1. Ἡ ἁγία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, ἀγαπητοί μου χριστιανοί, σάν μιά καλή μητέρα, σκέπτεται τά παιδιά της πού ἔφυγαν ἀπ᾿ αὐτόν τόν κόσμο καί βρίσκονται στήν χώρα τῆς αἰωνιότητος καί ἔχει καθορίσει τακτές προσευχές γι᾿ αὐτά. Κάθε πρωί στόν Ὄρθρο καί κάθε βράδυ στόν Ἑσπερινό στήν «ἐκτενῆ» δέηση ὁ Ἱερεύς εὔχεται ὑπέρ ὅλων τῶν κεκοιμημένων·«καί πάντων τῶν προαναπαυσαμένων πατέρων καί ἀδελφῶν ἡμῶν» λέγει. Μέ αὐτή τήν αἴτηση εὐχόμεθα ὑπέρ τῶν νεκρῶν μας. Ἐπίσης στήν ἀκολουθία τοῦ Μεσονυκτικοῦ ἔχουμε τροπάρια καί προσευχές γιά τούς νεκρούς.
Στή θεία Λειτουργία οἱ νεκροί μνημονεύονται τρεῖς φορές. Στην Προσκομιδή, στήν «ἐκτενῆ», πού ἀκολουθεῖ τό Εὐαγγέλιο, καί μετά τόν καθαγιασμό τῶν Τιμίων Δώρων, δηλαδή ἀμέσως μετά τό «Ἐξαιρέτως…».Ἐκτός ἀπό αὐτά ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει ἀφιερώσει στούς νεκρούς μιά ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, τό Σάββατο, κατά τό ὁποῖο κάνει θεία Λειτουργία γι᾿ αὐτούς. Γιά τούς νεκρούς μας ἔχουμε καί τά λεγόμενα «Ψυχοσάββατα». Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας προσεύχεται συχνά γιά τήν ἀνάπαυση τῶν νεκρῶν.
2. Ἀλλά ἐκτός ἀπό αὐτές τίς τακτές δεήσεις, ἡ Ἐκκλησία μας γιά κάθε ἕνα νεκρό χωριστά, πού ἦταν ὀρθόδοξος χριστιανός, ἔχει καθορίσει τά Μνημόσυνα. Εἶναι δέ τά Μνημόσυνα τά τρίτα, τά ἔνατα, τά τεσσαρακοστά καί τά ἐνιαύσια. Εἶπα για ὀρθόδοξο χριστιανό, μέλος τῆς Ἐκκλησίας, γιατί γιά αἱρετικό ἤ ἀφορισμένο ἀπό τήν Ἐκκλησία ἀπαγορεύεται νά κάνουμε μνημόσυνο. Μή νομίσει δέ κανένας ὅτι τά μνημόσυνα εἶναι νεώτερη ἐπινόηση. Ὄχι! Εἶναι παλαιά ἡ ἐντολή τῆς Ἐκκλησίας γιά τά μνημόσυνα. Ἤδη οἱ Ἀποστολικές Διαταγές μᾶς διατάσσουν νά κάνουμε τά μνημόσυνα τούς καιρούς πού εἴπαμε παραπάνω. Καί πολλοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ὁμιλοῦν περί μνημοσύνων.
