι οι οποίοι έχουν μια ως επί το πλείστον αγαθή συνείδηση, θα το σκεφθούν αυτό και θα είναι η ενέργειά τους αυτή ακουσία, άθελη. Όμως υπάρχει κάτι το οποίον ίσως δεν έχομε αντιληφθεί σε πάρα πολλούς ανθρώπους. Αυτό το κάτι είναι ότι πάρα πολλοί άνθρωποι κάνουν πραγματικά κριτική στο νόμο του Θεού. Και δεν κάνουν κριτική μόνο στο νόμο του Θεού σ’ αυτόν τον τομέα, σ’ αυτό το σημείο, αλλά σε πάρα πολλά σημεία, τα οποία δυστυχώς κάνουν, ώστε να καταργούν το Ευαγγέλιο. Πόσες φορές ακούμε, διαβάζομε, στην εποχή μας ότι δεν συμφωνούν μ’ εκείνο το σημείο της Αγίας Γραφής. Προσβάλλουν το κύρος της Παλαιάς Διαθήκης. Λέγουν ότι ο Θεός είναι κακούργος και εγκληματίας. Όταν, λέγει, επιτρέπει εκείνο κι εκείνο στην Π.Δ. και άλλα πολλά. Ή σου λένε «Ε, καλά, δεν λέω, ν’ αγαπάς τον πλησίον σου (να δήτε και την ασυνέπεια των ανθρώπων) αλλά εκείνο το «ου μοιχεύσεις», δεν έχει και πολλή σημασία». Μα πως θ’ αγαπήσης τον πλησίον σου; Γιατί αυτός ο νόμος αναφέρεται στην αγάπη του πλησίον. Πώς θ’ αγαπήσης τον πλησίον σου αν πης και τι σημασία έχει αυτό; Και για νάρθω σε κάτι το πιο συγκεκριμένο, σε θέματα σχέσεων έξω του γάμου, προσέξτε, ιδίως προ του γάμου, τί σημασία, λέγει, έχει αυτό; Μα παραβαίνεις την εντολή του Θεού. «Μα αυτό δεν έχει σημασία, είναι φυσιολογικό, είναι τούτο, είναι εκείνο…». Χίλια δύο επιχειρήματα. Αλλά όμως όταν μπορεί κανείς να έχει επιχειρήματα εναντίον του νόμου του Θεού, τότε δεν είναι εφαρμοστής του νόμου του Θεού αλλά είναι αρνητής του νόμου του Θεού. Και θα μπορούσα να σας έλεγα ότι πρέπει ν’ αντισταθούμε στο κλίμα της εποχής μας, που κάνει κριτική στην Αγία Γραφή. Άλλα αρέσουν κι άλλα δεν αρέσουν σε πάρα πολλούς χριστιανούς μας από τον λόγο του Θεού. Ή τα αποδέχεσαι όλα ή κατ’ ανάγκην θα τα’ αρνηθής όλα. Ο λόγος του Θεού είναι Ένας. Δεν κατακερματίζεται ούτε δύναται να προσφέρεται κατ’ επιθυμίαν και κατ’ επιλογήν. Ας το προσέξωμε λοιπόν, που στην εποχή μας τόσο βάλλεται ο λόγος του Θεού εκλεκτικώς, εμείς να μην παρασυρθούμε. Και να πούμε: «Το λέγει ο λόγος του Θεού; Τελείωσε». Θα είμαι όχι κριτής του νόμου του Θεού αλλά εφαρμοστής του νόμου του Θεού.
Και λέει στη συνέχεια: «εις εστίν ο νομοθέτης και κριτής, ο δυνάμενος σώσαι και απωλέσαι. Συ δε τις ει ος κρίνεις τον έτερον»; Ο νομοθέτης είναι Ένας. Και κριτής είναι ένας. Αυτός που δύναται να σώση και να απωλέση.
Είναι γνωστό, στους ανθρώπους, άλλος είναι ο νομοθέτης κι άλλος ο κριτής. Ο νομοθέτης νομοθετεί ένα νόμο και οι δικασταί κρίνουν. Δεν μπορεί ποτέ ο νομοθέτης να είναι και κριτής. Δεν επιτρέπεται αυτό. Μόνο στον Θεό είναι ο νομοθέτης και ο ίδιος ο Θεός είναι ο κριτής. Σ’ Αυτόμ λοιπόν υπάρχει αυτή η ιδιότητα και ότι πράγματι είναι ο μόνος ο οποίος δύναται να σώση, δύναται και να απωλέση. Βάσει του νόμου Του. Συ λοιπόν, ποιος είσαι που κρίνης τον άλλον;
Αλλά ίσως εδώ τεθή μια απορία. Αν υποτεθή ότι μόνον ο Θεός είναι ο νομοθέτης και ο κριτής, τότε οι άνθρωποι δεν έχουν το δικαίωμα να νομοθετούν, όπως σε μια πολιτεία ανθρώπων ή να κρίνουν, όπως είναι η παρουσία των δικαστών; Δεν πρόκειται περί αυτού. Διότι όταν οι νομοθέται οι άνθρωποι νομοθέται και οι κριταί, οι δικασταί κρίνουν νομοθετούν και κρίνουν, βεβαίως πρέπει να νομοθετούν και να κρίνουν σύμφωνα με τον νόμο του Θεού. Και πρέπει οι πολίται κατ’ αντιστοιχίαν να τηρούν τους νόμους αυτής της πολιτείας. Με μίαν εξαίρεσιν. Εάν ένας νόμος της πολιτείας έρχεται σε αντίθεση με το νόμο του Θεού, τον αιώνιο νομοθέτη και κριτή Θεό, τότε ισχύει εκείνο το οποίον είπε κι ο Απόστολος Πέτρος: «Πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις». Πρέπει μάλλον να πειθαρχούμε στον Θεό και στον νόμο Του, παρά στους ανθρώπους. Τότε, αγαπητοί μου, να το αρνηθούμε αυτό. Ό,τι συνέπειες κι αν έχει αυτή η άρνησή μας.
Πηγή: Περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία, Τεύχος 293, Ιούνιος 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου