Ὁ ἀσθενής πνευματικά ἄνθρωπος εἶναι μπερδεμένος, ὅπως ἔλεγε ὁ Γέροντας Πορφύριος, δηλαδή ἐγωιστής. Αὐτή ἡ λέξη εἶναι τεχνικός ὅρος -θά λέγαμε- γιά τόν Γέροντα καί αὐτός ὁ ἐγωισμός, ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἡ ρίζα ὅλων τῶν παθῶν.
Ἐπίσης εἴχαμε ἀναφέρει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά μήν ἀπωθεῖ αὐτό τό γεγονός στά βάθη τῆς ψυχῆς του, ὅπως συμβαίνει, ἀλλά νά τό βγάζει μέ τή διαδικασία τῆς μετάνοιας καί τῆς ἐξομολόγησης, πού θά ἀναλύσουμε πιό κάτω πῶς γίνεται. Ὁ Γέροντας ξεκάθαρα λέει πώς ἄν κανείς δέν ἀγωνίζεται νά γεμίζει μέ τόν Θεό, γεμίζει μέ τό κακό. Δηλαδή δέν μπορεῖς νά εἶσαι ἄδειος. Ἤ θά εἶσαι μέ τό ἕνα ἤ θά εἶσαι μέ τό ἄλλο.Ἤ θά εἶσαι μέ τό φῶς ἤ θά εἶσαι μέ τό σκοτάδι. Ὅποιος δέν γεμίζει μέ τό φῶς, γεμίζει μέ τό κακό, γεμίζει μέ τήν μελαγχολία -εἶναι λόγια τοῦ Γέροντα αὐτά. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν προσπαθεῖ νά ἀγαπήσει τόν Θεό, ἀρρωσταίνει.
Εἴχαμε μιλήσει καί γιά τή λεγόμενη ἀνασφάλεια, ἡ ὁποία, ὁ Γέροντας ἔλεγε, εἶναι δαιμονική ἐπήρεια, καί ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά καί ὅλα τά ψυχολογικά. Ἔλεγε χαρακτηριστικά ὅτι πίσω ἀπ’ ὅλα αὐτά κρύβονται δαιμόνια. Ἡ κυριότερη πνευματική ἀσθένεια τοῦ ἀνθρώπου, ἡ κυριότερη ἰδιότητα -ἄν θέλετε- εἶναι ὁ ἐγωισμός, ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ ὁποία φανερώνεται ὡς ἴδιον θέλημα. Δηλαδή ὁ ὑπερήφανος ἔχει ἕνα θέλημα πολύ ἰσχυρό καί θέλει νά τό ἐπιβάλλει. Νά κάνει δηλαδή τό θέλημά του καί νά τό ἐπιβάλλει καί στούς ἄλλους. Δέν μπορεῖ νά κάνει ὑπακοή. Ὁ ἐγωιστής ἄνθρωπος, ἐπειδή ἀκριβῶς ἔχει τό ἰσχυρό θέλημά του, δέν τό ἀρνεῖται ποτέ, δέν τό κόβει ὅπως λέμε. Γιατί, γιά νά κάνεις ὑπακοή, πρέπει νά κάνεις ἐκκοπή στό θέλημά σου, νά ἀρνηθεῖς τόν ἑαυτό σου, ὅπως λέει ὁ Κύριος, καί νά ἐγκολπωθεῖς τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ.
Ἑπομένως λέγοντας νά κόψει κανείς τό θέλημά του, δέν ἐννοοῦμε νά κάνει μία λοβοτομή στήν ὕπαρξή του, νά κατακρεουργήσει τήν ὕπαρξή του ἤ νά τήν κάνει ἀνάπηρη, νά κόψει ἕνα κομμάτι. Ὄχι. Ἀλλά νά ὑποτάξει τό θέλημά του στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά τό ταυτίσει.
Ὁ ἐγωιστής ἄνθρωπος λοιπόν δέν μπορεῖ νά κάνει ὑπακοή, δέν ταπεινώνεται, ὁπότε, ἀφοῦ δέν ταπεινώνεται -γιατί ἡ ὑπακοή εἶναι ἐφαρμοσμένη ταπείνωση- δέν ἔρχεται ἡ Χάρις καί ἀφοῦ δέν ἔρχεται ἡ Χάρις, δέν θεραπεύεται. Μένει ἀθεράπευτος. Αὐτή εἶναι ἡ ἐξήγηση πού στίς μέρες μας ἔχουμε τόσους πολλούς ψυχικά ἄρρωστους ἀνθρώπους, τό γεγονός ὅτι ὑπάρχει πολύς ἐγωισμός καί οἱ ἄνθρωποι αὐτοί δέν ταπεινώνονται, ὁπότε δέν ἔρχεται ἡ Χάρις. Εἶναι σάν ἕναν ἄνθρωπο δηλαδή πού ἀρνεῖται νά πάρει φάρμακο, ὁπότε δέν θεραπεύεται.
Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι κάνουν ἀκριβῶς ὅ,τι ἔκαναν ὁ Ἀδαμ καί ἡ Εὔα στόν Παράδεισο. Ἡ αἰτία πού βγῆκαν ἀπό τόν Παράδεισο εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια, εἶναι τό ἴδιον θέλημα, τό ὁποῖο τούς ὁδήγησε στήν παρακοή. Ἐνῶ ὁ Θεός τούς εἶχε δώσει μία συγκεκριμένη ἐντολή, αὐτοί σκέφτηκαν γιατί νά μήν κάνουν καί τό ἀντίθετο. Καί τό ἔκαναν. Καί ἔστω ὅτι τό ἔκαναν, ἀλλά μετά δέν ζήτησαν συγγνώμη παρόλο πού ὁ Θεός, ὅπως φαίνεται ξεκάθαρα στό κείμενο, προσπαθεῖ νά τούς βοηθήσει νά ζητήσουν συγγνώμη. Ὅμως δέν λένε συγγνώμη, μόνο δικαιολογοῦνται καί ὁ ἕνας ρίχνει τήν εὐθύνη στόν ἄλλον.
- Πῶς ἔπεσε ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα;
Ἐμπιστεύτηκαν τόν λογισμό τους καί μέ τήν ὑποβολή τοῦ πονηροῦ, διέκοψαν τή φιλία πού εἶχαν μέ τόν Θεό. Θεώρησε ὁ ἄνθρωπος -καί ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα- ἀναξιόπιστο τόν Θεό καί ἀξιόπιστο τόν πονηρό. Αὐτό εἶναι πολύ τραγικό. Δυστυχῶς αὐτό συνεχίζεται καί σήμερα. Ὅταν κάποιος παραβαίνει μιά ἐντολή τοῦ Θεοῦ, κάνει οὐσιαστικά τό ἴδιο λάθος, θεωρεῖ ἀναξιόπιστο τόν Θεό καί ἀξιόπιστους αὐτούς πού τοῦ σερβίρουν τήν ἁμαρτία, εἴτε εἶναι ἄνθρωποι, εἴτε εἶναι δαίμονες. Εἶναι φοβερό! Γιά παράδειγμα, ἐνῶ ὁ Θεός λέει δέν ἐπιτρέπεται νά κάνεις πορνεία ἤ διεστραμμένα πράγματα, ἐσύ λές «Γιατί ὄχι; Τί θά πάθω; Δέν παθαίνω τίποτα».
Πίστεψαν λοιπόν στή σκέψη τους, ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα, καί πίστεψαν καί στίς αἰσθήσεις τους. Δέν πίστεψαν σ’ αὐτά πού τούς εἶπε ὁ Θεός ὅτι «ἐάν θά φᾶτε ἀπ᾿ αὐτό τό δένδρο, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» (Γεν. 2,17). Δέν τό πίστεψαν, ἀλλά τί πίστεψαν; Στίς αἰσθήσεις τους.
- Τί ἔγινε μέ τίς αἰσθήσεις;
«Εἶδεν ἡ γυνή, ὅτι καλόν τό ξύλον εἰς βρῶσιν» (Γεν. 3,6), ἡ Εὔα δηλαδή εἶδε ὅτι ὡραῖο εἶναι τό δέντρο καί ἐπιθύμησε τόν καρπό ὡς φαγητό. «Καί ὅτι ἀρεστόν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἰδεῖν καί ὡραῖόν ἐστι τοῦ κατανοῆσαι» καί ὅτι ἦταν εὐχάριστο στά μάτια καί ὡραῖο στό νά τό περιεργάζεται. «Καί λαβοῦσα ἀπό τοῦ καρποῦ αὐτοῦ ἔφαγε», χωρίς τίποτα ἄλλο, χωρίς νά σκεφτεῖ ὅτι ὁ Θεός εἶχε πεῖ ὅτι ἄν φᾶτε θά πεθάνετε. Τό σκέφτηκε, ἀλλά τό ἔβαλε στήν ἄκρη καί ἐμπιστεύτηκε τίς αἰσθήσεις: ‘‘Ἄ, αὐτό ὡραῖο εἶναι, γιατί νά μήν τό πάρω;’’. Ἐνήργησε δηλαδή κάπως, θά λέγαμε, παρορμητικά, μόνο μέ τίς αἰσθήσεις. Ὑποδουλώθηκε στίς αἰσθήσεις καί χωρίς νά βάλει τή λογική, χωρίς νά βάλει τόν νοῦ, νά ἐξετάσει αὐτό πού λένε οἱ αἰσθήσεις, ἔπεσε στόν θάνατο.
Ἀφοῦ λοιπόν ἔφαγε αὐτή «ἔδωκε καί τῷ ἀνδρί αὐτῆς μετ᾿ αὐτῆς, καί ἔφαγον» (Γεν. 3,6). Νά καί τό λάθος τοῦ ἄνδρα, τό ὅτι θεώρησε τήν γυναῖκα του πιό ἀξιόπιστη ἀπό τόν Θεό. Ἡ γυναίκα τοῦ τό σέρβιρε. Ἄν καί ὁ Ἀδάμ λειτουργοῦσε σωστά, θά ἔλεγε ‘’Γιά στάσου, ἐσύ μοῦ τό δίνεις, ἀλλά ὁ Θεός εἶπε νά μήν τό φᾶμε. Γιατί τό τρῶς; Γιατί μοῦ τό δίνεις νά τό φάω καί ἐγώ;’’. Δέν τό ἔκανε. Ἑπομένως ἔκανε ὁ ἄνθρωπος αὐτό τό πολύ μεγάλο λάθος, ἔβαλε τήν κρίση του, τόν ἑαυτό του, πάνω ἀπό τόν Θεό, πάνω ἀπό τόν Δημιουργό. Αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη μας ὑπερηφάνεια. Αὐτή εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ δαιμονική, ἡ ἑωσφορική ὑπερηφάνεια νά βάζεις τήν κρίση σου πάνω ἀπό τήν κρίση τοῦ Θεοῦ.
Αὐτό γίνεται συνεχῶς. Πόσοι ἄνθρωποι λένε: ‘Κοίταξε αὐτό. Γιατί νά κάνει ὁ Θεός ἔτσι; Γιατί ἐπιτρέπει αὐτό; Γιατί ἐκεῖνο; Τί μοῦ τό δίνει αὐτό;’. Κρίνουν τόν Θεό. Θεωροῦν τή δική τους κρίση πιό σωστή ἀπό τήν κρίση τοῦ Θεοῦ!
«Ὑπέκυψε ὁ ἄνθρωπος στόν πειρασμό τῆς ἄνεσης καί τῆς φιλαυτίας». Αὐτός ἦταν ὁ πειρασμός. Γιατί ὁ διάβολος τί τοῦ εἶπε; ‘‘Θά γίνεις Θεός, ἐδῶ καί τώρα, μέ τό πού θά φᾶς τόν καρπό καί ἄσε τό ‘ἀβέβαιο’ τοῦ Θεοῦ πού σοῦ λέει κάνε ὑπακοή καί θά γίνεις. Ἐδῶ καί τώρα θά γίνεις μόλις φᾶς ἀπό τό δέντρο. Εἶναι ἡ κρυμμένη γνώση, πού δέν σοῦ ἔχει ἀποκαλύψει ὁ Θεός γιατί δέν θέλει τό καλό σου’’. Πόσο σατανικό ἦταν αὐτό πού πρότεινε ὁ διάβολος, ὡς σατανᾶς πού εἶναι... Συκοφάντησε τόν Θεό, ὅτι ὁ Θεός δηλαδή λέει ψέματα.
Καί τώρα τό ἴδιο δέν γίνεται; Λένε, λόγου χάρη, οἱ ἐντολές οἱ νέοι νά εἶναι ἁγνοί. Ἔρχεται ὁ Φρόυντ καί οἱ τάχατες ἐπιστήμονες καί λένε: ‘Ὄχι ψέματα εἶπε ὁ Θεός. Ἴσα-ἴσα ἅμα ἀπελευθερώσεις τό σεξουαλικό, θά εἶσαι εὐτυχισμένος’. Τό ἴδιο ἀκριβῶς τέχνασμα τοῦ διαβόλου. Ὁ Θεός εἶπε ὄχι καί ἔρχεται ὁ διάβολος καί λέει ψέματα σᾶς εἶπε ὁ Θεός, νά φᾶτε, θά γίνετε Θεοί. Πῶς ἐξακολουθοῦμε πέφτουμε στήν ἴδια παγίδα!
«Ὑπέκυψε» λοιπόν «στόν πειρασμό τῆς ἄνεσης, τῆς φιλαυτίας, ὑπάκουσε στόν πονηρό, ὁ ὁποῖος τοῦ ψιθύρισε ἕναν τάχα εὐκολότερο δρόμο ἀπό τόν δρόμο τῆς ὑπακοῆς στόν Θεό, τόν δρόμο τῆς αὐτονόμησης ἀπό τόν Θεό, ὁ ὁποῖος αὐτός δρόμος τόν ὁδήγησε τελικά στήν πλάνη, στή φθορά καί στόν θάνατο».
Αὐτό παθαίνουμε καί μέ τήν τεχνολογία, πού δῆθεν μᾶς ἐπαγγέλεται τήν πλήρη ἄνεση καί τήν εὐτυχία κι ὅμως ὅλα αὐτά τά ἔθνη πού ἔχουν ἀναπτύξει τήν τεχνολογία, εἶναι τά πιό δυστυχισμένα. Ἡ Ἀμερική ἄς ποῦμε πού θεωρεῖται ὁ παράδεισος τῆς τεχνολογίας ἔχει ἕνα ποσοστό πού πλησιάζει τό 100% τῶν ἀνθρώπων πού παίρνουν ψυχοφάρμακα. Δηλαδή ὅλοι παίρνουν ψυχοφάρμακα. Δίοτι ἐπιλέξαμε νά θεμελιώσουμε τή ζωή μας στόν ἑαυτό μας, στήν κρίση μας, στή λογική μας, στόν πολιτισμό μας, πού εἶναι ἕνας πολιτισμός τῆς πτώσης. Δέν εἶναι ἕνας πολιτισμός σύμφωνος μέ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἕνας πολιτισμός, πού ὑπακούει στίς αἰσθήσεις. Ἔτσι δουλεύει ἡ ἐπιστήμη. Τί βλέπω, τί ἀκούω, τί αἰσθάνομαι, τί πιάνω κ.λ.π. Ἀλλά μόνο αὐτό ὑπάρχει;
Ἔλεγε χαρακτηριστικά ὁ Γέροντας Πορφύριος: «Ἡ ἔλλειψη ὑπακοῆς ὀφείλεται στόν ἐγωισμό καί τή φιλαυτία». Ἐγωισμός, τό ἰσχυρό θέλημα καί φιλαυτία ἡ ἄρρωστη ἀγάπη στό σῶμα. Ἡ ὑπακοή ἀπαιτεῖ μία θυσία, μία θυσία σωματική πολλές φορές, ἕναν κόπο. Ὁ φίλαυτος ἀρνεῖται νά κάνει αὐτόν τόν κόπο. Λέει: ‘Γιατί νά κάνω ὑπακοή; Ἐγώ θέλω νά εἶμαι ἀραχτός –πού λένε οἱ νέοι- γιατί νά κουραστῶ;’. Γι’ αὐτό λέει ὁ Γέροντας: «ποτέ ἕνας ἐγωιστής δέν μπορεῖ νά κάνει ὑπακοή», οὔτε ἕνας φίλαυτος, γιατί ἔχει θρεμμένο τό θέλημα.
«Θέλει πάντα νά ἐξετάζει αὐτό πού τοῦ λένε, ἄν εἶναι καλό ἤ ὄχι, ἄν εἶναι ἔτσι ἤ ἀλλιῶς, κι ἀνάλογα τό κάνει. Ἤ τό κάνει μέν, ἀλλά μέ ἀντιρρήσεις καί ἀντιλογίες, νομίζοντας ὅτι μ' αὐτή τή στάση δείχνει τήν ἐλευθερία τήν ἀληθινή, ἐνῶ δουλεία εἶναι αὐτή πού τόν ἀναγκάζει νά μήν ὑπακούει. Ὅταν ὑπακούει, ἐντάσσεται πιά στήν ἐλευθερία τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ». Αὐτά διαβάζουμε στό βιβλίο ‘Βίος καί λόγοι’.
Ὁ ἄνθρωπος πού ἀμφισβητεῖ, πού διστάζει ἤ καί πού ἀντιδρᾶ στήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, δέν μπορεῖ νά θεραπευτεῖ. Εἶναι αὐτός πού «πειράζει» τόν Θεό. Ἀμφισβητεῖ, διστάζει, δέν πάει μέ ὅλη του τήν καρδιά, πάει μ’ ἕναν δισταγμό στόν Θεό καί στίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ ἤ καί ἀντιδρᾶ στήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο εἶναι ἀκόμα πιό βαρύ. Ἀμφισβητεῖ τήν ἀγαθότητα, διστάζει ἄν ὁ Θεός εἶναι ἀγαθός, ἤ καί ἀντιδρᾶ. Δέν δέχεται τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἤ αὐτοί οἱ ἄνθρωποι πού κρατοῦν αὐτή τή στάση ἀπέναντι στόν Θεό δέν μποροῦν νά θεραπευτοῦν καί ὁ Γέροντας ἔλεγε ὅτι αὐτοί «πειράζουν» τόν Θεό καί ἄν δέν μετανοήσουν γίνονται «κομπλεξικοί».
Ὁ σύγχρονος λογικοκρατούμενος ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά πιστεύσει, δηλαδή νά ἐμπιστευθεῖ τόν Θεό, ἄν δέν μετα-νοήσει. Δέν μπορεῖ. Γι’ αὐτό ὁ Χριστός τό πρῶτο πού εἶπε ἦταν «Μετανοεῖτε». Γιά νά μπορέσουμε νά πιστέψουμε, πρέπει νά μετανοήσουμε. Γιά νά μπορέσουμε νά δοῦμε τόν Θεό διά τοῦ νοῦ καί νά Τόν ἐγκολπωθοῦμε, νά Τόν ἐμπιστευθοῦμε, θά πρέπει νά καθαριστεῖ λίγο ὁ νοῦς καί αὐτή ἡ κάθαρση τῶν ὀφθαλμῶν τῆς ψυχῆς, πού εἶναι ὁ νοῦς, γίνεται διά τῆς μετανοίας. Γι’ αὐτό τό πρῶτο καί ἀναγκαῖο πράγμα πού πρέπει νά κάνει ὁ ἄνθρωπος εἶναι νά μετανοήσει, νά προσπαθήσει δηλαδή νά καθαρίσει λίγο τά μάτια του, τά μάτια τῆς ψυχῆς.
Ἐκεῖνοι πού εἶναι παραδομένοι στήν ἁμαρτία καί δέν θέλουν νά μετανοήσουν, εἶναι καί ἄθεοι. Ἄλλο νά πέφτει κανείς ἀπό ἀδυναμία καί ἄλλο νά πέφτει συνειδητά. Ἄν, λοιπόν, αὐτός πού εἶναι ἐμπαθής, δέν μετανοήσει, δηλαδή ἄν δέν μεταθέσει τόν νοῦ του -αὐτό σημαίνει μετάνοια = μετακινῶ τόν νοῦ μου- ἀπό ἐκεῖ, πού δέν πρέπει νά εἶναι (δηλαδή «κολλημένος», ὑποδουλωμένος στή λογική καί στίς αἰσθήσεις, δέν πρέπει νά εἶναι ἐκεῖ ὁ νοῦς μας), ἄν δέν τόν στρέψει πρός τόν Θεό, διά τῆς καρδιακῆς νοερᾶς προσευχῆς, αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ἐμπιστευθεῖ τόν Θεό καί ἐμπιστεύεται τήν κρίση του.
Αὐτό ἔπαθε καί ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα, σύμφωνα μέ τούς Ἅγιους Πατέρες, ἐνῶ εἶχαν τήν κοινωνία μέ τόν Θεό, ἔχασαν αὐτή τήν κοινωνία, τήν ἀδιάλειπτη προσευχή καί μπόρεσε ὁ διάβολος νά ‘σφυρίξει’ στήν Εὔα αὐτά πού τῆς ‘σφύριξε’ καί ἡ Εὔα τά δέχτηκε -ἀφοῦ ἦταν χωρίς νοερᾶ προσευχή, χωρίς κοινωνία μέ τόν Θεό- ἐπειτα ὁ Ἀδάμ ἐπίσης δέχτηκε τό σφύριγμα τῆς Εὔας καί ἔτσι ἔγινε ἡ πτώση. Γι’ αὐτό, ὁ ἅγιος Κύριός μας μᾶς εἶπε συνέχεια νά προσέχετε, ὥστε νά μήν βρίσκει τόπο ὁ διάβολος νά μᾶς πλανάει.
Ἡ λογική, καθώς καί οἱ αἰσθήσεις, δέν εἶναι δυνάμεις μέ τίς ὁποῖες μπορεῖ κανείς νά «δεῖ» καί νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό. Οὔτε μέ τή λογική βλέπεις τόν Θεό, οὔτε μέ τίς αἰσθήσεις. Τό μόνο κατάλληλο ὄργανο εἶναι ὁ νοῦς, τοῦ ὁποίου νοῦ ἡ ἔδρα εἶναι στήν καρδιά. Ὁ Θεός λοιπόν φανερώνεται στήν καθαρή καρδιά καί γιά νά φανερωθεῖ πρέπει νά εἶναι καθαρή ἡ καρδιά. Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Κύριος «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» (Ματθ. 5,8). Ὁ Θεός δέν φανερώνεται σ' αὐτούς πού Τόν «πειράζουν», σ’ αὐτούς, ξαναλέω, πού ἔχουν δισταγμό, ἀμφισβήτηση ἤ ἀντίθεση στήν ἀγαθότητά Του. Ὁ σωστός δρόμος, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία ὅλων τῶν ἁγίων μας, εἶναι ἡ εὐχαριστία καί ἡ δοξολογία τοῦ Θεοῦ γιά ὅλα. Λέγει ὁ σοφός Σολομών ὅτι ὁ Χριστός «εὑρίσκεται τοῖς μή πειράζουσιν Αὐτόν» (Σοφ. Σολ. 1,2). Δηλαδή σ’ αὐτούς πού δέν ἐκπειράζουν τόν Θεό, πού δέν βάζουν σέ πειρασμό τόν Θεό.
- Ποιοί εἶναι οἱ μή «πειράζοντες» τόν Θεό;
Ἀπαντάει ὁ Γέροντας «εἶναι ὅσοι ἀμφιβάλλουν, διστάζουν ἤ καί, χειρότερα ἀκόμη, ἀνθίστανται στήν παντοδυναμία Του καί πανσοφία Του», ἀντιστέκονται στήν παντοδυναμία καί στήν πανσοφία Του. Αὐτοί πειράζουν τόν Θεό. Δέν πρέπει ἡ ψυχή μας ν' ἀντιστέκεται καί νά λέει, ‘’γιατί τό ἔκανε ἔτσι αὐτό ὁ Θεός, γιατί τό ἄλλο ἀλλιῶς, δέν μποροῦσε νά κάνει διαφορετικά;’’. Αὐτοί πειράζουν τόν Θεό. Βάζουν τή λογική καί τήν κρίση τους πάνω ἀπό τόν Θεό.
«Ὅλ' αὐτά δείχνουν μία ἐσωτερική μικροψυχία καί ἀντίδραση. Δείχνουν τήν μεγάλη ἰδέα πού ἔχομε γιά τόν ἑαυτό μας, τήν ὑπερηφάνειά μας καί τό μεγάλο ἐγωισμό μας. Αὐτά τά «γιατί» πολύ βασανίζουν τόν ἄνθρωπο, δημιουργοῦν αὐτά πού λέει ὁ κόσμος «κόμπλεξ». Ἔτσι δημιουργοῦνται τά κόμπλεξ. Ἀπό τά πολλά ‘γιατί’ καί τόν γογγυσμό γίνονται κομπλεξικοί.
Παραδείγματος χάριν, «γιατί νά εἶμαι πολύ ψηλός;» ἤ-καί τό ἀντίθετο- «πολύ κοντός;». Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού ἔχουν αὐτό τό κόμπλεξ. Αὐτό δέν γίνεται ἀπό τή μία στιγμή στήν ἄλλη. Ἔχουν προηγηθεῖ αὐτοί οἱ γογγυσμοί. Στό βάθος δηλαδή ὑπάρχει «πειρασμός» τοῦ Θεοῦ, δηλαδή «πειράζουν» τόν Θεό αὐτοί οἱ ἄνθρωποι καί λένε «γιατί μέ ἔκανες ἔτσι; Γιατί δέν μέ ἔκανες πιό ψηλό; Γιατί δέν μέ ἔκανες πιό κοντό; Γιατί τό ἔκανες ἔτσι;». Κι ὅλο αὐτό βέβαια πηγάζει ἀπό ἕναν πολύ μεγάλο ἐγωισμό. Ποιός εἶσαι ἐσύ πού θά πεῖς στόν Θεό «γιατί;», ἀφοῦ εἶναι Πάνσοφος. Ἀμφισβητεῖς τήν πανσοφία Του καί τήν παντοδυναμία Του, σάν νά μή μποροῦσε ὁ Θεός νά σέ κάνει πιό ψηλό! Δέν μποροῦσε; Μποροῦσε. Γιατί δέν σέ ἔκανε; Γιατί δέν σέ συμφέρει πολύ ἁπλά. Γιατί σ’ ἀγαπάει. Γιατί ἄν ἦσουν πιό ψηλός, μπορεῖ νά ἦσουν στήν κόλαση ἀπό τήν πρώτη στιγμή. Ξέρει ὁ Θεός γιατί δέν σέ ἔκανε ψηλό.
«Αὐτό δέν φεύγει ἀπό μέσα», ἔλεγε ὁ Γέροντας, αὐτό τό κόμπλεξ. «Καί προσεύχεται κανείς καί κάνει ἀγρυπνίες, ἀλλά γίνεται τό ἀντίθετο. Καί ὑποφέρει καί ἀγανακτεῖ χωρίς ἀποτέλεσμα». Γιατί δέν λύνεται τό πρόβλημά του! Αὐτός θέλει νά λυθεῖ τό πρόβλημά του. Θέλει νά ψηλώσει ἄς ποῦμε καί ὁ Θεός δέν τοῦ τό κάνει.
«Ἐνῶ μέ τόν Χριστό, μέ τή χάρη φεύγουν ὅλα. Ὑπάρχει αὐτό τό ‘κάτι’ στό βάθος, δηλαδή τό ‘γιατί’, ἀλλ΄ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἐπισκιάζει τόν ἄνθρωπο». Πάλι μένει αὐτό τό ‘κάτι’, ἀλλά ἡ χάρις τό κουκουλώνει ὅλο αὐτό τό ἄρρωστο πράγμα καί ὁ ἄνθρωπος ἐλευθερώνεται. «Κι ἐνῶ ἡ ρίζα εἶναι τό κόμπλεξ», αὐτά πού λέει ἡ ψυχολογία, συναισθήματα κατωτερότητος, πού οὐσιαστικά εἶναι κρυμμένος ἐγωισμός, «ἐκεῖ πάνω φυτρώνει τριανταφυλλιά μέ ὡραῖα τριαντάφυλλα κι ὅσο ποτίζεται μέ τήν πίστη, μέ τήν ἀγάπη, μέ τήν ὑπομονή, μέ τήν ταπείνωση, τόσο παύει νά ἔχει δύναμη τό κακό, παύει νά ὑπάρχει· δηλαδή δέν ἐξαφανίζεται, ἀλλά μαραίνεται. Ὅσο δέν ποτίζεται ἡ τριανταφυλλιά, τόσο μαραίνεται, ξηραίνεται, χάνεται κι ἀμέσως ξεπετάγεται τό ἀγκάθι».
«Δέν εἶναι, ὅμως, μόνο ἡ ἀντίδραση καί τά «γιατί», πού δείχνουν ὅτι ἐκπειράζομε τόν Θεό. Ἐκπειράζομε τόν Θεό, ὅταν ζητοῦμε κάτι ἀπό Ἐκεῖνον, ἀλλά ἡ ζωή μας εἶναι μακράν τοῦ Θεοῦ». Ἀπό τή μιά μεριά ἔχουμε ἄγχος, ἀγωνία, πού εἶναι ζωή ἀντίθετη μέ τόν Θεό κι ἀπό τήν ἄλλη παρακαλᾶμε ‘κάνε μου αὐτό, κάνε μου ἐκεῖνο’. Ὁ Θεός θέλει πρῶτα νά ἐλευθερωθεῖς ἀπό αὐτό, νά θεραπευτεῖς πνευματικά δηλαδή καί μετά θά σοῦ τά κάνει ὅλα τά ἄλλα.
Ἕνα λοιπόν ἀκόμα χαρακτηριστικό αὐτοῦ τοῦ ἀσθενοῦς ἀνθρώπου εἶναι αὐτά τά διάφορα κόμπλεξ, τό «Γιατί Θεέ μου; Γιατί σέ μένα;», καθώς ἐπίσης καί τό ὅτι ζητᾶμε, ἐνῶ δέν ζοῦμε σωστά. Ἀπαιτοῦμε ἀπό τόν Θεό νά μᾶς ἐξυπηρετήσει χωρίς νά θέλουμε νά ἔχουμε σχέση μαζί Του. Τόν βλέπουμε δηλαδή καί τόν Θεό σάν ὑπάλληλό μας. Πῶς πᾶς καί λές «Θά σοῦ δώσω καί παραπάνω, θά κάνω κι ἕνα τάμα, νά μοῦ κάνεις αὐτό πού θέλω. Ἀλλά μαζί Σου σχέση δέν θέλω νά ἔχω». Ἐγώ θέλω νά ἔχω σχέση μέ τά πάθη μου. Ὅπως λέει ἕνας ἱεροκήρυκας: «Ἀνάβουμε μεγάλες λαμπάδες στίς Ἐκκλησίες, ἀλλά τή φιλενάδα δέν τήν ἀφήνουμε», τήν παράνομη σχέση δηλαδή.
Ἕνα ἀκόμα σημεῖο τοῦ ἄρρωστου ἀνθρώπου εἶναι ὅτι ἀρνεῖται τόν Χριστό. Ἐκτός τοῦ ὅτι ἔχει κόμπλεξ, ἐκτός τοῦ ὅτι ἔχει ἀνασφάλειες, ἐκτός τοῦ ὅτι ἔχει ἄγχος καί εἶναι μπερδεμένος -ὅλα αὐτά εἴπαμε εἶναι χαρακτηριστικά του- ἐκτός τοῦ ὅτι ἔχει μελαγχολία καί ὅλα αὐτά τά ψυχολογικά, ἔχει καί ἄρνηση. Δηλαδή οὐσιαστικά δέν πιστεύει στόν Θεό, ἀρνεῖται τόν Θεό. Καί ἀφοῦ ἀρνεῖται τόν Θεό, ἡ ἀρρώστεια γίνεται χειρότερη. Εἶναι πληγωμένος, γιατί στερεῖται αὐτό πού ἔχει πραγματικά ἀνάγκη γιά νά γεμίσει τήν ψυχή του. Ἀρνεῖται τόν ἴδιο τόν Χριστό «τὸ πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» (Ἐφ. 1,23). Αὐτό τό πλήρωμα, τό γέμισμα, πού γεμίζει τά πάντα εἶναι ὁ Χριστός. Ἡ ψυχή μας γιά νά γεμίσει θέλει τό ἄπειρο. Καί τό ἄπειρο εἶναι ὁ Χριστός.
Αὐτό κάνουν ὅσοι ἁμαρτάνουν, γιατί ἀκόμα καί μία κατάκριση εἶναι ἄρνηση. Ἐμεῖς θεωροῦμε ἄρνηση, τήν ἄρνηση τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, ἀλλά καί μία κατάκριση πάλι εἶναι ἄρνηση γιά τόν Χριστό. Ὅποιος λοιπόν Τόν ἀρνεῖται, βιώνει τό ὑπαρξιακό κενό. Πάρα πολλοί ἄνθρωποι σήμερα νοιώθουν ἄδειοι, χωρίς νά βρίσκουν νόημα στή ζωή τους. Ἔλεγε ὁ Γέροντας «κανείς δέν μπορεῖ νά ἀρνηθεῖ ὅτι τό πλήρωμα εἶναι ὁ Χριστός». Τό πλήρωμα, δηλαδή τό γέμισμα πού γεμίζει τά πάντα εἶναι ὁ Χριστός.
«Ὅσοι ἀρνοῦνται αὐτή τήν ἀλήθεια, εἶναι ἄρρωστοι ψυχικά, κατέχονται ἀπό τό κακό πνεῦμα. Ἀρνοῦνται αὐτό πού τούς λείπει. Βρίσκει κενή τήν ψυχή τους καί μπαίνει ὁ διάβολος μέσα τους. Κι ὅπως τό παιδί πληγώνεται πολύ βαθιά, ἄν στερηθεῖ στή ζωή του τόν πατέρα του, τή μητέρα του, ἔτσι καί πολύ περισσότερο, ἄν στερηθεῖ ὁ ἄνθρωπος τόν Χριστό καί τήν Παναγία».
Βλέπετε πολύ γλυκά καί μέ πολύ πόνο τό λέει ὁ Γέροντας. Βλέπει ἕναν ἁμαρτωλό καί πονάει γιά τήν κατάσταση πού ζεῖ αὐτός ὁ ἁμαρτωλός. Ἡ πιό μεγάλη τραγικότητα εἶναι ἡ ἁμαρτία καί τό νά ζεῖς μέσα στήν ἁμαρτία. Αὐτό τό βιώνει ὁ Γέροντας, τό βλέπει καί ὅπως τό ἐκφράζει ἐδῶ, δέν κατακεραυνώνει τούς ἁμαρτωλούς, ἀλλά τούς οἰκτείρει, τούς λυπᾶται, τούς συμπονάει, γιατί εἶναι σάν παιδιά πού χάσανε τόν πατέρα καί τήν μάνα τους. Ἔτσι εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ἀρνεῖται τόν Θεό. Εἶναι ὀρφανός.
Ἀρνεῖται αὐτό πού τοῦ λείπει! Εἶναι πολύ ὡραία φράση αὐτή. Ἐνῶ ξέρει ὅτι τοῦ λείπει ὁ Χριστός, στό βάθος τό ξέρει, ὅμως ἀρνεῖται καί δέν θέλει νά Τόν βάλει μέσα του. Ἐνῶ, ἄν Τόν βάλει μέσα του, θά γεμίσει. Οἱ ἀρνητές τῆς πίστεως εἶναι οἱ μπερδεμένοι», οἱ ψυχικά ἄρρωστοι, δηλαδή οἱ ἐγωιστές. Ὅποιος παρεκλίνει ἀπό τήν σωστή πίστη καί πέφτει στήν ὅποια αἵρεση, ἔχει ἤδη παρεκλίνει ἀπό τήν σωστή ζωή. Εἶναι ὅπως ἔλεγε ὁ Γέροντας «μπερδεμένος» δηλαδή ἐγωιστής, ὑπερόπτης. Γι’ αὐτό προσπαθεῖ μέ ὑπερηφάνεια, νά βρεῖ τήν θέωση χωρίς τόν Θεό, χωρίς τήν ταπεινή ἀκολούθηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Νά τήν βρεῖ μόνος του. Νά τήν ἀνακαλύψει. Εἴδατε ὅλες αὐτές οἱ σέκτες καί οἱ ἀνατολικοῦ τύπου θρησκευτικές κινήσεις λένε νά βρεῖς τό ἐσωτερικό σου φῶς, νά τό ἀνακαλύψεις ἐσύ μόνος σου αὐτόνομα. Δέν σοῦ χρειάζεται ὁ Θεός. Κανένας δέν σοῦ χρειάζεται. Μόνος σου θά τό κάνεις. Αὐτή εἶναι ἡ πλάνη τοῦ ἑωσφόρου καί δέν βρίσκουν τό φῶς τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τό δαιμονικό φῶς. Εἶναι ἀκριβῶς τό ἴδιο λάθος πού ἔκαναν καί οἱ πρωτόπλαστοι στόν Παράδεισο.
Ἔλεγε ὁ Γέροντας: «Ποιό εἶναι τό πιό καλό; Νά εἶσαι πρᾶος, ταπεινός, ἥσυχος, νά ἔχεις μέσα σου ἀγάπη ἤ νά εἶσαι νευρικός, στενόχωρος, νά διαπληκτίζεσαι μέ τούς πάντες;». Νά σοῦ φταῖνε ὅλοι καί ὅλα; «Ἀσφαλῶς τό ἀνώτερο εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἡ θρησκεία μας ἔχει ὅλ' αὐτά τά καλά καί εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ὅμως πολλοί πᾶνε σέ κάτι ἄλλο».
«Ὅσοι ἀρνοῦνται αὐτή τήν ἀλήθεια, εἶναι ἄρρωστοι ψυχικά. Εἶναι σάν τά ἄρρωστα παιδιά, πού, ἐπειδή τούς ἔλειψαν οἱ γονεῖς ἤ χώρισαν ἤ μάλωσαν, ἔγιναν ἀπροσάρμοστα. Καί στίς αἱρέσεις πᾶνε ὅλοι οἱ μπερδεμένοι. Μπερδεμένα παιδιά μπερδεμένων γονέων».Ἕνα λοιπόν ἀκόμα χαρακτηριστικό τοῦ ἀσθενοῦς ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἄρνηση τοῦ Θεοῦ καί τό γεγονός ὅτι παρασύρεται ἀπό αἱρέσεις, οἱ ὁποῖες εἶναι βέβαια ἑωσφορικῆς κατασκευῆς καί γι’ αὐτό σπρώχνουν τόν ἄνθρωπο σ’ αὐτή τήν αὐτονόμηση ἀπό τόν Θεό.
Ἕνα ἀκόμα γνώρισμα εἶναι ὅτι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ζοῦνε δαιμονικές καταστάσεις. Ὅσοι δηλαδή εἶναι πνευματικά ἄρρωστοι, ζοῦνε τήν δαιμονική ἐνέργεια, τίς δαιμονικές ἐπήρειες. Ὁ Γέροντας ἔλεγε ὅτι τέτοιες δαιμονικές ἐπήρειες εἶναι ἡ νευρασθένεια, ἡ ψυχασθένεια καί τό αἰσθημα τῆς κατωτερότητας, τά ὁποῖα ὅλα αὐτά εἶναι ἀποτελέσματα τῆς ἁμαρτίας. Τά πραγματικά αἴτια τῶν λεγόμενων ψυχικῶν παθήσεων εἶναι πνευματικά.
Ἔλεγε ὁ Γέροντας: «Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζεῖ χωρίς Θεό, χωρίς γαλήνη, χωρίς ἐμπιστοσύνη, ἀλλά μέ ἄγχος, ἀγωνία, κατάθλιψη, ἀπελπισία, ἀποκτάει ἀσθένειες σωματικές καί ψυχικές». Εἶναι πολύ σημαντικό αὐτό. Τά πάθη δηλαδή δέν ἀρρωσταίνουν μόνο τήν ψυχή, ἀλλά καί τό σῶμα καί ἀποκτάει ὁ ἄνθρωπος ἀρρώστειες. Οἱ πλεῖστες ἀρρώστειες εἶναι ἀπό τό ἄγχος. «Ἡ ψυχασθένεια, ἡ νευρασθένεια, ὁ διχασμός εἶναι δαιμονικές καταστάσεις. Δαιμόνιο εἶναι ἐπίσης καί ἡ ταπεινολογία». Τό νά ἐμφανίζεσαι ὡς ταπεινός ἐνῶ δέν εἶσαι. «Τό λένε αἴσθημα κατωτερότητος. Ἡ ἀληθινή ταπείνωση δέν μιλάει», ἐνῶ ὁ ταπεινολόγος προβάλλει τόν ἑαυτό του, ἔστω μέ ἕναν τρόπο ἐξευτελιστικό, ἄς τόν ποῦμε, ἀλλά πάλι προβάλλει τόν ἑαυτό του. Εἶναι κρυμμένος ἐγωισμός. Ἐνῶ ὁ ἀληθινά ταπεινός δέν μιλάει, δέ φαίνεται, δέν κάνει ντόρο. «Δέν λέει ταπεινολογίες, δηλαδή ‘’εἶμαι ἁμαρτωλός, ἀνάξιος, ἐλάχιστος πάντων…’’. Φοβᾶται ὁ ταπεινός μήπως μέ τίς ταπεινολογίες πέσει στήν κενοδοξία. Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ δέν πλησιάζει ἐδῶ. Ἀντίθετα, ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ βρίσκεται ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει ἀληθινή ταπείνωση, ἡ θεία ταπείνωση, ἡ τέλεια ἐμπιστοσύνη στόν Θεό. Ἡ ἐξάρτηση ἀπό Ἐκεῖνον».
Ὁ Γέροντας λόγω τῶν πολλῶν ἁγιοπνευματικῶν χαρισμάτων του γνώριζε πολλά πράγματα, ἐν πολλοῖς ἄγνωστα, πού τοῦ ἀποκάλυπτε ὁ Θεός. Ἔλεγε, γιά παράδειγμα, σχετικά μέ τή νευρασθένεια: «τά ἄϋλα μικρόβια τῆς νευρασθένειας πετᾶνε· πετᾶνε ὅπως τά κουνούπια καί προσβάλλουν τήν ψυχή» καί προσβάλλουν τήν ψυχή αὐτοῦ πού βοηθάει ἕναν νευροπαθῆ. Δηλαδή μπορεῖ νά εἶσαι δίπλα σ’ ἕναν νευροπαθῆ καί νά πάθεις κι ἐσύ κατάθλιψη ἅμα δέν προσέξεις, γιατί κολλάει.
Ἔλεγε ἕνα πνευματικό του παιδί, σέ συγγενῆ νευροπαθοῦς ὁ Γέροντας συνιστοῦσε νά προσέχει τόν ἑαυτό του μήπως «μολυνθεῖ» κι ἐκεῖνος. Σέ ἐρώτησή του πῶς μπορεῖ νά συμβεῖ αὐτό, ἀφοῦ αὐτή ἡ ἀρρώστεια δέν εἶναι κολλητική, ὁ Γέροντας ἀπάντησε: «Δέν εἶναι ἔτσι ὅπως τά λές. Τά ἄϋλα μικρόβια τῆς νευρασθένειας πετᾶνε· πετᾶνε ὅπως τά κουνούπια καί προσβάλλουν τήν ψυχή». Ἔκανε ἀναπαράσταση τῆς πτήσεως τῶν μικροβίων αὐτῶν, κινώντας ἐκφραστικά τά δάχτυλα τοῦ χεριοῦ του. «Καλό εἶναι νά βοηθᾶς τό νευροπαθή, ἀλλά πρέπει νά προστατεύεις καί τή δική σου ψυχή, μέ τή χάρη τοῦ Χριστοῦ».
Ἔχεις δηλαδή στό σπίτι κάποιον ἄνθρωπο πού ἔχει κατάθλιψη, πρέπει νά προσέχεις πιό πολύ νά μήν κολλήσεις κι ἐσύ. Τό συναντῶ αὐτό σέ σπίτια πού ἔχουν τέτοιο πρόβλημα, πού ἐπηρεάζονται καί οἱ ἄλλοι. Θά πρέπει νά ἔχεις πλούσια χάρη, ὥστε νά ἀντιστέκεσαι στή δαιμονική ἐπήρεια, γιατί εἶναι δαιμονική ἐπήρεια αὐτή πού ἔχει ὁ καταθλιπτικός καί αὐτό ἐκπέμπεται καί στό περιβάλλον. Θά πρέπει δηλαδή νά κάνεις πιό πολύ νοερᾶ προσευχή, πιό πολύ νηστεία, πιό πολύ νά τηρεῖς τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, μέ ὅλη σου τήν καρδιά.
Ὁ Γέροντας ἐκφραζόταν μέ ἕναν ἀπόλυτο τρόπο γιατί οἱ γνώσεις του ἦταν ἐμπειρικές. Δέν σοῦ ἔλεγε «ἴσως ναί», σοῦ ἔλεγε «αὐτό εἶναι», ἦταν καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἔλεγε ὅτι ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν ζεῖ μέ τόν Χριστό, ζεῖ μέσα στή μελαγχολία, μέσα στίς σωματικές καί ψυχικές νόσους. Δηλαδή ἕνα ἄλλο χαρακτηριστικό τοῦ ἀσθενοῦς ψυχικά ἀνθρώπου εἶναι αὐτά τά λεγόμενα ψυχολογικά, ἀλλά καί οἱ σωματικές ἀρρώστειες, τά λεγόμενα ψυχοσωματικά. Ἀντίθετα, ὅταν ζεῖ μέ τόν Χριστό, ζεῖ ἔχοντας σωματική καί πνευματική ὑγεία. Ἔλεγε: «Ὅταν... δέν ζεῖς μέ τόν Χριστό, ζεῖς μές στήν μελαγχολία, στή θλίψη, στό ἄγχος, στή στενοχώρια· δέν ζεῖς σωστά». Καί ὅλοι αὐτοί πού τούς βλέπετε νά χασκογελᾶνε καί τοῦς θεωροῦμε εὐτυχισμένους, δέν εἶναι εὐτυχισμένοι, γιατί ὁ Γέροντας εἶναι ἀπόλυτος, ἡ ἁμαρτία δίνει μιά πρόσκαιρη χαρά, πολύ σύντομη καί μετά ἀκολουθοῦν ὅλα αὐτά πού λέει ἐδῶ τό ἄγχος, ἡ στενοχώρια, ἡ μελαγχολία καί ἡ θλίψη.
«Τότε παρουσιάζονται πολλές ἀνωμαλίες καί στόν ὀργανισμό». Δηλαδή ἐπηρεάζεται καί τό σῶμα, γιατί ἡ ψυχή εἶναι ἄμεσα συνυφασμένη μέ τό σῶμα καί τό ἐπηρεάζει καταλυτικά. «Ἐπηρεάζεται τό σῶμα, οἱ ἐνδοκρινεῖς ἀδένες, τό συκώτι, ἡ χολή, τό πάγκρεας, τό στομάχι».
Ὅλα αὐτά τά ὄργανα ἐπηρεάζονται. Γιά παράδειγμα, ἀπό τό ἄγχος ἔχουμε μία ὑπερέκκριση ἀδρεναλίνης. Ἀδρεναλίνη εἶναι μιά ὁρμόνη ἀπό τά ἐπινεφρίδια -κάποιοι ἀδένες πού εἶναι πάνω στά νεφρά- ἡ ὁποία ἀλλάζει ὅλον τόν ὀργανισμό καί τόν κινητοποιεῖ, τόν ξεσηκώνει δηλαδή, ὅταν πρόκειται νά ἀντιμετωπίσει ἕνα στρές. Ὅταν συνεχῶς γίνεται αὐτό -φανταστεῖτε τόν ὀργανισμό νά εἶναι σέ συνεχή ὑπερένταση- κάποια στιγμή ἐξαντλεῖται καί ξεσπάει αὐτή ἡ πίεση πού ἀσκεῖ στά διάφορα ὄργανα καί εἴτε θά πάθεις ἕλκος στό στομάχι, εἴτε εὐερέθιστο ἔντερο, εἴτε νόσο τοῦ Crohn, χίλια δυό πράγματα, τά ὁποῖα τά λέμε ψυχοσωματικές ἀρρώστειες.
Ἀλλά ἐγώ θά ἔλεγα ὅτι ὅλες οἱ ἀρρώστειες εἶναι ψυχοσωματικές. Δηλαδή πολλές φορές, παρατηρῶ, ἄν θέλετε στόν ἑαυτό μου καί τό ἐξομολογοῦμαι, ἅμα στενοχωρεθῶ -πού εἶναι ἁμαρτία ἡ στενοχώρια- μετά ἀμέσως κρυολογῶ. Δηλαδή καί τό ἁπλό κοινό κρυολόγημα ἔρχεται μετά ἀπό μιά πτώση, ἀπό μιά ἁμαρτία. Δηλαδή ἐπηρεάζεται ἄμεσα ὁ ὁργανισμός ἀπό τήν ψυχή. Γι’ αὐτό, τό πρῶτο πού πρέπει νά ἐπιδιώκουμε εἶναι τήν ὑγεία τῆς ψυχῆς, τήν πνευματική ὑγεία.
«Σοῦ λένε: ‘’Γιά νά εἶσαι ὑγιής, πάρε τό πρωί τό γάλα σου, τό αὐγουλάκι σου, τό βουτυράκι σου μέ δύο-τρία παξιμάδια’’. Κι ὅμως, ἄν ζεῖς σωστά, ἄν ἀγαπήσεις τόν Χριστό, μ' ἕνα πορτοκάλι κι ἕνα μῆλο εἶσαι ἐντάξει. Τό μεγάλο φάρμακο εἶναι νά ἐπιδοθεῖ κανείς στή λατρεία τοῦ Χριστοῦ». Ἐκεῖνο πού πραγματικά θεραπεύει εἶναι ἡ Χάρις, δηλαδή ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. «Ὅλα θεραπεύονται. Ὅλα λειτουργοῦν κανονικά», ὅταν ὁ ἄνθρωπος μπεῖ μέσα στήν Χάρη. Ἄν εἶναι δυνατόν καί κάθε μέρα νά λειτουργιόμαστε καί νά μπαίνουμε μέσα σ’ αὐτή τή Χάρη τῆς Θείας Λειτουργίας, αὐτό θά ἦταν τό καλύτερο φαγητό μας. Τό καλύτερο πρωϊνό! Εἶναι δυνατό, ἄν τό ἐπιδιώκουμε. Ἀλλά καί στό σπίτι, νά κάνεις μιά ὡραία, δυνατή, πρωϊνή προσευχή, νά μπαίνεις πλούσια μέσα στή Χάρη τοῦ Θεοῦ, αὐτό θά σοῦ χαρίσει ὑγεία ψυχική καί σωματική. «Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ὅλα τά μεταβάλλει, τά μεταποιεῖ, τά ἁγιάζει, τά διορθώνει, τά ἀλλάζει, τά μεταστοιχειώνει».
Ἄλλο παράδειγμα τῆς φωτισμένης διάνοιας τοῦ Γέροντα εἶναι αὐτά, πού ἔλεγε σχετικά μέ τίς ἐμφανίσεις τοῦ πονηροῦ καί τούς σχιζοφρενεῖς. Δίδασκε ὅτι αὐτοί πού βλέπουν τόν διάβολο εἶναι οἱ μπερδεμένοι καί οἱ ἐπιβαρυμένοι κληρονομικά. Ἐπισης μᾶς ἀποκάλυψε ὅτι ὁ σχιζοφρενής ἐπηρεάζεται ἀπό τά βιώματα τῶν προγόνων. Ἔλεγε: «Μερικοί βλέπουν τόν διάβολο νά παρουσιάζεται μέ διάφορες μορφές, νά κάνει θορύβους, νά τούς χτυπάει κ.ἄ. Αὐτά γίνονται, τίς πιό πολλές φορές, στούς μπερδεμένους». Καί ξέρετε πλέον ὅτι μπερδεμένος θά πεῖ ἐγωιστής, δηλαδή συγγενής μέ τόν διάβολο γιατί ὁ διάβολος εἶναι ὁ κατεξοχήν ἐγωιστής. Ὁπότε, γι’ αὐτό τούς ἐμφανίζεται.
«Οἱ μεγάλοι Πατέρες, ὅπως ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὁ Μέγας Βασίλειος καί οἱ ἄλλοι δέν μᾶς λένε γιά τόν διάβολο, πῶς ἐμφανίζεται κ.λ.π. Ἐκεῖνοι ἐπορεύθηκαν μ' αὐτό τόν τρόπο πού λέμε, μέ τήν ἀγάπη στόν Χριστό». Βλέπετε πόσο σοφός εἶναι ὁ Γέροντας. Πράγματι οἱ μεγάλοι Πατέρες δέν μᾶς λένε γιά τόν διάβολο, τίς ἐμφανίσεις του κ.λ.π. Βέβαια, θά πεῖτε δέν ὑπάρχει ἄλλη περίπτωση; Ὑπάρχει, ἔχουμε ἁγίους πού τρώγανε ξύλο ἀπό τόν διάβολο, ἐπειδή ὁ Θεός ὅμως ἐπέτρεπε αὐτήν τήν δοκιμασία γιά νά τελειοποιηθοῦν. Ἀλλά ὁ πατερικός δρόμος εἶναι αὐτό πού λέει ὁ Γέροντας, δηλαδή νά ταπεινώνεσαι καί ν’ ἀγαπᾶς. Ν’ ἀγαπᾶς τόν Θεό καί νά προχωρᾶς μέ αὐτόν τόν θεῖο ἔρωτα.
«Ὁ σατανᾶς, ἀνάλογα μέ τό ποιός εἶσαι, φανερώνεται», ἤ δέν φανερώνεται φυσικά. «Ὅταν κανείς δέν ἄρχισε κανονικά τήν πνευματική ζωή ἤ τόν βαραίνει κάτι κληρονομικό, βλέπει τόν σατανᾶ νά παρουσιάζεται μπροστά του ἤ νά τοῦ κάνει φασαρίες. Καμιά φορά μπορεῖ νά πάθει καί σχιζοφρένεια ὁ ἄνθρωπος. Ὁ σχιζοφρενής ἐπηρεάζεται ἀπ' τά βιώματα τῆς παλιᾶς ζωῆς τῶν προγόνων».
Ἡ κορυφή τῶν παθῶν καί ἡ γεννήτρια ὅλων τῶν κακῶν εἶναι ἡ φιλαυτία. Ἕνα ἄλλο χαρακτηριστικό τοῦ ἀσθενοῦς πνευματικά ἀνθρώπου εἶναι ἡ φιλαυτία. Εἴπαμε γιά τά ψυχολογικά, γιά τίς ἀνασφάλειες, γιά τίς σωματικές ἀρρώστιες, γιά τίς ἐμφανίσεις τοῦ διαβόλου, εἴπαμε γιά τή σχιζοφρένεια καί τέλος τώρα λέμε ὅτι ἡ φιλαυτία εἶναι ἐπίσης ἕνα γνώρισμα τῶν πνευματικά ἀσθενῶν ἀνθρώπων.
Οἱ γίγαντες τῶν παθῶν (οἱ ὁποῖοι γεννιοῦνται ἀπό τήν φιλαυτία) σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους Πατέρες εἶναι ἡ κενοδοξία, ἡ φιληδονία καί ἡ φιλαργυρία. Ἡ κενοδοξία μάλιστα, μᾶς κάνει κούφιους διότι μᾶς κλέβει τόν πνευματικό πλοῦτο. Ὁ κενόδοξος δέν μπορεῖ νά ταπεινωθεῖ. Διά τῆς κενοδοξίας, πού εἶναι ἕνα σκαλοπάτι πρίν τήν ὑπερηφάνεια, ὁ πονηρός μᾶς «κλέβει» ὅ,τι ἀποθησαυρίσαμε διά τῆς πνευματικῆς ἐργασίας. Ὁ κενόδοξος κυνηγάει τή μάταιη δόξα τοῦ κόσμου καί γι’ αὐτό δέν ἀγαπάει τήν ταπείνωση. Θέλει νά φαίνεται, νά ἀγαπιέται, νά «χαίρει ἐκτιμήσεως» ἀπό τούς ἄλλους, νά δοξάζεται, νά εἶναι γνωστός, νά ἔχει «καλό ὄνομα» στήν κοινωνία, νά ἔχει κύρος καί «ἀξιοπρέπεια». Νοιάζεται πάντα γιά τό «τί θά πεῖ ὁ κόσμος» καί ὄχι γιά τό τί λέγει γι’ αὐτόν ὁ Θεός. Γι’ αὐτό καί ἡ καρδιά του εἶναι πάντα γεμάτη ἄγχος, φροντίδα, ταραχή καί ἄθλια ἐκζήτηση καί ἀναζήτηση τῆς μάταιης ἀνθρώπινης δόξας. Ὅταν κάποτε καταφέρει νά τήν ἔχει, ὅπως νομίζει, «φουσκώνει», γεμίζει «φυσίωση», ὅπως λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες· τότε, πλέον, νοσεῖ τήν «νόσο τοῦ διαβόλου», πού εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια.
Ἔτσι ἕνα ἀκόμα χαρακτηριστικό τοῦ ἄρρωστου ἀνθρώπου εἶναι ἡ κενοδοξία, πού ξεκινάει ἀπ’ τή φιλαυτία.
Ἔλεγε ὁ Γέροντας: «Ἡ καρδιά τοῦ κενόδοξου δέν μπορεῖ νά ταπεινωθεῖ. Ὅταν τόν ἐλέγχουν ἤ νουθετοῦν, ἀντιλέγει ἔντονα». Δέν δέχεται τόν ἔλεγχο, οὔτε καί τήν νουθεσία ἀκόμα. «Ἐνῶ, ὅταν τόν ἐπαινοῦν καί τόν κολακεύουν, φέρεται ἄπρεπα», καυχιέται, κομπάζει, φουσκώνει καί ὑπερηφανεύεται.
«Ὅ,τι καί νά τοῦ πεῖς, ἐννοεῖ νά ὑπερηφανεύεται περισσότερο. Ἀσχολεῖται καί περιστρέφεται γύρω ἀπ' τόν ἑαυτό του. Ἀντίθετα, ὁ ἁμαρτωλός πού μετανοεῖ κι ἐξομολογεῖται βγαίνει ἀπ' τόν ἑαυτό του. Ὅταν ἐξομολογηθεῖ, δέν γυρνάει πίσω. Ὁ κενόδοξος τήν ψυχή του τήν ἀποξενώνει ἀπ' τήν αἰώνια ζωή. Τελικά ὁ ἐγωισμός εἶναι σκέτη κουταμάρα! Ἡ κενοδοξία μᾶς κάνει κούφιους. Ὅταν κάνουμε κάτι γιά νά ἐπιδειχθοῦμε, καταντοῦμε ἄδειοι ψυχικά. Ὅ,τι κάνομε, νά τό κάνομε γιά νά εὐχαριστήσομε τόν Θεό· ἀνιδιοτελῶς, χωρίς κενοδοξία, χωρίς ὑπερηφάνεια, χωρίς ἐγωισμό, χωρίς, χωρίς, χωρίς...».
Τότε ἔρχεται ἡ πραγματική ὑγεία. Ἄν μπεῖ ἔστω καί λίγο λογισμός, χαλάει τό πράγμα, λογισμός ἀνθρωπαρέσκειας δηλαδή.
Λέει ἕνα παράδειγμα ὁ Γέροντας: «Νά εἶσαι ψάλτης στήν ἐκκλησία, στό μοναστήρι. Νά ἔχεις φωνή πολύ ἀγγελική καί νά ψάλλεις στόν Θεό, χωρίς νά ξέρεις ὅτι τόσοι ἄνθρωποι σ' ἀκοῦνε, δηλαδή χωρίς νά τό σκέπτεσαι». Αὐτό ἔχει σημασία. Μή σέ νοιάζει πόσοι σέ ἀκοῦνε, μήν τό σκέφτεσαι κάν. «Γίνεται; Δέν γίνεται εὔκολα. Εἶναι δύσκολο αὐτό. Γι' αὐτό πολλοί ψάλτες ἐπλανήθησαν. Κατά κανόνα, ὅλοι οἱ καλοί ψάλτες ἔχουν μεγάλο ἐγωισμό. Ὄχι βέβαια ὅλοι, ἀλλά οἱ περισσότεροι».
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
- Ἐρ.: Εἴπατε προηγουμένως γιά μετάδοση μικροβίων σχετικά μέ τήν κατάθλιψη. Ἡ ἀντιμετώπιση ἔχει νά κάνει μέ τόν δικό μας πνευματικό ἀγῶνα; Μέ αὐτόν τόν τρόπο προσφέρουμε καί καλύτερη βοήθεια στούς ἀνθρώπους...
- Ἀπ.: Ὁπωσδήποτε, γιατί ἐκπέμπουμε «καλή ἐνέργεια» -ἄν καί δέ μοῦ ἀρέσει ἡ ὁρολογία- δηλαδή τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὅ,τι ἔχεις, αὐτό καί ἐκπέμπεις. Ἔχεις τόν Θεό, Τόν ἐκπέμπεις καί ὁ ἄλλος ἄν εἶναι δεκτικός, Τόν παίρνει καί οἱ δαίμονες βέβαια φεύγουν. Γιατί, ὅταν πλησιάζανε οἱ Ἅγιοι σ’ ἕναν δαιμονισμένο, ἄρχιζε ὁ δαιμονισμένος νά σκούζει. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μόλις πλησίαζε, ἄρχιζαν οἱ δαιμονισμένοι νά φωνάζουν. Γιατί φωνάζουν; Γιατί ὁ δαίμονας δέν ἀντέχει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ δηλαδή, πού ὑπάρχει σ’ ἕναν ἅγιο ἄνθρωπο. Γι’ αὐτό φωνάζουν καί οἱ δαιμονισμένοι στόν Ἅγιο Γεράσιμο στήν Κεφαλονιά, φωνάζουν «μ’ ἔκαψες, μ’ ἔκαψες».
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου