Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2015

«Καθόλου δέν πρέπει νά θυμώνει κανείς μέ ἄνθρωπο ἤ νά βάζει τίς φωνές. Τί γεννᾶ τόν θυμό, καί τί τόν θεραπεύει»



Ἀπό τό Γεροντικό

Ἕνας γέροντας εἶπε: «Τά πάθη πού ἔχουμε παρά φύση οἱ ἄνθρωποι, οἱ εἰδωλολάτρες τά θεοποίησαν καί τά προσκυνοῦσαν, ἐνῶ ὅσους δέν ἤθελαν νά τά προσκυνοῦν τούς βασάνιζαν καί τούς σκότωναν καί, χωρίς νά θέλουν, τούς ἔκαναν μάρτυρες. Καί ἐμεῖς λοιπόν, ἄν ὑποκύπτουμε στά πάθη, δέν διαφέρουμε σέ τίποτε ἀπό τούς εἰδωλολάτρες.
Ἐκεῖνος, γιά παράδειγμα, πού νικιέται καί ὑποδουλώνεται ἀπό τήν ὀργή καί τόν θυμό καί δέν κόβει ἀπό τόν ἑαυτό του τή μανία αὐτοῦ τοῦ πάθους, ἀρνεῖται τόν Ἰησοῦ, κάνει θεό του τόν Ἄρη καί προσκυνᾶ τό εἴδωλο τῆς ὀργῆς ὅπως καί οἱ εἰδωλολάτρες.
Ἐπίσης καί ὁ φιλάργυρος, ὁ ὁποίος δέν σπλαχνίζεται τόν ἀδελφό του καί δέν συμπονεῖ τόν συνάνθρωπό του, εἶναι εἰδωλολάτρης πού σέβεται τό εἰδωλο τοῦ Ἑρμῆ καί λατρεύει τό δημιούργημα καί ὄχι τόν Δημιουργό1. Τό ἴδιο ἰσχύει καί μέ τά ἄλλα πάθη· γιατί ἀπό ὅ,τι ἔχει νικηθεῖ ὁ καθένας, σέ αὐτό καί ὑποδουλώθηκε 2, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος, ὁ ὁποῖος μάλιστα τή φιλαργυρία τήν ὀνόμασε δεύτερη εἰδωλολατρία 3.
Ὅποιος ὅμως νίκησε αὐτά τά πάθη καί τά ἔδιωξε ἀπό ἐπάνω του, ἤ τουλάχιστο συγκρατεῖ τόν ἑαυτό του ἀπό αὐτά, αὐτός ποδοπάτησε τά εἴδωλα καί ἀρνήθηκε τή λατρεία τῶν δαιμόνων καί ἔγινε μάρτυρας ἀναίμακτος, δίνοντας τήν καλή ὁμολογία».


Ὁ μακάριος Ζωσιμᾶς ἔλεγε: «Ἡ ἀρχή γιά νά κυριαρχήσει κανείς στόν θυμό εἶναι, ὅταν ταράζεται, νά μή μιλᾶ, ἀπό τό ὁποῖο φτάνει, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, καί στό νά μήν ταράζεται καθόλου.
Ὅπως ὁ ἀββάς Μωυσῆς: Ὅταν στήν ἀρχή οἱ πατέρες τόν ἐξευτέλισαν λέγοντας μπροστά του· “Τί θέλει αὐτός ὁ ἀράπης καί ἔρχεται ἀνάμεσά μας;”, ἐκεῖνος ταράχτηκε ἀλλά δέν μίλησε, ὅπως τούς εἶπε ὕστερα ὁ ἴδιος ὅταν τόν ρώτησαν. Ἔπειτα ὅμως, ὅταν τόν πρόσβαλαν οἱ κληρικοί καί τόν ἔδιωξαν ἀπό τό ἅγιο βῆμα, ὄχι μόνο δέν ταράχτηκε, ἀλλά καί τόν ἑαυτό του μάλωσε λέγοντας· “Σταχτόδερμε, μαῦρε, καλά σοῦ ἔκαναν. Ἀφοῦ δέν εἶσαι ἄνθρωπος, γιατί πηγαίνεις ἀνάμεσα σέ ἀνθρώπους;”4


»Ἐμεῖς ὅμως, πού εἴμαστε πολύ πιό κάτω καί ἀπό τούς ἀρχάριους γιά τήν πολλή μας ἀμέλεια, νομίζουμε ὅτι εἶναι ὑπερβολικές καί ἀδύνατες οἱ ἐντολές καί λέμε ὅτι εἶναι ἀδύνατο ὁ ἄνθρωπος νά μήν ταράζεται καθόλου. Δέν ἀκοῦμε τόν προφήτη πού λέει· “Μέ πρόσβαλαν 5 ἀλλά δέν ταράχτηκα”, οὔτε θέλουμε νά κάνουμε ἀποφασιστική ἀρχή καί νά δείξουμε γενναία καί μεγαλόψυχη προαίρεση, ὥστε ἀνάλογα νά ἑλκύσουμε καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ, μέ τήν ὁποία καί ἐκεῖνα πού φαίνονται πολύ δύσκολα γίνονται σ᾿ ἐμᾶς πανεύκολα καί εὐκολοκατόρθωτα.«

»Καθόμουν κάποτε μέ τόν μακάριο Σέργιο, τόν ἡγούμενο τῆς Πεδιάδας καί διάβαζα ἀπό τίς Παροιμίες. Ὅταν ἔφτασα στό ρητό ἐκεῖνο πού λέει· “Μέ τά πολλά ξύλα φουντώνει ἡ φωτιά, ὅπου ὅμως δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος ‘δίθυμος’, ἡσυχάζει ἡ μάχη”6, ζήτησα ἀπό τόν μακάριο Σέργιο νά μοῦ τό ἑρμηνεύσει. Αὐτός μοῦ ἀποκρίθηκε τά ἑξῆς:

«Ὁπως τά ξύλα εἶναι τά αἴτια τῆς φλόγας τῆς φωτιᾶς καί, ἄν δέν τήν τροφοδοτεῖ κανείς μέ αὐτά, σβήνει ἡ φωτιά, ἔτσι καί στά πάθη ὑπάρχουν κάποια αἴτια πού, ἄν τά κόψει κανείς, τά πάθη δέν ἐνεργοῦν. Γιά παράδειγμα, αἴτια τῆς ὀργῆς εἶναι οἱ δοσοληψείες, τό νά θέλει κανεῖς νά κάνει τό θέλημά του, τό νά τοῦ ἀρέσει νά κάνει τόν δάσκαλο καί νά φαίνεται στούς ἀνθρώπους καί τό νά νομίζει ὅτι εἶναι συνετός. Ἄν τά κόψει κανείς αὐτά, τό πάθος τοῦ θυμοῦ ἀτονεῖ. Καί τοῦτο εἶναι ἐκεῖνο πού εἶπε ὁ ἀββάς Σισώης σέ κάποιον ἀδελφό πού τόν ρώτησε·
“Γιατί τά πάθη δέν φεύγουν ἀπό ἐμένα;” Τά σκεύη τους”, τοῦ ἀποκρίθηκε, “δηλαδή τά αἴτια, βρίσκονται μέσα σου. Δῶσε τους πίσω τήν προκαταβολή τους καί θά φύγουν”.


Ὁ ‘δίθυμος’ ἄνθρωπος τώρα, στόν ὁποῖο δέν ἡσυχάζει ἡ μάχη, εἶναι ἐκεῖνος πού δέν ἀρκεῖται στήν πρώτη ταραχή, ἀλλά ἐρεθίζει τόν ἑαυτό του καί σέ δεύτερο θυμό. Ἄν κάποιος, ἄς ποῦμε, ἀνάψει ἀπό θυμό, ἀλλά ἀμέσως συνέλθει, κατηγορήσει τόν ἑαυτό του καί πάει νά βάλει μετάνοια στόν ἀδελφό, μέ τόν ὁποῖο θύμωσε, αὐτός δέν λέγεται ‘δίθυμος’.
Σέ αὐτόν ἡσυχάζει ἡ μάχη καί τήν ὥρα ἐκείνη, ἐπειδή μέ τή μετάνοια δέν διέλυσε τή φιλία μέ τόν ἀδελφό, καί στή συνέχεια, ἐπειδή μέ τήν τακτική αὐτή φτάνει σέ κατάσταση γαλήνης καί ἀταραξίας. Ἐκεῖνος ὅμως πού θύμωσε καί δέν κατηγορεῖ τόν ἑαυτό του, ἀλλά μᾶλλον τόν ἐρεθίζει σέ νέο θυμό καί μετανιώνει ὄχι γιατί θύμωσε ἀλλά γιατί δέν εἶπε περισσότερα7 ἀπό ὅσα εἶπε τήν ὥρα τῆς ταραχῆς του, αὐτός λέγεται ‘δίθυμος’.
Σέ αὐτόν ἡσυχάζει ἡ μάχη, καί τήν ὥρα ἐκείνη, τήν ταραχή τῆς καρδιᾶς του τή διαδέχεται ἡ μνησικακία, ἡ λύπη καί ἡ κακία, καί στή συνέχεια ἡ μάχη καί ἡ ταραχή τοῦ θυμοῦ αὐξάνονται καί πληθαίνουν περισσότερο μέσα του. Ὅσο δηλαδή ἐνεργοῦν, τόσο πολλαπλασιάζονται, μέχρι πού νά τόν κυριεύσουν ἐντελῶς τόν ἄθλιο καί νά τόν φέρουν σέ κατάσταση δαίμονα. Ὅμως ἄς μᾶς λυτρώσει ἀπό τή συναρίθμηση μέ τούς τέτοιους ἀνθρώπους ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἀγαθός Δεσπότης καί Κύριός μας».


Ὁ ἀββάς Ζωσιμᾶς ἔλεγε ἐπίσης: «Ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό πολλή ἐπαγρύπνηση καί φρόνηση, γιά νά ἀντιμετωπίσουμε τά διάφορα τεχνάσματα τοῦ διαβόλου. Μερικές φορές, ἄς ποῦμε, κάνει κάποιον νά ταραχτεῖ ἀπό τό τίποτε, ἐνῶ ἄλλες φορές φέρνει εὔλογη πρόφαση γιά νά νομίσει κανείς ὅτι δίκαια θύμωσε. Καί τοῦτο ὅμως ὀφείλεται στό μίσος του πρός τόν ἄνθρωπο· γιατί σέ ἐκεῖνον πού εἰλικρινά ποθεῖ νά βαδίσει τόν δρόμο τῶν ἁγίων εἶναι ἐντελῶς ξένο τό νά θυμώνει μέ ἄνθρωπο. Ὅπως λέει ὁ μέγας Μακάριος, εἶναι κάτι ξένο γιά τούς μοναχούς τό νά ὀργίζονται ἤ νά ἐξοργίζουν ἄλλον».


Ἕνας γέροντας ρωτήθηκε τί εἶναι ἡ ὀργή, καί ἀποκρίθηκε: «Φιλονικία, ψέμα καί ἄγνοια».



«Τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ»
Ὁ θυμός εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο λάκκος, καί αὐτός πού ξεπερνᾶ τόν θυμό, ξεπέρασε τόν λάκκο. Εἶναι μακάριος ὁ ἄνθρωπος πού τράβηξε μέ πραότητα ὥς τό τέλος τόν ζυγό τοῦ Χριστοῦ 8, τοῦ Κυρίου μας· ἀντίθετα, ὁ ὑπερήφανος πληθαίνει τίς ταραχές καί τίς ἔχθρες. Ὁ ἄνθρωπος πού ὅλο θυμώνει καί φωνάζει, ὁρκίζεται μέ τό παραμικρό, ἐκεῖνος ὅμως πού ἡσυχάζει εἶναι συνετός. Ὁ θυμός εἶναι πάθος ἀναιδές καί ἀναίσχυντο, πού τό ἀκολουθεῖ λύπη καί μεταμέλεια· καί ἡ λύπη κατατρώει τήν καρδιά ὅποιου πέσει σέ αὐτήν.



Τοῦ ἀββᾶ Ἰσαάκ
Ὁ φανατικός ἄνθρωπος ποτέ δέν φτάνει στήν εἰρήνη τοῦ νοῦ· καί ἐκεῖνος πού εἶναι ξένος τῆς εἰρήνης εἶναι ξένος τῆς χαρᾶς. Ἡ εἰρήνη τοῦ νοῦ εἶναι καί λέγεται τέλεια ὑγεία, ἐνῶ ὁ φανατισμός9 εἶναι ἐχθρός τῆς εἰρήνης· ἐκεῖνος λοιπόν πού τόν ἔχει, πάσχει ἀπό βαριά ἀρρώστια.
Ἄνθρωπε, δέν εἶναι καλό οὔτε σέ συμφέρει νά θέλεις νά βοηθᾶς ἄλλους καί νά βάζεις τόν ἑαυτό σου σέ μεγάλο κίνδυνο. Ὁ φανατισμός δέν εἶναι εἶδος σοφίας ἀλλά ἀρρώστια τῆς ψυχῆς· γιατί εἶναι πνεῦμα στενό καί περιορισμένο πού ἔχει μεγάλη ἄγνοια. Ἄν θέλεις νά γιατρεύεις τούς ἀρρώστους, μάθε ὅτι οἱ ἄρρωστοι ἔχουν ἀνάγκη ἀπό εὐσπλαχνία καί ἐπιμέλεια, ὄχι ἀπό τιμωρία· γιατί ὁ Ἀπόστολος λέει:
«Ἐσεῖς οἱ δυνατοί ὀφείλετε νά ἀνέχεστε τίς ἀδυναμίες τῶν ἀδυνάτων»10. Ὁ ἰδιος ἐπίσης προτρέπει νά διορθώνουμε τόν φταίχτη ὄχι μέ ὀργή ἀλλά μέ πραότητα11.


Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...