Ζ .Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ (123-135) Η μεγαλύτερη ἀπόδειξη ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεός καί ὅτι ἡ πίστη μας εἶναι ἡ μόνη ἀληθινή, εἶναι ἡ Ἀνάστασή Του. Ἄν δέν ὑπάρχει Ἀνάσταση, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅλη ἡ πίστη μας εἶναι ἕνα παραμύθι. Εἶναι κούφια. Τό ὅτι ὅμως ὁ Χριστός ἀναστήθηκε, εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξη ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεός.
Ἀμφισβήτηση Ἀναστάσεως (σελ.123-114)
Γι’ αὐτό ἀκριβῶς οἱ μεγαλύτεροι ἐχθροί τοῦ Χριστοῦ δύο πράγματα χτύπησαν, τήν Ἀνάσταση, καί μετά ἀπό 1.700 χρόνια τήν ἀναμαρτησία Του. Δέν τήν ἀντέχουν. Οὔτε τήν Ἀνάστασή Του, οὔτε τήν ἀναμαρτησία Του. Καί κατασκευάζουν διάφορα κίβδηλα χειρόγραφα, ψευδεπίγραφα, φανταστικά σενάρια….
Ὅμως κανείς τους δέν κατάφερε ποτέ νά θίξει στό ἐλάχιστο τήν ἀναμαρτησία τοῦ Κυρίου μας καί τόν μεγαλύτερο θρίαμβο τῆς πίστεώς μας, πού εἶναι ἡ Ἀνάστασή τοῦ Χριστοῦ.
Ἄς δοῦμε ὅμως στό σημεῖο αὐτό ποιά εἶναι τά τεκμήρια τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας καί ποιές ἄλλες κατηγορίες διατυπώθηκαν ἐναντίον τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ἰδιαιτέρως τούς τελευταίους αἰῶνες.
Τά τεκμήρια τῆς Ἀναστάσεως (σελ.124-116)
Ὁ ἀναστημένος Κύριος ἐπί σαράντα ἡμέρες μετά τήν Ἀνάστασή Του ἐμφανίζονταν στούς μαθητές Του, γιά νά τούς δώσει ἀτράνταχτες ἀποδείξεις, οἱ ὁποῖες βεβαίωναν τό γεγονός τῆς ἀναστάσεως. Αὐτές οἱ ἴδιες οἱ ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ ἀποτελοῦσαν τήν πρώτη ὁπτική καί ἀκουστική ἀπόδειξη ὅτι αὐτός πού ἔβλεπαν οἱ μαθητές δέν εἶναι φάντασμα ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Ἔβλεπαν οἱ μαθητές τόν ἀναστημένο Κύριο ὑγιέστατο, γεμάτο σφρίγος, νά ἀκτινοβολεῖ ζωή, νά ἔχει ἀπόλυτη ὑγεία καί δύναμη.
Ὁ Κύριος τούς χάρισε ἐπιπλέον καί τήν ἀπόδειξη τῆς ἀφῆς. Ὅταν οἱ μαθήτριες «Τόν πλησίασαν, μέ εὐλάβεια πολλή ἔπιασαν τά πόδια Του καί Τόν προσκύνησαν» (Ματθ. κη΄ 9). Ὁ Κύριος δέν τίς ἐμπόδισε σ’ αὐτό, ἐπειδή ἀκριβῶς ἤθελε νά τούς δώσει τή δυνατότητα νά πεισθοῦν καί μέ τήν ἀφή ὅτι δέν εἶναι φάντασμα. Ἀλλά καί στούς μαθητές τό ἴδιο ἔκανε. Τούς εἶπε: «Δέστε τά χέρια μου καί τά πόδια μου καί βεβαιωθεῖτε ὅτι εἶμαι ὁ Δάσκαλός σας. Ψηλαφῆστε με μέ τά χέρια σας καί βεβαιωθεῖτε ὅτι εἶμαι ἄσαρκο πνεῦμα». Καί τούς ἔδειξε τίς οὐλές τῶν χεριῶν Του ἀπό τά καρφιά, καί τῶν ποδιῶν Του καί τῆς πλευρᾶς Του (Λουκ. κδ΄ 39-40). Αὐτά ἀκριβῶς τά τεκμήρια ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης λέγοντας: «μαρτυροῦμε Αὐτόν πού Τόν ἀκούσαμε μέ τ’ ἀφτιά μας, Τόν ἔχουμε δεῖ μέ τά μάτια μας καί Τόν ψηλαφήσαμε μέ τά χέρια μας» (Α΄ Ἰω. α΄1).
Ἀλλά ὁ Κύριος τούς προσφέρει κι ἄλλη ἀπόδειξη. Ἐπειδή αὐτοί ἀπιστοῦσαν ἀκόμη καί μετά τήν ψηλάφηση, τούς προθέτει τό πειστήριο τῆς τροφῆς. «Ἐπειδή αὐτοι ἀπιστοῦσαν ἀκόμη καί νόμιζαν ὅτι ἔβλεπαν ὄνειρο, τούς εἶπε ὁ Κύριος: Ἔχετε ἐδῶ τίποτε φαγώσιμο γιά νά φάω καί γιά νά πεισθεῖτε ἔτσι ἀκόμη περισσότερο ὅτι δέν εἶμαι πνεῦμα; Κι αὐτοί Τοῦ ἔδωσαν ἕνα κομμάτι ἀπό ψάρι καί λίγη κηρήθρα. Καί ἀφοῦ τά πῆρε ὁ Κύριος ἔφαγε μπροστά τους» (Λουκ. κδ΄41-43). Αὐτό ἀκριβῶς οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι τό προέβαλαν κατόπιν ὡς ἀπόδειξη τῆς Ἀναστάσεως, λέγοντας: Ἐμεῖς «φάγαμε καί ἤπιαμε μαζί Του μετά τήν Ἀνάστασή Του» (Πραξ. ι΄ 41). Βέβαια ὁ Κύριος μετά τήν Ἀνάστασή Του δέν εἶχε ἀνάγκη τροφῆς, ἀλλά ἔφαγε μόνο καί μόνο γιά νά δείξει ὅτι εἶχε πραγματικό σῶμα καί ὅτι δέν ἦταν φάντασμα.
Ποιά σημασία εἶχαν ὅλες αὐτές οἱ ἀδιάσειστες ἀποδείξεις τῆς Ἀναστάσεως γιά τούς μαθητές;
Ἡ Ἀνάσταση ἦταν τό συγκλονιστικότερο καί μοναδικῆς σημασίας γεγονός στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε ἔπρεπε οἱ μαθητές νά εἶναι ἀπολύτως πεπεισμένοι γι’ αὐτήν, νά εἶναι οἱ ἀξιόπιστοι μάρτυρες πού νά τό βεβαιώνουν· ὥστε τό θαῦμα τῆς Ἀναστάσεως νά μήν ἐπιδέχεται καμία ἀμφισβήτηση. Διότι πάνω σ’ αὐτό στηρίζεται ὅλο τό οἰκοδόμημα τῆς πίστεώς μας.
Οἱ ἀπόστολοι λοιπόν πείσθηκαν πλήρως γιά τήν ἀλήθεια τῆς Ἀναστάσεως.
Γι’ αὐτό ἦταν πλέον ἕτοιμοι νά μαρτυρήσουν γιά τήν Ἀνάσταση μέ τό λόγο καί τή ζωή τους. Κι αὐτό ἔκαναν. Οἱ πρώην περίτρομοι, οἱ ἀγράμματοι, οἱ κλειδαμπαρωμένοι, οἱ φτωχοί ψαράδες, ἔρχονται τώρα μέ τή βεβαιότητα τῆς Ἀναστάσεως ὄχι μονάχα νά τή διακηρύξουν μπροστά στούς δυνατούς τῆς γῆς, πού ἦταν ἕτοιμοι νά τούς συντρίψουν, ἀλλά καί νά δώσουν μετά ἀπό διωγμούς καί βασανιστήρια ἄφοβα τή ζωή τους. Κι αὐτό ἀκριβῶς ἀποτελεῖ μία ἐπιπλέον συγκλονιστική ἀπόδειξη τῆς Ἀναστάσεως.
Οἱ κατηγορίες ἐναντίον τῆς Ἀναστάσεως (σελ.126-129)
Ὅμως τούς τελευταίους αἰῶνες καί ἰδιαιτέρως ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Διαφωτισμοῦ καί τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως καί μέχρι σήμερα διατυπώθηκαν διάφορες κατηγορίες ἐναντίον τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας. Αὐτό πού κυρίως ἀμφισβητήθηκε εἶναι ἡ ἀξιοπιστία τῆς μαρτυρίας τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ γιά τήν Ἀνάστασή Του.
Ἐάν ὅμως ὑποθέσουμε ὅτι ἡ μαρτυρία τῶν μαθητῶν γιά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ἀληθινή, τότε δύο πράγματα μποροῦν νά συμβαίνουν:
1.ἤ οἱ μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεως μέ σκοπιμότητα μᾶς ἐξαπάτησαν καί λένε ψέματα, ὁπότε εἶναι ἐλεεινοί καί ψεῦτες, ἀνάξιοι τῆς ἐμπιστοσύνης μας.
2.ἤ ἀπατήθηκαν καί αὐτοί καί ὑποστηρίζουν κάτι πού δέν εἶναι ἀντικειμενικά ἀληθινό.
1.Μήπως μᾶς ἀπάτησαν οἱ μαθητές; (σελ.116-119)
Αὐτή τήν κατηγορία τήν πρώτη φορά διατύπωσαν οἱ ἴδιοι οἱ Ἰουδαῖοι τήν Κυριακή τῆς Ἀναστάσεως. Ἐνῶ εἶχαν πληροφορηθεῖ τήν ἀλήθεια ἀπό τούς στρατιῶτες πού φρουρῦσαν τόν τάφο, τούς δωροδόκησαν καί τούς ἔπεισαν νά ποῦν ψέματα· ὅτι δῆθεν «οἱ μαθητές Του ἦλθαν μέσα στή νύχτα καί ἔκλεψαν τό σῶμα Του, ἐνῶ ἐμεῖς (οἱ φρουροί κοιμόμασταν)». Καί στή συνέχεια κατηγόρησαν τούς μαθητές γιά κλοπή τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ (Ματθ. κη΄11-53).
Ἡ κατηγορία ὅμως αὐτή εἶναι πέρα γιά πέρα ἀσύστατη γιά τούς ἑξῆς λόγςους:
α. Ἀφοῦ οἱ στρατιῶτες κοιμοῦνταν, πῶς εἶδαν τήν κλοπή; Καί πῶς μποροῦν νά εἶναι ἀξιόπιστοι μάρτυρες, ἀφοῦ οὔτε εἶδαν, οὔτε ἄκουσαν, οὔτε μπόρεσαν μέσα στόν ὕπνο τους νά ἀντιληφθοῦν κάτι; Πῶς λοιπόν μποροῦν νά μιλοῦν γιά κλοπή;
β. Ἡ κλοπή ἦταν πολύ δύσκολη.
Ἀκόμη κι ἄν οἱ μαθητές ἤθελαν νά κλέψουν τό σῶμα τοῦ Κυρίου, ἦταν ἀδύνατο νά τό τολμήσουν καί μάλιστα στίς μέρες τοῦ Πάσχα, κατά τίς ὁποῖες ὅλη ἡ πόλη τῆς Ἱερουσαλήμ καί τά περίχωρά της ἦταν πλημμυρισμένα ἀπό ἀμέτρητα πλήθη προσκυνητῶν πού ξεπερνοῦσαν τά δύο ἑκατομμύρια.
γ. Γιατί δέν δικάστηκαν οἱ μαθητές γιά κλοπή καί οἱ φύλακες γιά παραμέληση καθήκοντος;
Ἐάν ὑπῆρχε κλοπή, ἔπρεπε οἱ μαθητές τοῦ Κυρίου νά εἰσασχθοῦν σέ δίκη μέ τήν κατηγορία ὅτι διέρρηξαν τόν τάφο καί ἔκλεψαν τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ· ἀλλά ἔπρεπε νά δικασθοῦν καί ὅλοι οἱ στρατιῶτες πού φρουροῦσαν τόν τάφο, μέ τήν κατηγορία τῆς παραμελήσεως καθήκοντος. Καί μάλιστα οἱ ρωμαϊκοί νόμοι τιμωροῦσαν πολύ αὐστηρά τούς φύλακες πού παραμελοῦσαν τό καθῆκον τους. Αὐτό ὅμως δέν ἔγινε ποτέ! Ἄν μάλιστα οἱ Ἰουδαῖοι πίστευαν ὅτι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ κλάπηκε, τότε θά ἔκαναν τό καθετί γιά νά τό βροῦν, νά τό παρουσιάσουν καί νά διαψεύσουν δημοσίως τούς μαθητές. Ἀλλά κι αὐτό δέν ἔγινε ποτέ. Ἀντίθετα οἱ μαθητές κατόπιν κήρυτταν καθημερινά καί δημοσία τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί κατήγγελαν τούς Ἰουδαίους ὡς φονιάδες ἑνός Ἀναστημένου. Γιατί λοιπόν οἱ Ἰουδαῖοι δέν ξεσηκώθηκαν ἐναντίον τους καί δέν τούς δίκασαν γιά ἀπάτη;
δ.Ἕνας μύθος γιά Ἀνάσταση δέν εἶχε κανένα νόημα.
Δέν εἶχαν νά κερδίσουν τίποτε οἱ μαθητές κηρύττοντας ἕνα παραμύθι. Ἐλάχιστοι ἄνθρωποι φοβισμένοι δέν μπόρεσαν νά σταθοῦν δίπλα στό σταυρό τοῦ Κυρίου τή Μεγάλη Παρασκευή, καί τώρα θά εἶχαν τήν τόλμη νά διαδίδουν ἕνα τόσο μεγάλο ψέμα μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους; Γιά νά κερδίσουν τί; Τό θάνατο;
ε. Πῶς οἱ φοβισμένοι ἔγιναν ἀτρόμητοι;
Ἐάν οἱ μαθητές εἶχαν διαπράξει κλοπή, τότε πῶς ἐξηγεῖται ἡ ἀλλαγή τῆς ψυχολογίας τους; Πῶς αὐτοί οἱ τρομοκρατημένοι καί κλειδαμπαρωμένοι ἔγιναν ξαφνικά ἀτρόμητοι καί γενναῖοι; Πῶς ἔγιναν τώρα ἐνθουσιώδες κήρυκες τῆς πίστεως; Καί ἀντιμετώπισαν τόση πολεμική καί ἀπειλές φοβερές; Πῶς ἀψήφησαν τό θάνατο καί ἦταν ἕτοιμοι ὅλοι νά πεθάνου γιά ἐκεῖνον πού εἶχαν ἀρνηθεῖ ὅσο ζοῦσε;
ς΄. Πῶς ἐδειξαν τόση αὐταπάρνηση γιά ἕνα ψέμα;
Αὐτοί ὄχι μόνο δέν εἶχαν κανένα συμφέρον νά ποῦν ψέματα γιά τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ἀλλά καθημερινά ἦταν ἐκτεθειμένοι σέ ἀμέτρητους κινδύνους, ἀπειλές, στερήσεις, διωγμούς. Ἀντιμετώπιζαν κακουχίες, συκοφαντίες καί ἐχθρότητα, φυλακίσεις, βασανιστήρια καί μαρτύρια.
ζ. Δέν βρέθηκε κανείς νά ἀποκαλύψεις τό ψέμα;
Ὅλα αὐτά τά ὑπέστησαν γιά ἕνα ψέμα; Ὅλοι τους; Δέν βρέθηκε κανείς ἀπό αὐτούς νά παραδεχθεῖ τήν ἀλήθεια; Ὅλοι αὐτοί πού μιλοῦσαν διαρκῶς γιά τήν ἀλήθεια καί τή δικαιοσύνη, πῶς μποροῦσαν νά στηρίζουν μιά νέα πίστη πάνω στό μεγαλύτερο ψέμα; Αὐτοί πού εἶχαν μιά εἰλικρίνεια ἀφοπλιστική καί μία ζωή ἁγιότητος καί ἀρετῆς, πῶς μποροῦσαν νά κοροϊδεύουν ὅλο τόν κόσμο;
η΄. Καί τί κέρδισαν; Πῶς πέθαναν ὅλοι αὐτοί;
Ὅλοι τους σχεδόν, ἐκτός ἀπό τόν Ἰωάννη, εἶχαν μαρτυρικό θάνατο. Πῶς πέθαναν; Μέ τί θάνατο;
Τόν Πέτρο τόν σταύρωσαν!
Τόν Ἀνδρέα τόν σταύρωσαν.
Τόν Βαρθολομαῖο τόν σταύρωσαν.
Τόν Σίμωνα τόν Ζηλωτή τόν σταύρωσαν.
Τόν Ματθαῖο τόν ἔκαψαν ζωντανό.
Τόν Ἰάκωβο τόν ἔσφαξαν.
Τόν Ἰάκωβο τοῦ Ζεβεδαίιου τόν ἔσφαξαν.
Τόν Φίλιππο τόν κρέμασαν ἀνάποδα.
Τόν Ἰούδα τόν Θαδδαῖο τόν σκότωσαν μέ τόξα.
Τόν Θωμᾶ τόν σκότωσαν μέ τόξα.
Ὁ Ματθίας πέθανε ἀπό βασανιστήρια.
Ἀλλά καί ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὑπέφρε φρικτά βασανιστήρια, πρίν ἐξοριστεῖ ἀπό τήν Ἔφεσο τήν Πάτμο.
2.Μήπως ἀπατήθηκαν οἱ ἀπόστολοι; (σελ.129-132)
Μερικοί ὅμως πολέμιοι τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ὑποστήριξαν μιά δεύτερη ὑπόθεση, ὅτι οἱ ἀπόστολοι ὑπῆρξαν θύματα ἀπάτης. Ὅτι ὁ Χριστός δέν πέθανε πάνω στό σταυρό, ἀλλά λιποθύμησε καί ἔπεσε σέ βαθύ λήθαργο καί περιῆλθε σέ νεκροφάνεια. Κι ἀφοῦ μπῆκε στόν τάφο, συνῆλθε ἀπό τά ἀρώματα καί ἀπό τή δροσιά τοῦ τάφου καί ἀνέκτησε δυνάμεις. Ἔτσι τήν τρίτη ἡμέρα ἐμφανίστηκε στούς μαθητές καί τούς ἐξαπάτησε λέγοντάς τους ὅτι ἀναστήθηκε.
Ἀλλά καί αὐτή ἡ κατηγορία τῆς νεκροφάνειας δέν μπορεῖ νά σταθεῖ ἐπιστημονικά καί λογικά.
α. Διότι ὁ θάνατος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶχε βεβαιωθεῖ μέ πολλούς τρόπους.
Πρῶτα-πρῶτα οἱ στρατιῶτες πού τόν ἐκτέλεσαν ἦταν ἔμπειροι σέ θανατικές ἐκτελέσεις καί ἔλεγχαν μέ μεγάλη προσοχή καί βεβαίωναν μέ μεθόδους ἀξιόπιστες τό θάνατο τῶν καταδίκων τους.
Ἀλλά κι ἄν ἀκόμη δέν εἶχε πεθάνει ὁ κατάδικός τους, καί μόνο τό χτυπημα μέ τή λόγχη πού ἐπέφερε μέ δεξιότητα ἕνας ἔμπειρος στρατιώτης στήν πλευρά τοῦ Κυρίου, ἦταν ἱκανό νά ἐπιφέρει τό θάνατο. Διότι τό τρύπημα αὐτό ἀποτελοῦσε τό τελειωτικό πλῆγμα, τή χαρισματική βολή πού ἐπέβαλλε ὁ νόμος γιά νά ἐπιταχυνθεῖ καί νά ἐπιβεβαιωθεῖ ὁ θάνατος.
Ἀλλά ἐκτός ἀπό τούς στρατιῶτες καί τόν ἑκατόνταρχο πού ἔδωσε τή βεβαίωση τοῦ θανάτου στόν Πιλᾶτο, καί αὐτοί πού παρέλαβανα τό σῶμα τοῦ Κυρίου γιά νά τό θάψουν, καί οἱ ἀρχιερεῖς πού ζήτησαν κουστωδία γιά νά φρουροῦν τόν τάφο, ὅλοι αὐτοί ἦταν βέβαιοι ὅτι ὁ Ἰησοῦς πέθανε πραγματικά. Καί μάλιστα οἱ ἐχθροί τοῦ Χριστοῦ Ἰουδαῖοι εἶχαν κάθε λόγο νά ἐξακριβώσουν ἄν πραγματικά πέθανε ὁ μεγάλος τους ἐχθρός.
β. Μέ τά μύρα καί τά ὀθόνια θά πέθαινε ἀπό ἀσφυξία.
Πρίν τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ τοποθετηθεῖ στόν τάφο, ἀλείφθηκε μέ 100 ρωμαϊκές λίτρες περίπου, δηλαδή μέ περισσότερα ἀπό 32 κιλά, μύρων σμύρνας καί ἀλόης, καί στή συνέχεια τυλίχθηκε μέ ὀθόνια(=νεκρικούς ἐπιδέσμους) ἀπό τό κεφάλι μέχρι τά πόδια. Μέ ὅλα αὐτά τά μύρα καί τά ὀθόνια, ἐάν ὁ Ἰησοῦς Χριστός ζοῦσε ἀκόμη, θά πέθαινε ὁπωσδήποτε ἀπό ἀσφυξία.
γ. Ἀκόμη κι ἄν κατέβαζαν τόν Κύριο ζωντανό ἀπό τό σταυρό, ἦταν ἄδύνατο νά ζήσει.
Ὁ Κύριος ἦταν ταλαιπρωρημένος καί ἄυπνος ἀπό τήν προηγούμενη νύχτα, εἶχε δοκιμάσει ὅλη ἐκείνη τήν φοβερή ἀγωνία στή Γεθσημανῆ πού συγκλόνισε τόν ὀργανισμό Του, ὥστε ὁ ἱδρώτας Του νά τρέχει μαζί μέ κομμάτια πηγμένου αἵματος. Εἶχε δεχθεῖ τή μαστίγωση, τή φρικτή φραγγέλλωση, τήν καθήλωση ἐπάνω στό σταυρό. Ἐκεῖ στό σταυρό ἐπί τρεῖς ὧρες οἱ ἀναπνευστικές Του κινήσεις ἦταν ἐξαιρετικά δύσκολες, τό αἷμα Του συγκεντρωνόταν μέ πίεση στό κεφάλι Του, οἱ φλέβες Του πρήζονταν. Τό πρόσωπό Του εἶχε παραμορφωθεῖ, ὁ θώρακάς Του εἶχε διαταθεῖ σέ ἀφάνταστο βαθμό, ὁ ἱδρώτας Του ἦταν ἀσταμάτητος, ἡ ἀφυδάτωση μεγάλη. Εἶχε τρυπημένα τά χέρια Του καί τά πόδια Του. Ὑπέφερε ἀπό τήν παράλυση, τήν ὑπεραιμία, τήν ἀσφυξία, τόν ὑψηλό πυρετό καί τήν ἐξάντληση.
Ἀκόμη λοιπόν κι ἄν ὁ Κύριος δέν εἶχε πεθάνει πάνω στό σταυρό, πῶς θά μποροῦσε μετά ἀπό τρεῖς μέρες τελείως νηστικός καί ἐγκαταλελειμμένος μέσα στόν τάφο, νά συνέλθει μόνος Του καί νά διαφύγει τό θάνατο; Πῶς μπόρεσε νά βγάλει μόνος Του τά ὀθόνια τά ὁποῖα εἶχαν κολλήσει τελείως πάν στό σῶμα Του καί ἦταν ἀδύνατο νά ξεκολλήσουν; Ποῦ βρῆκε ροῦχα νά φορέσει; Ποιός Τοῦ τά ἔδωσε; Κι ἔπειτα πῶς εἶχε τή δύναμη νά κυλήσει μόνος Του τόν πελώριο λίθο πού ἔφραζε τό στόμιο τοῦ σπηλαίου, καί νά βαδίζει μέ ἄνεση μέχρι τήν Ἱερουσαλήμ στό σπίτι ὅπου ἔμειναν οἱ μαθητές;
δ.Ὁ Χριστός ἐμφανίζεται στούς μαθητές μέ ἐκπληκτική ταχύτητα.
Πῶς ἀπό τήν πρώτη ἡμέρα ἔκανε τόσες πορεῖες καί παρουσιαζόναν στούς μαθητές μέ τόση ζωτικότητα καί σφριγηλότητα; Ἀκόμη καί ὁ πιό ὑγιής ἄνθρωπος δέν θά μπροῦσε νά ἔχει τέτοια εὐκινησία. Ἰδιαιτέρως τήν πρώτη ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως ὁ Κύριος περπατοῦσε μέ ἄνεση ἐπί δύο ὧρες μαζί μέ δύο μαθητές ἀνεμπόδιστα πρός τούς Ἐμμαούς. Κι ὅταν μέσα στό σπίτι τους ἔγινε ἄφαντος καί οἱ δύο συνοδοιπόροι Του ἔτρεξαν πίσω στά Ἱεροσόλυμα γιά νά ἀναγγείλουν στούς ἄλλους μαθητές ὅτι εἶχαν δεῖ τόν Κύριο ἀναστημένο, μαθαίνουν ἐκεῖ ὅτι ὁ Κύριος εἶχε ἤδη ἐμφανισθεῖ στόν Πέτρο· καί ἀμέσως Τόν βλέπουν καί πάλι ἀναστημένο μπροστά στά ἔκπληκτα μάτια τους. Πῶς λοιπόν βρῆκε τήν ἀντοχή ὁ Κύριος, πού εἶχε περάσει ὅλο αὐτό τό μαρτύριο καί εἶχε τρυπημένα τά πόδια Του, νά βαδίσει ἐπί δύο ὧρες μέχρι τούς Ἐμμαούς καί ἔπειτα νά ἐπιστρέψει ἀμέσως στήν Ἱερουσαλήμ καί νά ἐμφανίζεται στούς μαθητές Του γεμάτος ζωή;
Ἐάν ὁ Κύριος εἶχε ἀνανήψει ἀπό νεκροφάνεια, θά σερνόνταν στό ἔδαφος, θά πάλευε μεταξύ ζωῆς καί θανάτου. Δέν θά μποροῦσε νά περπατήσει γιά μέρες ὁλόκληρες, θά ὑπέφερε ἀπό τίς πληγές καί τό μαρτύριο πού εἶχε ὑποστεῖ, θά εἶχε ἀνάγκη περιθάλψεως γιά νά μπορέσει νά διατηρηθεῖ στή ζωή. Καί ἕνα τέτοιο θέαμα θά προκαλοῦσε τόν οἶκτο τῶν μαθητῶν Του καί ὄχι τόν ἐνθουσιασμό τους. Οἱ μαθητές ὅμως Τόν βλέπουν ὁλοζώντανο, σφριγηλό, γεμάτο δύναμη, θριαμβευτή. Καί τό ὁμολογοῦν θριαμβευτικά παντοῦ.
Κι ἔπειτα πού πήγαινε ὁ Κύριος στά χρονικά διαστήματα πού μεσολαβοῦσαν μεταξύ τῶν ἐμφανίσεων Του; Ποῦ ζοῦσε; Τί ἔτρωγε; Πῶς κατόρθωνε νά μήν Τόν βλέπει κανείς, οὔτε οἱ μαθητές Του; Καί τί ἀπέγινε μετά ἀπό σαράντα ἡμέρες; Πῶς ἐξαφανίστηκε τελείως ἀπό μπροστά τους καί ἔδωσε στούς μαθητές τήν ἐντύπωση ὅτι ἀνέβηκε στούς οὐρανούς;
3.Ἡ θεωρία τῶν ψευδαισθήσεων (σελ.133-135)
Μιά τρίτη κατηγορία ἐναντίον τῆς Ἀναστάσεως στηρίχθηκε στήν ὑπόθεση τῶν ψευδαισθήσεων.
Εἶπαν κάποιοι κατήγοροι:
Μετά τόν θάνατο καί τήν ταφή τοῦ Κυρίου οἱ μαθητές ἀπογοητευμένοι καί συγκλονισμένοι, κάποια στιγμή ξαναβρῆκαν τό θάρρος τους. Θυμήθηκαν τήν ὑπόσχεση πού τούς εἶχε δώσει ὁ Κύριος ὅτι θά ἀναστηθεῖ καί θά ἐγκαθιδρύσει τήν βασιλεία Του. Ὅταν λοιπόν ἔφυγαν ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ καί ἐπέστρεψαν στήν Γαλιλαία, κάθε τόπος τούς θύμιζε τίς πράξεις καί τά λόγια τοῦ διδασκάλου τους. Ἔτσι ἄρχισαν νά φαντάζονται ὅτι βλέπουν τόν Χριστό μπροστά τους, ὅπου πήγαιναν, στήν ἀκτή, στίς βάρκες τους, στά βουνά, παντοῦ. Ἄρχισαν λοιπόν νά Τόν φαντάζονται ὅλο καί περισσότερο νά τούς μιλᾶ νά τούς συναναστρέφεται.
α. Αὐτή ἡ θεωρία ὅμως καταρρέει πολύ εὔκολα ἀπό τό ἀδιαμφισβήτητο γεγονός τοῦ κενοῦ τάφου.
Διότι ἐάν πράγματι οἱ μαθητές εἶχαν παραισθήσεις ἤ ψευδαισθήσεις, ἀρκοῦσε μία ἐπίσκεψη στόν τάφο νά διαλύσει κάθε φαντασία τους, νά τούς κάνει νά δοῦν τήν ἀδυσώπητη πραγματικότητα, νά διαλύσει, ὁριστικά τήν πλάνη τους. Ἀλλά καί αὐτοί οἱ ἴδιοι ἐάν δέν ἤθελαν νά πᾶνε στόν τάφο, θά παρουσίαζαν τόν νεκρό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ οἱ ἐχθροί Του, γιά νά ἀποστομώσουν τούς μαθητές πού κήρυτταν τήν Ἀνάσταση.
β. Ὁ Κύριος ἔτρωγε μαζί τους.
Κι ἔπειτα, ἐάν οἱ μαθητές ἔβλεπαν μιά αἰθέρια καί φωτεινή μορφή πολύ μακριά τους, ἡ θεωρία τῶν ψευδαισθήσεων θά εἶχε κάποια βάση. Ἀλλά οἱ μαθητές ὄχι μόνο εἶδαν ἀπό κοντά τόν Κύριο, ὄχι μόνο μιλοῦσαν μαζί Του καί ἄκουγαν τίς ἀπαντήσεις Του, ἀλλά καί Τόν ἄγγιξαν, Τόν ψηλάφησαν, ἔφαγαν καί ἤπιαν μαζί Του, εἶχαν μπροστά τους τά ἀπομεινάρια ἀπό τά κόκκαλα τῶν ψαριῶν καί τήν κηρήθρα ἀπό τό μέλι πού ἔφαγε.
γ. Ὁ Κύριος ἐμφανιζόταν σέ πολλούς.
Ἄν πάλι ὑπῆρχαν καί κάποιοι μαθητές φαντασιόπληκτοι, πῶς ἐξηγεῖται ὅτι ὁ Κύριος ἐμφανίζεται ὄχι μόνο σέ ἕναν ἤ δύο μαθητές ἀλλά σέ πολλούς μαθητές καί μαθήτριες. Κάποια μέρα μάλιστα, ὅπως διαβεβαιώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἐμφανίστηκε ταυτόχρονα σέ πάνω ἀπό 500 μαθητές (Α΄ Κορ. ιε΄6). Ὅλοι αὐτοί ἔπαθαν ὁμαδική παράκρουση; Ὅλοι αὐτοί ἦταν φαντασιόπληκτοι;
δ. Οἱ ψυχικές διαθέσεις τῶν μαθητῶν δέν ἦταν εὐνοϊκές γιά ψευδαισθήσεις ἤ παραισθήσεις.
Πῶς συμβιβάζονται οἱ ψευδαισθήσεις τους μέ τή δυσπιστία πού εἶχαν ὅλοι οἱ μαθητές στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ; Αὐτοί εἶχαν χάσει κάθε ἐλπίδα στό ὅραμα τῆς βασιλείας τοῦ Μεσσία. Εἶχαν ἀπογοητευθεῖ. Ὅλοι αὐτοί οἱ ἀπογοητευμένοι θά ἀποδέχονταν φανταστικά ἕναν ἀναστημένο Κύριο πού θά τούς καλοῦσε σέ νέες θυσίες καί θάνατο; Καί ὅλοι αὐτοί ἔχυσαν τό αἷμα τους γιά φαντασίες καί ὄνειρα; Οἱ μαθητές ὄχι μόνο ἀνισόρροποι καί φαντασιόπληκτοι δέν ἦταν, ἀλλά ἦταν ἀπολύτως ρεαλιστές καί δύσπιστοι.
Ἀλλά ἀκόμη κι ἄν ὑποθέσουμε ὅτι ἦταν ἐπιρρεπεῖς σέ ψευδαισθήσεις, πῶς ἐξηγοῦνται οἱ ἀλλεπάλληλες ἐμφανίσεις τοῦ Χριστοῦ σέ διαφορετικά πρόσωπα, σέ διαφορετικούς χαρακτῆρες, σέ διαφορετικά μέρη; Τέλος, ἄν οἱ μαθητές χρειάστηκαν μέρες γιά νά διαμορφώσουν τέτοιες ψευδαισθήσεις, τότε πῶς ὅλοι τους λένε ὅτι ὁ Χριστός ἀναστήθηκε τήν τρίτη ἡμέρα;
Ἕνα παράδειγμα τῆς ἑβραϊκῆς κριτικῆς
Δύο εἶναι τά βασικά ἑβραϊκά βιβλία πού γράφτηκαν γιά νά κατηγορήσουν τό χριστιανισμό. Εἶναι τό «Ταλμούδ» (δηλαδή «Διδασκαλία τοῦ νόμου»), πού ἄρχισε νά γράφεται ἀπό τό 400 μέχρι τό 500 μ.Χ. καί ὁλοκληρώθηκε στό Μεσαίωνα, καί τό «Τολεδώθ Γιεσούα» δηλαδή «Ἡ γενεαλογία τοῦ Ἰησοῦ»), πού γράφτηκε μετά τό 1000 μ.Χ. Τό «Τελεδώθ Γιεσούα» ἀνάμεσα στίς ἄλλες κατηγορίες ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ προσπαθεῖ κυρίως νά ἀμφισβητήσει τήν ἐγκυρότητα τῆς Ἀναστάσεώς Του. Ξέρετε τί γράφει; Λέει: Ὁ Χριστός εἶχε ἕναν ἀδελφό πού ἦταν δίδυμος καί Τοῦ ἔμοιαζε καταπληκτικά: ὁ Θωμᾶς. Πέθανε ὁ Χριστός, καί –τί νά κάνουν οἱ ἀπόστολοι; ἔπρεπε νά ποῦν τήν τρίτη μέρα ὅτι ἀναστήθηκε. Παίρνει τόν Θωμᾶ… ἡ ἁγία Ἐλένη (!) καί τοῦ λέει: Βγές ἔξω σάν ἀναστημένος καί πές ὅτι ἀναστήθηκες.
Αὐτή εἶναι ἡ «σοβαρότερη» πολεμική πού ἔγινε ἀπό τούς Ἑβραίους! ὅτι ἡ Ἁγία Ἐλένη πού ἔζησε τό 300 μ.Χ., πρίν ἀκόμη γεννηθεῖ σκηνοθέτησε τό 33 μ.Χ. αὐτή τή σκευωρία»!….
Συμπέρασμα
Ὅλες οἱ θεωρίες ἐναντίον τῆς Ἀναστάσεως εἶναι ἀβάσιμες. Καί τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως μένει ἀπρόσβλητο καί ἀδιάσειστο. Καί ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τά 11 ἑκατομμύρια μαρτύρων τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων καί ὅλων ἐκείνων τῶν ἑκατομμυρίων πού ἀκολούθησαν στή συνέχεια, οἱ ὁποῖοι ἔχυσαν τό αἷμα τους γι’ αὐτόν τόν ἀναστημένο Κύριο. Ὅλοι αὐτοί ὑπέστησαν φρικτά βασανιστήρια, διότι ἀγάπησαν μοναδικά τόν ἀναστημένο Κύριο καί θυσίασαν γι’ Αὐτόν τή ζωή τους μέ ἐλπίδα καί τῆς δικῆς τους ἀναστάσεως. Αὐτό τό αἷμ τῶν μαρτύρων εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξη τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.
Μάριος Ν. Δομουχτσῆς
Σέ ποιόν Θεό νά πιστέψω;
(123-135)
Ἔκδοση Πέμπτη
ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΩΝ «Ο ΣΩΤΗΡ»
ΑΘΗΝΑ 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου