Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2016

Αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου “Η Πορεία της Ψυχής”


Aimilianos igoumenos Simonopetras1 edited

Το θέμα αυτό είναι πολύ μεγάλο και δεν μπορεί να πεις κανείς ότι θα το αναλύσει. Τα θέματα περί πνευματικής ζωής δεν έχουν απλώς ως εναρκτήριο στοιχείο τη λογική, δεν αρχίζουν από τη λογική. Γι’ αυτό ακριβώς, ως επί το πλείστον, όταν γίνεται συζήτησις για ένα πνευματικό θέμα το οποίο αναλύεται, καταστρέφεται, διότι δεν μπορεί να το συλλάβει η λογική.

Το θέμα μας είναι η πορεία της ψυχής. Όχι από τότε που αποφασίζει να ζήσει χριστιανικά, αλλά από τότε που αρχίζει να αντιμετωπίζει το πρόβλημα της πνευματικής πορείας. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η ψυχή βιούσα.

Επομένως το θέμα μας δεν είναι ούτε θεολογικό ούτε επιστημονικό ούτε δογματικό κτλ. Είναι καθαρώς πρακτικό, όπως αντιλαμβάνεσθε, και το συναντάμε μέσα στην καθημερινή μας πράξη. Όπως όταν ξέρεις ότι βαδίζοντας από εδώ για να πας στην Ομόνοια, θα περάσεις από εκεί, θα κάνεις τούτο, θα κάνεις το άλλο, έτσι ακριβώς και αυτό είναι απόρροια μιας πρακτικής ζωής και όχι μιας θεωρητικής ενατενίσεως των πραγμάτων. Γι’ αυτό μερικά πράγματα θα σας φανούν ίσως διαφορετικά, βεβαίως, σχετικά.

Λοιπόν, πότε μια ψυχή μπορεί να αρχίσει να σκέπτεται μια πνευματική ζωή; Πότε αρχίζει να σκέπτεται, προκειμένου να κάνει κάτι άλλο, ο,τιδήποτε; Τότε έχουμε την αφετηρία. Προσέξτε όμως αυτό που λέμε ότι σκέπτεται η ψυχή. Δανειζόμεθα το ρήμα σκέπτομαι εκ των κοινώς λεγομένων, διότι δεν σκέπτεται η ψυχή για την πορεία της. Βιοί μόνον κάτι. Και επομένως όταν λέμε πότε η ψυχή σκέπεται να αρχίσει κάτι, σημαίνει πότε δονείται η ψυχή από μια διάθεση να εγκαταλείψει τον τόπο εις τον οποίο είναι και να βρεθεί κάπου αλλού ή να ζήσει κάπως διαφορετικά.

Βλέπετε, οι όροι που χρησιμοποιούμε είναι όλοι εμφανείς. Όταν ομιλούμε περί οράσεως ή περί σκέψεως, περί αποφάσεως ή περί γνώσεως, απλώς χρησιμοποιούμε παρεμφερείς εκφράσεις του εξωτερικού μας κόσμου, οι οποίες όμως δεν αντιστοιχούν όντως με την πραγματική μας ύπαρξη και τα πνευματικά νοήματα.

Πότε μία ψυχή λέγει “πρέπει να ζήσω μία χριστιανική ζωή, πρέπει να ζήσω κάτι το διαφορετικό”; Όταν ήδη θα έχει αποκτήσει την αίσθηση ότι είναι μία εξωσμένη ψυχή, ότι είναι κάτι που εκτινάχθηκε και βρέθηκε έξω από τον τόπο της, έξω από τον παράδεισο, εις μίας υπερορίαν, εκτός των ορίων, τα οποία ήταν φτιαγμένα γι’ αυτήν την ίδια. Αυτό σημαίνει εξόριστος. Και όταν συνειδητοποιήσει αυτό και θυμηθεί την πατρίδα, τότε μπορεί να πει: “Πρέπει να πάω στην πατρίδα”.

Αυτή είναι η σκέψις: η ψυχή να ζήσει ζωή χριστιανική. Από εδώ αρχίζει. Όταν, δηλαδή θα νοιώσει αυτό που λέγει το Ευαγγέλιο “το μεσότοιχον του φραγμού” (Εφ. 2, 14), το μεσότοιχον το οποίο υψώθηκε ανάμεσα σε μας και στον Θεό και μας τον εχώρισε.

Επομένως όταν η ψυχή θα νοιώσει, θα αντιληφθεί ότι δεν έχει Θεόν, διότι εξορίσθηκε, δεν έχει πατρίδα, δεν έχει πατέρα, είναι μακράν του Δημιουργού, κάτι το εκτετιναγμένον μακράν, όπως είπα προηγουμένως, οπότε δεν έχει ουσιαστική επαφή με τον Θεόν, τότε μπορεί να πει μέσα στην εξορία: “Τρέφομαι μαζί με τους χοίρους εγώ και τρώγω βελανίδια . Θα γυρίσω στον πατέρα μου”.

Αλλά, ενόσω δεν νοιώθουμε έναν μεσότοιχο ανάμεσάς μας και στον Θεό, δεν νοιώθουμε ότι είμαστε εξόριστοι, δεν υπάρχει καν έναρξις σκέψεως για πνευματική ζωή.

Βλέπετε, από μια εποπτεία, όχι από μια ανάλυση, παράσταση αρχίζει η πνευματική ζωή. Αισθάνομαι τούτο εδώ, το νοιώθω ότι είναι τοίχος και δεν ξέρω τι γίνεται από πίσω.

Όταν λοιπόν η ψυχή θα αντιληφθεί την απόσταση που υπάρχει ανάμεσα σ’ αυτήν και στον Θεό – μία απόσταση που όσο κι αν φωνάξει δεν πρόκειται να ακουσθεί από τον Θεό – τότε θα αναλογισθεί ότι είναι πολύ αφελές να μην μπορεί αυτή να μιλήσει στον Θεό. Και θα ζητήσει να τον πλησιάσει, να τον φέρει κοντά της ή να πάει εκείνη κοντά στον Θεό.

Όταν η ψυχή θα νοιώσει αυτό που λέμε “απερριμένη”, ότι είναι κάτι το πεταγμένο – όταν θα δεις κάτι το πεταγμένο, θέλεις να το βάλεις στη θέση του-, όταν θα αισθανθεί η ψυχή, αυτή η ψυχή που μπορεί να την κατακλύζουν οι έπαινοι, οι καλακείες, οι αρετές πιθανόν, η αγνότης, η καθαρότης, πνευματικά ιδιώματα, οραματισμοί μεγάλοι, εφέσεις θεϊκές , αυτή η ψυχή, παρ’ όλα ταύτα, αν καταλάβει τελικά ότι είναι κάτι το πεταγμένο και που θα πρέπει να βρει τη θέση του μέσα στην ιστορία και μέσα στο κοινό σώμα της εκκλησίας, στο οποίο ανήκει, τότε μπορεί να πει: “Θα αναζητήσω τον τόπο μου”.

Επομένως η πνευματική ζωή αρχίζει από την αίσθηση της εξώσεως, της υπερορίας, του υψώματος το οποίο έχει ενώπιόν της, και από την διάθεση να πάψει να είναι κάτι το πεταγμένο. Εφ’ όσον δεν έχει αυτήν την αίσθηση, δεν αρχίζει ποτέ τίποτε. Μπορεί να ζει χριστιανική ζωή, αλλά κατά το λεγόμενον, κατά το δοκούν, κατά τον λόγον, κατά την αντίληψη του νοός μπορεί να ζει χριστιανική ζωή. Εφ’ όσον όμως δεν υπάρχει αυτή η δυνατή αίσθησις, δεν βάλαμε ακόμη καμία αρχή. “Ευλογητός ο Θεός” δεν βάλαμε στη ζωή μας. Είμεθα ακόμη πολύ μακριά, για να φθάσομε στο σημείο να βάλομε το “Ευλογητός” του Μεσονυκτικού – όχι του όρθρου-, για να πάμε εν συνεχεία στη θεία Λειτουργία, που θα μας ενώσει με τον Θεό κατ’ εικόνα.

Το πρώτο λοιπόν, στοιχείο που χρειάζεται ως εναρκτήριο είναι αυτή η αίσθησις.

Έχομε τώρα την τιναγμένη ψυχή, την πεταγμένη ψυχή που είναι εγκλωβισμένη μέσα σε τέσσερις τοίχους και δεν βλέπει τίποτε. Αυτή η ψυχή σκέπτεται να σπάσει τον φραγμό αυτό, να σπάσει τους τοίχους στους οποίους ζει και να ενωθεί με τον Θεό. Πώς θα πρέπει να προχωρήσει;

Δεν υπάρχει πρέπει. Δεν υπάρχουν πρέπει στην χριστιανική ζωή. Το πρέπει είναι απόρροια του νοός. Το πρέπει το βγάζω ως λογικό συμπέρασμα εγώ, ότι εφ’ όσον το Ευαγγέλιο λέγει έτσι και αφού ο Χριστός είπε εκείνη την παραβολή και έκανε εκείνο το θαύμα και είπε “μακάριοι” οι τάδε, άρα πρέπει εγώ αυτό να κάνω ακριβώς.

Το πρέπει δεν συγκινεί. Το πρέπει σου δίνει την αίσθηση της σκλαβιάς, σε κάνει να μην θέλεις να προχωρήσεις. Το πρέπει δεν υποκινεί τον Θεόν ούτε την καρδιά ούτε τίποτε. Το πρέπει αναφέρεται μόνο στην ανθρώπινη βούληση, στην ανθρώπινη ένταση, η οποία πάντοτε ξέρομε ότι είναι κάτι το οποίο σπάει πάρα πολύ εύκολα.

Το πιο εύθραυστο πράγμα είναι η ανθρώπινη καρδιά με όλες της τις βουλήσεις και με όλες της τις εντάσεις. Εκεί που σε αγαπώ, μπορεί να σε μισήσω. Εκεί που σε μισώ, μπορεί να σε ερωτευτώ. Εκεί που σε κατηγορώ, μπορεί να καταλάβω ότι είσαι ο υπ’ αριθμόν άλφα άνθρωπος του κόσμου. Εκεί που σε ανυψώνω, σε στέλνω μέσα στην κόλαση . Εκεί που λέγω θα γίνω “άγιος”, εκεί μπορεί αμέσως να γίνω ένας σατανάς.

Πρέπει δεν υπάρχει. Δεν μπορώ να πω: “Τι πρέπει να κάνω τώρα;”. Θα πρέπει η ψυχή μόνη της να προχωρήσει στην εποπτεία της, στην αίσθησή της.

Προχωρούμε από την εικόνα την οποία έχομε μπροστά μας. Ο άνθρωπος είναι πλέον διωγμένος από τον παράδεισο , η ψυχή είναι εξωσμένη. Αυτό που καταλαβαίνει, όταν είναι έξω, είναι ο πόνος τον οποίον έχει. Με πόνο θα γεννήσεις, με πόνο θα τρυγήσεις τους καρπούς της γης, με πόνο θα σπείρεις, ο,τιδήποτε θα κάνεις θα είναι με πόνο.

Ο πόνος όμως αυτός αρχίζει από πότε; Από την ώρα της ηδονής. Η οδύνη αρχίζει από την ηδονή. Η ηδονή αρχίζει από πότε; Από την στιγμή που βρέθηκε ο άνθρωπος γυμνός. Θυμηθείτε τον Αδάμ μέσα στον παράδεισο. Έφαγε τον καρπό. Την ώρα που ήδη σκέφθηκε να δοκιμάσει τον καρπό, είχε γυμνωθεί. Η Εύα ήταν ήδη γυμνή, αλλά δεν είδε την γύμνωσή της και την γύμνωση του Αδάμ παρά μόνο όταν είχε φάει τον καρπό. Αλλά ήδη η γύμνωση είχε γίνει. Αλλοιώς δεν θα μπορούσε να φάει τον καρπό. Η τροφή αυτή και η αίσθηση της ηδονής της απεκάλυψαν την γύμνωση την δική της και την γύμνωση του Αδάμ.

Προσέξτε, διότι έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία η πορεία της ψυχής.

Επομένως αρχίζομε από τον πόνο, ο πόνος έχει άμεση σχέση, όπως είπαμε, με την γύμνωση. Θα πρέπει να καταλάβει η ψυχή ότι είναι μία γυμνή ψυχή, ότι δεν είναι απλώς κάτι το πεταγμένο αλλά είναι κάτι το γυμνό. Να καταλάβει πλέον ότι δεν είναι τίποτε. Τι ήταν ο Αδάμ και η Εύα; Ήταν ας το πούμε έτσι, οι συμπεριπατούντες με τον Θεόν, ήταν ομόσκηνοι του Θεού, ήσαν σύντροφοι του Θεού, συνοδοιπόροι , συνέκδημοι του Θεού.

Και μέσα σε μια στιγμή ο Αδάμ και η Εύα γίνονται ένα τίποτε, ένα εξουθένωμα, τέτοιοι που ένα φίδι να μπορεί να τους περιγελά και η φύσις η φθαρτή, στην οποία είχε δώσει ονόματα και την εξουσίαζε ο Αδάμ και η Εύα, να μπορεί να επανίσταται εναντίον τους. Και το πιο τρεμουλιάρικο πλάσμα μέσα στην ιστορία γίνεται ο άνθρωπος.

Είναι, λοιπόν, ο άνθρωπος ο γυμνός κάτι το ανύπαρκτο. Είναι ένας ουδείς και έχει την αίσθηση της γυμνότητας. Θα λέγαμε την αίσθηση της αμαρτίας του, του ότι είναι αμαρτωλός. Όχι να πει ότι είμαι αμαρτωλός, όχι ότι πρέπει να εξομολογηθώ, πρέπει να ομολογήσω την αμαρτία μου, αλλά η ψυχή να ζήσει την αμαρτία της.

Είδατε, ο Αδάμ και η Εύα ήσαν γυμνοί προηγουμένως. Δεν είχαν αισθανθεί όμως ποτέ την γύμνωσή τους. Όταν αμάρτησαν, είδαν ότι είναι γυμνοί και ντύθηκαν. Το ένοιωσαν ότι ήσαν γυμνοί. Έτσι και η ψυχή να νοιώσει ότι είναι γυμνή από αρετή, από αγιότητα, από θεότητα. Ότι είναι μέσα στην αμαρτία ριγμένη, είναι ντυμένη με τα φύλλα τα δικά της, με τα φύλα της αμαρτίας.

Λοιπόν; Θα μπορέσει η ψυχή να νοιώσει αυτή την αμαρτία; Δεν μπορώ να σου πω: “Νοιώσε την αμαρτία!”. Δεν μπορώ να σου το επιτάξω. Είναι μία ενέργεια, ένα διάβημα της ίδιας της ψυχής. Αν η ψυχή δεν καταλάβει, αν η ψυχή δεν το χωρέσει, αν η ψυχή δεν θελήσει να το καταλάβει, ουδεμία δύναμις υπάρχει, ούτε και ο Θεός ακόμη, που να μπορεί να την κάνει να το νοιώσει. Μπορεί να εξομολογείται, μπορεί να διαβάζει, μπορεί να προσεύχεται, μπορεί να χύνει δάκρυα, είναι δυνατόν όμως όλα αυτά να γίνονται χωρίς καμία αίσθηση της αμαρτίας.

Όταν θα αποκτήσει η ψυχή την αίσθηση αυτήν της γυμνότητος και θα πει: “Γυμνός είμαι, πρέπει να ντυθώ”, τότε έρχεται μέσα η ανάγκη της μετάνοιας, δηλαδή του ντυσίματος. Αλλά, για να φθάσομε στην μετάνοια, είναι ένα πρόβλημα άλλο. Άλλο είμαι γυμνός και άλλο ετοιμάζω φόρεμα να φορέσω. Πόρρω απέχουν το ένα από το άλλο.

Η ώρα που θα αισθανθώ – η ώρα αυτή μπορεί να είναι χρόνια, μπορεί να είναι στιγμή – ότι είμαι γυμνός, είναι η πιο κρίσιμη καμπή της ζωής μου, διότι ένα από τα δύο θα γίνει: ή θα σηκωθώ και θα ντυθώ, ή θα μείνω γυμνός. Δηλαδή, ή θα συνεχίσω και θα παρουσιασθώ ενώπιον του Θεού γυμνός και θα πω “ήμαρτον”, ή θα κάνω ό,τι έκανε ο Αδάμ και η Εύα: θα κρυφθώ. Και όταν θα πει ο Θεός: “Αδάμ που εί;”, θα πω: “Κρύφθηκα, γιατί ήμουν γυμνός”. Και όταν θα παρουσιασθώ ενώπιόν του, θα δει τα φύλλα της συκής.

Πώς μπορεί να γίνει αυτό το κρύψιμο; Αυτό το κρύψιμο μπορεί να γίνει με χίλιους δυο τρόπους. π.χ. μία στάσις μειονεκτική. Είναι φοβερό όταν ανακαλύψω ότι είμαι ένα τίποτε. Ξέρεις, από εκεί που νόμιζες ότι είσαι σπουδαίος και μεγάλος, από εκεί που σε προσκυνούσαν οι άνθρωποι, από εκεί που νόμιζες ότι φθάνεις τα ουράνια, από εκεί που ήσουν ο ταλαντούχος, ο υπέροχος, ο όμορφος, ο χαριτωμένος, δεν ξέρω τι, να αναγνωρίσεις ότι είσαι γυμνός, ότι είσαι ένα τίποτε. Θέλει δύναμη για να το παραδεχθείς αυτό. Θέλει πολλή δύναμη. Μα δεν μπορούμε να παραδεχθούμε ούτε μιαν ασχήμια που έχομε, δεν παραδεχόμεθα ένα ελάττωμα, μίαν αποτυχία μας, ένα σφάλμα μας, ένα συγκεκριμένο αμάρτημα το οποίο κάνομε και το καλύπτομε με ένα ψέμα, εν συνεχεία το ψέμα με ένα δεύτερο ψέμα, με ένα τρίτο ψέμα. Μπορεί λοιπόν, να είναι μία μειονεκτική στάσις και αντιμετώπισις, μία αδυναμία να ομολογήσω την γυμνότητά μου, μπορεί να είναι μία δικαιολόγησις, μπορεί να είναι μία επικάλυψις με κάτι άλλο. Να πω ένα παράδειγμα το οποίο θα είναι εξωτερικό. Δεν μπορώ να πω κάτι το εσωτερικό, διότι αυτό είναι κάτι το πολύ βαθύ.

Σε σηκώνει η καθηγήτριά σου για μάθημα και σε γιουχαΐζουν οι συμμαθήτριες, διότι δεν λες τίποτε. Σηκώνεσαι από το μάθημα, φεύγεις αμέσως, πηγαίνεις στο σπίτι σου, στέκεσαι ενώπιον του καθρέπτου, ετοιμάζεσαι, μακιγιαρίζεσαι… Μα δεν είναι κανείς, δεν σε βλέπει κανείς! Ναι, μα την ώρα εκείνη μπροστά στον καθρέπτη που είσαι μόνη σου, ο εαυτός σου που είναι το παν για σένα πληροφορείται ότι “εγώ, που με γιουχάισαν, εγώ είμαι τόσο όμορφη!”.

Μπήκε αμέσως το αντιστάθμισμα στην αδυναμία μου, την οποίαν μου απεκάλυψαν η καθηγήτριά μου και οι συμμαθήτριές μου. Την ώρα εκείνη που στέκομαι στον καθρέπτη, δεν στέκομαι στην γυμνότητά μου, στην αδυναμία μου να πω μάθημα, αλλά στέκομαι στο προσόν μου, στην ομορφιά μου την τεχνητή, την μακιγιαρισμένη ή την αληθινή εξωτερική. Μπορεί να είναι ομορφιά και ψυχική, μπορεί να είναι διανοητική, πνευματική, όπως λέμε σήμερα εμείς, δεν παίζει ρόλο. Πάντως είναι ένα υποκατάστατο αυτής μου της γυμνότητος.

Μπορεί ακόμη να είναι ένα κρύψιμο από εμένα τον ίδιο. Δηλαδή, ενώ είμαι γυμνός, να ζω σαν να μην είμαι γυμνός και να έχω μία διπλή ζωή. Ή μπορεί να αρνούμαι να προχωρήσω ωσάν να μην ήμουν γυμνός. Αυτό είναι πολύ φοβερότερο. Αυτό είναι μία απώθησις, μία απώθησις μιας τραγικής πραγματικότητος, που θα με οδηγήσει κάποτε σε ένα τραγικό αποτέλεσμα.

Γεμάτη η ζωή από τέτοιους ανθρώπους, οι οποίοι το ξέρουν ότι είναι αμαρτωλοί, ότι είναι γυμνοί και βαδίζουν πολλάκις διαπράττοντας εκείνα τα οποία μισούν και τα οποία σιχαίνονται και τα οποία ξέρουν πως είναι κατώτερα, και οι οποίοι γνωρίζουν πώς πρέπει να ξεπεράσουν αυτήν την κραυγή της συνειδήσεώς τους, που τους είναι κάτι το φοβερό.

Το άλλο που θα μπορεί να κάνει η ψυχή είναι να παραδεχθεί και να πει: “Εγώ θα μεριμνήσω για την γυμνότητά μου. Εγώ θα αναγγείλω την αμαρτία μου, θα ομολογήσω την αμαρτία μου, την γυμνότητά μου. Και όπως είμαι γυμνός, έτσι θα παρουσιασθώ ενώπιον του Θεού. Θα του πω: “Ντύσε με Συ”. Αυτό χρειάζεται, καταλαβαίνετε, πάρα πολύ μεγάλη δύναμη. Χρειάζεται μίαν αυθεντικότητα εσωτερική, για να μπορέσω να βγω ενώπιον του Θεού σαν να μην υπάρχει τίποτε άλλο. Ποιο θα είναι το μέτρο το οποίο θα με πάει από εδώ ή από εκεί; Αυτό που το ονομάζουμε εγωισμός. Όχι εγωισμός με την έννοια της αμαρτίας αλλά με την έννοια της πλάστιγγος, αυτής της ζυγαριάς που είναι μέσα μας και που λέγεται εγώ.

Θυμηθείτε τον άγιο της Ιππώνος, τον ιερό Αυγουστίνο. Πόσα χρόνια υπέφερε και ήθελε να μετανοήσει! Γιατί; Ερχόταν σε σύγκρουση με το εγώ του. Πότε έβαζε το εγώ μπροστά στη φιλοσοφία. Η φιλοσοφία του έκλεινε το δρόμο. Πότε έμπαινε μπροστά η αίρεσις, όπως ο Μανιχαϊσμός, σαν γνώσις. Η γνώσις έμπαινε μπροστά, γινόταν ένα κάλλυμα που του σκέπαζε την γυμνότητα. Όταν έσκυψε, όταν ταπεινώθηκε, τότε βαπτίσθηκε μαζί με το νέο παιδί του. Τότε απεκάλυψε την γυμνότητά του και τότε ενεδύθη το ένδυμα της δικαιοσύνης, που του εφόρεσε ο ίδιος ο Θεός. Κατόπιν, βλέπετε, έγινε και επίσκοπος!

Είναι, λοιπόν, αυτή η πλάστιγγα αυτό το οποίο εμείς το λέγομε εσωτερική διάθεσις. Η διάθεσις, το υπομόχλιο αυτό, είναι το εγώ μου. Πάνω σε αυτό στηρίζομαι. Τι θα θελήσει το εγώ; Να στηρίξει τον εαυτό μου ή να αρνηθεί τον εαυτό του, το “απαρνησάσθω”, που λέγει ο Χριστός; Είναι η στιγμή που θα απαρνηθώ ή θα δεχθώ τον εαυτό μου, τον κατώτερο εαυτό μου.

Λοιπόν, ή γυμνός ή θα ράψω φύλλα συκής. Εάν θα μείνω γυμνός – προσέξτε να δείτε -, όταν θα παρουσιασθώ γυμνός ενώπιον του Θεού, τότε αρχίζει ένα τρίτο στάδιο της πορείας της ψυχής.

Ακόμη δεν μπήκαμε στην πορεία της. Ακόμη έχομε τις προϋποθέσεις, έχομε τις προετοιμασίες, για ν’ αποφασίσει η ψυχή να ζήσει μία ζωή χριστιανική. Έχομε τώρα την έναρξη αυτής της πορείας. Αυτή η πορεία είναι μία ανωστική, είναι μία άνω ωθούσα δύναμις, ή καλύτερα, είναι μία επιστροφική κίνησις, είναι πλέον μία εκτίναξις της ψυχής, την οποία την κάνει μόνη της. Πώς, όταν μου πεις κάτι που θα με θίξει, αμέσως τινάζομαι και αντιδρώ χωρίς να το σκεφθώ; Έτσι και εδώ, είναι μία εκτίναξις του είναι μου. Μια στιγμιαία, μια πηγαία, μία εσωτερική αντίδρασις.

Η ψυχή, επομένως, πρέπει να κάνει μίαν τοιαύτη εκτίναξη του είναι της. Είναι επιστροφική θα πει: να επιστρέψει εκεί απ’ όπου εξήλθε, να επιστρέψει εις τας χείρας του Θεού, να επιστρέψει μέσα στην πτωχεία της. Θα μου πείτε: “Πτωχός ήταν ο άνθρωπος στον παράδεισο;”.

Θυμηθείτε τον πρωτόπλαστο. Ήταν πλούσιος, είχε τα σύμπαντα δικά του. Του λέγει ο όφις: “Τι σου είπε ο Θεός; Να κάνεις έτσι και έτσι, να μη φας από το καρπό για να γίνεις θεός; Αν θες να γίνει θεός, αν θες να κατακτήσεις τον ορίζοντα, να φας από τον καρπό αυτόν”.

Του δεικνύει έναν άλλο δρόμο. Αναγκάζεται τώρα η ψυχή να αναγνωρίσει ότι είναι πολύ πτωχή μπροστά στη σοφία ενός όφεως και τρώγει, για να γίνει πλουσία, για να γίνει θεός! Εις την θέση αυτήν βρίσκεται τώρα και η δική μας ψυχή, μόλις έφαγε τον καρπό, μόλις κατάλαβε ότι έτρωγε τον καρπό. Θα πρέπει, λοιπόν, τώρα η ψυχή να επιστρέψει εις την προτέρα πτωχεία της. Δηλαδή εκεί που ενόμιζε ότι ήταν πτωχεία, να καταλάβει ότι η πτωχεία της ήταν η ομορφιά της, ήταν η θεότητά της, ήταν ο προθάλαμος για τον ουρανό. Θα κάνει επιστροφική κίνηση. Ας το πω διαφορετικά: θα κάνει μίαν κυκλική κίνηση.

Τι σημαίνει κυκλική; Γιατί λέγω κυκλική; Μία κίνησις μπορεί να είναι ευθεία. Μία ευθεία όμως είναι μεν ταχυτέρα πάσης οδού, αλλά σε απομακρύνει. Μπορεί επίσης να είναι μία τεθλασμένη κίνησις. Μπορεί να είναι μία κυκλική, που σε φέρνει πάλι στον εαυτό σου. Σε κυκλώνει. Οπότε η κίνησις αυτή η κυκλική, αφ’ ενός μεν έχει την τάση της ψυχής προς τα έξω, αφ’ ετέρου όμως σε επαναφέρει πάλι σε σένα.

Επομένως, έχομε την κίνηση της επιστροφής, της απωθήσεώς μας, για να ξαναπάμε εκεί απ’ όπου είχαμε εκτιναχθεί, και γι’ αυτό είμεθα πάλι μέσα στον εαυτόν μας. Δεν ξεφεύγομε από τον εαυτόν μας. Όπως είναι η απώθησις, που λέγαμε προηγουμένως, όπως είναι υποκατάστασις όλα εκείνα τα μέσα που χρησιμοποιούμε, όπως είναι η ένδυσις δι’ άλλων πραγμάτων: της σοφίας, της δυνάμεως, της γνώσεως, των σχεδίων μας, της αρετής μας. Όλα αυτά είναι επικαλύμματα, είναι φυγή από τον εαυτόν μας.

Η κυκλικότης μάς κρατάει μέσα στο πλαίσιο του Θεού και ταυτόχρονα είμεθα πάλι μέσα στην δική μας την ζωή. Γι’ αυτό την ονόμασα επιστρεπτική, διότι μας επιστρέφει. Και κυκλική, διότι μένομε στον πραγματικό εαυτόν μας, μένομε στο δικό μας το είναι.

Αρχίζομε από εκεί που μας ενδιαφέρει. Η ψυχή μένει καθ’ εαυτήν. Μένει – προσέξτε – μόνη της, χωρίς τον Θεόν. Όταν κάνει κυκλική στροφή, έχεις την τάση να φύγεις προς τα έξω – φυγόκεντρος κίνησις -, από εκεί απ’ όπου είχες εκτιναχθεί. Τελικώς, όμως επειδή είσαι γερά δεμένος, παραμένεις εκεί πάλι , γύρω από τον εαυτόν σου. Αυτό μας ενδιαφέρει: μακριά από τον Θεόν, να μείνω με τον εαυτόν μου, για να ιδώ την γύμνωσίν μου, την οποίαν, όπως λέγαμε, πρέπει να κατανοήσω προηγουμένως.

Αυτή τώρα η τάσις της επαναστροφής στον εαυτόν μου, αυτή η επιστρεπτική κίνησις, αυτή η κυκλική κίνησις, αυτή η πορεία της αναγνωρίσεως της γυμνότητός μου, ας το πούμε έτσι, μου δημιουργεί μίαν άλλη τάση: την τάση της φυγής. Δηλαδή όταν στέκομαι στον εαυτόν μου, θέλω να τον περιποιηθώ πλέον, να απασχοληθώ μαζί του. Πού απασχολείσαι καλύτερα, μέσα στον θόρυβο ή μέσα στην ησυχία; Όταν σε κοιτάζουν όλα τα μάτια ή όταν είσαι μόνος σου; Προφανώς μέσα στην απομόνωση.

Η ψυχή, λοιπόν, η οποία φθάνει στο στάδιο αυτό και επιθυμεί την επιστροφή δια μιας φυγής, έχει μίαν ισχυρά τάση προς την φυγή. Έχει μίαν ισχυρά έλξη από έναν άλλον πόλο.

Η φυγή αυτή μας πάει στο χαρακτηριστικό της ξενιτείας. Για να φύγω από εδω μέσα, πρέπει να σας ξεχάσω, να γίνω ξένος από εσάς. Οπότε το αίσθημα, η έλξις, η διάθεσις, η ροπή, η τάσις της φυγής μάς φέρνουν στην ανάγκη της ξενιτείας, διότι δεν γίνεται άνευ ξενιτείας, όπως αντιλαμβάνεσθε καμία φυγή. Η αίσθησις, η ανάγκη, η τάσις πάλι της ξενιτείας θα με οδηγήσει στην αίσθηση της μονώσεως. Της μονώσεως όχι της ψυχικής αλλά της πραγματικής, της πνευματικής. Διότι η ψυχική απομόνωσις είναι πλασματική απομονώσις.

Όταν είμαι στην ψυχική απομόνωση, λέγω ότι κανείς δεν με αγαπά, κανείς δεν με σκέπτεται, κανείς δεν με προσέχει κτλ. Είμαστε όλοι μαζί και εσύ σκέπτεσαι: “Είδες; Καθόλου δεν κοίταξε εμένα. Ενώ κοιτούσε συνεχώς τις άλλες”. Ψυχική απομόνωσις. Είναι μία κατάστασις, είναι μία ψευτιά, είναι μία ψευδαίσθησις. Με ψευδαισθήσεις δεν μπορεί να τραφεί η ψυχή. Διότι η ψευτιά είναι πάλι μία απόκρυψις του πραγματικού μας εαυτού. Είναι ένα φύλλον συκής.

Η πραγματική απομόνωσις είναι η πνευματική, μόνος εγώ με μόνον τον Θεόν. Παύεις να έχεις για μένα εσύ σημασία. Μα δεν με ενδιαφέρει αν δεν με σκέπτεσαι, αν με αγαπάς. Δεν με ενδιαφέρει καν αν υπάρχεις πλάι μου εσύ. Με ενδιαφέρει μόνον ο εαυτός μου, όχι με την έννοια που λέγαμε στην αρχή, αλλά με την έννοια την πραγματική: για να ανακαλύψω την γυμνότητά μου.

Εγώ ενώπιον του Θεού. Εγώ και συ, Θεέ μου. Αλλά για να επιτύχω αυτήν την πραγματική απομόνωση, που είναι βασικό στοιχείο πνευματικής ζωής – δεν μπορώ να γίνω άγιος, άμα δεν γίνω μόνος, απομονωμένος – , πρέπει να κάνω μίαν φυγή, πρέπει να πετύχω την αποξένωση, όπως λέγαμε προηγουμένως, την ξενιτεία. Ο σκοπός μας είναι να γνωρίσω τον Θεόν και να μείνω μόνο μόνω τω Θεώ. Αλλά αυτό δεν είναι κάτι το εύκολο, διότι έχομε μάθει να ζώμεν με αισθήσεις σωματικές και πρέπει τώρα να ζώμεν και να νοιώθωμε με αισθήσεις νοερές, πνευματικές. Αυτό για να γίνει, για να γίνει δηλαδή μία μετάνοια, μία ανακαίνισις, ένα ξανακαινούργωμα, μία πέρα για πέρα αλλαγή μέσα στην ψυχή μου, εγώ ο ίδιος να γίνω κάτι το άλλο, ένα καινόν πράγμα, πρέπει να νοιώσω τον Θεόν.

Όταν λέμε τώρα – προσέξτε – φυγή, είπαμε ότι η φυγή αυτή είναι κάτι το ουσιαστικό, δεν είναι κάτι το τοπικό. Αλλά ο άνθρωπος επειδή είναι αισθητός, έχει και την τάση της αισθητής φυγής, διότι νοιώθει ότι, όταν τον βλέπουν, όταν γίνεται θόρυβος, όταν είναι με άλλους, είναι πιο δύσκολο να νοιώσει μόνος. Οπότε, αφού είναι αυτό πιο εύκολο στην απομόνωση την τοπική, μέσα στην ερημία, θα πει: “Διατί ουχί μάλλον αναχωρώ δια την ερημίαν και ησυχίαν; Διατί, λοιπόν, αφού είναι πιο εύκολο εκεί, να μην πάω εις την ησυχίαν;”. Εντεύθεν η τάσις της μοναστικής ζωής, που έρχεται τόσο αυθόρμητα σε μίαν ψυχή, όταν σκεφθεί τον Θεόν.

Συνήθως την τάση προς την ερημία την θεωρούν οι άνθρωποι σαν κάτι το επικίνδυνο, διότι μπορεί να παραπλανηθεί ο άνθρωπος και να θρέψει μέσα του ιδέες φανταστικές και πράγματα που δεν μπορεί να τα κάνει. Τίποτε. Ο άνθρωπος που δεν θα σκεφθεί την φυγή κάποτε, ακόμη και με την ειδική έννοια του μοναχισμού, σημαίνει ή ότι είναι άρρωστος ή ότι ουδέποτε ουσιαστικά απησχολήθη με την ψυχή του. Κάποιος που θα απασχοληθεί έστω και επί πέντε λεπτά με τον Θεόν, να είσθε βέβαιες ότι το πιο πολύ διάστημα των πέντε λεπτών θα είναι σκέψεις να πάει στο μοναστήρι. Έτσι είναι. Είναι η ψυχή που σκέπτεται, είπαμε, τον εαυτόν της, αγαπά την άνεσή της και εκεί ευρίσκει την άνεσή της να επικοινωνήσει με Αυτόν τον οποίον ζητεί, που θέλει να τον ανακαλύψει, τον Θεόν δηλαδή.

Τελικώς, μπορεί να αρνηθεί αυτήν την φυγή την τοπική. Δεν θα αρνηθεί όμως, εφ’ όσον θα συνεχίσει να ζει ζωή ανάγουσα εαυτήν, δεν θα αποφύγει την φυγή την ουσιαστική , την φυγή την τροπική, την φυγή την βιοτική.

Μπορεί να ζήσει, λοιπόν, ο άνθρωπος αυτός με μίαν τροπική φυγή; Μπορώ να ζήσω μέσα στον κόσμο αυτόν, να ζήσω μία ζωή σαν αυτή που λέμε τώρα; Οπωσδήποτε μπορώ, μονάχα, όπως λέγει ένας Πατήρ πολύ ωραία, “δυνατόν μεν ουν αλλά μετά πλείστης όσης δυσκολίας”. Το λέγει για κάτι το παρεμφερές. Οπωσδήποτε, “αλλά μετά πλείστης όσης δυσκολίας”.

Επομένως, όπως βλέπετε, η απομόνωσις, η ερημία δεν είναι κάτι που γίνεται δια τον Θεόν. Δεν έχει αξία το θέμα, αν θα είμαι στο μοναστήρι ή θα είμαι στον κόσμο. Έχει αξία για μένα. Εξυπηρετεί το εγώ μου, την τάση της ιδικής μου ευκολίας, της ανέτου δρομής μου, του τρεξίματός μου προς τον Θεόν. Εφ’ όσον έχω μίαν κάποιαν οιασδήποτε μορφής ξενιτεία – ουσιαστική ή μερική – , αποξενούμαι από τους ανθρώπους νοιώθοντας κάπως τον Θεόν.

Αυτή η ανάγκη της αποξενώσεώς μου, η αρχική αποξένωσις, η αρχική ξενιτεία, η αρχική απομόνωσις από τους ανθρώπους με κάνει να νοιώσω ότι δεν μπορώ να στηριχθώ έτσι. Χρειάζομαι τον Θεόν. Τον Θεόν δεν τον έχω ακόμη. Οπότε οδηγούμαι στην ανάγκη της ζητήσεως του Θεού. Θυμάσθε το προηγούμενο στάδιο: η αίσθησις της γυμνότητος με οδηγεί στην μετάνοια. Με κάνει νά θελήσω την μετάνοια. Ακόμη όμως ούπω μετάνοια. Προχωρώ στην επιστρεπτική και κυκλική τάση. Αυτή η τάση με οδηγεί στην ανάγκη της ζητήσεως του Θεού. Αλλά ακόμη ούπω ζήτησις Θεού. Ακόμη δεν μετενόησα. Πώς θα ζητήσω τον Θεόν; Είναι, βλέπετε, ο αγώνας της ψυχής, είναι το τιτάνιο αυτό πάλαισμα, το οποίο έχει αρχίσει να κάνει, για να ξαναμπεί πάλι στον παράδεισο. Το επιποθώ, προχωρώ, νίκησα την δυσκολία εκείνη αν θα ντυθώ με φύλλα συκής και θα κρυφθώ ή θα πω: “Θεέ μου, γυμνός είμαι. Ήμαρτον σε σένα. Σε θέλω”. Το ξεπέρασα, προχωρώ. Συλλαμβάνω τώρα πλέον, κυοφορώ την έννοια πλέον της ζητήσεως του Θεού. Τι θα κάνω;

Είμαστε τώρα δύο: εγώ και ο Θεός. Εγώ και ο Θεός είμεθα μακριά ακόμη. Έχω αμαρτήσει, έχω χωρισθεί από τον Θεόν, αλλά εγώ ζητώ τον Θεόν. Ο Θεός με αγαπά και ζητεί εμένα. Έχομε, λοιπόν, μίαν – από διαφορετικό πόλο – ροπή του Θεού προς εμένα και εμού προς τον Θεόν.

Εγώ τι μπορώ να κάνω για τον Θεόν; Δεν μπορώ να κάνω τίποτε. Ακόμη ούτε να τον ζητήσω μπορώ, ακόμη ούτε να μετανοήσω μπορώ. Αυτό που μπορώ να κάνω είναι αυτό που το λέμε σήμερα εμείς αγώνα. Αλλά, αν το αγώνας δεν σημαίνει τίποτε, ας το ονομάσουμε πιο σωστά άσκησις. Αυτό που μπορώ να κάνω είναι η άσκησις, ανάλογα με τον τόπο μου, με τον τρόπο της ζωής μου, με την ψυχοσύνθεσή μου, με τις δυνάμεις μου, με την χωρητικότητά μου, ανάλογα με τις προϋποθέσεις της ψυχής μου και τις προδιαθέσεις της. Ανάλογα με την ιστορία μου, με την κληρονομικότητά μου, ανάλογα με τις δωρεές τις οποίες έχω. Πάντως οπωσδήποτε η άσκησις.

Θυμάσθε ότι από την ηδονή άρχισε η οδύνη. Εκείνη η οδύνη όμως ήταν χωρίς την θέληση. Αυτήν την οδύνη πρέπει να την ασπασθώ τώρα εγώ, για να φθάσω πάλι στην ηδονή. Διότι ο άνθρωπος πλάσθηκε για την ηδονή. Μπήκε ο άνθρωπος μέσα σ’ έναν παράδεισο τρυφής. Ζητώντας την ηδονή ζήτησε αυτό που του είχε πει ο Θεός να ζητάει και να ζει. Το κακό είναι ότι το ζήτησε στραβά. Αντί για την ηδονή βρέθηκε μέσα στην οδύνη. Και δίδεται ένα κακέκτυπο της ηδονής που είχε, το οποίο ονομάζεται γάμος.

Το θέμα τώρα είναι από την οδύνη στην οποία περιέπεσα, να ρθω σε κείνο που ζητούσα, να φθάσω στην ηδονή, να φθάσω πάλι στην εντρύφηση, να φθάσω στην τρυφή. Αυτό στο οποίο ακουσίως περιέπεσα, θα το κάνω τώρα δικό μου, διότι είναι αυτό που είχα στο χέρι μου. Ούτε Θεόν έχω ούτε δύναμη έχω ούτε τίποτε. Είμαι ένα σπασμένο πράγμα. Μπορώ να πονέσω μόνον. Θα κάνω, λοιπόν, την άσκηση.

Τι είναι αυτή η άσκησις; Είναι ο τρόπος με τον οποίο πηγαίνω εγώ ο άνθρωπος να εφελκύσω την προσοχή του Θεού, όπως όταν φωνάζεις: “Γέροντα, Γέροντα!” ή κτυπάς την πόρτα, κάνεις ένα θόρυβο, θέλεις να σε προσέξω, και ντύσεσαι κάπως διαφορετικά, πας να κάνεις κάτι να μου ελκύσεις την προσοχή. Είναι ο τρόπος ελκύσεως της προσοχής της Θεού. Δηλαδή, έχει ανάγκη από αυτά ο Θεός; Όχι βέβαια. Αλλά είναι αυτό που μπορώ να κάνω σήμερα εγώ. Και ο Θεός θέλει να κάνω αυτό που μπορώ.

Είναι ο ευτρεπισμός μου, λοιπόν, είναι η προετοιμασία μου, για να μπορέσω να ζητήσω, να θελήσω, να επιποθήσω, να αγαπήσω και να δεχθώ τελικώς τον Θεόν. Είμαστε δηλαδή πολύ μακριά. Κάνομε τώρα την προετοιμασία, όπως κάνομε το σκούπισμα, διότι θα ρθει ο γέροντας.

Κάνομε τα προοίμια της προετοιμασίας. Εκφράζω έτσι την διάθεσή μου με την ψυχρότητα που υπομένω, με την γυμνότητά μου, με τον βούρκο μου, ομολογώντας όμως την γυμνότητά μου. Αλλοιώς – γυρίζω πάλι πίσω – θα χανόμουν. Εκφράζω τον πόθο μου προς τον Θεόν. Είναι η κραυγή μου, η άσκησις.

Έχομε τώρα και τη θεία χάρη. Η θεία χάρις τι είναι; Είναι η ενέργεια του Θεού. Η θεία χάρις δεν είναι η φύσις του Θεού.

Παρακαλώ, προσέξτε, γιατί δεν κάνομε τώρα ούτε δογματική ούτε θεολογία. Κάνομε μόνον, είπαμε, μία πορεία. Εκφράζομε τώρα μία ιστορία της ψυχής μας, εκφράζομε τον αγώνα μας τον πρακτικό. Έχει σημασία αυτό που λέμε.

Η θεία χάρις δεν είναι ουσία, διότι ο Θεός είναι αμέθεκτος ως ουσία, είναι απρόσιτος ο Θεός, είναι υπερβατικός ο Θεός. Δεν είναι τίποτε απολύτως ο Θεός από ο,τιδήποτε θα μπορούσα εγώ να σκεφθώ, να θελήσω, να κατανοήσω κτλ. Ο,τιδήποτε και αν ψηλαφήσω και πω “Ο Θεός μου”, δεν θα είναι ο Θεός μου. Θα πρέπει εγώ να νοιώσω τον Θεόν.

Θυμάσθε τον Θωμά; “Φέρε τον δάκτυλόν σου και βάλε τον εις την πλευράν μου”, του είπε ο Κύριος. “Ο Κύριός μου και ο Θεός μου”, είπε εκείνος. Η ψυχή του το ένοιωσε πλέον. Η ψυχή του έλαβε την απόδειξη της παρουσίας του Θεού. Είναι κάτι το εμπειρικό. Αλλά αυτό που ωράτο τι ήταν; Ήταν μία ενέργεια.

Είδατε, αυτό το “σώμα” έμπαινε μέσα από που; Από την κλειδαρότρυπα; Από που; Από καμία τρύπα δεν έμπαινε μέσα. Ήταν κάτι που ήταν πλεόν σώμα αλλά που δεν ήταν ύλη. Δεν ήταν αυτό που καταλαβαίνω ή αυτό που βλέπω ή αυτό που νοώ. Ό,τι και αν σκεφθώ, δεν θα είναι αυτό το σώμα, το οποίο είχε την ώρα εκείνη ο Χριστός. Ήταν σώμα.

Λοιπόν, η θεία χάρις, αυτό που τρέχει σε μένα, δεν είναι η ουσία. Δεν είναι ο Θεός καθ’ εαυτόν. Είναι ο Θεός όμως, είναι ενέργεια του Θεού, είναι το τρέξιμο του Θεού, η έξοδος του Θεού προς εμένα. Είναι – εδώ προσέξτε – αυτό το τρέξιμο, αυτή η θεία χάρις είναι μία ένωσις, όχι η τελική ένωσις αλλά μία προοιμιακή ένωσις. Εγώ δίδω στον Θεό κάτι που δεν έχει καμίαν αξία δια τον Θεόν, την άσκησή μου, τον πόνο μου, διότι δεν έχω τίποτε να του δώσω. Ο Θεός τώρα μου δίδει ό,τι μπορώ να δεχθώ, να χωρέσω μέσα μου. Μου δίδει μίαν αρχική έλλαμψη. Αυτή η έλλαμψις είναι μετοχή θείας χάριτος, είναι μετοχή Θεού επομένως. Αλλ’ ακόμη δεν είναι μία ένωσις Θεού, είναι μία κοινωνία Θεού, ήτοι επικοινωνώ με τον Θεόν. Είναι μία έλλαμψις.

Εκεί που κάθομαι “α! λέγω, και το κατάλαβα”. Σε έχω έξι μήνες πλάι μου και ξαφνικά λέγω “α!, η τάδε”. Τώρα την αγάπησα αυτήν. Μα πώς έγινε; Είναι μία έλλαμψις, ένας φωτισμός εσωτερικός, ένα άνοιγμα της καρδιάς μου, της διανοίας μου, δεν ξέρω τι, χίλια δυο πράγματα μπορεί να είναι. Λοιπόν, κάνω “α!”, αλλά μέχρι να πω “α!”, που είναι ο Θεός; Δεν υπάρχει Θεός ακόμη. Ακόμη δεν έχει γίνει ένωσις. Χάθηκε ο Θεός, αλλά επικοινωνώ με τον Θεόν.

Βλέπετε, είναι σαν να παίζομε το κρυφτούλι ακόμη εμείς. Εκείνος τρέχει προς εμένα, εγώ τρέχω προς Εκείνον. Ο Θεός είναι παρών. Αν παίζω το κρυφτούλι, αν δεν τον βλέπω, είναι διότι δεν έχω μάτια, όχι διότι δεν είναι παρών ο Θεός.

Έχω αυτήν την έλλαμψη. Είναι μία έλλαμψις γνωστική. Τι σημαίνει γνωστική; Νους, κάτι σαν το νου, ας το πω έτσι, πνευματική νόησις. Δεν είναι νόησις. Είναι κάτι σαν τη νόηση. Είναι μία γνώρισις, είναι μία αναγνώρισις. π.χ. όταν διαισθάνομαι τον Γέροντά μου, “ο Γέροντάς μου είναι” λέγω και τρέχω. Τον γνώρισα, τα βήματά του…, τον ακούω τώρα, ανεβαίνει, το βαρύ του το βήμα.

Είναι μία γνώσις, είναι μία αναγνώρισις. Η αναγνώρισις ήδη είναι ένα δικό μου έγγισμα. Όταν καταλάβω ότι είναι απ’ έξω ο Γέροντάς μου που κτυπάει τώρα και που περπατάει εν συνεχεία, ήδη εγώ τον έχω αγγίξει, ήδη εγώ τον έχω πλησιάσει, ήδη εγώ του μιλάω, την καρδιά μου του την ανοίγω, τον αγκαλιάζω κτλ. Είναι το δικό μου το τρέξιμο αυτό, το εσωτερικό της ψυχής μου τρέξιμο. Είναι η ενέργεια της ψυχής μου. Δεν είναι η ψυχή μου, είναι η ενέργεια της ψυχής μου.

Λοιπόν, έχομε την έλλαμψη, έχομε την κοινωνία μετά του Χρστού. Επομένως, κοινωνία είναι η πορεία προς τον Θεόν. Αρχίζω και μπαίνω μέσα του, ας πούμε, δουλεύω τα δάκτυλά μου, τα ενώνω μαζί με τον Θεόν, οπότε γίνεται μία αναγνώρισις. Και τυφλός να είμαι, άμα μου κάνεις έτσι, “α! αυτή είναι η τάδε” λέγω. Αμέσως την εγνώρισα.

Τώρα, τι αναγνωρίζω; Δυο πράγματα. Αυτή η αναγνώρισις των δύο πραγμάτων θα γίνει συν τω χρόνω. Από εδώ αρχίζομε.

Έχομε την αναγνώριση της δόξης του Θεού, της αγιότητος, κατ’ αντίθεσιν προς την δικήν μας γυμνότητα, αμαρτωλότητα. Εγώ γυμνός, Εκείνος ενδεδυμένος. Αγιότητα ενδύεται ο Θεός. Εγώ είμαι ένας ουδείς, μία ουδενότητα. Έχω εκ της ουδενίας μου αμέσως σημείο επαφής, αρχίζω και κατανοώ την δόξα του Θεού. Πρέπει να γίνει τώρα και αντίθετος φορά, καταλαβαίνετε. Αλλά, λέγω τώρα, έχομε την αγιότητα και την γνώση του Θεού. Τι σημαίνει αγιότης του Θεού; Είναι η υπερβατικότης του Θεού. Η υπερβατικότης όμως είναι δοσμένη δια πάντας. Τι σημαίνει άγιον; Κάτι που είναι ξεχωρισμένο και ανήκει στον Θεόν.

Επομένως, η αγιότης του Θεού είναι ό,τι ανήκει στον εαυτόν Του. Είναι ό,τι είναι πέραν παντός ετέρου. Είναι κάτι το οποίο δεν επιδέχεται τίποτε άλλο, είναι ένα αμόλυντο, ας το πούμε έτσι στοιχείο.

Η αγιότης είναι χαρακτηριστικό της ουσίας του Θεού. Άγιος είναι ο Θεός. Και η ενέργεια του Θεού έχει αγιότητα αλλά είναι κάτι άλλο. Αυτό είναι επίλαμψις εκ της ουσίας του Θεού. Επομένως, η δόξα είναι ενέργεια. Η αγιότης είναι καθ’ εαυτόν. Εγώ δεν την γνωρίζω, δεν την βλέπω την αγιότητα του Θεού, την ψηλαφίζω κατ’ αντίθεσιν προς την δική μου γυμνότητα, και όπως αυτή εκδηλούται μέσα στις ενέργειες του Θεού.

Ακόμη, η δόξα του Θεού πάλι είναι απαύγασμα της ουσίας του, είναι κάτι το άκτιστον, αλλά είναι κάτι το αληθινό. Όταν, λοιπόν, εγώ θα έχω μίαν αίσθηση της αγιότητος του Θεού και της δόξης, αυτό που έχω είναι όντως ον. Ιδιαίτερα αυτό είναι απαραίτητο, για να μπορέσω να λειτουργήσω.

Να λειτουργήσω σημαίνει ότι είμαι είτε ιερεύς είτε λαϊκός. Πάντες πηγαίνομε, για να λειτουργήσομε στην λειτουργία. Αν δεν έχω την αίσθηση της δόξης και της αγιότητος του Θεού, αν δεν ξέρω να βλέπω την δόξα και την έννοια του Θεού, δεν μπορώ στην ουσία να λειτουργήσω συνειδητά. Θα είμαι ένα παθητικό πράγμα. Γι’ αυτό διαρκώς μέσα στην λειτουργία – προσέξτε – μας βάζει ενώπιον της αγιότητος και της δόξης του Θεού: “ότι άγιος ει ο Θεός ημών, και εν αγίοις επαναπαύη, και σοι την δόξαν και τον τρισάγίον ύμνον”, όπως είναι κανονικά η πλήρης εκφώνησις, “αναπέμπομεν…”.

Παντού θα δείτε πάλι στην θεία λειτουργία ότι συνεχώς για την δόξα και την αγιότητα γίνεται λόγος. Στον τρισάγιο ύμνο αυτό κάνει ο ιερεύς ενώπιον του τρισάγιου Θεού. Στον χερουβικό ύμνο ομοίως για το ίδιο γίνεται λόγος: “Ο Θεός ο επί των χερουβείμ καθεζόμενος, ο επί των σεραφείμ, ο βασιλεύς του Ισραήλ, ο μόνος άγιος και εν αγίοις αναπαυόμενος… Σε τοίνυν δυσωπώτον μόνον αγαθόν κτλ…”. Έτσι καταλαβαίνω την αγιότητά του. Έτσι πάω να τον αντλήσω. Αυτό μου φαίνεται πολύ μακριά από εμένα.

Βλέποντας τώρα και νοιώθοντας την αγιότητα και την δόξα του Θεού, αρχίζω να πληροφορούμαι για το τι είναι η δική μου η γυμνότης και η δική μου ουδενία. Τότε καταλαβαίνω ότι εγώ είμαι αμαρτωλός. Τότε θα καταλάβω ότι είμαι ουδείς, τίποτε, “γη και σποδός”, για να πέσω στα πόδια του Χριστού, και αυτό το πέσιμό μου να είναι η έκφρασις και η ομολογία της ουδενίας μου.

Αλλ’ όμως ακόμη δεν το κατάλαβα ότι είμαι ουδείς και αμαρτωλός. Διότι, αν το καταλάβω, αρχίζω ήδη να μπαίνω στην εξώπορτα της αυλής. Και εφ’ όσον μπήκα στην εξώπορτα, θα προχωρήσω και μέσα. Πάντως, νοιώθω, βλέποντας τώρα, αισθανόμενος, αντιλαμβανόμενος την δόξα και την αγιότητά του, ότι αρχίζω τώρα να έχω μίαν εμπειρική γνώση του εαυτού μου και αναγνώριση του εαυτού μου.

Όταν δω πόσο θα χαρείς εσύ και πόσο με συγχώρησες και δεν έδωσες καμία σημασία που εγώ σε έθιξα, λέγω: “Τι βρωμιάρης που είμαι!…”. Όταν δω ότι μου χαρίζεις εσύ μύρια τάλαντα, θα πω: “Τι είμαι εγώ που δεν δίνω πέντε δηνάρια στον άλλον;”.

Έχω εμπειρική τώρα γνώση του εαυτού μου. Θυμάσθε, λέγαμε, για την επιστρεπτική, κυκλική κίνηση γύρω από τον εαυτόν μας. Διότι εντός ημών θα μπει ή δεν θα μπει η βασιλεία των ουρανών. όχι κάπου αλλού. Κάπου αλλού ό,τι υπάρχει, είναι έτερος λόγος. Δεν είναι για μένα.

Αυτή η εμπειρική γνώσις μου είναι πλέον εποπτική. Ψηλάφησις του εαυτού μου μπροστά στον Θεόν, και βλέπω τι είμαι εγώ. Είναι μία ψαχούλευσις των κρυφίων μου, είναι μία γνώσις των κρυφίων μου. Ανακαλύπτω τα πάθη μου, ανακαλύπτω τις αδυναμίες μου, ανακαλύπτω την δυσοσμία μου, την βρωμιά μου, που κρύβεται μέσα μου και που ούτε καν την ήξερα. Είναι η αναγνώρισις, ας πούμε του υποσυνειδήτου μου, που αρχίζει από το σημείο αυτό.

Λοιπόν, είναι η αναγνώρισις τώρα των κρυφίων μου. Είναι η αίσθησις του υποσυνειδήτου μου. Είναι η αίσθησις της εμής φθοράς και φθίσεως, το ένα με την αγιότητα, το άλλο με τη δόξα του Θεού. Αναγνωρίζω, επαναλαμβάνω τα κρύφιά μου. Εδώ έχω την αποκάλυψη του υποσυνειδήτου μου και αναγνωρίζω ότι είμαι εφθαρμένος άνθρωπος, ότι είμαι κάτι το λειωμένο, κάτι το οποίο έχει πέρα για πέρα τακεί.

Εδώ έχω πλέον την έναρξη του βουλητικού μου, δηλαδή αρχίζω να αναγνωρίζω το υποσυνείδητό μου. Μία άλλη πολύ πολύ επικίνδυνη καμπή της ζωής μας, διότι τώρα είναι απτότερη, αντικειμενικότερη επαφή με τον εαυτό μου. Και γι’ αυτό έχουμε το πρόβλημα αν θα αποδεχθώ αυτό που ανακάλυψα τώρα ότι είμαι ή αν θα πάω να κρυφθώ.

Τώρα ευρισκόμεθα εκεί που το μαχαίρι κόβει πιο πολύ. Ευρισκόμεθα πάνω ακριβώς στο κανταράκι, και εάν θα πέσομε, το πέσιμό μας θα είναι πολύ μεγάλο. Είναι το σημείο της αποδοχής, αν θα μετανοήσω ή δεν θα μετανοήσω. Είναι η έναρξις της ζωής μας. Εδώ παίζω τον κύβο.

Είναι η πιο κρίσιμη, λοιπόν, καμπή της ζωής μας. Αν θα το αρνηθώ, θα το αρνηθώ από μια προσπάθεια να ξεπεράσω αυτή την φθορά, αυτό το βούρκο, αυτό το πάθος – περιεκτική έννοια τα πάθη – που ανεκάλυψα μέσα στο υποσυνείδητό μου και θα πάω να στηριχθώ. θα στηρίξω τον εαυτό μου. Αυτό σημαίνει πλέον προσπάθεια να σταματήσω το δράμα μου, που θα με φέρει στην έναρξη μιας τραγωδίας του ανθρώπου που επαναστάτησε εναντίον του εαυτού του, αρνήθηκε τον εαυτόν του.

Αν θα επαναστατήσω εναντίον σου, οι σχέσεις μας θα είναι πάντοτε δύσκολες και θα είναι ανυπόφορες, δεν θα μπορώ ποτέ να ησυχάσω. Πρέπει ή να χωρίσουμε ή να αγαπηθούμε. Δεν μπορώ να μην το παραδεχθώ. Σκέψου να γίνω αντάρτης κατά του εαυτού μου. Αυτό πλέον είναι ένα σχίσιμο του είναι μου και επομένως σημαίνει ότι εμερίσθη η βασιλεία μου, ο εαυτός μου κατά του εαυτού μου. Ήλθε η στιγμή η πλέον ουσιαστική. Από την ώρα εκείνη αρχίζει πλέον το κατακόρυφο πάθος μου. Ένα πάθος που θα οδηγήσει σε ένα είδος κρεμάλας. Αλλά πώς θα είναι; Είναι ένα άλλο θέμα.

Αν θα δεχθώ τον εαυτό μου, δεν θα πάω να τον κρύψω, να τον καλύψω, αλλά θα θελήσω να προχωρήσω, να δεχθώ τη θεία χάρη. Είπαμε ότι αυτά τώρα που λέμε είναι καρποί της θείας χάριτος. Βλέπετε ότι στο σημείο αυτό συνάπτεται η θεία χάρις με την θέληση του ανθρώπου.

Προηγουμένως είχαμε την άσκηση. Είχαμε πει ότι ήταν προσφορά εκείνου το οποίο είχαμε την ώρα εκείνη. Ελκύω τη θεία χάρη, έρχεται η θεία χάρις. Έρχεται τώρα η στιγμή που η θεία χάρις πρέπει να ενωθεί με την δική μου θέληση. Όταν ενωθεί, τότε αυτή η ένωσις της θελήσεώς μου και της θείας χάριτος εκφράζεται με έναν εσωτερικό πόνο.

Προσέξτε: Δεν είναι ο πόνος που λέγαμε προηγουμένως, η άσκησις. Αυτός είναι κάτι άλλο. Ο προηγούμενος ήταν πόνος δικός μου. Τώρα είναι πλέον πόνος για τη θεία χάρη, για τον Θεόν. Είναι αυτό που λέμε: να το νοιώσει κανένας, “εδίψησεν η ψυχή μου τον Θεόν τον ζώντα…”. Είναι αυτό που εξηγήσαμε. Έλειωσε, λειώνει η ψυχή μου. Πώς λειώνεις από αγάπη; Ό,τι και να σου πω για το λειώσιμο της αγαπης, δεν θα το καταλάβεις αν δεν το ζήσεις. Το αίσθημα της αγάπης, της έντονης εκείνης αγάπης, που σε κάνει να θέλεις να αρνηθείς τον εαυτό σου και να γίνεις ένα τίποτε μέσα στα χέρια, στην αγκαλιά του άλλου. Να δοθείς πέρα για πέρα. Να εναποθέσεις τον εαυτόν σου – και το σώμα σου και την ψυχή σου -, να μη σου ανήκει, να ανήκει πλέον σ’ Εκείνον. Να εξουσιάζει το σώμα σου, να εξουσιάζει και την ψυχή σου. Αυτό είναι πλέον ο πόνος της αγάπης: ένα φθίσιμο, ένα λειώσιμο το οποίο υφίσταμαι, αλλά που δεν έχει όμως εδώ το στοιχείο της θλίψεως, αυτό που λέμε εμείς η στενοχώρια μας.

Προσέξτε: η στενοχώρια, η θλίψις – θλίψις εσωτερική, όχι εξωτερική, διότι καθ’ αυτό θλίψις σημαίνει κάτι το εξωτερικό, ενώ στενοχώρια κάτι δικό μου – , η στενοχώρια είναι εκδήλωσις απωθήσεως, είναι εκδήλωσις αρνήσεως αποκαλύψεως του εαυτού μου.

Όπου υπάρχει στενοχώρια, εκεί υπάρχει “Όχι, Θεέ, στάσου εκεί, μην προχωράς”. Όπου υπάρχει θλίψις, στενοχώρια και – δεύτερο στοιχείο – ψυχική απομόνωσις, εκεί υπάρχει άρνησις. Εκεί πλέον σηκώνω τον καινούργιο τοίχο, που θα με χωρίσει οριστικά πιθανόν από τον Θεόν.

Γι’ αυτό τεθλιμμένες ψυχές και απομονωμένες ψυχές δεν μπορούν να ευφρανθούν Θεόν. Θα σωθούν; “Ως δια πυρός”. Δεν ξέρομε. Είναι άλλη υπόθεσις εκείνη. Αναλόγως ίσως και με άλλα πράγματα που έχουν σχέση με την ψυχή. Πάντως δεν ομιλούμε περί τοιούτου πόνου. Πρέπει οπωσδήποτε τα δύο στοιχεία αυτά να μην υπάρχουν. Όταν θα υπάρξουν τα δύο στοιχεία αυτά, η απομόνωσις, η μόνωσις η ψυχική και η στενοχώρια, σημαίνει ότι γύρισα τα νώτα μου προς τον Θεόν.

Εφ’ όσον δεν υπάρχουν, υπάρχει αυτό το λειώσιμο, που είναι μία δίψα, που είναι μία εσωτερική πλέον κραυγή. Προηγουμένως η άσκησις – προσέξτε ήταν πιο πολύ σωματική, οπωσδήποτε ήταν και αυτή κάτι. Ήταν η συμμετοχή κατ’ αρχάς του σώματός μου για την ψυχή μου, με την γονυκλισία μου, με την μετάνοιά μου, με ο,τιδήποτε. Ήταν η συμμετοχή του σώματός μου αλλά και της ψυχής μου, του όλου ανθρώπου. Εδώ τώρα έχω μίαν κραυγή του πνεύματος μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...