3. Ἡ προσευχή πού γίνεται ἀπό τήν Ἐκκλησία γιά τήν ψυχή τοῦ νεκροῦ ἀμέσως μετά τό θάνατό του καί ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία ἤ οἱ λειτουργίες πού γίνονται στην συνέχεια γι᾿ αὐτήν, εἶναι πολύ σπουδαῖες καί ἀναγκαῖες, γιατί βοηθοῦν τό πέρασμα τῆς ψυχῆς ἀπό τά «τελώνια». Σέ κάθε «τελώνιο» πού περνάει ἡ ψυχή μετά τον θάνατό της ἀπαιτεῖται ἀπ᾿ αὐτήν λογαριασμός γιά κάθε ἁμάρτημα πού ἔπραξε. Γι᾿ αὐτό τό πέρασμα ἀπό τά «τελώνια» ὠφελεῖ πολύ ἡ θερμή προσευχή τῆς Ἐκκλησίας μετά τόν θάνατο τοῦ χριστιανοῦ. Λέγουν γιά τήν Θεοδώρα ὅτι ὅταν περνοῦσε ἀπό τά τελώνια βοηθήθηκε πολύ ἀπό τήν προσευχή τοῦ Γέροντά της, τοῦ ἁγίου Βασιλείου τοῦ Νέου.1
Γιά τά μνημόσυνα φέρνουν κόλλυβα. Τά κόλλυβα εἶναι βρασμένο σιτάρι μέ ζάχαρη, μέ σταφίδες καί ἄλλα γλυκύσματα. Τό σιτάρι συμβολίζει ὅτι μιά μέρα τό σῶμα τοῦ νεκροῦ θά ἀναστηθεῖ ἀπό τόν τάφο. Διότι καί τό σιτάρι σπέρνεται στήν γῆ καί θάπτεται. Ἔπειτα ὅμως ἀνασταίνεται φορτωμένο μέ καρπό. Ἡ ζάχαρη ἤ τό μέλι καί τά ἄλλα γλυκύσματα σημαίνουν ὅτι μετά τήν ἀνάσταση τόν ὀρθόδοξο δίκαιο τόν περιμένει χαρά καί εὐτυχισμένη ζωή στόν Παράδεισο, ὅπως γλυκειά εἶναι ἡ ζάχαρη καί τό μέλι.
4. Γιά τό πόσο ὠφελοῦνται οἱ ψυχές τῶν νεκρῶν μας ἀπό τίς προσευχές τῆς Ἐκκλησίας μας ὑπέρ αὐτῶν θά σᾶς ἀναφέρω, χριστιανοί μου, ἕνα σύγχρονο σχετικά παράδειγμα ἀπό ρωσικό συναξάρι: Ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ἀντώνιος, ἡγούμενος τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἑνός μεγάλου Μοναστηριοῦ τῆς Ρωσσίας, διηγεῖτο γιά τόν καλλίφωνο διάκονο τοῦ Μοναστηριοῦ, ὁ ὁποῖος λίγες ἡμέρες πρίν ἀπό τήν πανήγυρη τοῦ ζήτησε τήν ἄδεια νά πάει στό σπίτι του γιά κάποια δουλειά. «Σοῦ δίνω τήν ἄδεια», τοῦ εἶπε ὁ ἡγούμενος, «ἀλλά θά προλάβεις νά εἶσαι ἐδῶ στήν πανήγυρη;». «Θά προλάβω», ἀπάντησε ὁ διάκονος. «Θά ἐπιστρέψω σύντομα». Τό πρωί τῆς παραμονῆς τῆς ἑορτῆς ὁ διάκονος δέν εἶχε ἐπιστρέψει ἀκόμη. Ὁ ἡγούμενος ἦταν σέ μεγάλη ἀνησυχία καί ἐστενοχωρεῖτο πολύ. Λίγο ὅμως προτοῦ νά ἀρχίσει ἡ ἀγρυπνία ἦλθε ὁ διάκονος καί ὁ ἡγούμενος τοῦ εἶπε: «Ἐάν εἶσαι ἕτοιμος, ἔλα νά λειτουργήσεις».
Ὁ διάκονος λειτούργησε, ἀλλά, κουρασμένος ὅπως ἦταν ἀπό τό μακρύ του ταξίδι, δέν εἶχε τήν πρώτη του καλλιφωνία. Μετά τήν λειτουργία πῆγαν στήν τράπεζα. Ἐκεῖ κάποιος ἀδελφός ἐπείραξε τό διάκονο γιά τή φωνή του, γιατί δέν ἦταν ὅπως πρῶτα καλή καί εἶπε: «Κάποιος πῆγε σπίτι του καί ἄφησε τή φωνή του ἐκεῖ»! Ὁ διάκονος πειράχτηκε καί ἄρχισε μιά φιλονικία μεταξύ αὐτοῦ καί τοῦ μοναχοῦ. Ὅταν ὁ διάκονος ἐπέστρεψε στό κελλί του πῆρε ἕναν κουβᾶ καί πῆγε νά πάρει νερό. Γέμισε τόν κουβᾶ νερό καί ἐπιστρέφοντας στό κελλί του, μόλις πῆγε νά ἀνοίξει τήν πόρτα, ἔπεσε κάτω νεκρός. Ὅταν τό ἄκουσε αὐτό ὁ ἡγούμενος Ἀντώνιος ταράχτηκε πολύ, γιατί ἐνόμισε ὅτι ὁ διάκονος πέθανε ἐπειδή θά ταλαιπωρήθηκε νά ἔλθει στήν πανήγυρη, σύμφωνα μέ τήν ἐντολή του. Ὁ ἡγούμενος ἄρχισε νά προσεύχεται πολύ θερμά γιά τόν ἀπελθόντα διάκονο καί μάλιστα ἔγραψε ἐντολή σέ ὅλες τίς Ἐκκλησίες να μνημονεύεται τό ὄνομά του στήν προσκομιδή καί στή θ. Λειτουργία. Τήν παραμονή τῆς τεσσαρακοστῆς ἡμέρας μετά τό θάνατο τοῦ διακόνου, ὅταν ὁ ἡγούμενος π. Ἀντώνιος κοιμόταν γιά λίγο στό κελλί του, ἄκουσε ξαφνικά κάποιον νά τόν πλησιάζει. Σηκώθηκε, ἄναψε τό φῶς καί βλέπει μπροστά του τόν διάκονο. – «Ἦλθα νά σέ εὐχαριστήσω», τοῦ εἶπε ἐκεῖνος. – «Γιατί;» – «Γιά τίς προσευχές σου για μένα», τοῦ ἀπάντησε ὁ διάκονος. – «Δέν προσευχήθηκα μόνος μου» τοῦ εἶπε ὁ ἡγούμενος. «Ὅλοι οἱ μοναχοί προσεύχονται γιά σένα. Ἔγραψα ἐντολή νά γραφτεῖ τό ὄνομά σου καί νά μνημονεύεται παντοῦ». – «Τό ὄνομά μου δέν γράφτηκε πουθενά οὔτε τό μνημόνευε κανείς ἄλλος», εἶπε ὁ διάκονος (Ἀργότερα ὁ ἡγούμενος ἀνεκάλυψε ὅτι ἀπό κάποιο λάθος ἡ ἐντολή του δέν εἶχε ἐκτελεστεῖ). – «Πῶς πέρασες ἀπό τά τελώνια;» – «Σάν ἀστραπή». – «Γιατί ἔτσι;» – «Γιατί λίγο πρίν πεθάνω εἶχα λάβει τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ». – «Τί εἶπες γιά τή φιλονικία σου μέ τόν ἀδελφό στήν τράπεζα;» – «Ὁ Κύριος δέν μοῦ τό ὑπελόγισε». Ἐκεῖνον το καιρό εἶχε πεθάνει κάποια μοναχή ἀπό κάποιο Μοναστήρι καί ὁ ἡγούμενος ρώτησε τον διάκονο τί μερίδα ἔλαβε μετά τό θάνατό της. «Αὐτή εἶναι ψηλότερα ἀπό μένα», εἶπε ὁ διάκονος. Τό ὅραμα ἐτελείωσε.
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας
1. Βλ. τόν βίο τοῦ ἁγίου Βασιλείου τοῦ Νέου, 26 Μαρτίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου