– Πεῖτε µας, Γέροντα, κάτι γιὰ τὴν Παναγία.
– Τί νὰ σᾶς πῶ; Μὲ φέρνετε σὲ πολὺ δύσκολη θέση. Γιὰ νὰ µιλήση κανεὶς γιὰ τὴν Παναγία, πρέπει νὰ τὴν ζήση.
– Γέροντα, καὶ τὸ ὄνοµα τῆς Παναγίας ἔχει δύναµη πνευµατική, ὅπως τὸ ὄνοµα τοῦ Χριστοῦ;
– Ναί. Ὅποιος ἔχει πολλὴ εὐλάβεια στὴν Παναγία, ἀκούει τὸ ὄνοµά Της καὶ ἀλλοιώνεται. Ἤ, ἂν τὸ βρῆ κάπου γραµµένο, τὸ ἀσπάζεται µἐ εὐλάβεια καὶ σκιρτάει ἡ καρδιά του. Μπορεῖ νὰ κάνη ὁλόκληρη Ἀκολουθία µὲ ἕναν συνεχῆ ἀσπασµὸ στὸ ὄνοµα τῆς Παναγίας. Καὶ ὅταν προσκυνᾶ τὴν εἰκόνα Της, δὲν ἔχει τὴν αἴσθηση ὅτι εἶναι εἰκόνα, ἀλλὰ ὅτι εἶναι ἡ ἴδια ἡ Παναγία, καὶ πέφτει κάτω λειωµένος, διαλυµένος ἀπὸ τὴν ἀγάπη Της.
– Γέροντα, νὰ µᾶς λέγατε κάτι ἀπὸ τὸ προσκυνηµά σας στὴν Παναγία τῆς Τήνου.
– Τί νὰ πῶ; Μιὰ τόσο µικρὴ εἰκόνα κι ἔχει τόση Χάρη! Δὲν μποροῦσα νὰ ξεκολλήσω ἀπὸ κοντά της. Παραµέρισα λίγο, γιὰ νὰ µὴν ἐµποδίζω τοὺς ἄλλους ποὺ ἤθελαν νὰ προσκυνήσουν.
– Μερικοί, Γέροντα, σκανδαλίζονται ἀπὸ τὰ πολλὰ ἀφιερώµατα ποὺ ἔχουν οἱ θαυµατουργὲς εἰκόνες τῆς Παναγίας.
– Νὰ σᾶς πῶ τί ἔπαθε µιὰ φορὰ ἕνας πολὺ ἁπλὸς καὶ εὐλαβὴς προσκυνητής. Πῆγε στὴν Μονὴ Ἰβήρων καὶ προσκύνησε τὴν Παναγία τὴν Πορταΐτισσα. Ἐκεῖ ἡ εἰκόνα εἶναι γεµάτη φλουριά.Στὸν γυρισµό, πηγαίνοντας γιὰ τὴν Μονὴ Σταυρονικήτα, µπῆκε σὲ λογισµούς. «Παναγία µου, εἶπε, ἐγὼ ἤθελα νὰ Σὲ δῶ ἀλλιῶς ἁπλῆ, ὄχι µἐ φλουριά». Τί παθαίνει ἐν τῷ µεταξύ; Τὸν ἔπιασε ἕνας πόνος δυνατός, ζαλίστηκε καὶ ἔµεινε ἐκεῖ, στὴν µέση τοῦ δρόµου. Ἄρχισε λοιπὸν νὰ ζητάη βοήθεια ἀπὸ τὴν Παναγία: «Παναγία µου, ἔλεγε, κάνε µε καλὰ καὶ θὰ σοῦ φέρω δύο φλουριά!». Τότε τοῦ παρουσιάσθηκε ἡ Παναγία καὶ τοῦ εἶπε: «Ἔτσι µου τὰ ἔφεραν τὰ φλουριά. Μήπως ἐγὼ τὰ ζήτησα; Μήπως τὰ ἤθελα ἐγώ;». Καὶ ἀµέσως ὁ πόνος σταµάτησε. Βλέπετε, ἐπειδὴ εἶχε καλὴ διάθεση, πολλὴ πίστη, τὸν βοήθησε ἡ Παναγία.
Ἐγὼ µερικὲς φορὲς ἐκεῖ στὸ Καλύβι, ὅταν θέλω νὰ προσευχηθῶ στὴν Παναγία, σκέφτοµαι: «πῶς νὰ πάω µἐ ἄδεια χέρια νὰ τὴν παρακαλέσω;». Κόβω λίγα ἀγριολούλουδα, τὰ πηγαίνω στὴν εἰκόνα Της καὶ λέω: «Παναγία µου, πάρε αὐτὰ τὰ λουλούδια ἀπὸ τὸ Περιβόλι Σου». Πρὶν πάω στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἄκουγα νὰ λένε ὅτι εἶναι «τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας» καὶ περίµενα νὰ δῶ λουλούδια, δένδρα ὀπωροφόρα κ.λπ. Ὅταν πῆγα καὶ εἶδα ἄγριες καστανιές, κουµαριές, κατάλαβα ὅτι εἶναι πνευµατικὸ τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας. Ἀργότερα ἔνιωσα µέσα σὲ αὐτὸ καὶ τὴν παρουσία Της.
– Πῶς θὰ αἰσθανθῶ, Γέροντα, τὴν παρουσία τῆς Παναγίας, γιὰ νὰ µοῦ θερµάνη τὴν καρδιά;
– Μιὰ ποὺ φέρεις τὸ ὄνοµα τῆς Μεγάλης Μητέρας τοῦ Χριστοῦ καὶ κατὰ χάριν Μητέρας ὅλων τῶν ἀνθρώπων, νὰ τὴν ἐπικαλῆσαι συνέχεια: «Παναγία µου, νὰ λές, Ἐσὺ ποὺ καταδέχτηκες νὰ ἔχω τὸ ὄνομά Σου, βοήθησέ µε νὰ ζήσω, ὅπως εἶναι εὐάρεστο σ᾽ Ἐσένα. Ἄλλοι µόνον τὸ ὄνοµά Σου ἀκοῦνε καὶ συγκινοῦνται, κι ἐγὼ τί κάνω;». Εὔχοµαι ἡ Παναγία νὰ µένη συνέχεια κοντά σου καὶ νὰ σὲ σκεπάζη σὰν τὸ κλωσσοπούλι κάτω ἀπὸ τὰ ἀγγελικὰ φτερά Της.
– Ἡ Παναγία ἡ Ἱεροσολυµίτισσα. Μία φορὰ τὴν εἶδα ἐκεῖ στὸ Καλύβι, στὴν Παναγούδα… Ἄν σοῦ τὸ πῶ, σὲ πόσους θὰ τὸ πῆς;
– Σὲ κανέναν, Γέροντα.
– Λοιπόν, εἶδα σὲ ὅραµα ὅτι θὰ πήγαινα µακρινὸ ταξίδι καὶ ἔπρεπε νὰ ἑτοιµάσω τὰ χαρτιά µου, διαβατήριο, συνάλλαγµα κ.λπ., ἀλλὰ οἱ ὑπάλληλοι δὲν µοῦ ἔκαναν τὰ χαρτιά. Ἐκεῖ ἦταν πολλοὶ ἄνθρωποι, ὅµως δὲν ὑπῆρχε κανεὶς νὰ µὲ βοηθήση. «Ποιός θὰ µὲ βοηθήση; λέω. Μὰ δὲν βρίσκεται κανένας, γιὰ νὰ ἐνδιαφερθῆ;». Εἶχα µιὰ ἀγωνία!… Καὶ ξαφνικὰ παρουσιάζεται µία Γυναίκα µὲ λαµπερὸ πρόσωπο, ντυµένη στὰ χρυσαφένια. Εἶχε µία ὡραιότητα! Ἄστραφτε ὁλόκληρη! «Μὴν ἀνησυχῆς, ἐγὼ θὰ σὲ βοηθήσω· ὁ Γυιός µου εἶναι Βασιλιάς», µοῦ λέει καὶ µέ χτύπησε ἁπαλὰ στὸν ὦµο. Παίρνει τὰ χαρτιὰ καὶ µὲ µιὰ κίνηση τὰ βάζει στὸν κόρφο Της. Ὤ, τί κίνηση ἦταν ἐκείνη! Ὕστερα µοῦ εἶπε: «Θὰ περάσετε δύσκολες ἡµέρες», καὶ µοῦ ἀνέφερε κάτι ποὺ ἔπρεπε νὰ κάνω κι ἐγώ. Μετὰ ἀπὸ καιρὸ εἶδα τὴν Παναγία τὴν Ἱεροσολυµίτισσα σὲ ἕνα βιβλίο καὶ τὴν ἀναγνώρισα.
– Κάποιος, Γέροντα, µᾶς ρώτησε: «Ἀφοῦ ἡ σωτηρία µας εἶναι στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, γιατί, ὅταν ἐπικαλούµαστε τὴν Παναγία, λέµε: “Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡµᾶς”»;
– Ἂς ποῦµε, µιὰ γυναίκα ἔχει γειτόνισσα τὴν µάνα ἑνὸς ὑπουργοῦ καὶ τὴν παρακαλεῖ νὰ φροντίση, ὥστε νὰ βρεθῆ µιὰ δουλειὰ γιὰ τὸ παιδί της. Ἡ γειτόνισσα προθυµοποιεῖται, ὅµως δὲν θὰ βρῆ ἡ ἴδια τὴν δουλειά, ἀλλὰ θὰ παρακαλέση τὸν γυιό της, ποὺ ὡς ὑπουργὸς ἔχει αὐτὴν τὴν δυνατότητα καὶ θὰ κάνη τὸ χατίρι τῆς µάνας του. Ἔτσι κι ἐµεῖς, παρακαλοῦµε τὴν Παναγία νὰ µᾶς σώση καὶ ἡ Παναγία παρακαλεῖ τὸν Γιό Της ποὺ ἔχει αὐτὴν τὴν δύναµη. Καὶ Ἐκεῖνος τῆς κάνει τὸ χατίρι, γιατί ἀγαπάει πολὺ τὴν Μητέρα Του.
– Γέροντα, στὴν Παναγία προσεύχοµαι µέ περισσότερη ἄνεση ἀπὸ ὅ,τι στὸν Χριστό. Μήπως αὐτὸ εἶναι ἀνευλάβεια;
– Κι ἐγὼ ἔτσι νιώθω. Ἀπὸ πολὺ σεβασµὸ στὸν Χριστό, νιώθω περισσότερη ἄνεση στὴν Παναγία, ὅπως καὶ τὰ παιδιὰ – καὶ µεγάλα ἀγόρια νὰ εἶναι – πηγαίνουν στὴν µάνα µἐ περισσότερο θάρρος ἀπὸ ὅ,τι στὸν πατέρα, ἀπὸ σεβασµὸ πρὸς τὸν πατέρα. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν πραγµατικὴ εὐλάβεια καὶ σεβασµὸ στὸν Χριστό, συστέλλονται µπροστὰ στὸν Χριστό, ἐνῶ στὴν Παναγία ἔχουν περισσότερο θάρρος καὶ τὴν πλησιάζουν ἄνετα, γιατί ἡ Παναγία ἀνήκει στὸ γένος τὸ ἀνθρώπινο.
– Καµµιὰ φορά, Γέροντα, ὅταν κάνω µετάνοιες, ψάλλω τὴν Παράκληση τῆς Παναγίας ἢ λέω τοὺς Χαιρετισµούς. Μήπως, ὅταν κάνω µετάνοιες, πρέπει νὰ λέω µόνον τὴν εὐχή;
– Ὄχι, κάνε ὅπως ἀναπαύεσαι, γιατί καὶ ἡ Παναγία στὸν Χριστὸ τὰ πηγαίνει ὅλα, ἀλλὰ καὶ µὲ τὴν στοργὴ καὶ τὴν τρυφερότητά Της γεµίζει τὴν ψυχή µας ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἔρωτα πρὸς τὸν Χριστό. Ἐγὼ παρακαλῶ τὴν Παναγία νὰ µοῦ πάρη τὴν καρδιὰ καί, ἀφοῦ πρῶτα τὴν καθαρίση, νὰ τὴν κόψη στὰ τέσσερα: Τρία κοµµάτια νὰ δώση στὴν Ἁγία Τριάδα καὶ ἕνα κοµµάτι νὰ κρατήση Ἐκείνη.
– Γέροντα, ὅταν λέω τὴν εὐχή, µπορεῖ νὰ περάση πολλὴ ὥρα καὶ νὰ µὴν κάνω κανένα κοµποσχοίνι στὴν Παναγία, γιατί δὲν µπορῶ νὰ ἀφήσω τὸ ὄνοµα τοῦ Χριστοῦ.
– Φοβᾶσαι µήπως παρεξηγηθῆ ἡ Παναγία; Εὐλογηµένη, δὲν εἴπαµε ὅτι οἱ προσευχὲς πρὸς τὴν Παναγία καὶ πρὸς ὅλους τοὺς Ἁγίους ἀπευθύνονται στὸν Χριστό; Νὰ κάνης ὅπως νιώθεις. Δὲν παρεξηγεῖται ἡ Παναγία οὔτε οἱ Ἅγιοι.
– Γέροντα, σὲ µιὰ ἀτοµικὴ ἀγρυπνία ποὺ τὴν ἀφιερώνω στὴν Παναγία τί νὰ κάνω;
– Νὰ συλλογίζεσαι προηγουµένως τὴν Παναγία. Σ᾽ αὐτὸ µποροῦν νὰ σὲ βοηθήσουν καὶ µερικὰ τροπάρια ἀπὸ τὴν Παράκληση τῆς Παναγίας ἢ ἀπὸ τὸ Θεοτοκάριο ἢ ἀπὸ τὸν Ἀκάθιστο Ὕµνο. Μετὰ νὰ συνεχίσης µὲ εὐχή καὶ ὅ,τι ἄλλο σοῦ φανεῖ κατάλληλο.
– Γέροντα, ὅταν ἔχω συνέχεια πτώσεις στὸν ἀγώνα μου, μὲ πιάνει λύπη.
– Νὰ ψέλνης τὸ «Πάντων προστατεύεις, ἀγαθὴ» καὶ τὸ «Πάντων θλιβοµένων τί χαρά». Αὐτὸ νὰ τὸ κάνης σὰν κανόνα, καὶ ἡ Παναγία θὰ σὲ βοηθήση. Ἡ Παναγία δὲν µᾶς ἀφήνει· μᾶς κουβαλάει στὴν πλάτη Της, ἀρκεῖ κι ἐµεῖς νὰ τὸ θέλουµε καὶ νὰ µὴν κλωτσᾶµε, ὅπως κάνουν τὰ ἄτακτα παιδιά.
– Γέροντα, θὰ ἤθελα ἡ Παναγία νὰ κρατήση κι ἐµένα στὴν ἀγκαλιά Της, ὅπως κρατάει τὸν Χριστό.
– Δὲν σὲ κράτησε ποτὲ ἐσένα; Δὲν ἔνιωσες καµµιὰ φορὰ σὰν µωρὸ στὴν ἀγκαλιά Της; Ἐγὼ αἰσθάνοµαι σὰν παιδάκι κοντά Της. Τὴν νιώθω Μάνα µου. Πολλὲς φορὲς πηγαίνω καὶ ἀκουµπῶ στὴν εἰκόνα Της καὶ λέω: «Τώρα, Παναγία µου, θὰ θηλάσω λίγο Χάρη». Νιώθω σὰν µωρὸ ποὺ θηλάζει στὴν ἀγκαλιὰ τῆς µάνας του ξέγνοιαστο, ἀµέριµνο, καὶ νιώθει τὴν µεγάλη της ἀγάπη καὶ τὴν ἀνέκφραστη στοργή της, καὶ τρέφοµαι µὲ Χάρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου